Ακούσαμε
Υπάρχουν τραγούδια που ψιθυρίζουν, που τρυπώνουν αθόρυβα στις γωνιές της μνήμης και υπάρχουν τραγούδια που υψώνονται σαν ύμνοι.
Το «Καημέ», από τον δίσκο «Όρθιοι», στέκει όρθιο σαν προσευχή και σαν δοξολογία στην παράδοση, στην ελληνική παράδοση που κυλάει αδιάκοπα στον χρόνο, που ενώνει τον Απόλλωνα με τον Διγενή Ακρίτα, τον Διόνυσο με τον ανώνυμο αγωνιστή κάθε εποχής.
Αν η παράδοση είναι ρίζα κι εμείς τα κλωνάρια της, ο κορμός της θα είναι πάντοτε τα τραγούδια. Μέσα τους ανασαίνει η γη μας με μελωδίες που γεννιούνται σε πέτρινα χωριά κάτω από έναν γέρικο πλάτανο, ανεβαίνουν σε κορφές που σκεπάζει η ομίχλη, σμίγουν με μοιρολόγια που γίνονται πανηγύρι όταν ξημερώνει, κυλούν σαν ποτάμι ώσπου να συναντήσουν σκοπούς σύγχρονους και ψαλμούς αρχέγονους κι έτσι πλέκουν μία ενιαία φλέβα που πάλλεται μέσα μας.
Σας αφιερώνω αυτό το τραγούδι, όπως το αφιέρωσα χθες σε εκείνους που μου έκαναν την τιμή να ανταμώσουμε στη Διδότου. Λιτά —ένα πιάνο κι η φωνή-
ακουμπήσαμε τη σκέψη και την καρδιά μας πάνω σε αυτή τη μεγάλη, ζωντανή παράδοση, εκεί όπου οι ήχοι γίνονται γέφυρες ανάμεσα στο χθες και το αύριο.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΕΚΚΑΣ
«Τα καλοκαίρια κοιμόμασταν έξω, στρωματσάδα, κάτω από τα δέντρα και τον ουρανό και το πρωί ξυπνάγαμε και πηγαίναμε στη θάλασσα κατευθείαν. Εκεί, λοιπόν, ο πατέρας μου άρχισε να μου κάνει το μάθημα του χάρτη του ουρανού, διάβαζε αστρονομία. Μου είπε ότι είμαι κι εγώ ένα μέρος από αυτά τα ουράνια σώματα. Και τότε ενδομύχως όταν έγραψα τα πρώτα τραγούδια μου αισθάνθηκα ότι κάθε τραγούδι είναι ένα αστέρι.
Σκέφτηκα ότι θέλω κι εγώ να φτιάξω ένα στερέωμα. Και λέω πώς θα κάνω αστερισμούς; Άρχισα από τότε να συνδέω τα έργα μου, το ένα με το άλλο ώστε να αποτελούν συμπλέγματα αστερισμών. Δηλαδή έγραφα ένα έργο, μετά ένα τραγούδι, μετά έγραφα μια συμφωνία, ένα κοντσέρτο. Έπαιρνα πάντα μια μελωδία από το τραγούδι αυτό και το έβαζα μέσα στο κοντσέρτο και ει δυνατόν έντονα. Έτσι ένωσα όλα μου τα μουσικά κομμάτια. Έχω ενώσει από τρία μέχρι 20 τραγούδια μου σε ένα έργο μαζί. Έφτιαξα έτσι τον δικό μου γαλαξία. Όλα μου τα έργα ενωμένα μεταξύ τους.
Όταν κατάλαβα ότι τα δικά μου αστέρια ήταν τα τραγούδια, έγινα κι εγώ ένας μικρός Θεός. Είναι μυστικές αυτές οι διαδρομές. Και ηθελημένες, δεν έγιναν τυχαία. Λειτούργησα ως αστεροποιός. Εδώ είναι οι αστερισμοί μου, οι γαλαξίες και εκεί είναι οι κύκλοι τραγουδιών.»
Το 1994, ο Στ.Καζαντζίδης στον δίσκο του «Και που Θεός» ερμήνευε σε μουσική του Τάκη Σούκα και στίχους του Νίκου Λουκά έναν ύμνο για τη γυναίκα.
Γυναίκα μάνα κι ερωμένη, χίλια κομμάτια μοιρασμένη,
γεμάτη αγάπη και στοργή,
γυναίκα μάνα κι ερωμένη, ακούραστη, βασανισμένη,
σ’ όλο το κόσμο είσ’ εσύ.
Είσαι ανάστασης καμπάνα,
όλου του κόσμου είσαι η μάνα, είσαι η ίδια η ζωή,
κάνεις θυσίες νύχτα μέρα, και η ζωή δε πάει πιο πέρα
αν λείψεις μόνο μια στιγμή.
Γυναίκα μάνα κι ερωμένη, μια θάλασσα γαληνεμένη,
είν’ η δική σου η αγκαλιά,
γυναίκα μάνα κι ερωμένη, ανώνυμη και πονεμένη,
που μένεις πάντα στη σκιά.
99 χρόνια από τη γέννηση Του ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
Η ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ
Η Μαργιοράκη ήτανε μια σεβαστή γυναίκα 93 χρονών ,τότε,
και
ζούσε μονάχη της σ’ ενα μικρο ισόγειο σπίτι στη γειτονιά μας
Κάποιο απόγευμα έγινε αυτή η συζήτηση που σας γράφω στο μπαλκονάκι της
……
-πως νιώθεις που δεν παντρευτηκες θεια Μαριορακι ;
καθυστέρησε λιγο και κατάλαβα πως είχε άλυτο το προβλημα μεσα της
-Οπως και να το κανεις θα το μεταγνοιωσεις παιδι μου
ειπε γελώντας
μα όταν έχεις την υγειά σου, συνεχισε, μπορει να
είναι και καλύτερα κανοντας μια κινηση με το χερι της
“ταχα μου τι τα ρωτας”
εχω τοσα ανήψια ομως
ο Μενελαος “μου”
με προσέχει πολύ προχτες με πηγε στο γιατρό και μου έβαλε ακουστικα
όμως αυτα με ζαλιζουνε
σαν να μου άνοιγουν το μυαλό την κεφαλή μου και άκουω μαντινάδες και φωνές πεθαμένων δικων μου και αλλων
Και τις
αναγνωρίζω ,
…
ενα πρωι πήγα να βαλω τις κάλτσες μου
και άκουσα τη φωνή της μάνας μου να μου λεει:
“αχ παιδί μου Μαργιοράκη
μου αχ παιδι μου ”
ένα “σταμνί”
δάκρυα έχυσα εκείνη την μέρα …
κείνο το καιρό ανέβαινα Αθήνα για την ηχογράφηση ενος δισκου και ενα βράδυ πηγα στο σπίτι του Μανού Χατζιδάκι
οπου συχνα βρισκόμαστε διάφοροι φιλοι.
στη διαρκεια της κουβεντας ανεφερα αυτή τη συζήτηση με τη θεια τη Μαριωράκη
Ο Μανος
παιρνει το λογο
Και λεει
“κάθομουν στο γραφείο μου μονος
και δούλευα πριν καποιο καιρο και ξαφνικά λέω :
μητέρα κάνε μου ένα καφέ
Η μητέρα μου έιχε πεθάνει 15 χρόνια πριν !Ταραχτηκα σηκωθηκα και πηγα στην κουζινα …
Τελικα,
ειπε,
κοιταζοντας
το γιωργο το Σταθόπουλο
“η παραίσθηση είναι η πολυτέλεια των μοναχικών άνθρωπων”
Ειπε
Και στάθηκε
Μπροστα στο παραθυρο της ρηγιλης κοιταζοντας εξω ..,.
Λίγους μηνες μετα Πήγα με το φίλο μου το Μανώλη το Γραμματικάκη στο Άγιον όρος.
είχα ξαναπάει πολύ παλαιότερα καλεσμένος από τον ηγούμενο της μονής των Ιβηρων Βασίλειο
Ηταν οταν είχα τραγουδησει τα “μοιρολόγια”
μια συγκλονιστική εμπειρία με τους καλόλογέρους να κλαίνε ακουγοντάς τα
Ενα βραδυ διηγήθηκα την ιστορία με τη θεια έγιναν σχολιασμοί διάφοροι
και καποια στιγμη ρώτησα τον Ηγούμενο
Σε τι διαφέρει η παραίσθηση απο το όραμα ;
Με κοιταξε για λιγο και ειπε
-άστο άστο αυτό …
(ηταν φανερό πως δεν ειχε την απαντηση )
και συνέχισε την κουβέντα.
Οταν αργοτερα σηκωθήκαμε να φύγουμε
μου ειπε
-και το όραμα και η παραίσθηση
θεωρώ ότι είναι θεικες επισκέψεις.
,Από τον Λουδοβίκο των Ανωγείων
«Από μικρός δεν υπολόγιζα τον χρόνο με βάση τους μήνες ή τα χρόνια, αλλά έπαιρνα σαν αναφορά τα διάφορα μουσικά στοιχεία της κάθε περιόδου της ζωής μου. Το μυαλό μου ανατρέχει σε τραγούδια, σε άλμπουμ και σε συγκροτήματα όποτε θέλω να θυμηθώ μια συγκεκριμένη εποχή ή ένα συγκεκριμένο μέρος. Από τις ραδιοφωνικές εκπομπές της δεκαετίας του ’70 μέχρι το κάθε μικρόφωνο που έχω σταθεί μπροστά του, μπορώ να σας πω ποιος, τι, πού και πότε μόλις ακούσω τις πρώτες νότες οποιουδήποτε τραγουδιού έχει διεισδύσει ποτέ στην ψυχή μου από κάποιο ηχείο. Ή από την ψυχή μου στα δικά σας ηχεία. Το μνημονικό κάποιων ανθρώπων ενεργοποιείται από γεύσεις, από εικόνες ή από μυρωδιές. Το δικό μου ενεργοποιείται από τον ήχο, σαν μια ημιτελή κασέτα επιλογών που περιμένει να σταλεί στον αποδέκτη της».
Ο άνεμος εσήκωσε
Κύματα και αλμύρα
Είναι σκληρή η μοίρα
Δεν δίδει μερτικό
Σκληρή ζωή μικρής
καημός
Σε θάλασσα που καίει
Μια μάνα που σε κλαίει
Σε άδειο σπιτικό
Τη μέρα που
Η Άνοιξη
Θα άλλαζε το κόσμο
Με γιασεμιά και δυόσμο
Και θ’ άνοιγε πανιά
Άλλαξες γνώμη
Κι έφυγες
Κείνο το μαύρο βράδι
Κι έμεινε το σκοτάδι
Κι αυτή
Η ερημιά
Δεν έφτασε
Η αγάπη μου
Φως μου
Για να σε σώσω
Το γάλα μου
Θα δώσω
Και κάνω
Μιαν ευχή
Να σε ξαναγεννήσω
Φως μου
Πώς έφαε
Το σίδερο
Την τρυφερή σου νιότη
Στης Άνοιξης
Την πρώτη
Κι έμεινα μοναχή
Μουσική, στίχοι, ερμηνεία: Λουδοβίκος των Ανωγείων
Για τα παιδιά που χάθηκαν στα Τέμπη
Σας αρέσει το ραδιόφωνο; Τότε, αυτή η ιστοσελίδα θα σας «μαγέψει». Ο λόγος για το σάιτ radio.garden, το οποίο φιλοξενεί σχεδόν κάθε σταθμό πάνω στον πλανήτη Γη.
Χάρη σε αυτή την απίθανη ιστοσελίδα μπορούμε να ακούσουμε ραδιόφωνο από κάθε γωνία του κόσμου. Μάλιστα, το συγκεκριμένο σάιτ θα το αγαπήσουν και οι φίλοι της Γεωγραφίας, καθώς βρίσκεις τους αγαπημένους σου σταθμούς πατώντας τον κέρσορα του ποντικιού σου σε πράσινες κουκίδες πάνω σε μια υδρόγειο.
Κάθε κουκίδα αντιστοιχεί σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό, ενώ το σάιτ μας πληροφορεί που εδρεύει ο εκάστοτε σταθμός και τη συχνότητά του στα FM.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η ταχύτητα του συγκεκριμένου σάιτ, καθώς δεν χρειάζεσαι παρά στιγμές για να αλλάξεις σταθμό. Ίσως και γρηγορότερα από αν το έκανες από ένα συμβατικό ραδιόφωνο. Ξέρετε αυτό με την κλασική βελόνα.
Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή των ραδιοφώνων στον πλανήτη μας. Χιλιάδες είναι οι σταθμοί που υπάρχουν στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ενώ λιγότερα είναι τα ραδιόφωνα που βρίσκει κανείς στην Αφρική ή την Ασία.
Πάντως, οι επιλογές είναι άπειρες και σίγουρα θα κολλήσετε αν επισκεφθείτε το Radio Garden. Μπορείτε να ακούσετε από μουσική μέχρι ζωντανές εκπομπές, αν και πολλές θα είναι σε γλώσσα που δεν θα έχετε ξανακούσει.
Η συγκεκριμένη ιστοσελίδα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για όσους κάνουν τις διακοπές τους, αλλά και για όσους δουλεύουν γιατί, ως γνωστόν, το ραδιόφωνο είναι η καλύτερη παρέα. Δοκιμάστε τη!
Ο Ρώσος Σεργκέι Ραχμάνινοφ (1873-1943) υπήρξε ο πιο καινοτόμος στον κόσμο συνθέτης για πιάνο μεταξύ 1700-1910, σύμφωνα με μια νέα νοτιοκορεατική επιστημονική μελέτη, ενώ ακολουθούν κατά σειρά οι Μπαχ, Μπραμς και Μέντελσον.
Οι ερευνητές της Μεταπτυχιακής Σχολής Τεχνολογίας Πολιτισμού του Προωθημένου Ινστιτούτου Επιστήμης και Τεχνολογίας της Κορέας (KAIST), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό επιστήμης των δεδομένων «EPJ Data Science», ανέλυσαν 900 συνθέσεις για πιάνο από 19 κορυφαίους συνθέτες, χρησιμοποιώντας ως κριτήριο καινοτομίας πόσο διέφερε κάθε έργο από τα προηγούμενα που είχαν γραφτεί για πιάνο.
Οι ερευνητές δημιούργησαν ένα υπολογιστικό πρόγραμμα, που χωρίζει κάθε μουσική σύνθεση σε επιμέρους τμήματα (codewords), καθένα από τα οποία απαρτίζεται από όλες τις νότες που παίζονται ταυτόχρονα σε μια δεδομένη στιγμή. Στη συνέχεια, συγκρίνει τις αλληλουχίες αυτών των τμημάτων ανάμεσα σε διαφορετικές συνθέσεις για πιάνο.
Η μελέτη συμπέρανε ότι οι συνθέσεις για πιάνο της Ρομαντικής εποχής (1820-1910) είχαν το μεγαλύτερο «σκορ» πρωτοτυπίας σε σχέση με την Μπαρόκ και την Κλασσική εποχή (1750-1820), η οποία είχε τη χαμηλότερη βαθμολογία από άποψη καινοτομίας στο πιάνο.
Η χαμηλή καινοτομία δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και χαμηλή επιρροή, καθώς, σύμφωνα με τους νοτιοκορεάτες ερευνητές, για παράδειγμα ο Μπετόβεν, παρόλο που βαθμολογήθηκε κάτω του μέσου όρου για την καινοτομία του στο πιάνο, υπήρξε ο πιο επιδραστικός μουσικοσυνθέτης μεταξύ 1820-1910 και γενικότερα θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς όλων των εποχών.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι καθώς η μελέτη τους αφορούσε μόνο συνθέσεις για πιάνο, είναι άγνωστο αν η κατάταξη της μουσικής καινοτομίας θα ήταν η ίδια, εφόσον λαμβάνονταν υπόψη όλα των έργα των 19 συνθετών. Επίσης πιστεύουν ότι η μέθοδος τους θα μπορούσε, πέρα από τη μουσική, να εφαρμοστεί σε έργα λογοτεχνίας, ζωγραφικής και άλλων τεχνών.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Στο εργαστήριο του σπιτιού του, στην οδό Βασιλίσσης Όλγας στη Θεσσαλονίκη, μετά από πειραματισμούς, ο Χρίστος Τσιγγιρίδης εγκαθιστά τον πρώτο ραδιοφωνικό πομπό που έχει κατασκευάσει ο ίδιος από έναν εγκαταλελειμμένο ασύρματο της Γαλλικής Στρατιάς Ανατολής. Έτος 1923 – ένα μόλις χρόνο μετά το BBC στην Αγγλία.
Γεννημένος το 1877 στη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας από Έλληνες γονείς, ο Χρίστος Τσιγγιρίδης υπήρξε επίσης ο πρώτος που εισήγαγε στην Ελλάδα την τεχνογνωσία και την τεχνολογία της μικροφωνικής εγκατάστασης και διετέλεσε υπεύθυνος για την εγκατάσταση του πρώτου ηχητικού συστήματος της Βουλής των Ελλήνων.Το 1928, ο σταθμός μεταφέρεται στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και το ταξίδι στους ραδιοφωνικούς αιθέρες ξεκινάει και επίσημα στους 1.034 χιλιόκυκλους.
Το 1928, ο σταθμός μεταφέρεται στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και το ταξίδι στους ραδιοφωνικούς αιθέρες ξεκινάει και επίσημα στους 1.034 χιλιόκυκλους.
Ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός των Βαλκανίων είναι πλέον γεγονός, παρά τα πρωτόγονα μέσα με τα οποία αρχικά λειτουργεί. Από τις πληροφορίες που διασώζονται, προκύπτει ότι οι ακροατές άκουγαν ακόμη και το θόρυβο της βροχής που έπεφτε στη στέγη από πισσόχαρτο.
Το επονομαζόμενο «Ράδιο Τσιγγιρίδη» λειτουργεί μέχρι το 1936 μόνο στο πλαίσιο της ΔΕΘ, λόγω της ισχύουσας τότε αυστηρής νομοθεσίας για τις ραδιοφωνικές εκπομπές. Παρά το γεγονός ότι οι προσπάθειες του Τσιγγιρίδη να του χορηγηθεί η σχετική άδεια διαρκούς λειτουργίας ήταν συνεχείς, για πολλά χρόνια παρέμειναν άκαρπες και ο πομπός λειτουργούσε με ίδια έξοδα καθώς και με τα έσοδα που προέρχονταν από διαφημίσεις στη διάρκεια των ΔΕΘ.
Ένα πλούσιο ψηφιδωτό από καλλιτέχνες βρέθηκαν ως καλεσμένοι πίσω από το μικρόφωνο του ραδιοφωνικού σταθμού. Το μουσικό πρόγραμμα αποτελούνταν από ζωντανές εκτελέσεις κομματιών από τραγουδιστές και οργανοπαίχτες, μέσα στο στούντιο, με βασικούς συνεργάτες κατά τη δεκαετία του ’30 τον Μιχάλη Γροσομανίδη (ΤΤΤ), τον Νίκο Καρμίρη και τον Αλέκο Στρατίδη εκφωνητές, την Ελένη Τραϊανού στις παιδικές εκπομπές και τον Κοσμά Τσαντσάνογλου τεχνικό, τον Απόστολο Κωσταντέλλη βοηθό και τους Γερμανούς μηχανικούς Krauter και Benz.
Το 1936 του δίνεται άδεια για συνεχή λειτουργία υπό την εποπτεία της νεοϊδρυθείσας τότε Υπηρεσίας Ραδιοφωνικών Εκπομπών, αφού ο Ιωάννης Μεταξάς έχει ήδη εκφωνήσει πανηγυρικό λόγο για την «επανάσταση της 4ης Αγούστου» από τη συχνότητα του ραδιοσταθμού του Χρίστου Τσιγγιρίδη.
Κατά τη γερμανική Κατοχή ο σταθμός σίγησε, καθώς ο πομπός κατασχέθηκε και ο Τσιγγιρίδης φυλακίστηκε. Ωστόσο, τα αρχικά σχέδια των Γερμανών στρατιωτικών να λειτουργήσουν τον πομπό μόνοι τους ναυάγησαν, κι έτσι την επόμενη κιόλας ημέρα τον αποφυλάκισαν για μπορέσουν να συνεχίσουν την προπαγάνδα τους.
Μετά την Απελευθέρωση ο πομπός αγοράστηκε από τον Μάρκο Βαφειάδη και το 1945 επέστρεψε στα χέρια του ιδιοκτήτη του για να εγκαινιάσει έναν νέο κύκλο εκπομπών, διασφαλίζοντας εκ νέου προσωρινή άδεια συνεχούς λειτουργίας.
Παρά τις υποσχέσεις ότι το «Ράδιο Τσιγγιρίδη» θα παρέμενε ως Ραδιοφωνικός Σταθμός Θεσσαλονίκης, το ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) απαλλοτριώνει αναγκαστικά με ευτελές ποσό το σταθμό εγκαθιστώντας αγγλικό στρατιωτικό πομπό στη Δόξα Τριανδρίας, όπου εγκαινιάζεται ο κρατικός πλέον Σταθμός της Θεσσαλονίκης την 1η Μαρτίου 1947.
Ο Χρίστος Τσιγγιρίδης αφήνει την τελευταία του πνοή μέσα στη θλίψη του, στις 17 Δεκεμβρίου του 1947, χωρίς να πάρει ούτε την πενιχρή αποζημίωση της απαλλοτρίωσης του σταθμού του.
Η φωνή του ανθρώπου που μέσα από τις καινοτόμες ιδέες του έδωσε πνοή ζωής στον πρώτο ραδιοφωνικό σταθμό στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια σίγησε για πάντα, η κληρονομιά όμως που άφησε πίσω του θα αποτελεί πάντοτε ένα πολύτιμο φορτίο πάνω στο οποίο θα προσθέτουν το λιθαράκι τους και όλες οι επόμενες γενιές.
Σήμερα στο Μουσείο Ραδιοφωνίας «Χρίστος Τσιγγιρίδης», που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να θαυμάσουν από κοντά μερικά από τα μηχανήματα του αείμνηστου πρωτοπόρου ιδρυτή και να μεταφερθούν νοερά σε εκείνη την εποχή παίρνοντας μια ιδέα από τη μαγεία του ραδιοφώνου.
Και εγένετο «Ράδιο Τσιγγιρίδη»…
πηγή: http://www.pontos-news.gr/
Είναι η νεότερη γενιά αλλά είναι και αυτή που στέκει ένα βήμα πίσω με τους Πυξ Λαξ και τους Κατσιμιχαίους. Είναι αυτή που δεν ερωτεύτηκε μετά από ένα αίτημα στα social media αλλά που κοίταξε τον άλλον στα μάτια. Που μιλά ακόμα για πρώτους έρωτες. Που θυμάται ακόμα το πρώτο της φιλί.
Είναι αυτή που ερωτευτήκαμε με Πυξ Λαξ, Βασίλη και Κατσιμιχαίους.
Για αυτή τη γενιά μιλά το παρακάτω κείμενο. “Τότε που οι έρωτες «tagάρονταν» στα μυαλά και τις αναμνήσεις μας με μουσικές. Εκείνα τα τραγούδια που έγιναν ταυτόσημα με κάθε στάδιο της ζωής ενός νέου/ Τα τραγούδια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, των Πυξ Λαξ, των Κατσιμιχαίων, του Τσακνή, του Μαχαιρίτσα, των Ξύλινων Σπαθιών. Και πόσων άλλων που σημάδεψαν την πρώτη μας αγκαλιά. Το πρώτο μας τσιγάρο, την πρώτη μας χυλόπιτα, την πρώτη μας φορά.
Τώρα πια τα ακούμε στο youtube, τότε τα ακούγαμε σε κασετόφωνα και discman, συσκευές που οι σημερινοί έφηβοι θα νόμιζαν ότι είναι φέρετρα. Τότε που η «πειρατεία» ήταν να βάζεις κενή κασέτα στη θυρίδα και να πατάς το κουμπί «rec» την ώρα που παίζουν τα αγαπημένα σου τραγούδια στο ραδιόφωνο. Παρακαλώντας να μη μιλήσει ο παραγωγός και κόψει το τραγούδι την ώρα που το έγραφες.
Τότε, που δεν υπήρχε η πολυτέλεια της ηλεκτρονικής ετυμολογίας. Της άνεσης και της ασφάλειας πίσω από ένα πληκτρολόγιο. Τότε που το συνομιλητή σου τον κοιτούσες κατάματα, έβλεπες τις εκφράσεις του και κατάπινες τη γλώσσα σου. Που καθόμασταν αγκαλιά σε παγκάκια και σκαλιά με ένα ακουστικό ο ένας και ένα ο άλλος. Για να ακούμε το «πόσο σε θέλω» από κάτι walkman που αν σου έπεφταν στο πάτωμα, έσπαγε το πλακάκι.
Εμείς που ερωτευτήκαμε με Πυξ Λαξ
Τότε, που όταν ένας εφηβικός έρωτας ερχόταν στο τέλος του, το «μοναξιά μου όλα» και το «έπαψες αγάπη να θυμίζεις». Νομίζαμε πως είχαν γραφτεί για εμάς και μόνο. Και δεν υπήρχε facebook να τα ανεβάσουμε. Αλλά αντ’ αυτού τα γράφαμε στίχο-στίχο στα θρανία και τα ντουβάρια.
Τότε που οι αφιερώσεις δε γίνονταν με αποσιωπητικές τελίτσες στον τοίχο της σελίδας μας. Αλλά με σπρέι εκεί που κοιτούσε το παράθυρο του αποδέκτη. Γιατί πάντα υπήρχε ένας τοίχος, απλά τότε τον γράφαμε με μπογιά, και όχι με πλήκτρα.
Συναυλία το περασμένο καλοκαίρι. Εκατοντάδες υψωμένα κινητά να μαγνητοσκοπούν την ώρα που ακούγεται το «εκεί στο Νότο». Αυτό που έβλεπες πριν δεκαπέντε χρόνια με αναπτήρες σε συναυλίες. Τώρα πια το βλέπεις με οθόνες κινητών. Όλο αυτό το ατμοσφαιρικό κίτρινο της φλόγας, είναι πια ένα παγερό φθορίζον λευκό. Που σου πανιάζει τα μάτια και νομίζεις ότι είσαι σε υπαίθρια έκθεση τηλεοράσεων.
Ένα ζευγάρι σαρανταπεντάρηδες σαν τις μύγες μες το γάλα, απολαμβάνουν αυτό για το οποίο έφθασαν μέχρι εκεί. Ζουν το τραγούδι που ίσως άκουγαν στα πρώτα τους ραντεβού.
Όλο αυτό το βουερό μελίσσι ανθρώπων εκεί μέσα, και οι πιο αταίριαστοι στο σύνολο ήταν οι πιο ταιριαστοί στη στιγμή. Αγκαλιασμένοι, με ένα νοσταλγικό μειδίαμα. Να θυμίζουν σε όποιον τους πρόσεξε, τη διαφορά του να ζεις τη ζωή με το να προσπαθείς να τη σκλαβώσεις σε ένα βίντεο.
«Σου γράφω πάλι από ανάγκη, η ώρα πέντε το πρωί. Το μόνο πράγμα που ‘χει μείνει, όρθιο στον κόσμο, είσαι συ». Όπως έγραφε ο μακαρίτης ο Παύλος, έτσι κι εμείς. Σε χαρτί. Χαρτί που μπαίνει στην τσέπη και ξαναδιαβάζεται εκατοντάδες φορές. Χαρτί που μυρίζεις το χέρι του συντάκτη του, χαρτί με γραφικό χαρακτήρα και όχι άψυχη μηχανογραφημένη γραμματοσειρά.
Ραβασάκια με στιχάκια και αφιερώσεις χιλιοτσαλακωμένα, κιτρινισμένα, χωμένα σε κουτιά παπουτσιών και σεντούκια. Όπως πρέπει να είναι κρυμμένοι οι πραγματικοί θησαυροί. Καμμένα από τσιγάρα, λεκιασμένα ακόμα και με δάκρυα. Με καρδούλες όχι από συλλογές emoticons.
Αλλά ζωγραφισμένες με το χέρι, ατσούμπαλες και κακοσχηματισμένες. Αλλά ιδιαίτερες, ιδιόχειρες, η καθεμία τους μοναδική, σαν εμάς τους ίδιους.
Οι Πυξ Λαξ μιας άλλης γενιάς
Ραντεβού των οποίων δεν είχε προηγηθεί ούτε chat ούτε ψάξιμο προφίλ. Τότε που για να μάθεις, ο μόνος τρόπος ήταν να ρωτήσεις, και για να γνωρίσεις, έπρεπε να μιλήσεις, και το φιλί της καληνύχτας, σήμαινε όντως καληνύχτα, και όχι «θα σου στείλω όταν φθάσω».
Τότε που στα πάρτι ο καθένας έφερνε και από ένα cd ή μια κασέτα, και την επόμενη μέρα ψαχνόσουν να θυμηθείς σε ποιον δάνεισες τις δικές σου και από πού δανείστηκες εσύ. Τότε που κάπνιζες τα πρώτα σου τσιγάρα στο μπαλκόνι και άκουγες ένα καινούριο τραγούδι που έλεγε
«Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς», και ένιωθες για πρώτη φορά τόσο αδύναμος για έναν άλλο άνθρωπο που δεν ήταν συγγενής σου ή φίλος.
Είστε κι εσείς που μας θεωρείτε παρελθοντολάγνους και δεινόσαυρους, είμαστε κι εμείς που προλάβαμε να ζήσουμε σαν έφηβοι το πώς «μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη». Προλάβαμε να ζήσουμε το εξ΄επαφής φλερτ, εκείνη την αλληλεπίδραση που προσπαθείς να δεις στα μάτια όσα το μυαλό δεν τολμά να ξεστομίσει.
Προλάβαμε την εποχή που το «είμαι από κάτω» δεν ήταν αναπάντητη, αλλά δυο κοφτές κόρνες με το μηχανάκι κρυμμένο στη γωνία, και το «δεν μπορώ να κατέβω» ήταν το «ένας Τούρκος στο Παρίσι» στη διαπασών, ώστε να ακούγεται μέχρι την κρυψώνα. Και τώρα που μερικών από μας οι κρόταφοι έχουν αρχίσει πια και ασπρίζουν, συνειδητοποιούμε ότι όλα αυτά δεν είναι απλά αναμνήσεις, αλλά αμύθητος πλούτος”.
Από diaforetiko.gr
“Ξύπνα, μικρό μου, κι άκουσε
κάποιο μινόρε της αυγής,
για σένανε είναι γραμμένο
από το κλάμα κάποιας ψυχής.”
Το μινόρε της αυγής, στιχ. Μίνωας Μάτσας, 1936
‘Ah, do not mourn,’ he said,
‘That we are tired, for other loves await us;
Hate on and love through unrepining hours.
Before us lies eternity; our souls
Are love, and a continual farewell.’
Ephemera, W.B. Yeats
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Έχει συμβεί σε όλους και πάντα θα συμβαίνει.
Διαβάζεις ένα βιβλίο, ακούς ένα τραγούδι, βλέπεις μια ταινία και νιώθεις ότι ο συγγραφέας-στιχουργός-σεναριογράφος μιλάει για σένα.
Είναι σκέψεις που τις έχεις σκεφτεί κι εσύ, συναισθήματα που τα ‘χεις νιώσει, σκηνές που έχεις ζήσει. Και νιώθεις έκπληξη. Και ταυτίζεσαι.
“Χτες το βράδυ”, λες, “μιλούσαμε με την παρέα γι’ αυτό ακριβώς το θέμα. Κι έλεγα ακριβώς τα ίδια”.
“Μου ‘χει συμβεί κι εμένα”, λες. “Ακριβώς το ίδιο σκηνικό, όπως το δείχνει.”
“Το ίδιο αισθάνομαι”, λες, “όπως αυτό που λέει το τραγούδι.”
Και νομίζεις ότι είναι το κείμενο-τραγούδι-θεατρικό που σε αλλάζει. Ότι αυτό σε βοηθάει να βρεις το δρόμο σου.
Όμως δεν είναι ο άλλος. Είσαι εσύ, που βρήκες κάτι δικό σου μέσα στα λόγια του άλλου.
Δεν είναι το τραγούδι που άκουσες, το κείμενο που διάβασες, η ταινία που είδες, το τοπίο που απόλαυσες, ένα κορμί που σε χόρτασε, ένας έρωτας που σ’ άφησε νηστικό, ένα όνειρο που σε ξύπνησε, ένα σύνθημα που σε ξεσήκωσε.
Είσαι εσύ. Εσύ είσαι αυτός που είδε μέσα σ’ όλα τον εαυτό του.
~~
H τέχνη είναι καθρέφτης. Στήνεται μπροστά σου κι εσύ πρέπεις να κοιτάξεις -χωρίς ν’ αυταπατάσαι- για να δεις τον εαυτό σου.
Υπάρχουν καθρέφτες οικουμενικοί. Που συγκινούν περισσότερους ανθρώπους, κάποιες φορές όλους. Η μουσική το καταφέρνει καλύτερα αυτό, γιατί δεν χρειάζεται να καταλαβαίνεις τα λόγια, δεν χρειάζεται λόγια.
Μια μινόρε κλίμακα προκαλεί θλίψη, είτε είσαι δυτικός είτε ανατολίτης.
~~
Πόσο μεγάλο μυστήριο είναι αυτό της μουσικής! Η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα ματζόρε κι ένα μινόρε είναι ένα ημιτόνιο στην τρίτη νότα της συγχορδίας. Στη μινόρε “λείπει” ένα ημιτόνιο, αυτό μόνο.
Κατεβάζεις την τρίτη νότα κατά ένα ημιτόνιο και η συγχορδία γίνεται μινόρε, μοιάζει να κλαίει. Δεν είναι κοινωνικά καθορισμένο. Και στα άταστα όργανα της ανατολής, η μινόρε είναι μινόρε, η θλίψη παραμένει ίδια.
Τόσο παράξενο. Λες και έχει γραφτεί στον εγκέφαλο μας ως νόμος: Η έλλειψη προκαλεί θλίψη.
Όμως είναι μια θλίψη που λαχταράς ν’ ακούσεις.
~~
Αυτό είναι ένα ακόμα παράδοξο της ανθρώπινης φύσης. Ενώ κυνηγάμε την ευτυχία, ποθούμε τη χαρά, προτιμάμε την αφθονία, κάποιες φορές έχουμε ανάγκη να κλάψουμε, να χάσουμε, να μείνουμε μόνοι.
Δεν μπορούμε ν’ ακούμε μόνο χαρούμενα τραγούδια. Δεν αντέχουμε να βλέπουμε μόνo ταινίες με ευτυχισμένο τέλος. Δεν θέλουμε να διαβάζουμε βιβλία όπου ο ήρωας πάντα νικάει ούτε θεατρικά όπου ο από μηχανής θεός τους λυτρώνει όλους.
Ακόμα κι η κωμωδία, όταν φτάνει στο υψηλότερο επίπεδο, έχει ως ήρωα έναν θλιμμένο γελωτοποιό.
Ίσως γιατί αυτή η θλίψη της μινόρε μας προετοιμάζει για την αναπόφευκτη τελική έλλειψη, εκείνη του θανάτου.
~~
Παράδοξη διακοπή: Καθώς γράφω αυτό το κείμενο, τη νύχτα της εαρινής ισημερίας, στο μπαλκόνι μου, ακούω μια γυναικεία φωνή να έρχεται απ’ το υπερπέραν.
Ακούγεται σαν οπερέτα, λες και τραγουδάνε κάποιους μελοποιημένους στίχους της Πολυδούρη, λες και… Δεν ξέρω τι. Κοιτάω κάτω. Είναι μια κοπέλα που έχει βγάλει τον σκύλο της βόλτα. Κι όπως νομίζει ότι κανείς δεν την ακούει, τραγουδάει αυτές τις παράξενες λέξεις.
~~
Να φοβάστε τους ανθρώπους που αντιπαθούν την έλλειψη, εκείνους που δεν αντέχουν την ήττα, εκείνους που θέλουν να τα έχουν πάντα όλα, να έχουν πάντα δίκιο.
Γιατί είναι τα λάθη μας, αυτά που παραδεχόμαστε ως δικά μας λάθη, που μας κάνουν να προχωράμε προς την αλήθεια.
Είναι οι αποτυχίες μας που μας δείχνουν το δρόμο.
Είναι η θλίψη που σε βοηθάει να καταλάβεις πόσο αξίζει η χαρά.
Κι αν δεν υπήρχε ο χειμώνας κανείς δεν θα χαμογελούσε την πρώτη μέρα της άνοιξης.
Αν δεν μέναμε μόνοι δεν θα καταλαβαίναμε πόσο ανάγκη έχουμε τον έρωτα.
~~
Δεν ερωτευόμαστε επειδή υπάρχει κάποιος να ερωτευτούμε. Ο έρωτας είναι μέσα μας και ψάχνει ένα χώρο για να γεμίσει.
Δεν είναι όλοι συμβατοί. Κάποιες φορές ο έρωτας σου μοιάζει να χύνεται σ’ απύθμενο πηγάδι. Άλλες φορές μοιάζει σαν να προσπαθείς να χωρέσεις τον ωκεανό μέσα σ’ ένα ποτήρι.
Άλλες φορές είναι αργά ή μπορεί πολύ νωρίς, υπάρχει μια διαφορά στο χρόνο. Κάποιοι ερωτεύονται σε αργή κίνηση. Άλλοι πατάνε το κουμπί του fast play. Είναι και θέμα timing.
Κι ο τρόπος μπορεί να είναι διαφορετικός. Ο έρωτας μπορεί να είναι εκρηκτικός, μπορεί και να ρέει. Πώς να ταιριάξει η φωτιά με το νερό;
Ο έρωτας εμπεριέχει την έλλειψη και τη θλίψη, τον θυμό και το κλάμα. Δεν είναι σαν τη μακρόθυμη αγάπη που πάντα στέργει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει.
Ο έρωτας χτυπιέται στα κάγκελα, αναμετριέται με τους ανέμους, κλέβει, λέει ψέματα, κάνει τα πάντα για να κερδίσει.
Την αγάπη δεν την νοιάζει να χάσει. Τα δίνει όλα, μέχρι τελευταίας ρανίδας.
Ο έρωτας είναι κτητικός, ζηλιάρης, κάποιες φορές φονιάς.
Η αγάπη είναι υπεράνω κάθε εγωισμού, γι’ αυτό μπορεί να λέει, με τις λέξεις του Ιρλανδού ποιητή: “Μη θρηνείς, άλλες αγάπες μας περιμένουν.”
Αλλά ο έρωτας δεν αποδέχεται άλλον εραστή.
~~
Η αγάπη είναι πλήρης. Είναι ματζόρε.
Ο έρωτας είναι ελλιπής. Είναι μινόρε.
Όσο και να ποθούμε την πλήρωση της αγάπης, τόσο μας εξιτάρει η έλλειψη του έρωτα, εκείνο το μινόρε που σε κάνει να βασανίζεσαι.
Από nostimonimar
“Στη μεταλλοβιομηχανία που δούλευα φιάχναμε έπιπλα μεταλλικά κι είχε διάφορα τμήματα: ξυλουργείο, ελασματολουργείο, σωληνουργείο, νικελοτήριο. Μέσα εκεί δούλευαν άνθρωποι από 75 χρονών μέχρι και παιδιά 13-14 χρονών. Ένας πιτσιρικάς λοιπόν ο οποίος ήταν και κοντούλης, ασθενικός, μπαινόβγαινε στο γραφείο καμιά φορά, να φέρει κανένα χαρτί. Τον έβλεπα που ήταν μουτζουρωμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια, δούλευε στο νικελοτήριο, και μου είχε κάνει εντύπωση. Μια-δυο φορές λοιπό του έπιασα κουβέντα. Τον ρώτησα τι έκανε εκεί πέρα, τι δουλειά έκανε ο πατέρας του, πόσα παιδιά ήταν στην οικογένεια, πόσα χρόνια είχε στη μεταλλοβιομηχανία…
Μου είπε ότι εκεί δούλευε ο πατέρας του, ήταν εργάτης. Αυτός, ήταν από πολυμελή οικογένεια, δούλευε εκεί δύο χρόνια, από 12 χρονών. Μου είπε ότι είχε σταματήσει το σχολείο, αλλά τώρα θα πήγαινε σε νυχτερινό για να συνεχίσει. Η φυσιογνωμία αυτού του παιδιού ήταν ο μεγεθυντικός φακός μέσα από τον οποίο είδα τον εαυτό μου. Και συμβολικά λέω στο τραγούδι “παιδί στα 14”. Τα δικά μου όνειρα ήταν τσακισμένα πολύ πιο πριν. Εκείνο ήταν στα 14 και αναρωτιόμουν τι όνειρο μπορούσε να΄χει αυτό το παιδί, τι ευχέρεια είχε να κάνει σχέδια για το μέλλον.
Έτσι λοιπόν, μέσα από τη φυσιογνωμία αυτού του παιδιού έγραψα για τα δικά μου πάθη. Και συμβολικά λέω “παιδί στα 14 κλέψαν τη χαρά μου”, και όλα αυτά με τον ήλιο και τ΄αστέρια…
Μέσα λοιπόν στο γραφείο, ανάμεσα στις καρέκλες και τα ελάσματα πήρα ένα χαρτάκι, μετά την κουβέντα που είχα με τον πιτσιρικά και έγραψα αυτούς τους στίχους.Πάνω στο γραφείο, στον τόπο της δουλειάς”.
Αργύρης Βεργόπουλος, στιχουργός του τραγουδιού “Μικρό παιδί”/ Περιοδικό “Μετρονόμος”, 2008, τεύχος 29.
18o Jazz Fest ΜΟΥΣΙΚΗ στην Τεχνόπολη
7 ημέρες, 21 μουσικά σχήματα, 20 χώρες. Το μεγάλο φεστιβάλ που συστήνει την Jazz στους Αθηναίους επιστρέφει (με ελεύθ. είσοδο)
Το Athens Technopolis Jazz Festival συμπληρώνει φέτος 18 χρόνια και φιλοξενεί jazz τάσεις από κάθε σημείο του πλανήτη. Μπάντες από Βέλγιο, Τσεχία, Ιταλία, Πορτογαλία, Λουξεμβούργο, Σουηδία, ΗΠΑ, Ελβετία, Ισπανία και Αγγλία, μας περιμένουν για 7 ημέρες εκλεκτής τζαζ. Το φεστιβάλ θα ανοίξει με την Athens BIg Band feat. Dimitris Tsakas & Vassilis Xenopoulos και ένα σύνολο ελλήνων βιρτουόζων μουσικών που επιλέχθηκαν για να εκπροσωπήσουν φέτος την χώρα μας. Το πρόγραμμα του Athens Jazz Festival 2018 είναι το εξής:
4 Ιουνίου 21:00 “Greek Jazz Virtuosos” – Athens Big Band feat. Dimitris Tsakas & Vassilis Xenopoulos 22:00 Mihalis Kalkanis Live 23:00 John Balikos Trio (Ελλάδα) 5 Ιουνίου 21:00 Ιωάννου / Βαφέας Quartet (Κύπρος) 22:00 Greg Lamy Quartet (Λουξεμβούργο) 23:00 Accordi e Disaccordi (Ιταλία) 6 Ιουνίου 21:00 Drifter (Βέλγιο) 22:00 All Too Human (Δανία) 23:00 Sebastian Studnitzky “MEMENTO” orchestral experience (Γερμανία) 7 Ιουνίου 21:00 Enriquito Trio (Ισπανία) 22:00 Milan Svoboda Quartet (Τσεχία) 23:00 Under the Surface (Ολλανδία) 8 Ιουνίου 21:00 Woody Black 4 (Αυστρία) 22:00 Moncef Genoud (Ελβετία) 23:00 Theo Croker (ΗΠΑ) 9 Ιουνίου 21:00 Espen Berg Trio (Νορβηγία) 22:00 Brightbird Trio (Πορτογαλία) 23:00 Peedu Kass Momentum (Εσθονία)
Μου αρέσει να συνδέω τα τραγούδια με τους ανθρώπους. Και κάθε νότα, κάθε ήχος γίνεται εικόνα. Γίνεται πρόσωπο, μορφή, ρυτίδα, χαμόγελο, δάκρυ, χαστούκι.
Κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω με τη δύναμη του ήχου. Το έχεις νιώσει;
Δεν έχει σημασία αν ακούς μπαλάντα ή χαρντ κορ κομμάτι. Δεν έχει σημασία αν είσαι ακίνητος ακούγοντάς το ή αν χορεύεις ασταμάτητα, γρήγορα, αργά, έντονα, παθιασμένα, νωχελικά, ρυθμικά…
Εκείνη την ώρα το σώμα σου μπορεί να βρίσκεται σε οποιαδήποτε θέση ή κατάσταση, αλλά η ψυχή σου είναι γαλήνια. Είναι σαν όλα να σταματάνε. Τα χείλη σου κινούνται μηχανικά στις υποδείξεις της μελωδίας αλλά η σκέψη σου ταξιδεύει, απομακρύνεται από την πεζή αναβίωση ενός χορευτικού ορχηστρικού επεισοδίου.
Συνδέω κάθε νότα, κάθε φράση με συναισθήματα. Συναισθήματα που ταυτίστηκαν με ανθρώπους και στιγμές. Στιγμές που χαράχτηκαν στη μνήμη μου, με καθόρισαν, με άλλαξαν, με στιγμάτισαν ή στιγμές που προσπέρασαν βιαστικά, που χάθηκαν σε κλάσματα δευτερολέπτου αλλά μου χάρισαν μια ανάμνηση.
Νιώθω μια δύναμη στο στήθος μου τόσο έντονη που μου θυμίζει ότι είμαι ζωντανή. Ότι αυτό αρκεί. Μια τέτοια δύναμη, το συναίσθημα που μου χαρίζει… αρκεί αυτό για να συνεχίσω, να θυμηθώ, να αναπολήσω, να αναζητήσω, να χαμογελάσω, να ζήσω!
Μου αρέσει η μουσική γιατί με βοηθά να μην ξεχνάω. Μικρές απλές συζητήσεις, έντονες βραδιές, δυνατούς δεσμούς, ένα συνθηματικό, μια σύνδεση, ένα αστείο, ένα πάρτι γενεθλίων.
Ένα τραγούδι που μου πρότεινες εντάσσοντας με στον κόσμο σου.
Ένα τραγούδι που μου αφιέρωσες, αποκαλύπτοντας λίγο πως νιώθεις και μετατρέποντάς το σε κωδικό εισόδου στο δικό μας μοναδικό κόσμο.
Ένα τραγούδι που τυχαία ακούσαμε, ανακαλύπτοντας, δημιουργώντας μια κοινή διαδρομή.
Ένα τραγούδι που μου έμαθες να αγαπώ, που αγάπησα σαν δικό μου και μέσα από αυτό σου παραδόθηκα απαλλαγμένη από άμυνες.
Ένα τραγούδι που τα λόγια του με ξεγυμνώνουν και δίνουν υπόσταση, έκφραση στο θυμό, την οργή, τη θλίψη, την αγάπη, τον έρωτα που ένιωσα.
Ένα τραγούδι που η μελωδία και το ύφος του μου θυμίζει το πώς ζεις φέρεσαι και κινείσαι.
Ένα τραγούδι που μου τραγούδησες όταν, ως βρέφος, με κρατούσες στην αγκαλιά σου και μετατράπηκε σε παιδική ανάμνηση χτίζοντας την αιώνια σχέση μας.
Ένα τραγούδι που συνέπεσε με ένα γεγονός και αποτελεί μυστική μυθωδία που αναπόφευκτα και ασυνείδητα, συνειρμικά με οδηγεί να το ξαναζήσω, να θυμηθώ.
Ένα τραγούδι που χωρίς σκοπό, γιατί, εξήγηση με έκανε να ανατριχιάσω, με άγγιξε και έγινε ένα με όσα είμαι.
Η μουσική. Ένα τραγούδι. Που ξυπνάει πάθη. Που θυμίζει όνειρο. Που σου ψιθυρίζει όσα νιώθεις, σκέφτεσαι, είσαι, όσα έζησες μοιράστηκες, όσα σε συνδέουν με τον κόσμο γύρω σου κι εντός σου.
You know what music is? God’s little reminder that there’s something else besides us in this universe, a harmonic connection between all living beings, every where, even the stars. – Robin Williams
από O-klooun
Εδώ πρέπει ν’ αποκαλύψω πως όταν οι λέξεις έρχονται σ’ επαφή μ’ αυτό που λέμε Μουσική, πριν απ’ όλα λιποθυμούν, ξαπλώνουν, παραδίδονται και χάνουν κάθε από φυσικού τους ενέργεια, κίνηση, ζωή. Κι ύστερα αρχίζει η περιπέτεια της μελωδίας. Πρέπουσας ή απρεπούς. Κατάλληλης ή ακαταλλήλου.
Εγώ όμως θα σας μιλήσω για την πρέπουσα και κατάλληλη. Γι’ αυτήν που θα ταιριάξει άρρηκτα με τις λέξεις, έτσι που δύσκολα θα τις διαβάζει κανείς μετά, χωρίς ν’ αργοκυλά στον νου του το μελωδικό τους ντύσιμο. Μια και η λέξη όταν την πολιορκεί η Μουσική, λούζεται την παρθενική της χάρη και δίχως δική της ρυθμική αγωγή, μένει γυμνή έτσι καθώς ξαπλώνει στο κρεββάτι των «πέντε γραμμών», για να την κάνει δική του ο μουσικός.
Απορρίπτει τη σκόνη από την καθημερινή της χρήση και ξαναπαίρνει την αρχική της πρόθεση, τη δύναμη της καταγωγής της. Για να συζευχθεί η λέξη με τη Μουσική, οφείλει να περάσει μεσ’ απ’ την κάθαρση της ποιητικής θεραπείας. Να αποκτήσει ποιητική υπόσταση – που σημαίνει, να ξαναβρεί αυτή την προαναφερθείσα «παρθενική χάρη» και ν’ αποκαλυφθεί καινούργια, απρόοπτη, έτσι καθώς θα τοποθετηθεί πλάι σε άλλες καινούργιες κι απρόοπτες αναγεννημένες λέξεις. Γιατί – ο Ζίντ λέει – δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο στην ευτυχία απ’ την ανάμνησή της. Το ίδιο και με τη λέξη. Τίποτα πιο άχρηστο κι οδυνηρό για μια καινούργια της παρουσία απ’ την ανάμνηση των χρήσεών της. Η Ποίηση ξέρει να τη θεραπεύει. Εκείνη μόνο την αποκαλύπτει και τότε μόνο η Μουσική την δέχεται για σύντροφο παντοτινό. Η λέξη, είπαμε, πριν συζευχθεί τον ειδικώς τακτοποιηθέντα ήχο, γίνεται άμορφο σχήμα, σύνολο συλλαβών και φωνηέντων. Όμως σαν φράση-στίχος, σαν μια γραμμική σειρά λέξεων, διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό της και οφείλει να τον διατηρήσει και η Μουσική. Κάθε αυθαίρετο ρυθμικό πλησίασμα της Μουσικής, που δεν παίρνει υπ’ όψη της την εσωτερική ρυθμική αγωγή του στίχου, κινδυνεύει να καταλήξει σε μιαν αταίριαχτη και προδομένη συνουσία. Κι έτσι παρουσιάζεται αυτή η ιδιότυπη αντίθεση λέξης και στίχου, στη μουσική τους μεταμόρφωση. Ενώ η λέξη οφείλει να ξαναρυθμιστεί απ’ τα «εξ ων συνετέθη», η φράση-στίχος διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό της και τοποθετείται μες στη Μουσική, με μια αντίστοιχη ή σχετική ρυθμική μορφή.
Και με τη λέξη ξαναγεννημένη και τοποθετημένη σε μια ειδική αλλά πέρα για πέρα σχετική ηχητική σειρά, αρχίζει το τραγούδι”….