Ποίηση

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 18 Απριλίου 2025
«Η απαρηγορία» – Μεγάλη Εβδομάδα

Οι βιολέτες, όπως ανήσυχα,
διορατικά μυρίζουν
όταν κάτι δεν πάει καλά,
κάτι απογοητεύει πάλι.

Η Μεγάλη Εβδομάδα,
όπως στάζει κερί και τάμα
στη θρησκόληπτη ανάμνηση,
στην άθεη απουσία.

Η Κυριακή του Νυμφίου,
όπως αναστατώνει,
βασίζεις δεν βασίζεις το Μεγάλο
στις αφίξεις.

Οι διάφοροι Νυμφίοι,
που κάτι τους τυχαίνει και δεν έρχονται,
κάποια διήμερη εκδρομή,
κάποια ευκολότερη θρησκεία
που την ασπάζονται.

Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή
σε κάθε βήμα,
δπως κατασταλάζεις για το έθιμο,
έχουν δεν έχουνε ανθίσει οι απορίες.

Οι Πατέρες μας, γέροι στο σπίτι,
περιμένουν αυγά και τσουρέκι.

Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή,
τα περιστύλια της υπομονής,
τα παγκάκια να κάτσεις να περιμένεις
τον ετήσιο Ιούδα,
πού αργεί να ‘ρθεί
από το ράφτη, απ’ τον κουρέα.
Το μεγάλο ποσόν που του δίνεις
για να δεχθεί να σε προδίνει ανεξήγητα.

Της καμπάνας η Μεγάλη εξάντληση
κι η άπαρηγορία,
ο νηστικός της ήχος
όπως λιποθυμάει
στα εαρινά αρμόνια
των καθολικών απογευμάτων.

Οι αργίες,
οι αργοπορίες,
οι αγριότητες,
όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας.

Ο Σίμων, που στο τέλος αδιαφόρησε
κι έφτιαξε τη ζωή του.

Η Μυροφόρος έλλειψις,
που θα σε ψάχνει απόψε να σε ράνει.

Η Προηγιασμένη των διαφόρων θρήνων
τη Μεγάλη Εβδομάδα
και τις διάφορες άλλες εβδομάδες τα ίδια.

Η Αγία Επανάληψη,
η θαυματουργή,
η άχειροποίητος,
όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα,
θαμμένη
σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας,
σε κάποιο προγονό μας μέλλον.
Όπως την πιστεύω.

Συλλογή: «Το λίγο του κόσμου» – εκδ. Ίκαρος

«Μεγάλη Πέμπτη» Υπαίθριος καιρός. Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο. Φορτωμένες. Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι.

Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες οι λιποψυχίες μας. Ατελής η ελαιογραφία. Να ξαναδοκιμάσω. Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.

Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαλμιά η αστραφτερή τού τοπίου αγνότητα. Φύσει καταδότρια η αθωότης. Αυτή δεν μας παρέδωσε για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια στην απώλειά της; Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι. Τη θάλασσα.

 Συλλογή: «Ήχος Απομακρύνσεων» –  εκδ. Ίκαρος

«Μεγάλη Πέμπτη» Γοερά το βλέπω ετοιμάζεσαι για την Ανάστασή σου. Την πιστεύω αλλά με θλίβει όπως μάς θλίβουν γοερά και κάτι άλλα θαύματα που επαληθεύτηκαν αλλόκοτα: με το μη μένοντας κοντά μας όπως μη μένοντας από μεθαύριο Εσύ.

Να αναστηθείς βεβαίως ποιος νεκρός δεν το θέλει ποιος υποψήφιος. Αλλά να έμενες κάτω, εδώ να μένεις ο πλησίον μας. Όσα μας έταξες το είδες δε γίνονται εκεί πάνω εν μέσω πολυάσχολων ιλίγγων και στροβιλισμών της Αναλήψεώς σου. Θέλουνε γη αυτά τα πράγματα πετρώδη ακανθόσπαρτη γι’ αυτό και την διεξήλθες τόσον αιματηρά ίνα άρεις –Συ είπας– όσα χάσαμε επ’ αυτής.

Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις μία βδομάδα εδώ και μιά στο πατρικό σου; Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς να επιβληθείς στη διανομή σου. Πώς πηγαινοέρχονται καθημερινά από εδώ εκεί από κει εδώ η ζωή και ο θάνατος. Όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μάς υπέβαλαν. Μεγάλωσα όχι θέλω ξεκάθαρους πια ορατούς λογαριασμούς ή σε αγγίζω Ιησού ή Ανασταίνεσαι δια παντός από κοντά μου.

Συλλογή: «Χλόη θερμοκηπίου» –  εκδ. Ίκαρος

«Συμβουλές της Μεγάλης Παρασκευής» Αδρανείς. Σε παρασύρει η φωτογραφία σου ότι το έχεις δίπορτο όποτε θέλεις είσαι τάχα εδώ κι όποτε θες κατέρχεσαι.

Σ’ εξαπατούν επίσης τα φουσκωμένα λόγια της ανοίξεως δήθεν ότι τα άνθη της συμπαρασύρουν σε ανάσταση κι άλλα εσταυρωμένα χώματα. Άκουσέ με, πάρε στα χέρια σου την κύλιση του λίθου.

Ας σπρώξει λίγο και το Μεγάλο Σάββατο γεροδεμένο είναι σήκωσε θεία κλοπή ασήκωτη και στα ουράνια μοναχό του την ανέβασε. Μόνο βιάσου γιατί όπου να ’ναι το θαύμα της διαψεύσεως τίθεται επί τάπητος ακάνθινο.

Συλλογή: «Χλόη θερμοκηπίου» – εκδ. Ίκαρος

«Μεγάλο Σάββατο» Ευχές κροτίδες και φιλήματα ανταλλάσσουν οι άγιες μέρες μεταξύ τους κι εγώ χτυπώ την πόρτα σου όχι για να εισέλθω μολονότι κατάλληλο είναι το σώμα που φορώ με προϋπηρεσία έντιμη μακρά έξωθεν του Νυμφώνος.

Βγες άφοβα. Όχι ανταπόκριση απόκριση ζητώ το φίλημα εκείνο που έριξες από το ύψος ευγενέστατης ευχής Καλή Ανάσταση και σφάχτηκε ο λαιμός με το γιακά μου ήταν από τα κέρματα που ρίχνουμε στο δίσκο τού εθίμου; ήταν στο τίμιο ξύλο μου αγκίδα περιγελαστική; ήταν μιά γενναιόδωρη έμπνευση πτωχής αδιαφορίας;

Σε ρωτώ γιατί δεν είδα ταμπελίτσα δεν είδα να αναγράφεται το μέγεθος και η σύνθεση της θέρμης ούτε και είδα τυπωμένη τη μάρκα των χειλιών σου πουθενά. Ανώνυμο τελείως λαθραίο δηλαδή το πώς

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 5 Απριλίου 2025

“Σε ποιες κοιλάδες ταξιδεύεις από χθες, μόνος
με τα ποιήματα να πέφτουν απ’ τις τσέπες σου.

Εμείς που κάποτε μιλήσαμε με σύμφωνα
χωρίς φωνήεν και χωρίς φωνή, εμείς οι δύο
βράδια ολόκληρα σε μια διάλεκτο ερήμου
θυμάμαι το παράπονο, το μυτερό καρφί.

Δεν έχω ένα αδελφό, είμαι μοναχοπαίδι
καθόλου λίγο αυτό, εσύ δεν ξέρεις, μη μιλάς
κάθε που αλλάζω μέσα στον ύπνο μου πλευρό
γλιστράει το χέρι σε μιαν άβυσσο που χάσκει.

Έλα, τυλίξου πάλι το μεγάλο σου κασκόλ
εκεί που πας θα συναντήσεις κρύο”

Γιώργος Ευσταθίου ” Η τρυφερότητα των άκρων”

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 31 Μαρτίου 2025

Η μάνα μου ανήκε σε εκείνα τα άτομα που περνούν από την άκρη της ζωής,
ταπεινά και αθόρυβα, όμως με έχουν χαράξει κάποια λόγια απίστευτης
ομορφιάς και εμβρίθειας, που σχεδόν στα καλά καθούμενα ξεστόμιζε,
συνήθως μονολογώντας. Ή στα γράμματα που μου έγραφε, γυναίκα. της Δ’ Δημοτικού κατά τα άλλα.
Εκεί που μιλούσε για τον καιρό,
για το ποιος πέθανε, ποιος γεννήθηκε, μπορούσε ξαφνικά, μέσα σε δυο
αράδες, να πει κάτι που με έκανε
να χάνομαι, να ψάχνομαι.
Μια μέρα την άκουσα να μονολογεί κοιτώντας απ’ το παράθυρο:
«Τα χρόνια περνούν, οι ώρες δεν περνούν». Έμεινα άναυδη, θα το ζήλευε νομίζω και ο Χάιντεγκερ, θα το ήθελε για μότο στο Είναι και ο Χρόνος.

Και άλλα τέτοια έλεγε, ουκ ολίγα,
που πιστεύω πως μαρτυρούν
μια σκέψη ιδιαίτερη, πέραν
της όποιας επίκτητης μόρφωσης,
και τα έχω περάσει λίγο-πολύ
στα βιβλία μου, φυσικά και σ’ αυτό
με τα όνειρα. Να προσθέσω ακόμη πως διέθετε μεγάλη φαντασία,
πολύ μεγάλη. Καμιά φορά ξεκινούσε να λέει κάτι ιστορίες που δεν ήξερες αν γίνανε ποτέ ή ήταν του μυαλού της. Υποτίθεται πως γύρευε ένα αυτί
να την ακούει, αλλά και μόνη
με τον εαυτό της τα ‘βγαζε πέρα
μια χαρά. Γι’ αυτό κάτι στιγμές σκέφτομαι πως αν αυτή η γυναίκα ζούσε υπό άλλες συνθήκες, ίσως
να ήταν και μια Βιρτζίνια Γουλφ του καιρού της

Ζυράννα Ζατέλη | Τετράδια ονείρων εκδόσεις Καστανιώτη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 31 Μαρτίου 2025

Μ’ αυτό το τραγούδι θα καλωσορίσουμε την άνοιξη αντάμα… με τον έρωτα

“Πάντα ο ζωγράφος της αυγής
από το μαύρο αρχίζει
να βάφει τη θολή γραμμή
και να τηνε ροδίζει

Παίρνουν τα σύννεφα φωτιά
σαν ξεραμένα χόρτα
προβαίνει ο ήλιος βιαστικά
στ’ ς ανατολής την πόρτα

Σβήνουνε τ’ άστρα τ’ ουρανού
στης λίμνης τη γυαλάδα
σπαθί η αχτίνα και περνά
της πόρτας τη σχισμάδα

Κόβει στα δυο τον καναπέ
τα κάγκελα το στρώμα
αγγίζει χείλια και μαλλιά
στ’ ονειρεμένο σώμα”

Από τον Μανόλη Μπαρδάνη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 16 Μαρτίου 2025

τη«Ήταν πολλά τα ταξίδια και πολλά τα σουβενίρ. Κάποιες φορές παραλήπτης τους δεν ήταν κανένας, παρά μόνο εγώ. Άλλες φορές ήσουν εσύ. Και κάποιες φορές, όλοι εμείς. Ήταν πάντα δύσκολο να βρω τα σωστά σουβενίρ. Γι’ αυτό κι εγώ τα τύλιξα στο χαρτί, τα δίπλωσα σε τρεις ενότητες και τα έκανα  τριάντα διαδρομές. Από αυτές που ξεκινάς να πας αλλά πάντα μπορείς να γυρίσεις· διαδρομή ή απλά σελίδα».

Από την ποιητική συλλογή ΣΟΥΒΕΝΙΡ της Μαρίας Μιραχτσή

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 8 Μαρτίου 2025

Το 1994, ο Στ.Καζαντζίδης στον δίσκο του «Και που Θεός» ερμήνευε σε μουσική του Τάκη Σούκα και στίχους του Νίκου Λουκά έναν ύμνο για τη γυναίκα.

Γυναίκα μάνα κι ερωμένη, χίλια κομμάτια μοιρασμένη,

γεμάτη αγάπη και στοργή,

γυναίκα μάνα κι ερωμένη, ακούραστη, βασανισμένη,

σ’ όλο το κόσμο είσ’ εσύ.

Είσαι ανάστασης καμπάνα,

όλου του κόσμου είσαι η μάνα, είσαι η ίδια η ζωή,

κάνεις θυσίες νύχτα μέρα, και η ζωή δε πάει πιο πέρα

αν λείψεις μόνο μια στιγμή.

Γυναίκα μάνα κι ερωμένη, μια θάλασσα γαληνεμένη,

είν’ η δική σου η αγκαλιά,

γυναίκα μάνα κι ερωμένη, ανώνυμη και πονεμένη,

που μένεις πάντα στη σκιά.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 25 Φεβρουαρίου 2025

Δε θέλει Φώτα η αλήθεια
να βαδίσει
δεν θέλει παρακάλια
να φανεί
είναι αυτό που οι δειλοί
φοβούνται

είναι φωνή χωρίς φωνή

κοιτάζει ίσια μες στα μάτια
και δεν μπορείς
να της κρυφτείς
όταν θελήσει να ρωτήσει
το πως το που
και το γιατί

Λουδοβίκος των Ανωγείων

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 15 Φεβρουαρίου 2025

Όταν γεράσεις κι ασπρίσεις και στον ύπνο βυθιστείς
Καθισμένη δίπλα στη φωτιά, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι
Να το διαβάζεις αργά, ν’ αφήνεσαι στων ματιών τις θύμησες
Στο βλέμμα τους, στις χαρακιές σκιές τους

Τόσοι πολλοί αγαπήσανε τις ροδαλές στιγμές σου
Την ομορφιά σου αγάπησαν στ’ αλήθεια ή σαν ψέμα
Ένας, όμως, αγάπησε τη συντροφιά ψυχή σου
Τις παλλόμενες πτυχώσεις θλίψης στην όψη τη δική σου

Κι έτσι σκυμμένη στη σιδηρά εστία την πυρωμένη
Να ψιθυρίζεις, δίχως χαρά, πώς πέταξε η Αγάπη
Και δρασκελώντας τα βουνά, ένα έγινε με δαύτα
Το πρόσωπό του κρύβοντας ανάμεσα στα άστρα

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 1 Φεβρουαρίου 2025

Μόνη, ἐντελῶς μόνη,
περπατῶ στὸ δρόμο
καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό…

Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
καὶ τὴν τύφλωσε.

Τοῦ ἀτυχήματος τούτου
ἐπωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
τὸ σύμπαν πυροβόλησε
καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο…

Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 24 Ιανουαρίου 2025

Προς την αγαπημένη του Μήτση (1939)

«Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς.

Στο γήπεδο της συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι, είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι.

Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα.
Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφηνε ημίγυμνο το στήθος σου. […]Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.”

Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη, που ξαναφέραμε μαζί. Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης – τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν αχνίζουν τα τζάμια. Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων. Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου. Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.»

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 12 Ιανουαρίου 2025

Τα Χαϊκού: είναι μικρά ποιήματα που πρωτοεμφανίστηκαν στην Ιαπωνία.

Περιγράφουν μια στιγμή του χρόνου, δημιουργούν μια εικόνα.Οι εποχές , τα χρώματα , η φύση κατέχουν σημαντική θέση.

Η εικόνα που δημιουργεί ένα Χαϊκού αποκαλύπτει πώς νιώθει ο δημιουργός του.

 

* Ο κλέφτης

μου τα άρπαξε όλα, εκτός

από το φεγγάρι στο παράθυρο μου”

 

“Δεν είναι χιόνι
λουλουδιών που στον κήπο
θύελλα μοιάζει

Είμαι εγώ που γερνώ
μέσα σ’ όμορφα ρούχα.”

 

“Μην αργείς άλλο
πήγε αργά η νύχτα
λαγοκοιμάμαι

Ώσπου έδυσε κι αυτό
κοίταγα το φεγγάρι.”

“Όλη τη νύχτα
κι αμέσως πριν χαράξει
μονήρεις σκέψεις

Κι η χαραμάδα ψυχρή
της κάμαρης και μαύρη.”

 

“Ένα μακρινό βουνό
δείχνει στο φως του ήλιου
σαν έρημο χωράφι.”

 

“(πλησιάζοντας στο χωριό μου)
Δεν ξέρω για τους ανθρώπους
αλλά όλα τα σκιάχτρα
είναι στραβά.”

 

“Πάπιες ανεβοκατεβαίνουν στο νερό
ελπίζουν κι απόψε
να σταθούν τυχερές;”

 

“Ήσυχα φορώ
της μιας μέρας
τ’ αχυρένια μου σανδάλια.”

 

“Απαλές συμβουλές –
τα φύλλα που πέφτουν
το ένα μετά το άλλο.”

 

“Δεν υπάρχουν σπίτια
για να ικετεύσεις –
τα σύννεφα καλύπτουν τα βουνά”

 

“Κοιμισμένος σ’ ένα απαλό
βαμβακερό στρώμα
ονειρεύομαι το χωριό μου”

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 12 Ιανουαρίου 2025

 

  • Τα Χαϊκού:
    • Είναι μικρά ποιήματα που πρωτοεμφανίστηκαν στην Ιαπωνία.
    • Περιγράφουν μια στιγμή του χρόνου, δημιουργούν μια εικόνα.
    • Οι εποχές , τα χρώματα , η φύση κατέχουν σημαντική θέση.
    • Η εικόνα που δημιουργεί ένα Χαϊκού αποκαλύπτει πώς νιώθει ο δημιουργός του.

Ο Σεφέρης είναι ένας από τους Έλληνες ποιητές που ασχολήθηκαν με τα Χαϊκού.

 

Α’

Στάξε στη λίμνημόνο μια στάλα κρασίκαι σβήνει ο ήλιος.

Β΄

Στον κάμπο ούτ’ ένατετράφυλλο τριφύλλι·ποιός φταίει απ’ τους τρεις;

Γ΄
Στον Κήπο του Μουσείου

Άδειες καρέκλεςτ’ αγάλματα γυρίσανστ’ άλλο μουσείο.

Δ΄

Να ’ναι η φωνήπεθαμένων φίλων μαςή φωνογράφος;

Ε΄

Τα δάχτυλά τηςστο θαλασσί μαντίλικοίτα: κοράλλια.

ΣΤ΄

Συλλογισμένοτο στήθος της βαρύμες στον καθρέφτη.

Ζ΄

Φόρεσα πάλιτη φυλλωσιά του δέντρουκι εσύ βελάζεις.

Η΄

Νύχτα, ο αγέραςο χωρισμός απλώνεικαι κυματίζει.

Θ΄
Νέα Μοίρα

Γυμνή γυναίκατο ρόδι που έσπασε ήτανγεμάτο αστέρια.

Ι΄

Τώρα σηκώνωμια νεκρή πεταλούδαχωρίς φτιασίδι.

ΙΑ΄

Πού να μαζεύειςτα χίλια κομματάκιατου κάθε ανθρώπου.

ΙΒ΄
Άγονος Γραμμή

Το δοιάκι τί έχει;Η βάρκα γράφει κύκλουςκι ούτε ένας γλάρος

ΙΓ΄
Άρρωστη Ερινύς

Δεν έχει μάτιατα φίδια που κρατούσετης τρων τα χέρια.

ΙΔ΄

Τούτη η κολόναέχει μια τρύπα, βλέπειςτην Περσεφόνη;

ΙΕ΄

Βουλιάζει ο κόσμοςκρατήσου, θα σ’ αφήσειμόνο στον ήλιο.

ΙΣΤ΄

Γράφεις·το μελάνι λιγόστεψεη θάλασσα πληθαίνει.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 30 Νοεμβρίου 2024

Όσο μπορείς, Νεότητα, απόφευγε την πείρα.

Είναι μια γριά ζηλότυπη, ανέραστη.
Μόνον ο χρόνος ο πολύς
την γλυκοκοιτάζει.

Εκ πείρας σας μιλώ.
Μην την εμπιστεύεστε.
Ειλικρινής δεν είναι. Σας φανερώνει μόνο
όσα έχασε και σας τρομοκρατεί.

Όμως, τα μεγάλα κέρδη που της έφεραν
τα ηδονικά της λάθη τ’ αποσιωπά.
Επιμελώς στη μνήμη της τα κρύβει
κι αναπολώντας τα ξανά ζει.

Εκ πείρας σας μιλώ.
Τις προσφορές της πείρας μη δεχτείτε.
Δόλιες είναι αποβλέπουν
στην κερδοφόρα ανταλλαγή:
ξερόχορτα σας δίνει και τον
ολάνθιστο αγρό σας αφαιρεί.

Κι όχι μόνο. Μες στην αναμπουμπούλα
που προκαλεί η κλέφτρα πάντα δοσοληψία

η πείρα κάθε τόσο αποσπά.
Όλο και μια φέτα χορταστική
απ’ την πανσέληνο σας

στην έκλειψη της ρίχνοντας τα βάρη.

Εκ πείρας σας μιλώ.
Σοφή δεν είναι η πείρα
απλώς έχασε τη δύναμη να σφάλλει.

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 30 Νοεμβρίου 2024

Βουβές οι νότες της ζωής,
μ’ ανακινούν τις λέξεις,
μνήμες να μας ξυπνήσουν,
για εποχές παλιές,
τότε, που ήχοι νιας πνοής,
καθέλκυαν τις σκέψεις,
ταξίδια να κινήσουν
γι’ άλλες ακρογιαλιές.
*
Σ’ ακρογιαλιές πλακόστρωτες,
χρόνων εφηβικών μας,
που σμίλεψαν , τα ένστικτα,
τα μάτια κι οι μιλιές
και παραμείναν άτρωτες,
κόντρα , των χωρισμών μας,
να καρτερούν , ανέφικτες
αγάπες κι αγκαλιές.
*
Μοιάζαμε , αρμενίζοντας,
στου Σύμπαντος τα πλάτη,
σαν φώτιζαν οι ίσκιοι μας,
στο φως, απ’ το φεγγάρι,
γίγαντες, που αγγίζοντας,
θα χτίζαμε παλάτι,
να βρούν ζωή οι μίσχοι μας,
στις ρίζες σου, Φανάρι.
*
Πελεκητά πλακόστρωτα,
κομμάτια της ψυχής μας,
θητεύσατε, αιωρούμενα
όνειρα εφηβικά
κι αν, χάσαμε τον έρωτα,
βαθιά στη θύμησή μας,
μείναν νιάτα, πλεούμενα,,
χάρτινα… παιδικά.

Από την Παρασκευή Μπαρδάνη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 16 Νοεμβρίου 2024

“Όταν γεράσεις κι ασπρίσεις και στον ύπνο βυθιστείς
Καθισμένη δίπλα στη φωτιά, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι
Να το διαβάζεις αργά, ν’ αφήνεσαι στων ματιών τις θύμησες
Στο βλέμμα τους, στις χαρακιές σκιές τους

Τόσοι πολλοί αγαπήσανε τις ροδαλές στιγμές σου
Την ομορφιά σου αγάπησαν στ’ αλήθεια ή σαν ψέμα
Ένας, όμως, αγάπησε τη συντροφιά ψυχή σου
Τις παλλόμενες πτυχώσεις θλίψης στην όψη τη δική σου

Κι έτσι σκυμμένη στη σιδηρά εστία την πυρωμένη
Να ψιθυρίζεις, δίχως χαρά, πώς πέταξε η Αγάπη
Και δρασκελώντας τα βουνά, ένα έγινε με δαύτα
Το πρόσωπό του κρύβοντας ανάμεσα στα άστρα

William  Yeats – When You Are Old

WHEN you are old and gray and full of sleep,
And nodding by the fire, take down this book,
And slowly read, and dream of the soft look
Your eyes had once, and of their shadows deep;

How many loved your moments of glad grace,
And loved your beauty with love false or true,
But one man loved the pilgrim soul in you,
And loved the sorrows of your changing face;

And bending down beside the glowing bars,
Murmur, a little sadly, how Love fled
And paced upon the mountains overhead
And hid his face among a crowd of stars.