Εμείς οι φυλακισμένοι του χαρτιού,
χάσαμε τόση ζωή, όσο η έκταση των γραπτών μας.
Δεν είχαμε κι άλλη λύση.
Ήρθαμε και δεν μας περίμεναν.
Χτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δεν μας άνοιξαν.
Μιλήσαμε και η γλώσσα μας ήταν ξένη.
Καταφύγαμε στο χαρτί, ζητώντας άσυλο,
όμως κι εδώ εξόριστοι είμαστε.
Δεν είχε χώρο για μας, μόνο για τις λέξεις.
Ποίηση
«Λέγεται πως πριν μπει ένα ποτάμι στη θάλασσα
τρέμει από φόβο.
Κοιτάζει πίσω το μονοπάτι όπου πορεύτηκε,
από τις κορυφές των βουνών,
τον μακρύ ελικοειδή δρόμο που διασχίζει δάση και ποτάμια.
Και μπροστά του, βλέπει έναν ωκεανό τόσο απέραντο,
που για να μπει δεν φαίνεται εκεί τίποτα παραπάνω
από το να εξαφανιστεί για πάντα.
Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Το ποτάμι δεν μπορεί να πάει πίσω.
Κανείς δεν μπορεί να πάει πίσω.
Είναι αδύνατο στη ζωή να πας πίσω.
Το ποτάμι χρειάζεται να πάρει το ρίσκο να μπει στον ωκεανό
γιατί μόνο τότε ο φόβος θα εξαφανιστεί,
γιατί έτσι εκεί θα ξέρει
ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί στον ωκεανό,
αλλά να γίνει ο ωκεανός.»
Khalil Gibran
Ευτυχία; Τι είναι αυτό; Στιγμές; Μια ζωή;
Νομίζω ευτυχία είναι μονάχα και το γεγονός πως μου δίνεται η ευκαιρία να συλλογιστώ το νόημα αυτής της λέξης.
“Η λέξη ευτυχία είναι σύνθετη από τις λέξεις ευ και τύχη, δηλαδή σημαίνει καλή τύχη, η οποία οδηγεί στην ευδαιμονία και στη μακαριότητα”.
Ευτυχία είναι να κάθεσαι στη φωτιά με τους παππούδες σου και να ακούς παλιές ιστορίες.
Ευτυχία είναι ένα χαμόγελο.
Ευτυχία είναι μια αγκαλιά.
Ευτυχία είναι ένα απλό χάδι στα μαλλιά.
Ευτυχία είναι το βλέμμα σου, όταν με κοιτάς με τόσο καθαρά μάτια..
Ευτυχία είναι το μοίρασμα.
Ευτυχία είναι να μπορείς να δεις τα αστέρια, άλλοι δεν έχουν το δικαίωμα να σηκώσουν τα μάτια τους στον έναστρο ουρανό.
Ευτυχία είναι να ακούω τον ήχο της φωνής σου, απλά να μου λέει ένα καλημέρα..
Ευτυχία είναι το χασμουρητό ενός μωρού.
Ευτυχία είναι να είναι ελεύθερη η σκέψη να κεντήσει.
Ευτυχία είναι να απολαμβάνεις το γαλανό της θάλασσας.
Ευτυχία είναι να αφήνεσαι.
Ευτυχία είναι να μπορείς να μυρίσεις ένα λουλούδι, ακόμη και αν το έκοψες από το διπλανό σπίτι επειδή εσύ δεν φύτεψες τίποτα στον κήπο σου.
Ευτυχία είναι να μπορείς να ονειρεύεσαι.
Ευτυχία είναι να μπορείς να αγαπάς με όλο σου το είναι.
Τελικά περιλαμβάνει τόσα πολλά η λέξη ευτυχία, μπορώ να γράφω για ώρες.
Σου εύχομαι να την έχεις, και να ξέρεις πραγματικά να την εκτιμάς
Υπάρχει ακόμη η φωτογραφία μου στο τραπέζι σου;
Ξαναδιαβάζεις πότε πότε τα γράμματά μου;
Το μικρό χωριάτικο σπίτι με την κυρτή ξύλινη στέγη είναι πάντοτε γραφικό όπως τότε;
Χτυπάει ακόμη το κουδούνι του σπιτιού τόσο τσιριχτά και σταματάει μετά πάντοτε τρομαγμένο;…
Γαυγίζει πάντοτε ο Ντάκελ Γιούλιους τόσο βραχνά;
Τ’ απογεύματα είναι όπως τότε τόσο σιωπηλά;
Εξακολουθείς να μην έχεις τηλέφωνο;
Έχεις πάντοτε στο μπαλκόνι εκείνη την αιώρα;
Ακούς ακόμη δίσκους με Σούμπερτ στο παλιό γραμμόφωνο;
Υπάρχουν πάντοτε κύβοι ζάχαρης για το τσάϊ;
Η Ιωάννα λέει πάντοτε «Απαγορεύεται να πατάτε στο γρασίδι του κήπου»;
Η θαλάσσια αύρα φυσά το πρωί πάντοτε τόσο δροσερή;
Χαμογελά την νύχτα η Σελήνη τόσο αμήχανη;
Ψάχνεις ποτέ να με βρεις στον δρόμο; …
Είναι ακόμη η φωτογραφία μου στο τραπέζι σου; Είναι ακόμη η φωτογραφία μου…;
Μα αφού εγώ η ίδια την έσκισα! Και μην πιστέψεις ότι μου λείπει η δικιά σου.
Απλά είναι φορές που θέλει κάποιος να μάθει ένα σωρό πράγματα, όταν είναι μόνος, ολομόναχος…
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δεν με ορίζει
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ’ είδες
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα
Νύχτες φθινοπωρινές
κι είν’ ο νους, που αλαργεύει
κι αναμνήσεις μακρινές,
σ’ άλλες εποχές, γυρεύει.!
Ίσως… φταίει η ψυχή,
που, τη σκέψη ξεσηκώνει,
με σιγόντο, τη βροχή
κι ένα, μόνο χελιδόνι.!
Ψάχνει τόπους μακρινούς,
κάποια της, μικρά κομμάτια
και γαλάζιους ουρανούς,
που καθρέφτιζαν, στα μάτια.!
Ένα αστέρι, θα ρωτήσει,
-σε πελάγη ευτυχίας –
άραγε, θα ταξιδέψει ;;;
ή θα βγει, εκτός πορείας.!
Θέλει, κάποια, να γυρέψει,
μουσκεμένα όνειρα,
από δάκρυα, να γιατρέψει
κι από τα λασπόνερα.!
Το τραγούδι της βροχής,
να ακούσει, απ’ τη στέγη,
‘κείνο, της απαντοχής,
που , τα όνειρα διαλέγει.!
Κι όταν, ο δραπέτης νους,
πεθυμιές, μνήμες, γιατρέψει,
ουρανούς εαρινούς,
χορτασμένος, θα γυρέψει.!
Αν ο νους, δεν ταξιδεύει
κι αν, όπου ποθεί, δέ φτάνει
κι αν, αγάπη, δεν ξοδεύει,
είναι…σαν να ‘χει πεθάνει…
Από την Παρασκευή Μπαρδάνη
Σοῦ εἶπα:
– Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
– Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.
Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.
(Η ιστορια
του Νίκου καββαδια
με τη «Μαρια του λιμανιου»
Μια ομορφη δυναμική γυναίκα που ειχε ενα ξενώνα καπηλιο στο ενετικό λιμάνι του ηρακλειου
οπου διέμενε ο ποιητής όταν τύχαινε να κατέβει
Αυτό το Τραγουδι το έγραψα μεσα στον «καπηλιο»
που τώρα είναι ταβέρνα.
Ο Γλάρος ήρθε την αυγή
και χτύπησε
την πόρτα
δεν ηταν οπως πρωτα
που ηθελε τροφη
περιμενε ακίνητος
με θολωμένο βλεμμα
Κάτι κακό προμήνυμα
Ειχε στη σιωπη
Εβυθησε τη σκεψη της στης θάλασσας
τον πάτο
κάποιο κακό μαντάτο
ήθελε να της πει
Ο ποιητής της θάλασσας παει μακρυ ταξίδι
«στων οριζόντων
την γραμμή
εκείνη τη θολή»
Εκλείδωσε το καπηλειό και πήγε στο λιμάνι
τον πόνο να γλυκάνει
μες τη ψιλη βροχη
και άρχισε τα αναφιλητά στο ραγισμενο αγέρα
αυτη τη μαυρη μερα
Που άλλαζε εποχη
ο ερωντας αλλη μια φορα εγραφε ιστορια
του λιμανιου Η Μαρια θρηνει
τον ποιητη
Λουδοβίκος των Ανωγείων
30 Σεπτεμβρίου 2021
Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά της
Από την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες
Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:
– Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:
– Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει
(Απεράθου 10-8-2024)
Μια θάλασσα με χρώματα,
σ’ όλες τις αποχρώσεις,
γαλάζιο -μπλε του ουρανού,
λίγο μαβί της Δύσης,
της χαραυγής ροδακινί,
στου ήλιου τα καμώματα,
σου ζωγραφίζω με το νου,
ταξίδι να κινήσεις.
*
Αφροντυμένα ξωτικά,
θα σου χαμογελούν
και γλάροι θα σου τραγουδούν,
τραγούδια, από ‘κείνες
τις ραψωδίες, που γλυκά,
κάθε Οδυσσέα ξεγελούν,
με ‘κείνα τα ερωτικά
καμώματα, οι Σειρήνες.
*
Σκάλες λευκές τα κύματα,
για πλώρη και για πρύμνη,
τα χείλη σου, με τ’ αρμυρό
νερό τους, θα νοτίσω,
τα “σ’ αγαπώ”, με βήματα,
που μέτραγες στη ρύμνη
να θυμηθείς και το στερνό
αντίο, πάρεις πίσω .
*
Κι εκεί στο γλυκοχάραμα,
πάνω στην αμμουδιά,
θα σεργιανίσεις την ψυχή
κι αν άλλη συναντήσεις
κι αν σμίξουν, σαν σε όραμα
κι αγκαλιαστούν, με μια θωρριά,
το κύμα παρακάλεσε,
τα ίχνη τους, μή σβήσει…
Από την Παρασκευή Μπαρδάνη
Μάνος Χατζηδάκις
Στίχοι: Βραχάλη Ελεάννα
Αγκαλιά να με πάρεις θάλασσά μου εσύ
τη μπορώ την αρμύρα και ας είμαι πληγή.
Γίνε δρόμος και μοίρα θάλασσά μου και πες
τι σημαίνουν οι λέξεις αλλά κι οι σιωπές.
Αν με ζητήσει κανείς
δεν υπάρχω εγώ γίναμε ένα να πεις.
Μέσα σου χάθηκα πια
απ’ το λίγο που ζω ας πνιγώ στα βαθιά.
Αν με ζητήσει κανείς
θάλασσα σώσε με κάτι να βρεις να τους πεις.
Μέσα στα κύματά σου να με κρύβεις εδώ
από ψέμα κι ανθρώπους πλημμυρίζω καημό.
Αν με ζητήσει κανείς
δεν υπάρχω εγώ γίναμε ένα να πεις.
Μέσα σου χάθηκα πια
απ’ το λίγο που ζω ας πνιγώ στα βαθιά.
Αν με ζητήσει κανείς
θάλασσα σώσε με κάτι να βρεις να τους πεις
Γιάννης Πάριος
Στη διάρκεια μιας ώρας,
σκόρπισε, ο κατσιφόρας.
*
Όμως, μου ‘καμε τη χάρη
κι ήφερέ με, στο Φανάρι.
*
Απ’ τη κορφή του Φαναριού
σαν κατηφόριζε,
αγγελιαφόρος, τη βροχή
συνήθως, προμηνούσε,
σκάλες, ρύμνες κι ανθρώπους
καταβρόχθιζε,
αερικό κι άκακος γίγαντας,
τη μάνα Γη, Θέα του, προσκυνούσε.
*
Μέσα απ’ τη θαμπάδα του,
τα πάντα , μυθικά
φάνταζαν, μέσ’ τα παιδικά μας
μάτια,
οι άνθρωποι, φιγούρες,
που κινούνταν μαγικά
και τ’ ασπρισμένα σπίτια μας,
μοιάζανε, με τεράστια παλάτια.
*
Κι έβγαινε ο Αλλαντίν με το λυχνάρι,
μέσ’ απ’ τη πάχνη,
στο χαλί πετώντας
κι εμείς, πόση λαχτάρα νιώθαμε
ρωτώντας
το τζίνι, αν θα ζήσουμε,
“τις χίλιες και μία νύχτες”, με φεγγάρι.
*
Εκεί, αντριεύει το θυμητικό,
στις κορυφές των Φαναριών ,
μέσα στον κατσιφόρα,
πέπλο νυφιάτικο,
των άσπιλων ερώτων, εκεινών,
που, δεν λογάριαζαν ποτέ,
πώς θα ξεσπάσει, μπόρα..
4-7-2024
Από την Παρασκευή Μπαρδάνη
Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών και των γρύλων – έλεγε, – το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς, αγκυροβολημένο στο παλιό τζάκι της καλύβας,η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς –δε σου ζητούν αποδείξεις, οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση, υπάρχουμε, μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της θερινής νύχτας, τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα, οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές, τα κορίτσια ξύπνια, η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της, το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι.
Δυο μάνες
*
Ποτέ δεν άκουσα,
όσο ήμουνα παιδί ,
σαν όλες τις μανάδες,
να μας λέτε παραμύθια,
-θεριό, μαζί και βασιλιά-,
μέσ’ τις ψυχές σας, είχα δει,
που τις κατάτρωγε σκληρά,
μέχρι τα μύχια.!!
*
Η πιο μεγάλη, της μικρής
μάνας, ήταν αβάντα,
εκείνης, που τα νιάτα της
έγιναν δεξί χέρι,
ενός πατέρα, που , σκληρή
μοίρα έκανε κουμάντα
και όρισέ του, στη ζωή
όλη, να υποφέρει.!!
*
Αγωνιστήκατε σκληρά,
δύο λέαινες μανάδες,
με πάθος και υπομονή,
κουράγιο και αγάπη,
μή σας πειράξουν τα παιδιά,
τυφώνες και χιονιάδες
και σε σκληρής τύχης, βορά,
μη γίνουν, -το κιτάπι -.!!
*
Έτσι σας γνώρισα
κι έτσι θα σας θυμάμαι,
με την πικρή στα χείλη,
“ωχου κι ώχου”, επωδό,
μ’ αν είν’ αλήθεια, οι ψυχές
πώς ζουν, εκεί που πάνε,
θα μας χαμογελάτε
σε άλλο κόσμο , από ‘δω.!!
*
Τώρα., δεν είστε στη ζωή,
μα, δεν σας λησμονούμε,
βαδίζουμε στα χνάρια σας,
χατίρι των παιδιών μας,
φτωχά τα λόγια που ‘γραψα
και λίγα, μα, ας γινούνε,
ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ,
για σας κι από τις δυό μας.!!
*
Μάνες μου, δεν σας έβαλα,
ποτέ μου σε κορνίζες,
αυτή η θέση , ‘ναι’ γι’ αυτούς,
πού ‘χουν , για πάντα φύγει,
ενώ, μέσ’ στην ψυχή μου εσείς,
έχετε βγάλει ρίζες
κι ο ίσκιος της φροντίδας σας,
νιώθω, πως με τυλίγει .!!
Aπό την ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΠΑΡΔΑΝΗ
Μικρά, όμορφα θαύματα της φύσης.!!
*
ΦΑΣΚΟΜΗΛΙΆ
*
Φρασκομηλιά, τη λέμε στην Απείρανθο.
Από μικρό παιδί,θυμούμαι την έντονη μυρωδιά τζη, να πλημμυρίζει το μαεργιό, σμείοντας αρμονικά, με τη μυρωδιά, απ’ τα κουτσούρια , που ενάβγανε στη παραστιά και τη μυρωδιά του λιβανιού, (κάθ’ απόεμα, θυσία εσπερινή, στο χτύπημα τση σπερνής καμπάνας).
Τα φύλλα τζη, τα μαζώνανε, τα ξερένανε και το χειμώνα τα βράζανε, και κάνανε φρασκομηλιά. (εμείς λέμε και το θάμνο και το ρόφημα, “φρασκομηλιά”)
Πού;;; να βρεθεί το τσάι ετότες.
Θυμούμαι, πως όσοι είχανε δως και πάρε, με την Αμερική, είχανε και τσάι.
Ένα ρόφημα, με μεθυστική μυρωδιά, αλλά θεόπικρη γεύση, ήτον’ η φρασκομηλιά.
Ο βάζος με τη ζάχαρη, δεν επρολάβαινε να εμίσει κι ήδειαζε…
Το σερβίρανε, με ψωμί, ελιές και τυρί…
“Να ‘χαμε, μια φρασκομηλιά
να πιούμε, με ψωμί κι ελιά”
Προχτές, εσυνάντηξα στην άκρια του αμαξωτού, ένα θάμνο αθισμένο, που δέ ντον είχα ξαναθωρησμένο.
Αφού τον ήβγαλα φωτογραφίες, από περιέργεια, ήκοψα δυο- τρία φύλλα.
Η μυρωδιά ντωνε, με νάρκωσε….
Δεν επρόλαβα να τα φέρω κοντά στη μύτη μου και εξυπνήσανε οι θύμησες και η χόρτασε η όσφρηση ευωδιά.
Ήτονε όμως, φρασκομηλιά;;;;
Ήκοψα λία κλαδιά, πιο πολύ , ια τα λουλούδια ντώνε.Πολύ όμορφα, στο χρώμα του απαλού λιλά.
Πλησίασα, ένα είτονα και τον ερώτηξα, ήντα θάμνος είναι.
Φασκομηλιά, μου απάντησε.
-Φυτρώνει-, μου λέει, σ’αυτό το σημείο, περίπου σαράντα χρόνια…
Στον εστρεμό μου, ήβαλα το μπουκέτο, στο βάζο.
Μέχρι που νύχτωσε, ‘θώρρου, με τα μάθια τση ψυχής, ένα μικρό κοπελουδάκι, στο σπίτι μας,, στ” Απεράθου, καθισμένο σ’ ένα σκαμνί .
Απάνω στο τραπεζάκι, ένα κουπάκι φρασκομηλιά, ψωμί, ελιές και λίο “ασερνικό” τυρί.
Μήν αρωτήξετε ιάντα το λέμε ασερνικό, αφού είναι ουδέτερο…..
Ίσως, ο όγκος του, η σκληρότητα , η έντονη αρμυρή γεύση του και η αψάδα , που αφήνει στον ουρανίσκο, να ταυτίζονται, με το ρωμαλέο παρουσιαστικό, ενός νέου άντρα, που παλεύγει, σε αντίξοες συνθήκες, για ένα καλύτερο αύριο.!!
Από την Παρασκευή Μπαρδάνη
ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ ΠΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ.ΒΡΕΣ ΤΗΝ
“Δεν υπάρχει κελί που να μη τρυπιέται.
Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις.
Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου.
Όλα είναι στο κεφάλι σου. Σπάσ’ το και πέτα.
Ο ουρανός είναι απέραντος.
Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει. Βρες την».
ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΟΥΜΕ
Θα ξανάρθουμε.
Χωρίς σημαίες και τύμπανα. Η σιωπή μας θα γίνει καρκίνος για το σύστημά σας.
Αυτοί που υπήρχαμε χθες, υπάρχουμε και σήμερα. Απλά χάσαμε την επαφή. Και κυκλοφορούμε μόνοι στους δικούς μας δρόμους. Ξυπνάμε μέσα από έναν εφιάλτη που εμείς δημιουργήσαμε.
Θα ξανάρθουμε με μια μορφή που κανένας δεν φαντάζεται. Και αυτή τη φορά θα χτυπήσουμε αποφασιστικά.
Όχι εμείς βέβαια, που είμαστε ήσυχοι και ειρηνικοί άνθρωποι. Αλλά η ίδια η ζωή που κουβαλάμε, εμείς, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.
Και τη ζωή μας δεν μπορούμε να την προδώσουμε. Υπάρχουν τροπικά δάση μέσα μας. Άγνωστοι ωκεανοί. Μακρινά αστέρια που έρχονται στο μπαλκόνι μας, σαν χελιδόνια κάθε άνοιξη.
Εχουμε τέτοιους φίλους. Γι’ αυτό λέμε: Θα ξανάρθουμε.
(Απόσπασμα )
ΑΣΥΛΟ ΣΤΟ ΧΑΡΤΙ