Ποίηση

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 22 Σεπτεμβρίου 2023

Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι. Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ πικραμένοι
Δεν μας παρηγορεί η υγεία: μιά πλήξη πια, υγιείς εμείς μόνο να την ευχόμαστε στους συνανθρώπους.
Δεν μας παρηγορούν τα χρήματα: έχουμε τόσα που μπορούμε και να τα αγοράσουμε.
Δεν μας παρηγορούν ούτε τα σώματα: μας παραδίδονται αφειδώς γιατί το σφρίγος πάντοτε ποθούσε η σοφία.
Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι. Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ πικραμένοι.
Αυτό μονάχα μας παρηγορεί.
«Εγώ κοιτάζω το μέλλον μου»

Σε βλέπω τώρα που γερνάς και είσαι η μόνη εναπομείνασα με τις παλιές εκείνες πούδρες που αντιστέκονται με το κουμ-καν της Τρίτης το κολιέ τα σκουλαρίκια του ’50 και μ ου θυμίζεις τις καλές εποχές που όλοι οι δικοί μας ζούσανκαι ρυθμίζατε το μέλλον μου με τόση ασφάλεια ανυποψίαστη. Σε βλέπω και με πιάνει πανικός να, ότι ζεις κι απ’ ώρα σ’ ώρα ότι ραγίζεις και σου το λέω σα να ’φταιγες εσύ και μου απαντάς διώχνε τις μαύρες σκέψεις όλοι κάποια μέρα άντε σινεμαδάκι να ξεσκάσεις κοίταξε το μέλλον σου. Έλα λοιπόν, φύγε κι εσύ λοιπόν φύγε να μείνω μόνος με το μέλλον μου μια και το μόνο μέλλον μου είναι να γίνουν όλα γύρω παρελθόν.
«Πιάνο βυθού”

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 28 Αυγούστου 2023

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, μπόρεσα να καταλάβω ότι ο συναισθηματικός πόνος και η θλίψη, απλώς με προειδοποιούσαν να μη ζω κόντρα στην αλήθεια μου.
Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε Αυθεντικότητα.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, κατάλαβα σε πόσο δύσκολη θέση ερχόταν κάποιος με το να του επιβάλλω τις επιθυμίες μου, παρότι ήξερα ότι
ούτε ήταν κατάλληλη η στιγμή ούτε ο άνθρωπος ήταν έτοιμος, ακόμα κι αν αυτός ο άνθρωπος ήμουν εγώ.
Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε Αυτοεκτίμηση.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, έπαψα να λαχταρώ μια άλλη ζωή και μπόρεσα να δω ότι τα πάντα γύρω μου με προκαλούσαν να μεγαλώσω.
Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε Ωριμότητα.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, κατάλαβα ότι βρίσκομαι πάντα και σε όλες τις περιστάσεις, την κατάλληλη στιγμή και στο σωστό μέρος και ότι όλα όσα γίνονται είναι σωστά. Από τότε κατάφερα να γαληνέψω.
Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε Αποδοχή.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, έπαψα να στερούμαι τον ελεύθερο χρόνο μου και σταμάτησα να κάνω μεγαλόπνοα σχέδια για το μέλλον.
Σήμερα κάνω μόνο ό,τι με ευχαριστεί και με γεμίζει χαρά, ό,τι αγαπώ και κάνει την καρδιά μου να γελά, με τον δικό μου τρόπο και στους δικούς μου ρυθμούς.
Σήμερα ξέρω ότι αυτό το λέμε Ειλικρίνεια.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, απελευθερώθηκα από ό,τι δεν ήταν υγιές για μένα. Από φαγητά, άτομα, πράγματα, καταστάσεις και από ό,τι με τραβούσε συνεχώς μακριά από τον ίδιο μου τον εαυτό. Στην αρχή το ονόμαζα “υγιή εγωισμό”.
Αλλά σήμερα ξέρω ότι είναι Αυταγάπη.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, έπαψα να θέλω να έχω πάντα δίκιο. Έτσι έσφαλλα πολύ λιγότερο.
Σήμερα κατάλαβα ότι αυτό το λέμε Απλότητα.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, αρνήθηκα να συνεχίσω να ζω στο παρελθόν και να ανησυχώ για το μέλλον μου. Τώρα ζω περισσότερο τη στιγμή όπου όλα συμβαίνουν.
Έτσι σήμερα, ζω την κάθε μέρα και αυτό το λέω Πληρότητα.

Όταν άρχισα να αγαπώ τον εαυτό μου πραγματικά, συνειδητοποίησα ότι η σκέψη μου μπορεί να με κάνει μίζερο και άρρωστο. Όταν όμως επικαλέστηκα τις δυνάμεις της καρδιάς μου, η λογική απέκτησε έναν πολύτιμο σύντροφο.
Αυτή τη σχέση την ονομάζω σήμερα σοφία της καρδιάς.

Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τις αντιπαραθέσεις, τις συγκρούσεις και τα προβλήματα με τον εαυτό μας και τους άλλους γιατί καμιά φορά, ακόμα και τα άστρα εκρήγνυνται και δημιουργούνται νέοι Γαλαξίες.

Σήμερα ξέρω ότι αυτό είναι η ζωή.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 24 Ιουλίου 2023

“ΑΝΕΒΗΚΑΜΕ στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε
λουλούδια από τον ουρανό.
Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα του ήλιου.
Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά.
Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή.
Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται στο νερό.
Τα βράδια οι ακακίες περνούν απέξω απ’ τα παράθυρα μας, πηδάνε το ανοιχτό περβάζι μας κι αφήνουν στο ποτήρι ένα κλωνάκι ολάνθιστο.
Φέραμε πάλι στο μεγάλο πράσινο χωράφι τον εύθυμο θεό των αμπελιών, που απ’ τα γένια του στάζουν οι μούστοι, που τα πόδια του μοιάζουν με του τράγου κι όμως το βλέμμα του είναι μαλακό και τρυφερό σαν του Χριστού.

Χτες και προχτές, όλη νύχτα, πασκίζαμε να μετρήσουμε τ’ άστρα.
Και τ’ άστρα είναι τόσα, όση κι η καρδιά μας, κι η καρδιά μας είναι πιο πολύ απ’ τ’ άστρα.
Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.
Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σαν αγάλματα μικρά της ερημιάς και της γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.
Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι.
Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας πεταλούδας.
Κανένας δεν θυμάται πως μίλησε με την αυγή τότε που τα λουλούδια ξέραν τη φωνή του και τα πουλιά κρατούσανε σημαίες και σάλπιγγες και πέρναγαν σαν μολυβένια στρατιωτάκια στο δρόμο της πρωινής αχτίνας.
Εμείς κάτι θυμόμαστε όταν ανοίγει τα παράθυρα η άνοιξη και τινάζει τα σεντόνια του ύπνου μες στο φως…………..

Τα μεσημέρια που κοιμόνταν οι μεγάλοι, τα παιδιά φεύγαν απ’ τα σπίτια, κυλιόντουσαν στα χόρτα, δαγκώνανε τα φύλλα της
αλυγαριάς κι αγκάλιαζαν τα δέντρα.
Όλο το δάσος μύριζε γυμνή γυναίκα.
Μεγάλες πεταλούδες μαρτυρούσανε τα μυστικά της άνοιξης κι οι σαύρες με τα σμαραγδένια μάτια ολάνοιχτα κρυφάκουγαν περίεργες πίσω απ’ τις πέτρες.
Εμείς δεν βλέπαμε το φράχτη. Παρακαλέσαμε ύστερα τις κάργιες να μην πουν τίποτα της μάνας μας για ότι γίνηκε πίσω απ’ τα δέντρα που στάζαν ρετσίνι.

ΕΙΧΑΜΕ φτιάξει ένα αμάξι με καρυδότσουφλο. Μια κουβαρίστρα βάλαμε για ρόδες. Ζέψαμε δυο μυρμήγκια και φορτώσαμε τριφύλλι.. σε κανέναν μην πεις που πηγαίνουμε.
Ο αντίλαλος του πηγαδιού ακούει κι οι σπηλιές ξαναλέν τη φωνή μας.
Ο ήλιος καίει τις πέτρες κι αχνίζουν κάποιοι καπνοδόχοι αθώρητοι στις άσπρες πολιτείες των χαμομηλιών.
Οι σουσουράδες πήρανε τα ψάθινα καπέλα μας και τα φορέσαν.
Τώρα καθισμένες απάνου στο ψηλό μπαλκόνι της μουριάς μας κοροϊδεύουν. Κι εμείς κοροϊδεύουμε τις σουσουράδες
………………………………………………….Απόσπασμα

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 19 Ιουλίου 2023

Την πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.

Τη δεύτερη μέρα δε κρύβονται
πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.

Ώσπου μια μέρα
– την πιο διάφανη απ’ όλες
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.

Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον
δεν μπορούμε να πούμε τίποτα.

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 11 Ιουνίου 2023

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, χαρίσματα θεϊκά,
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

Δὲν τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος ποῦ λάμπει γιὰ τὴ γῆ
Καὶ πέρνουν φῶς ἀπ’ ἄλλη πιο καθαρὴ πηγή.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποῦ πάθη ταπεινὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια φωτεινά.

Καὶ βλέπω τὰ κρυμμένα, τ’ ἀθώρητα θωρῶ,
Τὸν ἄνθρωπο, τὴν πλάσι, τ’ ἀστέρια, τὸν καιρό.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου κ’ ἐκεῖ ποῦ δὲ μπορεῖς
Ποτέ σου νἄμπῃς − νοιώθω δυὸ μάτια ὁλημερίς.

Χεροπιαστὰ ξανοίγω τὰ πλάσματα τοῦ νοῦ
Κ’ ἐπάνω μου σκυμμένους ἀγγέλους τ’ οὐρανοῦ.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ μαῦρα − μὴ σκιαχτῇς!
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ὁλυνυχτίς.

Καὶ χώρα ξαντικρύζω μ’ ἀσύγκριτη ὠμορφιά,
Μακρυὰ ἀπ’ τὴν τρικυμία κι ἀπὸ τὴ συγνεφιά.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ πλέον μυστικὰ
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ἁρμονικά.

Κι ὅλο μ’ ἐκεῖνα βλέπω μιὰ λύρα μαγική…
Ὠϊμέ! τὰ δάχτυλά μου δὲ φτάνουν ὡς ἐκεῖ.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποῦ πάθη ταπεινὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, βρίσκω δυὸ μάτια φωτεινά.

Καὶ βλέπω ἀγάλια ἀγάλια μπροστά μου νὰ περᾷ
Ὁ κόσμος τῶν ὀνείρων μὲ τὰ χρυσὰ φτερά.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου δυὸ μάτια μυστικὰ
Τὰ νοιώθω ὁλανοιγμένα, χαρίσματα θεϊκά.

Διαβάζω ‘ς τὸ βιβλίο τῆς φύσεως τὸ τρανὸ
Κάθε σβυστὸ ψηφίο καὶ νόημα σκοτεινό

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ‘ς τὰ βάθη τὰ ἱερά,
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια λαμπερά.

Τὰ περασμένα ἐμπρός μου διαβαίνουνε ξανά,
Καὶ δέχοντ’ ἄλλο σχῆμα καὶ φῶς τὰ τωρινά.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τ’ ἀμόλυντα γλυκὰ
Γλυκὰ ἀνοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

Καὶ δείχνεται τὸ μέλλον ἀκόμα τὸ κρυφτὸ
Στὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου ‘σὰν ἀστραπὴ κι αὐτό.

Ἐκεῖ ποῦ ἡ σκύλα ἡ Ἔγνοια δὲν πάει, δὲν ἀλυχτᾷ,
Μέσ’ ‘ςτὴν ψύχή μου κρύβω δυὸ μάτια ὁλανοιχτά.

Μιὰ μέρα τ’ ἄλλα μάτια, ποῦ εἶνε ἀπὸ γῆ πλαστά,
Θὰ λυώσουν μέσ’ ‘ς τὸ μνῆμα μὲ τὸ κορμὶ κλειστά.

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου ποῦ πάθη κοσμικὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

Αὐτὰ δὲ θὰ κλεισθοῦνε ποτέ, δὲ θὰ χαθοῦν,
Ἐλεύθερα μιὰ μέρα γοργὰ θὰ φτερωθοῦν.

Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, τὰ μάτια τὰ θεϊκά,
Ποῦ μέσα μου ἀνοιγμένα τὰ νοιώθω μυστικά,

Ψηλότερ’ ἀπ’ τ’ ἀστέρια, ‘ς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
Θὲ ν’ ἀνταμώσουν πάλι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό!

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 11 Ιουνίου 2023

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Μέρες Γ’ 1934-1940

“Σκέψη του παροδικού που σε παραλύει.
Σπίτια, θάνατοι, χωρισμοί.
Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς.

Καιρός να σπείρεις, καιρός να θερίσεις, καιρός της θλίψης, καιρός της χαράς, καιρός της αγάπης, καιρός της μοναξιάς.

Αν το σκεφτείς έτσι, θα μπορέσεις και στη χαμηλότερη στιγμή να στηριχτείς, γιατί κι αυτή θα ανήκει σ’ έναν από τους καιρούς της ζωής σου»

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 4 Ιουνίου 2023

 

Τι όμορφο που είναι να ζεις
να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο
τη ζωή να τη νοιώθεις τραγούδι χαράς
τι όμορφο που είναι να ζεις σαν παιδί
να απορείς και να ζεις.

Κι όμως είναι ν’ απορείς
πως αυτό το ωραίο τραγούδι
πως αυτή η ζωή η γεμάτη χαρά
έχει γίνει σκληρή,
έχει γίνει φτηνή και τόσο πικραμένη
που είναι πονεμένη.

Τι όμορφο που είναι να ζεις
να σου λεν καλημέρα του κόσμου τα χείλη
τη ζωή να την κάνεις τραγούδι αγάπης
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις!

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 19 Μαρτίου 2023

-Άξιον εστί (απόσπασμα)

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα

Και είδα και θαύμασα

Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωση μου:

Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή

και γαλήνιοι αμφορείς

και λοξές δελφινιών ράχες

η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος

«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι

για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε

Και πολλά τα λιόδεντρα

που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως

κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου

και πολλά τα τζιτζίκια

που να μην τα νιώθεις

όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου

αλλά λίγο το νερό

για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του

και το δέντρο μονάχο του

χωρίς κοπάδι

για να το κάνεις φίλο σου

και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα

για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα

και να τραβάς του βάθους ολοένα

και πλατύς επάνου ο ουρανός

για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.

ΑΥΤOΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

-Το Μονόγραμμα (απόσπασμα)

Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;

Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς

και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.

Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»

Μια στον αέρα μια στη μουσική,

εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω

κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.

Έτσι μιλώ για ‘σένα και για ‘μένα..

Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη

ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος

από παντού, για ‘σένα

μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.

Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,

σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,

πώς φιλάς, πώς λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»

Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,

πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.

Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.

-Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (απόσπασμα)

Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια    πιάνει φτερωτά

Στήνει στη γη καράβι    κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα     ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους     αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα     τηνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει     βγάνει θάματα

Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι     πιάνει ωκεανούς

Ξεσηκωμούς γυρεύει     θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει     πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ’ τη μέση     τους δοξολογεί.

-Ο Μικρός Ναυτίλος (απόσπασμα)

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (VIII)

ΓΥΜΝΟΣ, ΙΟΥΛΙΟ ΜΗΝΑ, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλυνα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.

Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.

Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που ‘ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να την αφαιρέσεις την αγκίδα της.

-Μαρία Νεφέλη (απόσπασμα)

Η ΝΕΦΕΛΗ

Μέρα τη μέρα ζω – που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.

Το ‘να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ’ άλλο μου τα ισιώνει

Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη

και να ‘μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».

Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης

η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης

Δεν πα’ να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους

ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους

Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο

και μόνο εγώ που σ’ αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.

Έτσι που αν στ’ αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός

διαιρέτης»

εγώ θα πρέπει να ‘μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ

ο Νεφεληγερέτης.

Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι

σβήσου με γενναιοδωρία.

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 16 Μαρτίου 2023

Ο άνεμος εσήκωσε
Κύματα και αλμύρα
Είναι σκληρή η μοίρα
Δεν δίδει μερτικό

Σκληρή ζωή μικρής
καημός
Σε θάλασσα που καίει
Μια μάνα που σε κλαίει
Σε άδειο σπιτικό

Τη μέρα που
Η Άνοιξη
Θα άλλαζε το κόσμο
Με γιασεμιά και δυόσμο
Και θ’ άνοιγε πανιά
Άλλαξες γνώμη
Κι έφυγες
Κείνο το μαύρο βράδι
Κι έμεινε το σκοτάδι
Κι αυτή
Η ερημιά

Δεν έφτασε
Η αγάπη μου
Φως μου
Για να σε σώσω
Το γάλα μου
Θα δώσω
Και κάνω
Μιαν ευχή
Να σε ξαναγεννήσω
Φως μου

Πώς έφαε
Το σίδερο
Την τρυφερή σου νιότη
Στης Άνοιξης
Την πρώτη
Κι έμεινα μοναχή

Μουσική, στίχοι, ερμηνεία: Λουδοβίκος των Ανωγείων

Για τα παιδιά που χάθηκαν στα Τέμπη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 13 Μαρτίου 2023

Από την Παρασκευή Μπαρδάνη

Ψευδαίσθηση.
*. 11-3-2023
Λίγο, πριν φύγουμε από ‘κει
που η καρδιά, λαχτάρησε να μείνει
ρίχνουμε κέρμα, ψιθυρίζοντας ευχή,
της “Άρνης”το νερό, μη πιεί η μνήμη.
*
Μή λησμονήσει μέρες μαγικές,
στιγμές γεμάτες μελωδίες
και εικόνες,
νύχτες, που φάνταζαν σαν πούλιες
μυθικές,
φωτίζαν, των ματιών μας τις οθόνες
και κάναν καλοκαίρια, τους χειμώνες.
*
Πατημασιές, να αυτονομηθούν
αφήνουμε, όπου θέλουν να βαδίζουν,
ιχνηλατώντας οι ματιές, ακολουθούν
κι’ όνειρα, που δεν πρόλαβαν
ν’ ανθίσουν,
το χάδι του ανέμου αποζητούν,
μιας μέρας την ανάσα, να κερδίσουν.
*
Κι οι πέντε αισθήσεις, που εγείρουν
το σφυγμό,
δίχως φραγμό, οραματίζονται,
μυρίζουν,
τα χείλη γεύονται, τα χέρια αναζητούν,
ταίρια, π’ αναρριγούν, σαν τα αγγίζουν,
μα, αμείλικτη, σφυρίζει η μοίρα,
το “χρησμό”, τον υστερνό,
πώς, είν’ το τέρμα των ονείρων,
στο γκρεμό……..
* 11-3-2023
Αφιερώνω στα παιδιά, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, ούτε με ψευδαισθήσεις…

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 26 Φεβρουαρίου 2023

ΜΑΣΑΟΚΑ ΚΙΡΙ

Να με θυμάστε
σαν κάποιον που αγάπησε την ποίηση
και τους λωτούς.

*

Ένα ορεινό χωριό –
κάτω από το σωριασμένο χιόνι
ο ήχος του νερού.

Takahama Kyoshi

Κουρασμένος από το ν’ ακούω
εγκόσμια πράγματα –
κλεισμένος στο σπίτι.

*

Ένα μακρινό βουνό
δείχνει στο φως του ήλιου
σαν έρημο χωράφι.

Kobayashi Issa

(πλησιάζοντας στο χωριό μου)
Δεν ξέρω για τους ανθρώπους
αλλά όλα τα σκιάχτρα
είναι στραβά.

*

Πάπιες ανεβοκατεβαίνουν στο νερό
ελπίζουν κι απόψε
να σταθούν τυχερές;

Santoka Taneda

Ήσυχα φορώ
της μιας μέρας
τ’ αχυρένια μου σανδάλια.

*

Απαλές συμβουλές –
τα φύλλα που πέφτουν
το ένα μετά το άλλο.

*

Δεν υπάρχουν σπίτια
για να ικετεύσεις –
τα σύννεφα καλύπτουν τα μπουνά

*

Κοιμισμένος σ’ ένα απαλό
βαμβακερό στρώμα
ονειρεύομαι το χωριό μου

 

Το χαϊκού (ιαπωνικά: 俳句‎)  είναι μια ιαπωνική ποιητική φόρμα. Παραδοσιακά αποτελείται από τρεις ομάδες των 5, 7, 5 συλλαβών, οι οποίες τοποθετούνται σε τρεις στίχους για έμφαση ή σε έναν, χωρισμένο με κενά. Το χαϊκού είναι με συνολικά 17 συλλαβές η πιο σύντομη μορφή ποίησης στον κόσμο. Περιγράφει μια εικόνα της φύσης και δίνει στοιχεία για την εποχή του χρόνου μέσα από εποχιακές λέξεις .

Υπάρχουν επίσης ποιητές χαϊκού οι οποίοι ακολουθούν μια πιο ελεύθερη φόρμα. Ο ιδρυτής του σύγχρονου χαϊκού ως αυτόνομης μορφής ποίησης ήταν ο Μασαόκα Κίρι, ο οποίος επίσης διαμόρφωσε τον όρο χαϊκού (από τους παλιότερους χαϊκάι ή χόκκου).

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 14 Φεβρουαρίου 2023

Αυτές τις μερες ο Αγαπημενος σε όλους Σαμιρ εφυγε με την υπόσχεση να ξαναγυρίσει στ Ανωγεια

Τώρα Βρίσκεται στο δρόμο

περασε από Σερβία στη Βοσνία
θέλει ακόμα Κροατία και ιταλια
και τελος Γαλλία για να φθάσει
στον αδερφό του

κάντε μιαν ευχή να τα καταφερει

Το Τραγουδι είναι αφιερωμένο

Ήτανε μια μανα
μανα μουσουλμάνα
που στον Άη Γιώργη
άναβε κερί

άγιε καβαλάρη
κάνε μου τη χάρη
ο μικρός Σαμιρ μου
δώσε μη χαθεί
σε μεγάλη μπόρα
στη δική σου χώρα
κίνησε να ρθει

μαύρα τα μαλλιά του δακτυλιδωτα
και δυο μαύρα μάτια μελαγχολικά

άγιε καβαλάρη άμα τον δεις
Πες του να μου γράψει
γιατί με έχει κάψει
αυτή του
η σιωπή

Μαύρα τα μαλλιά του δαχτυλίδωτά Και δυο μαύρα μάτια μελαγχολικά.

Από τον Λουδοβίκο των Ανωγείων

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 11 Φεβρουαρίου 2023

Θα ήθελα, στα χρόνια αυτά
ο νους να ταξιδέψει,
σ’ εκείνες τις μικρές στιγμές,
που παρελθόν γινήκαν
κι είπα, να στολιστώ φτερά,
στα μάτια και στη σκέψη
και να γευτώ απ’ τις ώρες τους,
ότι γλυκό, αφήκαν.
*
Θα ‘θελα, μέσ’ στις γειτονιές,
τα χιόνια να πατήσω
και σε στενά και στιαστά,
να παίξω χιονομπάλες
και αψηφώντας παγωνιές,
τ’ αυτιά μου να στολίσω,
με σκουλαρίκια πλουμιστά,
τις κρυσταλένιες στάλες.
*
Θα ‘θελα, απ’ τις στιγμές αυτές,
τις τόσο μακρινές,
να ανασάνω Φαναριού
αέρα μυροβόλο,
να ξαναζήσω όνειρα,
που, αιώνιοι ταξιδευτές,
γίναν, χωρίς επιστροφές,
στου ουρανού, το θόλο.
*
Της νοσταλγίας τα πανιά
απλώνω στο κατάρτι,
του πλοίου, που λυκνίζεται,
στο πέλαγος του Αιγαία
και στης καρδιάς τον ομφαλό,
σαν φτάσουν και στου χάρτη,
τα όνειρα, ν’ ανταμωθούν,
με τις στιγμές.. μοιραία…

Από την Παρασκευή Μπαρδάνη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 3 Φεβρουαρίου 2023
Μου λεν αν φύγω από τον κύκλο θα χαθώΣτα όρια του μοναχά να γυροφέρνωΚαι πωσ ο κόσμοσ είν’ ανήμερο θεριόΚι όταν δαγκώνει εγώ καλά είναι να σωπαίνω
Κι όταν φοβούνται πωσ μπορεί να τρελαθώΜου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψωΚαι να θυμάμαι πωσ αυτό το σκηνικόΕίμαι μικρόσ πολύ μικρόσ για να τ’ αλλάξω
Μα εγώ μ’ ένα άγριο περήφανο χορόΣαν αετόσ πάνω απ’ τισ λύπεσ θα πετάξωΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώ
Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανόΘα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσωΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώ
Μου λεν αν φύγω πιο ψηλά θα ζαλιστώΚαλύτερα στη λάσπη εδώ μαζί τουσ να κυλιέμαιΚαι πωσ αν θέλω περισσότερα να δωΣ’ ένα καθρέφτη μοναχόσ μου να κοιτιέμαι
Κι όταν φοβούνται πωσ μπορεί να τρελαθώΜου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψωΚαι να θυμάμαι πωσ αυτό το σκηνικόΕίμαι μικρόσ πολύ μικρόσ για να τ’ αλλάξω
Μα εγώ μ’ένα άγριο περήφανο χορόΣαν αετόσ πάνω απ’ τισ λύπεσ θα πετάξωΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώ
Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανόΘα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσωΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώ
Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 29 Ιανουαρίου 2023

Μάθαινε και τ’ απλούστερα! Γι αυτούς

Που ο καιρός τους ήρθε

Ποτέ δεν είναι πολύ αργά!

Μάθαινε το αβγ, δε σε φτάνει, μα συ

Να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί!

Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις!

Μάθαινε, άνθρωπε στο άσυλο!

Μάθαινε, άνθρωπε στη φυλακή!

Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα!

Μάθαινε, εξηντάχρονε!

Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.

Ψάξε για σχολείο, άστεγε!

Προμηθεύσου γνώση, παγωμένε!

Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν’ ένα όπλο.

Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.

Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις, Σύντροφε!

Μην αφεθείς να πείθεσαι

Μάθε να βλέπεις συ ο ίδιος!

Ό,τι δεν ξέρεις ο ίδιος

Καθόλου δεν το ξέρεις.

Έλεγξε το λογαριασμό

Εσύ Θα τον πληρώσεις.

Ψάξε με τα δάχτυλα κάθε σημάδι

Ρώτα: πώς βρέθηκε αυτό εδώ.

«Ποιήματα» Μπέρλοντ Μπρεχτ (1949)