Ποίηση

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 19 Μαρτίου 2023

-Άξιον εστί (απόσπασμα)

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα

Και είδα και θαύμασα

Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωση μου:

Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή

και γαλήνιοι αμφορείς

και λοξές δελφινιών ράχες

η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος

«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι

για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε

Και πολλά τα λιόδεντρα

που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως

κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου

και πολλά τα τζιτζίκια

που να μην τα νιώθεις

όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου

αλλά λίγο το νερό

για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του

και το δέντρο μονάχο του

χωρίς κοπάδι

για να το κάνεις φίλο σου

και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα

για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα

και να τραβάς του βάθους ολοένα

και πλατύς επάνου ο ουρανός

για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.

ΑΥΤOΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

-Το Μονόγραμμα (απόσπασμα)

Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;

Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς

και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.

Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»

Μια στον αέρα μια στη μουσική,

εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω

κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.

Έτσι μιλώ για ‘σένα και για ‘μένα..

Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη

ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος

από παντού, για ‘σένα

μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.

Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,

σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,

πώς φιλάς, πώς λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»

Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,

πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.

Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.

-Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (απόσπασμα)

Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια    πιάνει φτερωτά

Στήνει στη γη καράβι    κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα     ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους     αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα     τηνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει     βγάνει θάματα

Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι     πιάνει ωκεανούς

Ξεσηκωμούς γυρεύει     θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει     πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ’ τη μέση     τους δοξολογεί.

-Ο Μικρός Ναυτίλος (απόσπασμα)

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (VIII)

ΓΥΜΝΟΣ, ΙΟΥΛΙΟ ΜΗΝΑ, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλυνα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.

Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.

Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που ‘ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να την αφαιρέσεις την αγκίδα της.

-Μαρία Νεφέλη (απόσπασμα)

Η ΝΕΦΕΛΗ

Μέρα τη μέρα ζω – που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.

Το ‘να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ’ άλλο μου τα ισιώνει

Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη

και να ‘μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».

Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης

η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης

Δεν πα’ να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους

ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους

Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο

και μόνο εγώ που σ’ αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.

Έτσι που αν στ’ αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός

διαιρέτης»

εγώ θα πρέπει να ‘μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ

ο Νεφεληγερέτης.

Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι

σβήσου με γενναιοδωρία.

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 16 Μαρτίου 2023

Ο άνεμος εσήκωσε
Κύματα και αλμύρα
Είναι σκληρή η μοίρα
Δεν δίδει μερτικό

Σκληρή ζωή μικρής
καημός
Σε θάλασσα που καίει
Μια μάνα που σε κλαίει
Σε άδειο σπιτικό

Τη μέρα που
Η Άνοιξη
Θα άλλαζε το κόσμο
Με γιασεμιά και δυόσμο
Και θ’ άνοιγε πανιά
Άλλαξες γνώμη
Κι έφυγες
Κείνο το μαύρο βράδι
Κι έμεινε το σκοτάδι
Κι αυτή
Η ερημιά

Δεν έφτασε
Η αγάπη μου
Φως μου
Για να σε σώσω
Το γάλα μου
Θα δώσω
Και κάνω
Μιαν ευχή
Να σε ξαναγεννήσω
Φως μου

Πώς έφαε
Το σίδερο
Την τρυφερή σου νιότη
Στης Άνοιξης
Την πρώτη
Κι έμεινα μοναχή

Μουσική, στίχοι, ερμηνεία: Λουδοβίκος των Ανωγείων

Για τα παιδιά που χάθηκαν στα Τέμπη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 13 Μαρτίου 2023

Από την Παρασκευή Μπαρδάνη

Ψευδαίσθηση.
*. 11-3-2023
Λίγο, πριν φύγουμε από ‘κει
που η καρδιά, λαχτάρησε να μείνει
ρίχνουμε κέρμα, ψιθυρίζοντας ευχή,
της “Άρνης”το νερό, μη πιεί η μνήμη.
*
Μή λησμονήσει μέρες μαγικές,
στιγμές γεμάτες μελωδίες
και εικόνες,
νύχτες, που φάνταζαν σαν πούλιες
μυθικές,
φωτίζαν, των ματιών μας τις οθόνες
και κάναν καλοκαίρια, τους χειμώνες.
*
Πατημασιές, να αυτονομηθούν
αφήνουμε, όπου θέλουν να βαδίζουν,
ιχνηλατώντας οι ματιές, ακολουθούν
κι’ όνειρα, που δεν πρόλαβαν
ν’ ανθίσουν,
το χάδι του ανέμου αποζητούν,
μιας μέρας την ανάσα, να κερδίσουν.
*
Κι οι πέντε αισθήσεις, που εγείρουν
το σφυγμό,
δίχως φραγμό, οραματίζονται,
μυρίζουν,
τα χείλη γεύονται, τα χέρια αναζητούν,
ταίρια, π’ αναρριγούν, σαν τα αγγίζουν,
μα, αμείλικτη, σφυρίζει η μοίρα,
το “χρησμό”, τον υστερνό,
πώς, είν’ το τέρμα των ονείρων,
στο γκρεμό……..
* 11-3-2023
Αφιερώνω στα παιδιά, που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, ούτε με ψευδαισθήσεις…

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 26 Φεβρουαρίου 2023

ΜΑΣΑΟΚΑ ΚΙΡΙ

Να με θυμάστε
σαν κάποιον που αγάπησε την ποίηση
και τους λωτούς.

*

Ένα ορεινό χωριό –
κάτω από το σωριασμένο χιόνι
ο ήχος του νερού.

Takahama Kyoshi

Κουρασμένος από το ν’ ακούω
εγκόσμια πράγματα –
κλεισμένος στο σπίτι.

*

Ένα μακρινό βουνό
δείχνει στο φως του ήλιου
σαν έρημο χωράφι.

Kobayashi Issa

(πλησιάζοντας στο χωριό μου)
Δεν ξέρω για τους ανθρώπους
αλλά όλα τα σκιάχτρα
είναι στραβά.

*

Πάπιες ανεβοκατεβαίνουν στο νερό
ελπίζουν κι απόψε
να σταθούν τυχερές;

Santoka Taneda

Ήσυχα φορώ
της μιας μέρας
τ’ αχυρένια μου σανδάλια.

*

Απαλές συμβουλές –
τα φύλλα που πέφτουν
το ένα μετά το άλλο.

*

Δεν υπάρχουν σπίτια
για να ικετεύσεις –
τα σύννεφα καλύπτουν τα μπουνά

*

Κοιμισμένος σ’ ένα απαλό
βαμβακερό στρώμα
ονειρεύομαι το χωριό μου

 

Το χαϊκού (ιαπωνικά: 俳句‎)  είναι μια ιαπωνική ποιητική φόρμα. Παραδοσιακά αποτελείται από τρεις ομάδες των 5, 7, 5 συλλαβών, οι οποίες τοποθετούνται σε τρεις στίχους για έμφαση ή σε έναν, χωρισμένο με κενά. Το χαϊκού είναι με συνολικά 17 συλλαβές η πιο σύντομη μορφή ποίησης στον κόσμο. Περιγράφει μια εικόνα της φύσης και δίνει στοιχεία για την εποχή του χρόνου μέσα από εποχιακές λέξεις .

Υπάρχουν επίσης ποιητές χαϊκού οι οποίοι ακολουθούν μια πιο ελεύθερη φόρμα. Ο ιδρυτής του σύγχρονου χαϊκού ως αυτόνομης μορφής ποίησης ήταν ο Μασαόκα Κίρι, ο οποίος επίσης διαμόρφωσε τον όρο χαϊκού (από τους παλιότερους χαϊκάι ή χόκκου).

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 14 Φεβρουαρίου 2023

Αυτές τις μερες ο Αγαπημενος σε όλους Σαμιρ εφυγε με την υπόσχεση να ξαναγυρίσει στ Ανωγεια

Τώρα Βρίσκεται στο δρόμο

περασε από Σερβία στη Βοσνία
θέλει ακόμα Κροατία και ιταλια
και τελος Γαλλία για να φθάσει
στον αδερφό του

κάντε μιαν ευχή να τα καταφερει

Το Τραγουδι είναι αφιερωμένο

Ήτανε μια μανα
μανα μουσουλμάνα
που στον Άη Γιώργη
άναβε κερί

άγιε καβαλάρη
κάνε μου τη χάρη
ο μικρός Σαμιρ μου
δώσε μη χαθεί
σε μεγάλη μπόρα
στη δική σου χώρα
κίνησε να ρθει

μαύρα τα μαλλιά του δακτυλιδωτα
και δυο μαύρα μάτια μελαγχολικά

άγιε καβαλάρη άμα τον δεις
Πες του να μου γράψει
γιατί με έχει κάψει
αυτή του
η σιωπή

Μαύρα τα μαλλιά του δαχτυλίδωτά Και δυο μαύρα μάτια μελαγχολικά.

Από τον Λουδοβίκο των Ανωγείων

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 11 Φεβρουαρίου 2023

Θα ήθελα, στα χρόνια αυτά
ο νους να ταξιδέψει,
σ’ εκείνες τις μικρές στιγμές,
που παρελθόν γινήκαν
κι είπα, να στολιστώ φτερά,
στα μάτια και στη σκέψη
και να γευτώ απ’ τις ώρες τους,
ότι γλυκό, αφήκαν.
*
Θα ‘θελα, μέσ’ στις γειτονιές,
τα χιόνια να πατήσω
και σε στενά και στιαστά,
να παίξω χιονομπάλες
και αψηφώντας παγωνιές,
τ’ αυτιά μου να στολίσω,
με σκουλαρίκια πλουμιστά,
τις κρυσταλένιες στάλες.
*
Θα ‘θελα, απ’ τις στιγμές αυτές,
τις τόσο μακρινές,
να ανασάνω Φαναριού
αέρα μυροβόλο,
να ξαναζήσω όνειρα,
που, αιώνιοι ταξιδευτές,
γίναν, χωρίς επιστροφές,
στου ουρανού, το θόλο.
*
Της νοσταλγίας τα πανιά
απλώνω στο κατάρτι,
του πλοίου, που λυκνίζεται,
στο πέλαγος του Αιγαία
και στης καρδιάς τον ομφαλό,
σαν φτάσουν και στου χάρτη,
τα όνειρα, ν’ ανταμωθούν,
με τις στιγμές.. μοιραία…

Από την Παρασκευή Μπαρδάνη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 3 Φεβρουαρίου 2023
Μου λεν αν φύγω από τον κύκλο θα χαθώΣτα όρια του μοναχά να γυροφέρνωΚαι πωσ ο κόσμοσ είν’ ανήμερο θεριόΚι όταν δαγκώνει εγώ καλά είναι να σωπαίνω
Κι όταν φοβούνται πωσ μπορεί να τρελαθώΜου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψωΚαι να θυμάμαι πωσ αυτό το σκηνικόΕίμαι μικρόσ πολύ μικρόσ για να τ’ αλλάξω
Μα εγώ μ’ ένα άγριο περήφανο χορόΣαν αετόσ πάνω απ’ τισ λύπεσ θα πετάξωΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώ
Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανόΘα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσωΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώ
Μου λεν αν φύγω πιο ψηλά θα ζαλιστώΚαλύτερα στη λάσπη εδώ μαζί τουσ να κυλιέμαιΚαι πωσ αν θέλω περισσότερα να δωΣ’ ένα καθρέφτη μοναχόσ μου να κοιτιέμαι
Κι όταν φοβούνται πωσ μπορεί να τρελαθώΜου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψωΚαι να θυμάμαι πωσ αυτό το σκηνικόΕίμαι μικρόσ πολύ μικρόσ για να τ’ αλλάξω
Μα εγώ μ’ένα άγριο περήφανο χορόΣαν αετόσ πάνω απ’ τισ λύπεσ θα πετάξωΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώ
Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανόΘα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσωΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώΣιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώ
Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 29 Ιανουαρίου 2023

Μάθαινε και τ’ απλούστερα! Γι αυτούς

Που ο καιρός τους ήρθε

Ποτέ δεν είναι πολύ αργά!

Μάθαινε το αβγ, δε σε φτάνει, μα συ

Να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί!

Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις!

Μάθαινε, άνθρωπε στο άσυλο!

Μάθαινε, άνθρωπε στη φυλακή!

Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα!

Μάθαινε, εξηντάχρονε!

Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.

Ψάξε για σχολείο, άστεγε!

Προμηθεύσου γνώση, παγωμένε!

Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν’ ένα όπλο.

Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.

Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις, Σύντροφε!

Μην αφεθείς να πείθεσαι

Μάθε να βλέπεις συ ο ίδιος!

Ό,τι δεν ξέρεις ο ίδιος

Καθόλου δεν το ξέρεις.

Έλεγξε το λογαριασμό

Εσύ Θα τον πληρώσεις.

Ψάξε με τα δάχτυλα κάθε σημάδι

Ρώτα: πώς βρέθηκε αυτό εδώ.

«Ποιήματα» Μπέρλοντ Μπρεχτ (1949)

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 15 Ιανουαρίου 2023

Στα δυο της χέρι σε τυλίγει,
πλανεύτρα η θάλασσα
και σε πνίγει,
να βυθιστείς στα τρίσβαθά της,
μή ξαναφύγεις, μακριά της.
Θα ταξιδέψουν τα όνειρά σου
στα κύματά της, μα… λίγο στάσου,
νοιώσε τον πόθο, της ηδονής
της θάλασσας, της προσμονής..
Φεγγαροδρόμιο, αν τη χρυσίσει,
άγρυπνος φάρος, θα φωτίσει,
άγριες νύχτες, χωρίς ελπίδες,
μ’ ανταριασμένες καταιγίδες..
Γυναίκα είναι
κι αγάπησέ την,
σμίξε μαζί της,προσκύνησέ την,
ξέπλυνε έννοιες
και αμαρτίες,
γλύκανε φόβους και αγωνίες.
Το μπλε της…. δεν λέει
να τελειώσει
μα….δεν περισσεύει, για να μερώσει,
άγριους φόβους
ψυχής και πάθη
καρδιάς, π’ αγαπά και κάνει λάθη..
Με απληστία, μή και τολμήσεις,
το απέραντό της να κατακτήσεις,
θα σε πλανέψει, θα σε προδώσει
κι ο Ποσειδώνας, δεν θα σε σώσει…
Καμβάς,που πάνω της,
κεντιούνται λόγια
αγάπης, νόστου και μοιρολόγια,
νίκες και ήττες, πλούτου παζάρια…
Ζωές παιδιών, παίζουν στα ζάρια…

13-1-2022 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΠΑΡΔΑΝΗ

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 18 Δεκεμβρίου 2022

Οι αναμνήσεις μας, σωρό,
που ζούμε πια, στο όνειρο,
χειμώνες, καλοκαίρια,
σε χρώμα κίτρινο, καφέ,
πορτοκαλί του κατιφέ,
μιας και το πράσινο εφέ,
μας ξέφυγε απ’ τα χέρια.

Μα, ειν’ ο νους ταξιδευτής,
ακούραστος και γητευτής,
ο χρόνος που περνά,
σε θάλασσα ασημόχρυση,
ταξίδια και μπρούσκο κρασί,
τα όνειρα κερνά.

Κι όσο γυρνούν πεισματικά,
ανήλεα κι αμείλικτα
του χρόνου τα γρανάζια,
ένα όνειρο, το πιο πυρό,
κάτω απ’ το φέγγος, τ’ αργυρό
του φεγγαριού, στήνει χορό,
στης μάγισσας τα νάζια.

Αλαφιασμένη η καρδιά,
στη νοτισμενη αμμουδιά,
ακούμπησε, τη δίψα της να σβήσει
κι εκεί, γλυκά κι ονειρικά,
στα κύματα νωχελικά, το άχραντο μυστήριο, να ζήσει.

Στην ασημένια ακρογιαλιά,
μέσ’ στην υδάτινη αγκαλιά,
‘κεί, στον ευλογημένο τόπο,
θα γιάνει, αξημέρωτα,
λαβωματιές του έρωτα,
με το λυτρωτικό, δικό της τρόπο.

Ξημέρωσε και τ’ όνειρο,
έσμιξε, με το άπειρο,
σε κάποιο ουράνιο λιμάνι,
της κάθε ανοιχτής πληγής
και κάθε αναίτιας φυγής,
τον πόνο, να γλυκάνει.

Από την Παρασκευή Μπαρδάνη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 17 Δεκεμβρίου 2022

Περασε
χτες
το βράδυ το φεγγάρι,
μα ήταν τοσο βιαστικό
κι αν ειχα κάτι να σου στείλω

δεν πρόλαβα να του το πω

άφησε ένα δρόμο  απο  ασημι
κι ενα καμένο ουρανό
ενα βαρκάρη δίχτυα φορτωμενο,
π´ακολουθούσε το φανό

Η νύχτα εγινε πιο ξένη
τ άστρα δε θελησαν να βγουν
για άλλη μια φορά
η καρδιά μου θα σωπαίνει,
Μα οι αναμνήσεις θα μιλούν.

 

Από τον Λουδοβίκο των Ανωγείων

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 11 Δεκεμβρίου 2022

Συκοφαντία

Γιατί δάκρυσες παιδί μου;

Απαίσιο δεν είναι όταν σε μαλώνουν για το τίποτα;

Γέμισες μελάνια από το γράψιμο – γι’ αυτό σε λένε βρώμικο;

Θα τολμούσες να αποκαλέσεις την πανσέληνο βρώμικη

γιατί γέμισε το πρόσωπό της μελάνια;

Για καθετί ασήμαντο εσένα κατηγορούν,

παιδί μου. Εκείνοι είναι αλάνθαστοι.

Έσχισες τα ρούχα σου παίζοντας

– γι’ αυτό σε λένε απρόσεκτο;

Πώς θα αποκαλούσαν ένα φθινοπωρινό πρωινό

που χαμογελάει μέσα απ’ τα ακατάστατά του σύννεφα;

Μη νοιάζεσαι γι’ αυτά που λένε για σένα,παιδί μου.

Απαριθμούν τις σκανδαλιές σου.

Όλοι ξέρουν ότι αγαπάς τα γλυκά

– γι’ αυτό σε λένε λαίμαργο;

Κι εμάς που σε αγαπάμε πώς θα μας λέγανε;

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 27 Νοεμβρίου 2022

Κάθομαι εδώ στο παράθυρο, κοιτάω τους διαβάτες
και κοιτάζομαι μές στα μάτια τους. Θαρρώ πως είμαι
μια σιωπηλή φωτογραφία, μες στην παλαιά κορνίζα της,
κρεμασμέμη έξω απ’ το το σπίτι, στο δυτικό τοίχο,
εγώ και το παράθυρό μου.
Κοιτάζω κάποτε ο ίδιος
ετούτη τη φωτογραφία με τα ερωτικά, κουρασμένα της μάτια –
ένας ίσκιος αποκρύβει το στόμα, η επίπεδη λάμψη απ’ το τζάμι της κορνίζας,
στιγμές – στιγμές, αντίκρυ στο λιόγερμα ή στο φεγγαρόφωτο,
σκεπάζει ολόκληρο το πρόσωπο, κ’ είμαι κρυμμένος
πίσω απόνα τετράγωνο φως, χλωμό ή ασημένιο ή ρόδινο,
και μπορώ ελεύθερα να κοιτάζω τον κόσμο
χωρίς να με βλέπει. Ελεύθερα, – τι να πούμε;û

Γι’ αυτό διαλέγουμε συχνά ένα χώρο στενό που να μας προστατεύει
απ’ το ίδιο μας το απέραντο. Κ’ ίσως γι’ αυτό
κάθομαι εδώ, σε τούτο το παράθυρο να βλέπω
τα νωπά χνάρια απ’ τις πατούσες του βαρκάρη
πάνω στις πλάκες της προκυμαίας να σβήνουν λίγο – λίγο
σα μια σειρά μικρά στενόμακρα φεγγάρια μέσα σ’ ένα παραμύθι.

Κι ούτε που καταλαβαίνω πια τίποτα κι ούτε που προσπαθώ να
καταλάβω.
Μια γυναίκα λουσμένη σκύβει στο πλαινό μπαλκόνι
σιγοτραγουδώντας
για να στεγνώσει τα μαλλιά της με το τραγούδι της. Ένας ναύτης
στέκεται απορημένος, μ’ ανοιχτά τα σκέλια,
μπρος στην πελώρια απογευματινή σκιά του, σα νάναι
όρθιος στην πλώρη ενός καραβιού σε ξένο λιμάνι
και δε γνωρίζει τα νερά και δε γνωρίζει που να ρίξει την άγκυρα.
Αργότερα, που σκοτεινιάζει λίγο – λίγο και σβήνει στους τοίχους
και στις μάντρες
το σιγαλό, βιολετί καρδιοχτύπι του ηλιοβασιλέματος, πριν ανάψουν ακόμη
τα φανάρια του δρόμου,γίνεται μια άξαφνη ζέστα – και τότε
τα πρόσωπα πιότερο μαντεύονται παρά που υπάρχουν,
βλέπεις τη σκιά να εισχωρεί στις ιδρωμένες μασχάλες,
ο ήχος ενός φυγααλέου φορέματος ανεμίζει το φύλλωμα ενός δέντρου
τ’ άσπρα πουκάμισα των νέων παίρνουν ένα απόμακρο χρώμα γαλανό
κι αχνίζουν,
κ’ είναι όλα τόσο καταμόναχα, μαγεμένα κι ασύλληπτα, που ίσως γι’ αυτό
ν’ ανάβουν τα φώτα θετικά για να τα διαλύσουν όλα μες
στον ορισμό τους.

Τι παράπονο λοιπόν μπορώ νάχω απ’ αυτό το παράθυρο;
Αν θες το μισανοίγεις και, δίχως διόλου να κοιτάξεις έξω,
μπορείς μες απ’ τα τζάμια να παρακολουθείς αθέατος
αυθεντικές σκηνές του δρόμου, σ’ ένα χώρο πιο βαθύ και
διαρκέστερο
με τον πράο φωτισμό μιας μεγάλης απόστασης,
ενώ όλα αυτά διαδραματίζονται κάτω απ’ τα μάτια σου, ένα μέτρο πιο πέρα.
Αν θέλεις πάλι μπορείς να το ανοίξεις ολότελα και να κοιτιέσαι
στο τζάμι, σαν μέσα
σε καθρέφτη μαγικό, και να χτενίζεις τα μαλλιά σου
που αραιώνουν
ή να διορθώσεις κάπως το χαμόγελό σου, Μες απ’ τα τζάμια
όλα φαίνονται ευκτινέστερα – πιο σιωπιλά, πιο ακίνητα,
επομένως κι απαραίτητα κι αγέραστα.
Σούτυχε να κοιτάξεις
μ’ ένα γυαλί μέσα στη θάλασσα; Κάτω απ’ την ταραγμένη
επιφάνεια
φαίνεται εξαίσιος ο βυθός μες στην ακινησία του,
σε μια κρυστάλλινη τάξη, αδιατάρακτη κ’ εύθραυστη ταυτόχρονα,
σε μια βουβή αγιότητα – όπως λέγαμε. Μονάχα
που πιάνεται κάπως η ανάσα σου αν μείνεις έτσι περισσότερη ώρα,
γι’ αυτό σηκώνεις πάλι το κεφάλι σου στον αέρα
ή ανοίγεις αυτό το παράθυρο (ξέροντας όμως τώρα), ή βγαίνεις
απ’ την πόρτα.

Και πια δεν είναι τίποτα που να λυγίζει τη ζωή σου και τα μάτια σου
και τίποτα δεν είναι που να μη μπορείς να το δείξεις περήφανα
και να το τραγουδήσεις,
και τίποτα δεν είναι που να μη μπορείς να στρέψεις τη μορφή του προς τον ήλιο.

Πειραιάς, Απρίλης 1959

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 26 Νοεμβρίου 2022

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν
τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη μουσική και παντοτινής γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε, αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.

Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι αυτή η αγάπη·

κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά κι ακούω το μακρυνό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας
που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φάντασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα
από του κυμάτου την αρμύρα κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό
που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του
και το σκυλί του που γέρασε προσμένοντας
στη θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας, ανάμεσα στ’
ασπρισμένα του γένια, λόγια της γλώσσας
μας, όπως τη μιλούσαν πριν τρεις χιλιάδες χρόνια.

Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά
και το δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το ξεροβόρι, από την κάψα κι από τα χιόνια.

Θα ‘λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο Κύκλωπα που βλέπει μ’ ένα μάτι, τις Σειρήνες
που σαν τις ακούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη απ’ ανάμεσό μας·τόσα περίπλοκα τέρατα, που δεν μας αφήνουν να
στοχαστούμε, πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος
που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και με το σώμα.

Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γίνει το ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε
την Τροία.

Φαντάζομαι πως έρχεται να μ’ αρμηνέψει πώς να
φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική μου Τροία.

Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια,
λες με γνωρίζει σαν πατέρας είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι στα δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύ-
μωνε ο αγέρας, μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του Ερωτόκριτου με τα δάκρυα στα μάτια· τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας την αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα
μαρμαρένια σκαλοπάτια.

Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του καραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή σου να γίνεται τιμόνι.

Και να ‘σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι.
Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν έναν.

Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου
απομέναν.

Μιλά… βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η γοργόνα

να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στην καρδιά του χειμώνα.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 20 Νοεμβρίου 2022

Νὰ ποὺ μ᾿ ἀρέσουν ἐπὶ τέλους αὐτὰ τὰ βουνὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ φῶς

μὲ δέρμα ρυτιδωμένο σὰν τὴν κοιλιὰ τοῦ ἐλέφαντα
ὅταν τὰ μάτια του στενεύουν ἀπ᾿ τὰ χρόνια.
Νὰ ποὺ μ᾿ ἀρέσουν αὐτὲς οἱ λεῦκες, δὲν εἶναι πολλὲς
σηκώνοντας τοὺς ὤμους μέσα στὸν ἥλιο.Οἱ ἀψηλοὶ γκέγκηδες, οἱ κοντοὶ τόσκηδες, τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ δρεπάνια καὶ τὸ χειμώνα μὲ τὰ τσεκούριακ

κι ὅλο τὰ ἴδια ξανὰ καὶ ξανά, ἴδιες κινήσεις, στὰ ἴδια σώματα κόπηκε ἡ μονοτονία.

Τί λέει ὁ Μουεζίνης στὴν ἄκρη τοῦ μιναρέ; γιὰ πρόσεξε

Ἔσκυψε ν᾿ ἀγκαλιάσει μία ξανθὴ κούκλα στὸ πλαϊνὸ μπαλκόνι.
Αὐτὴ ἀνεμίζει δυὸ ρόδινα χεράκια στὸν οὐρανὸ δὲν παραδέχεται νὰ τὴ βιάζουν
Ὡστόσο γέρνει ὁ μιναρὲς καὶ τὸ μπαλκόνι σὰν τὸν πύργο τῆς Πίζας
ἀκοῦς μονάχα ψιθυρίσματα, δὲν εἶναι τὰ φύλλα μήτε τὸ νερὸ
«ἀλλάχ! ἀλλάχ!» δὲν εἶναι μήτε τ᾿ ἀγεράκι, παράξενη προσευχὴ, ἕνας κόκορας λάλησε, πρέπει νά᾿ ναι ξανθὸς, ὢ ψυχὴ ἐρωτευμένη ποὺ πέταξες στὰ ὕψη!

Νὰ ποὺ μ᾿ ἀρέσουν ἐπὶ τέλους αὐτὰ τὰ βουνά, ἔτσι κουλουριασμένα, τὸ γερασμένο κοπάδι τριγύρω μου μ᾿ αὐτὲς τὶς ρυτίδες
σκέφτηκε κανεὶς νὰ πεῖ τὴ μοίρα ἑνὸς βουνοῦ ὅπως κοιτάζει μία παλάμη
σκέφτηκε κανείς;…
Ὢ ἐκείνη ἡ ἐπίμονη σκέψη
κλεισμένη σ᾿ ἕνα κουτὶ ἀδειανό, θεληματικὴ
χτυπώντας ἀδιάκοπα τὸ χαρτόνι, ὅλη τὴ νύχτα
σὰν ποντικὸς ποὺ ροκανίζει τὸ πάτωμα.
Κόπηκε ἡ μονοτονία, ὦ ἐσὺ ποὺ πέταξες στὰ ὕψη
νὰ ποὺ μ᾿ ἀρέσει
κι αὐτὸ τὸ βουβάλι τοῦ μακεδονίτικου κάμπου τόσο ὑπομονετικὸ
τόσο ἀβίαστο, σὰ νὰ τὸ ξέρει πὼς δὲν φτάνει κανεὶς πουθενὰ
θυμίζει τ᾿ ἀγέρωχο κεφάλι τοῦ πολεμόχαρου Βερκινγετόριξ
Tel qu᾿en lui-même enfin l᾿éternité le change.

Κορυτσὰ 1937