Άρθρα

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 11 Ιανουαρίου 2025
Τα Πετράλωνα είχαν κυριολεκτική σημασία, αφού πήραν το όνομα τους από αλάνες που γέμισαν με πέτρες, όταν γινόταν εξομάλυνση του δύσβατου εδάφους. Τα κομμάτια της πέτρας πετάχτηκαν και έτσι οι δημιουργήθηκαν πέτρινα αλώνια, τα οποία έδωσαν το όνομά τους στην περιοχή.

Τα Πατήσια βαφτίστηκαν έτσι από την έκφραση «παπά πάτα ίσια», που συνήθιζαν να λένε τα παιδιά της περιοχής σε έναν Τούρκο Αγά, που ήταν συνέχεια μεθυσμένος. Τα παιδιά τον έβλεπαν να παραπατάει από το ποτό και του φώναζαν «παπά πάτα ίσια», με αποτέλεσμα να ονομαστεί η περιοχή Πατήσια.

Το Θησείο πήρε το όνομα του από ένα λάθος. Στην περιοχή και συγκεκριμένα στο λόφο της αρχαίας αγοράς βρίσκεται ο ναός του Ηφαίστου, ο οποίος έχει ανάγλυφες παραστάσεις στις μετώπες του. Η αρχική ερμηνεία ήταν πως στις μετώπες αναπαρίσταντο άθλοι του Θησέα και έτσι η περιοχή συσχετίστηκε με τον μυθικό ήρωα και πήρε το όνομά του. Αργότερα, οι έρευνες των αρχαιολόγων απέδειξαν πως η ερμηνεία ήταν λάθος, αλλά το όνομα διατηρήθηκε.

Το Χαλάνδρι ήταν μια εύφορη περιοχή με μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Γι’ αυτό παλιότερα η ευρύτερη περιοχή ονομαζόταν «Δήμος Φλύας» από το ρήμα φλεί, που σημαίνει ευδοκιμώ. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων πέρασε στα χέρια ενός τσιφλικά που λεγόταν Χαλάς. Έτσι η περιοχή ονομάστηκε Χαλάνδρι.

ΕξάρχειαΗ περιοχή πήρε το όνομά της από τον παντοπώλη από την Ήπειρο, Έξαρχο, ο οποίος στα τέλη του 19ου αιώνα διατηρούσε μεγάλο κατάστημα στη διασταύρωση των οδών Θεμιστοκλέους και Σολωμού.

Κουκάκι: Η ονομασία του προέρχεται από τον εργοστασιάρχη Γεώργιο Κουκάκη. Ο Κουκάκης στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ένας από τους πρώτους κατοίκους της περιοχής ο οποίος δραστηριοποιήθηκε και επαγγελματικά στην περιοχή διατηρώντας βιοτεχνία σιδερένιων κρεβατιών.

Μεταξουργείο: Από το 1835 υπήρχε στην περιοχή ένα εργοστάσιο κατασκευής μεταξωτών υφασμάτων που έδρευε στην ημιτελή κατοικία του Πρίγκιπα Κατακουζηνού, οικία που διατηρείται ακόμα και σήμερα στις οδούς Μεγάλου Αλεξάνδρου, Μυλλέρου και Γιατράκου.

Σεπόλια: Στην αρχαιότητα ήταν γνωστά ως “Μύλοι των Αθηνών” γιατί εκεί οι Αθηναίοι άλεθαν το σιτάρι. Το τωρινό όνομά της περιοχής προέρχεται από τη λέξη “εξωπόλια” χαρακτηρισμός που δινόταν σε πόλεις που βρίσκονταν εκτός σχεδίου πόλεως και δεν είχαν ασφαλτόστρωση.

ΠλάκαΗ επικρατέστερη ερμηνεία για το όνομα “Πλάκα” είναι αυτή που τη συνδέει με την αρβανίτικη λέξη “πλάκα= πλάκου, παλιό, αρχαίο”. Κατά τον 16ο αιώνα Αρβανίτες κατοίκησαν την περιοχή που είχε εγκαταλειφθεί και ερημωθεί και ονόμασαν την περιοχή Πλακ΄Αθήνα. Φεύγοντας από την περιοχή οι νέοι κάτοικοι κράτησαν την επωνυμία Πλάκα.

Κολωνάκι:Η αριστοκρατική περιοχή πήρε το όνομά της από ένα “κολωνάκι” ύψους περίπου δυόμιση μέτρων που είχε τοποθετηθεί στην πλατεία κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, για προληπτικούς λόγους.

Μετς:Στην επωνυμία της μπυραρίας “Μετς”, που άνοιξε ο γιος του ιδρυτή της ζυθοποιίας Φιξ, οφείλει η περιοχή το όνομά της. Παλαιότερα η περιοχή ονομαζόταν και “παντρεμενάδικα”.

Ψυχικό: Λέγεται ότι πήρε το όνομά του επειδή εκεί άφησε την τελευταία του πνοή ο μαραθωνομάχος Φειδιππίδης που ήρθε τρέχοντας να αναγγείλει τη νίκη των Αθηναίων έναντι των Περσών. Μία δεύτερη εκδοχή θέλει την Οσία Φιλοθέη που είχε εκτάσεις γης στην περιοχή, να ανοίγει πηγάδι για να ξεδιψούν οι περαστικοί και οι αγρότες. Πράξη που χαρακτηρίστηκε ως ψυχικό εκ μέρους της και για τον λόγο αυτό την τίμησαν δίνοντας στην περιοχή αυτήν την ονομασία.

Ψυρή: Οφείλει το όνομά της σε ένα νησιώτη από τα Ψαρά ο οποίος έφτασε στην περιοχή και έκτισε και μία εκκλησία που σήμερα δεν υπάρχει πια. Αυτός μετονομάστηκε σε Ψυρής που σημαίνει Ψαριανός και μετέπειτα πήρε και η περιοχή Ψυρή το όνομά της. Ψυρή όμως με ένα ρ και όχι με δύο όπως έχουμε συνηθίσει.

Όλοι θέλουν να καταλάβουν τη ζωγραφική. Γιατί δεν προσπαθούν να καταλάβουν το κελάηδημα των πουλιών; Τους αρέσει η νύχτα, ένα λουλούδι, τόσα πράγματα γύρω τους, χωρίς να τα καταλαβαίνουν. Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβουν τη ζωγραφική; Όλα στη ζωή είναι ένα θαύμα. Είναι θαυμαστό ακόμα και ότι δεν διαλύεται κανείς στο λουτρό σαν κομματάκι ζάχαρης. Δεν «εγκρίνω» ποτέ τίποτα κατά τον ίδιο τρόπο που δεν συμπαθώ ποτέ τίποτα. Αγαπώ ή μισώ. Όταν αγαπώ μια γυναίκα, η κατάστασή μου αυτή τινάζει στον αέρα τα πάντα, ακόμη και την ίδια μου τη ζωγραφική. Κάθε παιδί είναι καλλιτέχνης. Το θέμα είναι πώς θα παραμείνει καλλιτέχνης μεγαλώνοντας. Μου πήρε τέσσερα χρόνια να μάθω να ζωγραφίζω σαν τον Ραφαήλ και μια ολόκληρη ζωή να μάθω να ζωγραφίζω σαν παιδί. Οι κακοί καλλιτέχνες αντιγράφουν. Οι καλοί καλλιτέχνες κλέβουν. Δεν υπάρχει αφηρημένη τέχνη. Πρέπει πάντα να αρχίζεις ζωγραφίζοντας κάτι συγκεκριμένο. Μετά μπορείς να αφαιρέσεις κάθε ίχνος ρεαλισμού. Πάντα κάνω αυτό που δεν μπορώ να κάνω, με σκοπό να διαπιστώσω αν μπορώ να το κάνω. Κάθε θετική αξία έχει την τιμή της σε αρνητικούς όρους. Η ιδιοφυΐα του Αϊνστάιν οδηγεί στη Χιροσίμα. Οι στόχοι μας μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσα από ένα σχέδιο, στο οποίο πρέπει να πιστέψουμε θερμά και πάνω στο οποίο πρέπει να δράσουμε ενεργά. Δεν υπάρχει άλλη διαδρομή προς την επιτυχία. Ποτέ μην επιτρέπετε μια διχοτόμηση να κυβερνά τη ζωή σας, μια διχοτόμηση στην οποία μισείτε ό, τι κάνετε, ώστε να μπορείτε να απολαύσετε τον ελεύθερο χρόνο σας. Ψάξτε για μια κατάσταση στην οποία η δουλειά σας θα σας δώσει τόσο μεγάλη ευτυχία όσο ο ελεύθερος χρόνος σας. Μάθε τους κανόνες σαν επαγγελματίας ώστε να μπορείς να τους παραβαίνεις σαν ερασιτέχνης. Αν είχαμε κουλτούρα, δεν θα είχαμε τόσο έντονη την αίσθηση ότι μας λείπει (ή απλώς θα τη θεωρούσαμε δεδομένη). Αντί γι’ αυτό, βαυκαλιζόμαστε με την ιδέα της κουλτούρας, αλλά αν γνωρίζαμε την αληθινή αξία αυτής της λέξης, θα διαθέταμε και αρκετή κουλτούρα ώστε να μην της δίνουμε και τόσο πολλή σημασία. Ο καλλιτέχνης είναι αποδέκτης συναισθημάτων που προέρχονται από οπουδήποτε: από τον ουρανό, τη γη, από ένα κομμάτι χαρτί, από μια μορφή, από έναν ιστό αράχνης. Μερικές φορές είμαστε πιο ελεύθεροι από ποτέ, τη στιγμή ακριβώς που νιώθουμε πιο ανελεύθεροι από ποτέ. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με την ελευθερία. Τόσο στη ζωγραφική, όσο και αλλού. Μ’ ό,τι κι αν καταπιαστείς, καταλήγεις κάποτε αλυσοδεμένος. Οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να μένουν αδιάφοροι μπροστά σε μια διαμάχη κατά την οποία διακυβεύονται οι πιο υψηλές αξίες της ανθρωπότητας και του πολιτισμού». Η επιτυχία είναι επικίνδυνη. Αρχίζει κανείς να αντιγράφει τον εαυτό του, και αυτό είναι χειρότερο από το να αντιγράφεις άλλους. Είναι στείρο. Όλοι ξέρουμε ότι η τέχνη δεν είναι αλήθεια. Η τέχνη είναι ένα ψέμα το οποίο μας μαθαίνει να κατανοούμε την αλήθεια, τουλάχιστον εκείνη την αλήθεια την οποία εμείς (ως άνθρωποι) μπορούμε να κατανοήσουμε. Η τέχνη είναι ένα ψέμα που λέει την αλήθεια Η τέχνη ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας. Πιστεύω μονάχα στη δουλειά. Δεν υπάρχει τέχνη παρά μόνο ύστερα από σκληρή δουλειά, χειρωνακτική και πνευματική. Ένας πίνακας υπάρχει μονάχα γι’ αυτό που είναι και για τίποτε άλλο. Γίνεσαι νέος τελικά στα εξήντα. Δυστυχώς, τότε είναι πολύ αργά πια. Να αναβάλλεις για αύριο μόνο αυτό που είσαι διατεθειμένος να αφήσεις μισοτελειωμένο αν τυχόν πεθάνεις

Από doctv

«Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας. Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά-σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ.

Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα.

Δεν μιλώ για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ’ αντικείμενα σ’ όλες τους τις λεπτομέρειες, αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα την μεταφυσική τους σημασιολογία……..

Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε

Είναι φρόνιμο ν’ αποφεύγουμε τις μεγαλεπήβολες εκφράσεις, το ξέρω. Οι κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τις χρησιμοποίησαν, ήρθαν σε σύγκρουση, ακμάσανε, πέρασαν.

Η ουσία όμως έμεινε, μένει. Και η ποίηση, που εγείρεται στο σημείον όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του για να τ’ αναλάβει εκείνη και να προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσια-ίσια εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά. Διασώζει σε καθαρή μορφή τα μόνιμα, τα βιώσιμα στοιχεία που καταντούν δυσδιάκριτα μέσα στο σκότος της συνείδησης όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των θαλασσών.

Να γιατί μας χρειάζεται η διαφάνεια. Για να διακρίνουμε τους κόμπους στο νήμα που μέσ’ από τους αιώνες τεντώνεται και μας βοηθεί να σταθούμε όρθιοι πάνω σ’ αυτή τη γη……..

Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ’ ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θα έλεγα τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο.

Η αντίφαση είναι διδακτική. Όταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας, ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή…..

Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο.

Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ.

Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε.

Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους dürftiger, είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ’ όλ’ αυτά βρίσκεται στα χέρια μας»

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 18 Δεκεμβρίου 2022

Είμαστε μία γενιά που δεν θα γυρίσει ποτέ … Μια γενιά που πήγε σχολείο και γύρισε πίσω με τα πόδια.
Μια γενιά που έκανε τα μαθήματά της μόνη της για να βγει το συντομότερο δυνατό να παίξει στο δρόμο.
Μια γενιά που περνούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο της στο δρόμο.
Μια γενιά που έπαιζε κρυφτό όταν ήταν σκοτάδι. Μια γενιά που έφτιαχνε κέικ λάσπης.
Μια γενιά που μάζευε μπάλες. Μια γενιά που αγαπούσε τα lollies.
Μια γενιά που έφτιαχνε χάρτινα παιχνίδια με γυμνά χέρια .
Μια γενιά που μάζευε φωτογραφίες και άλμπουμ με αποκόμματα.
Μια γενιά που είχε γονείς, όχι ηλικιωμένους.
Μια γενιά που γέλασε λίγο πριν τον ύπνο για να μην ξέρουν οι γονείς ότι είμαστε ακόμα ξύπνιοι.
Μια γενιά που περνάει και δυστυχώς δεν θα επιστρέψει ποτέ!!!

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 16 Απριλίου 2022

«Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό

Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του ’25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες.

Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ’ την Κρήτη. Με φέραν το ’31 στην Αθήνα απ’ όπου έλαβα την Αττική παιδεία – όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.
Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν’ αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Εγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.

Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ’ απομάκρυναν απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή – σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.

Ταξίδεψα πολύ. Κι’ αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.
Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια – δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής, – μέσ’ απ’ τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.

To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρισήμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.

Εξόφλησα τα χρέη μου το ’72 κι’ επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ’ ένα παθητικό περίπου πάλι των τρισήμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.
<span;>Κι’ έτσι απ’ το ’75 αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε η υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσιμο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ’ αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω «ακριβές καφενειακές ιδέες» πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.
Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι’ όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.

Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» – πού λένε – κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.

Πε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.

Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη «υψηλού πάθους». Γι’ αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980»

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 13 Μαρτίου 2022

Παραδέξου πόσο ευλογημένος είσαι που ξυπνάς κάθε πρωί, μη το ξεχνάς, μη το θεωρείς δεδομένο, δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ. Κάθε μέρα να ευγνωμονείς που υπάρχεις σε αυτό τον κόσμο, να το δείχνεις με το χαμόγελο σου και να φροντίζεις να είναι αληθινό, να προέρχεται από την ψυχή σου.

Μέσα σε ένα κόσμο που πρωταγωνιστεί το ψέμα, η κακία, η μιζέρια εσύ φρόντισε να είσαι η άλλη μεριά του νομίσματός, η αλήθεια, η καλοσύνη, η χαρά και ας μη ταιριάζεις με τους υπόλοιπους, τίποτα πιο όμορφο από το αληθινό.

Να σηκώνεσαι με φόρα από το κρεβάτι σου κάθε πρωί, με όρεξη, με χαμόγελο, έτοιμος να ζήσεις, να αρπάξεις την κάθε ευκαιρία, να χαρίσεις σε εσένα και σε όσους αγαπάς χαμόγελα. Αυτό είναι η ζωή, χαρούμενες στιγμές, γεμάτες από ξεγνοιασιά και ευγνωμοσύνη που είμαστε ακόμη εδώ. Στιγμές αξέχαστες που δείχνουν πόσο ευλογημένοι αισθανόμαστε για αυτά που έχουμε. Θέλει θάρρος και ειλικρίνεια για να παραδεχτείς πόσο τυχερός είσαι που έχεις ένα σπίτι, υλικά για να μαγειρέψεις, ανθρώπους για να μοιραστείς την χαρά και τον πόνο σου. Πράγματα, απλά, καθημερινά που είναι τόσο σημαντικά και καθόλου δεδομένα. Αν κοιτάξεις γύρω σου, στο δρόμο, θα δεις ανθρώπους που πεινάνε, που δεν έχουν έναν άνθρωπο, ο καθένας μας κρύβει μία ιστορία, αναλογίσου και συνειδητοποίησε το.

Να χαίρεσαι λοιπόν αυτά που έχεις, να δείχνεις ευγνωμοσύνη, μη γίνεσαι αχάριστος, βάλε το θάρρος στη ζωή σου και κάνε όσα θέλεις, μη φοβηθείς στιγμή, μη τα παρατήσεις επειδή όλα σου φαίνονται μάταια. Ξέρεις θα πέσεις πολλές φορές σε αυτήν την παγίδα, κάθε φορά όμως να ρίχνεις μία μάτια στην ψυχή σου, στη ζωή σου, να κοιτάς πόσο γεμάτος είσαι από ευλογία, όλα αυτά που ήρθαν στο δρόμο σου, τους ανθρώπους σου και αυτά που κατέκτησες. Όλα αυτά σου δίνουν δύναμη να προσπαθείς, σου θυμίζουν την αξία που έχει η ζωή, το πόσο όμορφη είναι μέσα στις ατέλειες και στις δυσκολίες της.

Πάντα σου δίνει κάτι όμορφο μέσα στην ασχήμια που επικρατεί και είναι το φως μέσα στη μαυρίλα που σε οδηγεί σε όσα θέλεις να κατακτήσεις και θα τα κατακτήσεις έχοντας το θάρρος, την δύναμη να αντέξεις ότι έρθει στο δρόμο σου. Δόξα τω θεώ είσαι ευλογημένος με τόσο απόθεμα δύναμης που δεν έχεις φανταστεί. Για αυτό σου λέω, μη διστάσεις ποτέ, μη γίνεις εγωιστής, αχάριστος, δέξου ό,τι τελειώνει και καλωσόρισε ό,τι έρχεται.

Ζήσε την ζωή σου με χαρά και αγάπη, έχοντας πάντα στο μυαλό σου πως όλα στο τέλος θα πάνε καλά και αν δεν πάνε θα τα κάνουμε εμείς να πάνε. Και ας σε πουν τρελό, ονειροπόλο, εσύ πάντα να προσπαθείς για το καλύτερο, για το αδύνατο, για ένα καλύτερο κόσμο, να ξέρεις ότι εσύ προσπάθησες και να είσαι ευτυχισμένος με αυτό που κατάφερες. Μέσα σε αυτήν την ασχήμια που μας περιβάλλει, να κρατήσεις το χαμόγελο σου ζωντανό και να νιώσεις ευλογημένος γιατί αυτό είσαι και ας δυσκολεύεσαι ώρες, ώρες να το παραδεχτείς και ας σε τρώει η μιζέρια και η αχαριστία.

Όταν κοιτάζεις την ζωή σου με ειλικρίνεια και θάρρος θα καταλάβεις πως όντως είσαι και θα νιώσεις ευτυχισμένος, έτοιμος να συνεχίσεις να προσπαθείς για όλα αυτά που έχεις στο μυαλό σου.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 8 Σεπτεμβρίου 2021

{ Αποχαιρετισμός στο Μίκη Θεοδωράκη }

Για όλα τα σκαλιά που ανεβήκαμε πέντε πέντε δέκα .
Για το στρώμα που στρώσαμε για δυό και ερωτευτήκαμε .
Για τις γροθιές που υψώσαμε για να γυρίσει ο ήλιος .
Για τις Μυρτιές που μοσχοβόλησαν τα νεανικά μας όνειρα .
Για την Ρωμιοσύνη που κλάψαμε .
Για όλες τις φορές που είμαστε δυό, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς .
Για όλους αυτούς που δεν κατάλαβαν πως η αγάπη μας ήταν τόσο ωραία με το καθημερνό της φόρεμα .
Για την ζωή μας που αρμένισε σαν χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο.
Για την μέρα που θα σημάνουν οι καμπάνες.
Για αυτό το χώμα που είναι δικό τους και δικό μας.
Για την ζωή μας που πήραμε λάθος και αλλάξαμε ζωή .
Για την Άνοιξη την ακριβή .
Για το πέλαγο που είναι παιδί.
Για την αύρα σου που πότισε τα νιάτα μας…

Στο καλό Μίκη Θεοδωράκη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 29 Αυγούστου 2020

Το ρήμα “τρώω” είναι μαζί μας από την αρχαιότητα, αν και οι αρχαίοι μας πρόγονοι όταν έτρωγαν συνήθως δεν έτρωγαν. Θέλω να πω, το κατ’ εξοχήν ρήμα που χρησιμοποιούσαν ήταν το εσθίω, που από τον επικό του τύπο έδω έχουν επιβιώσει λέξεις όπως εδώδιμος. Το ρήμα τρώγω σήμαινε “μασουλάω, τραγανίζω, ροκανίζω” και τραγήματα ή τρωγάλια ήταν οι διάφοροι ξηροί καρποί που πολύ τους αγαπούσαν οι αρχαίοι σαν επιδόρπιο ή σαν συνοδεία του κρασιού. Τα τραγήματα τα έπαιρναν μαζί τους στο θέατρο, και μάλιστα ο Αριστοτέλης λέει στα “Ηθικά Νικομάχεια” πως όταν ήταν καλοί οι ηθοποιοί, οι θεατές αρκούνταν στην απόλαυση από το έργο, ενώ όταν το έργο ήταν βαρετό, τότε κυρίως οι θεατές μασουλούσαν τραγήματα (και, φαντάζομαι, θα τα εκσφενδόνιζαν κιόλας εναντίον των ατζαμήδων).

Ο αόριστος του τρώγω ήταν έφαγον και αυτό το θέμα αποδείχτηκε πανίσχυρο, διότι αποτέλεσε τον αόριστο του εσθίω, με αποτέλεσμα τελικά να υποκαταστήσει  ολόκληρο το ρήμα. Το απαρέμφατο είναι φαγείν και από εκεί στα μεσαιωνικά χρόνια έχουμε και το φαγί (όπως και φιλείν > το φιλί, και άλλο ένα που δεν το γράφω) και μετά το φαΐ, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει ένα λεξικό που έχω υπόψη μου να γράψει “το φαεί” (αλλά ας σταματήσω, για να μην τους δίνω ιδέες). Από εκεί και το ρηματικό επίθετο, φαγητόν.

Κάτι ανάλογο με τα νέα ελληνικά έγινε και στα γαλλικά και τα ιταλικά, όπου το manger/mangiare προέρχεται από το λατινικό manducare, που σήμαινε αρχικώς “μασουλάω, καταβροχθίζω” και το χρησιμοποιούσαν ή για τα ζώα ή στη σάτιρα, αλλά τελικά επικράτησε και εκτόπισε το κλασικό edere (που όμως επιβιώνει στις ιβηρικές γλώσσες μέσω του συνθέτου comedere > comer).

Tι τρώμε όμως; Γλωσσικά και λαογραφικά αν το δει κανείς, το κατ’ εξοχήν φαγητό είναι το ψωμί. Στα αρχαία ψωμός είναι η μπουκιά, και στην ελληνιστική εποχή η σημασία εξειδικεύτηκε, και σήμαινε κυρίως τη μπουκιά ψωμί. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, χρησιμοποιείται πάντοτε για το ψωμί η λέξη άρτος (πέντε άρτοι κρίθινοι, στο θαύμα του πολλαπλασιασμού) όταν όμως στον μυστικό δείπνο ο Ιησούς θέλει να υποδείξει τον μαθητή που θα τον παραδώσει, παίρνει μια μπουκιά ψωμί και λέει “εγώ βάψω το ψωμίον και δώσω αυτώ” και βουτάει το ψωμί στο κρασί και το δίνει στον Ιούδα. Με τον καιρό, το ψωμίον δεν σήμαινε πια τη μπουκιά ψωμί αλλά το ψωμί γενικώς· αλλά ο άρτος, σαν λέξη, επέζησε βέβαια· “αυτό δεν είναι ψωμί, είναι άρτος” μας έλεγε η γιαγιά όποτε έφερνε αντίδωρο από την εκκλησία.

Για πολύ καιρό και για πολύ κόσμο, το ψωμί ήταν σχεδόν η μοναδική ουσιαστική τροφή· σήμερα όταν λέμε “δεν έχουμε ψωμί”, ο συνομιλητής μας ίσως καταλαβαίνει ότι δεν προλάβαμε να περάσουμε από το φούρνο, αλλά παλιότερα μια τέτοια φράση (ή κραυγή) σήμαινε ότι πεθαίνουν της πείνας, γι’ αυτό κι έμεινε παροιμιώδης η αφελής απορία της Μαρίας Αντουανέτας (αν όντως συνέβη) “γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι” οι φτωχοί που κραύγαζαν ότι δεν έχουν ψωμί να φάνε. Αλλά και όταν είχαμε ψωμί να φάμε, λέγαμε ‘ψωμί’ εννοώντας ‘φαγητό’, από την Κυριακή Προσευχή και τον άρτον ημών τον επιούσιον, μέχρι τον Μακρυγιάννη που γράφει επανειλημμένα ότι κάλεσε τον τάδε σπίτι του και “έφαγαν ψωμί” –ασφαλώς δεν έφαγαν μόνο ψωμί ούτε κυρίως ψωμί· κανονικά θα γευμάτισαν. Άλλωστε “βγάζω το ψωμί μου” σημαίνει κερδίζω τα προς το ζην· ξέρουμε βέβαια από τον Καζαντζίδη ότι το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό, αν και στο Λουξεμβούργο ίσως είναι πολύσπορο (χωρίς αυτό να αποκλείει την πικράδα).

Όμως,ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος. Το ψωμί συνοδεύεται από τυρί, εξ ου και η έκφραση το έχει ψωμοτύρι για κάτι που γίνεται πολύ εύκολα και πολύ συχνά, ή ίσως από ελιές, με το δίδυμο ψωμί κι ελιά να δηλώνει εμβληματικά τη λιτή διαβίωση. Αλλά όταν θέλουμε να πούμε  ότι με κάποιον μας συνδέουν παλαιότατοι δεσμοί φιλίας, και έχουμε υποχρεώσεις ο ένας  απέναντι στον άλλο, που δεν πρέπει να λησμονήσουμε, τότε λέμε ότι έχουμε φάει μαζί ψωμί κι αλάτι. Εδώ το ψωμί και το αλάτι δηλώνουν το κοινό δείπνο, και το κοινό τραπέζι ως δεσμός φιλίας είναι πανάρχαια ιδέα. “Άλας και τράπεζαν μη παραβαίνειν” ήταν μια αρχαία παροιμία, ενώ σε μεσαιωνική διήγηση δίνεται όρκος “εις το ψωμί και εις τ’ άλαν”.  Η ιδέα υπάρχει και σε άλλους λαούς, έστω κι αν οι δυτικοί προτιμούσαν περισσότερο να δηλώνουν το ομοτράπεζο με ψωμί και κρασί και να ορκίζονται super panem et vinum, στο ψωμί και στο κρασί δηλαδή. Στο αλάτι από γλωσσική και φρασεολογική σκοπιά θα μπορούσα να αφιερώσω ξεχωριστό σημείωμα· να σημειώσω μόνο στα πεταχτά ότι ο μισθός στα αγγλικά και τα γαλλικά, το salary και το salaire δηλαδή, ανάγονται στο salarium, το χρηματικό επίδομα δηλαδή που έπαιρνε ο ρωμαίος λεγεωνάριος κάθε μήνα για να αγοράσει το απαραίτητο αλάτι.

Αλλά να γυρίσουμε στο κοινό τραπέζι. Δεν έχω εδώ το χώρο να επεκταθώ στα συμπόσια των αρχαίων (ο Πλούταρχος μόνο έχει γράψει εννιά τόμους για Συμποσιακά ζητήματα, που συνιστώ να τους διαβάσετε αν έχετε καιρό) να πω όμως ότι το νεότερο ελληνικό τσιμπούσι, που δηλώνει το φαγοπότι με πλούσια φαγητά και ποτά και χορό και τραγούδι, δηλαδή ό,τι και τα αρχαία συμπόσια περίπου (έστω και χωρίς τη φιλοσοφική συζήτηση) παρά την εκπληκτική ηχητική και σημασιολογική ομοιότητα δεν έχει ετυμολογική συγγένεια με το αρχαίο συμπόσιο, όπως θέλουν μερικά παλιότερα λεξικά. Είναι δάνειο από τα τουρκικά (çümbüs) και η τουρκική λέξη προέρχεται από τα περσικά και δεν έχει καμιά (ετυμολογική ξαναλέω) σχέση με το συμπόσιο.

Πάντως, είτε στα συμπόσια είτε στα τσιμπούσια, τρώμε και πίνουμε πολύ. Λέμε ότι τρώμε (ή πίνουμε) μέχρι σκασμού, ότι φάγαμε τον αγλέουρα, τον περίδρομο, το καταπέτασμα, τον άμπακο. Σκέφτομαι να κλείσω το σημείωμα εξερευνώντας λίγο αυτές τις τέσσερις φράσεις της κραιπάλης. Ο αγλέουρας λοιπόν δεν είναι άλλος από τον αρχαίο ελλέβορο, φυτό δηλητηριώδες ή ίσως πικρό, που οι αρχαίοι το έδιναν στους τρελούς (ελλεβόρου δείσθαι ήταν το ισοδύναμο του σημερινού είναι για δέσιμο). Όμως γιατί να το τρώμε αυτό το πικρό βότανο εμείς που δεν είμαστε παράφρονες αλλά απλώς λαίμαργοι; Καμιά πειστική εξήγηση δεν έχει δοθεί (απ’ όσο ξέρω), σημειώνω όμως τη φράση “βγάλε τον αγλέουρα” που σημαίνει “βγάλε το σκασμό”. Αβεβαιότητα επικρατεί και ως προς την προέλευση της δεύτερης φράσης, έφαγε τον περίδρομο. Κατά την επικρατέστερη  εκδοχή, περίδρομος είναι στην ιατρική ορολογία ο κολικόπονος, άρα έφαγε τόσο που τον έπιασε κολικόπονος. Ωστόσο, στην αλιευτική ορολογία “περίδρομος” είναι το σχοινί που περιβάλλει τα δίχτυα, οπότε φράση θα μπορούσε να ξεκινάει από εκεί: έφαγε όχι μόνο ολόκληρη την ψαριά, αλλά και το σκοινί! Παρόμοια πιθανώς είναι και η προέλευση της τρίτης φράσης, “έφαγε το καταπέτασμα”. Όπου καταπέτασμα στα αρχαία ήταν το κάλυμμα του τραπεζιού, άρα έφαγε όχι μόνο τα φαγητά αλλά και το τραπεζομάντιλο. Ωστόσο, εδώ σαφώς έπαιξε ρόλο και η ακολουθία των Παθών της Μεγάλης Πέμπτης, όπου ακούγεται το χωρίο “και ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη  εις δύο από άνωθεν έως κάτω”. (Το καταπέτασμα ήταν ένα παραπέτασμα, το οποίο στο ναό του Σολομώντος στην Ιερουσαλήμ χώριζε τα λεγόμενα ‘Αγια των Αγίων από τον κυρίως ναό. Η επιβλητική  λέξη “καταπέτασμα” σε συνδυασμό με το “άνωθεν έως κάτω” εννοήθηκε ότι σημαίνει κάτι το τεράστιο.)

Πιο σαφή είναι τα πράγματα με την τελευταία φράση της τετράδας, “έφαγε τον άμπακο”. Άβαξ ήταν η πινακίδα που είχαν οι αρχαίοι για να κάνουν μαθηματικές πράξεις και πρόχειρους υπολογισμούς. Η αρχαία λέξη περνάει από παλιά στα λατινικά και όπως συχνά συμβαίνει περνάει με τη γενική της πτώση (άβαξ-άβακος) ως abacus. Από εκεί στα ιταλικά, abbaco, αλλά η σημασία έχει πλέον διευρυνθεί. Δεν σημαίνει μόνο την πινακίδα για πρόχειρες αριθμητικές πράξεις, αλλά και το αριθμητήριο, και (επέκταση) την ίδια την τέχνη των αριθμητικών υπολογισμών, την πρακτική αριθμητική που λέγαμε παλιά, και σημαίνει επίσης και τα βιβλία πρακτικής αριθμητικής που κυκλοφορούσαν. Βρισκόμαστε τώρα στον 16ο με 17ο αιώνα.

Με όλες αυτές τις σημασίες, η λέξη επανακάμπτει στα ελληνικά, ως άμπακος ή άμπακας και αποτελεί αντιδάνειο. Λοιπόν, είπαμε ότι η λέξη άμπακος σήμαινε διάφορα βιβλία πρακτικής αριθμητικής. Το πρώτο ελληνικό βιβλίο πρακτικής αριθμητικής, του Εμμ. Γλυνζωνίου, κυκλοφόρησε στη Βενετία το 1568 με τίτλο “Βιβλίον πρόχειρον τοις πάσι περιέχον την τε πρακτικήν Αριθμητικήν, ή μάλλον ειπείν την λογαριαστικήν, και πώς ευρίσκει έκαστος το άγιον Πάσχα”. Το βιβλίο γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις στους επόμενους αιώνες και έγινε γνωστό στον πολύ κόσμο με το όνομα “Ο άμπακος”. Μέσα στην αμορφωσιά της εποχής, το να ξέρει κανείς ανάγνωση ήταν ήδη κάτι σοβαρό. Το να έχει επιπλέον μελετήσει ένα τόσο χοντρό βιβλίο, εθεωρείτο το άπαν της σοφίας. Ο Μοισιόδαξ αφηγείται ένα διασκεδαστικό επεισόδιο: κάποτε στην Πόλη, ένας μπακάλης λογομάχησε με τον λόγιο Ευγένιο Βούλγαρι και τον προσκάλεσε σε “μονομαχία” περί μαθηματικών και φιλοσοφίας. Κατέφθασε λοιπόν κραδαίνοντας τον “Άμπακο”, το βιβλίο του Γλυνζωνίου, βέβαιος ότι με το όπλο αυτό θα κατατροπώσει τον αντίπαλό του!

Από εκεί προκύπτει η φράση “ξέρει τον άμπακο”, δηλ. ξέρει πάρα πολλά, την οποία αποδελτιώνει ο Πολίτης στις Παροιμίες του. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις Παροιμίες του Ν. Πολίτου, που οι τέσσερις πρώτοι τόμοι τους κυκλοφόρησαν το 1901  και οι επόμενοι 20 παραμένουν ανέκδοτοι επί έναν αιώνα προς δόξαν του αθάνατου ελληνικού πολιτισμού και του ελληνικού κράτους που δεν μπορεί να διαθέσει το κόστος των ετήσιων μισθών ενός  καρεκλοκένταυρου για να τυπώσει το έργο που μένει να το τρώει ο σκώρος, ο Πολίτης λοιπόν δεν περιλαμβάνει στη συλλογή του την έκφραση “έφαγε/ήπιε τον άμπακο”, και για να μην την περιλαμβάνει ο Πολίτης σημαίνει σχεδόν ασφαλώς ότι η έκφραση δεν λεγόταν τότε.

Αρχικά λοιπόν έχουμε “ξέρει τον άμπακο”. Στη συνέχεια η λέξη άμπακος μετέπεσε στη σημασία του μεγάλου πλήθους, έτσι ο Πολίτης αποδελτιώνει επίσης την έκφραση “του έψαλε τον άμπακο” η οποία είναι συχνή στη λογοτεχνία του τέλους του 19ου αιώνα –τη βρίσκουμε επανειλημμένα στον Σουρή, π.χ. “Καταλαλούν τον Κόντη μας, τον άμπακο του ψάλλουν”. Από εκεί δεν είναι παρά ένα βηματάκι για να πει κάποιος “έφαγε τον άμπακο” και “ήπιε τον άμπακο” δηλαδή “πάρα πολύ” και αυτή η χρήση έμεινε, ενώ οι πρώτες, οι αρχικές ξεχάστηκαν.

Από www.sarantakos.gr

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 23 Αυγούστου 2020

«Εις τους τόπους της Τουρκίας, διά το να συμβαίνη συνεχέστερον το θανατικόν, δεν είναι άλλο κοινότερον από το να βλέπη τις πολλούς ριψοκινδύνους· οι οποίοι χωρίς συνείδησιν βάλλουσιν εις κίνδυνον όχι μόνον την ιδίαν ζωήν, αλλά και εκείνην του πλησίον. Αν το “ό συ μισείς, ετέρω μη ποιήσης” ήναι φυσικός νόμος, τετυπωμένος εις την καρδίαν εκάστου, ο κανών, τον οποίον χρεωστεί να φυλάττη ο άνθρωπος εις τοιαύτας δυστυχείς περιστάσεις, είναι το, αφού λάβη την ελαχίστην υποψίαν της ολεθρίου ταύτης ασθενείας εις εαυτόν, ή εις άλλον τινά της οικίας αυτού, μήτε αυτός να εξέλθη από τον οίκον μήτε εις άλλον να συγχωρήση να εμβή εις τον οίκον του, πάρεξ με την αναγκαίαν προφυλακήν. Οστις άλλως ήθελε πράξη, είναι μισάδελφος και φονεύς…».

Οι αυστηρές αυτές υγειονομικές συστάσεις απευθυνόμενες στους Ελληνες χριστιανούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1782 και η ανελέητη καταδικαστική κρίση για όσους ριψοκίνδυνους και ασυνείδητους αψηφούσαν τους περιοριστικούς κανόνες σε περιόδους «θανατικού», δηλαδή επιδημίας πανώλης, θέτοντας σε κίνδυνο τόσο την ίδια τους τη ζωή όσο και των άλλων, δεν εκπορεύονταν από κάποια τοπική εξουσία που προνοούσε για την υγεία των χριστιανών της επαρχίας της ή έστω από το ανθρωπιστικό καθήκον κάποιου Ελληνα γιατρού προκειμένου να σωθούν ζωές ομογενών του.

Εντάσσονταν στην πρώιμη διαφωτιστική δράση ενός νεαρού πολίτη της ελληνικής κοινότητας της Σμύρνης, που μικρό παιδί είχε και αυτός βιώσει την απειλή του θανατικού όταν η οικογένειά του αναγκαζόταν να παίρνει προφυλάξεις καταφεύγοντας στην εξοχή.

Μιλάμε για τον Αδαμάντιο (Διαμαντή ακόμη τότε) Κοραή. Το 1782 έκλειναν τέσσερα χρόνια αφότου είχε επιστρέψει από το Αμστερνταμ, χρεοκοπημένος διαχειριστής της εμπορικής συντροφίας του πατέρα του, αλλά διαμορφωμένος καθολικά άνθρωπος. Ετοιμαζόταν σε λίγο να ταξιδέψει στη Γαλλία όχι πια ως έμπορος αλλά ως υποψήφιος σπουδαστής της Ιατρικής Σχολής του Μονπελιέ, κι ας ήταν 34 ετών, για να εμβαθύνει στα μυστικά μιας επιστήμης, στοιχειώδεις γνώσεις της οποίας είχε αποκομίσει ήδη από την παρακολούθηση μαθημάτων σε μορφωτικούς κύκλους του Αμστερνταμ.

Η μετάφραση

Ενόψει, λοιπόν, του ταξιδιού της Γαλλίας προείχε να εξασφαλίσει τα έξοδα των σπουδών και της διαβίωσης στην ξένη χώρα, αφού οι γονείς του, αρνητικοί στη νέα αποδημία του γιου τους ύστερα μάλιστα από το ναυάγιο της Ολλανδίας, αδυνατούσαν να τον στηρίξουν οικονομικά.

Ετσι αναγκαστικά η εξασφάλιση βιοπορισμού βρέθηκε στο κέντρο των άμεσων κινήσεών του και ήταν αυτή που δρομολόγησε την έναρξη του μακρού συγγραφικού του σταδίου που εγκαινιάστηκε τότε με τη μετάφραση ενός έργου της σύγχρονης εκκλησιαστικής γραμματείας, της «Ορθοδόξου Διδασκαλίας» (Ο.Δ.) του φωτισμένου Ρώσου θεολόγου και αρχιεπισκόπου Μόσχας Πλάτωνος. Τη μετέφερε στα ελληνικά ο γλωσσομαθής Κοραής από τη γερμανική μετάφρασή της που είχε προηγηθεί.

Ανεξαρτήτως από το αν τελικά η δική του έκδοση, τυπωμένη στη Λειψία το 1782, ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του ως προς την εμπορική διακίνησή της, η επιλογή του παραπάνω έργου βασιζόταν στη γνώση των θρησκευτικών αναγκών των ορθόδοξων ελληνικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας και της διασποράς. Μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος προερχόταν από θρησκευόμενο οικογενειακό περιβάλλον που είχε δώσει στην Εκκλησία κατώτερους και μεγαλόσχημους κληρικούς και ότι συνδεόταν με σπουδαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες του καιρού, δεδομένα που ασφαλώς θα έπαιξαν τον ρόλο τους στη συγκεκριμένη επιλογή.

Το έργο του Πλάτωνος Μόσχας δεν ήταν μια απλή κατήχηση, εκλαϊκευτική θεολογικών εννοιών και δογματικών ερμηνειών. Επεκτεινόταν και σε θέματα αντιλήψεων και συμπεριφορών των ανθρώπων προβάλλοντας σε αυτές τις θέσεις της χριστιανικής πίστης και ομολογίας. Ενα παράδειγμα: επεξηγώντας ο συγγραφέας το νόημα της έκτης εντολής («Ου φονεύσεις») το διεύρυνε πέρα από τα στενά του όρια, εστιάζοντας στο χρέος κάθε μέλους της κοινωνίας να περιβάλλει με αγάπη τον συμπολίτη του χωρίς να τον βλάπτει με τις πράξεις του, συνεισφέροντας με αυτό τον τρόπο στην ευδαιμονία τόσο εκείνου όσο και του ίδιου του εαυτού του. Ετσι παραβάτες της θείας προσταγής δεν ήταν μόνο οι δράστες φόνου, ακόμη και όποιοι διανοούνταν να τον διαπράξουν, αλλά και όσοι υπάγονταν στον ευρύ κύκλο της κοινωνικής παραβατικότητας έχοντας βλάψει τον συνάνθρωπο: ηθικοί αυτουργοί αδικημάτων, κλέφτες, ληστές, εμπρηστές, δικαστές προδότες του δικαίου, πολίτες αδρανείς και φυγόμαχοι ενώπιον της αδικίας, αφεντικά σκληρά προς το υπηρετικό προσωπικό τους, άτομα εριστικά και φιλέκδικα όντας ευεπίφορα στον φόνο.

Οι αυτόχειρες

Τέλος, μια ιδιαίτερη κατηγορία παραβατών της εντολής ήταν κατά τον συγγραφέα οι αυτόχειρες. Η εθελουσία αφαίρεση της ίδιας τους της ζωής χαρακτηριζόταν «ένας θρασύς σφετερισμός της εξουσίας του Θεού» και το όλο σκεπτικό κατέληγε με τα εξής συμπληρωματικά: «Συναριθμούνται με τους αυτόχειρας και όσοι εθελουσίως επιρρίπτονται εις κινδύνους ζωής: οίον οπόταν τις κολυμβά εις το ύδωρ με φανερόν κίνδυνον πνιγμού· ή υπάγει χωρίς ανάγκης εις τόπους, όπου κυριεύει το θανατικόν, κ.τ.λ.».

Ο Κοραής ξεκινώντας τη μετάφραση της «Ο.Δ.» δεν ήθελε η συμβολή του να περιοριστεί μόνο στη μεταφραστική διαδικασία, αλλά να αποτυπωθεί με σχολιαστικές παρεμβάσεις ώστε να καταστεί αποτελεσματικότερη η διδαχή του βιβλίου απευθυνόμενη στο ελληνικό χριστιανικό κοινό. Η μέχρι τότε γνωστική περιουσία του και η ενδυνάμωση της πνευματικής του καλλιέργειας μετά την επιστροφή στη Σμύρνη με διαβάσματα που τον ενδιέφεραν, η εντρύφηση σε αγιογραφικές και πατερικές πηγές ενόψει της μετάφρασης της «Ο.Δ.», του εξασφάλιζαν τα αναγκαία εφόδια για την πραγμάτωση του σχεδίου του.

Ετσι, εκτός από την εισαγωγή που πρόταξε για την παρουσία της κατήχησης στη χριστιανική παράδοση, φανερώνοντας τον θεολογικό του οπλισμό, πεδίο των ουσιαστικών του παρεμβάσεων θα αποτελέσουν οι σημειώσεις του κειμένου.

Εκεί ακριβώς, με σημείο αφετηρίας τα ερεθίσματα που του πρόσφερε κάθε φορά ο συγγραφέας, θα παρέμβαινε για να διαφωτίσει τους αναγνώστες πάνω σε ζητήματα και καταστάσεις σύμφυτες με τις αντιλήψεις, νοοτροπίες και συνήθειες των υπόδουλων και με ελλειμματική παιδεία Ελλήνων, οι οποίες έπρεπε να αλλάξουν.

Μία από αυτές ήταν και οι ριψοκίνδυνες επισκέψεις σε μέρη ευάλωτα στην επιδημία της πανώλης (με αυτοχειρία τις παρομοίαζε, όπως είδαμε, ο συγγραφέας της «Ο.Δ.»), οι ολέθριες επιπτώσεις των οποίων στις ζωές όχι μόνο των ίδιων των επισκεπτών αλλά και των μελών της τοπικής τους κοινωνίας υπογραμμίζονταν εμφατικά από τον Κοραή με τριπλό σκοπό: πρώτον, να συνειδητοποιηθεί η ανάγκη αποφυγής της έκθεσης στον κίνδυνο της επιδημίας, δεύτερον, να εμφυτευθεί το αίσθημα της ατομικής και κοινωνικής ευθύνης σε όσους μάλιστα είχαν ακόμη και την παραμικρή υποψία ότι νοσούσαν, ώστε να τηρούν αυστηρά τον αυτοπεριορισμό στο σπίτι παίρνοντας και εκεί τις αναγκαίες προφυλάξεις, και τρίτον, να κατανοήσουν οι παραβάτες αυτού του χρέους ότι ήταν παραβάτες της έκτης εντολής: «Μισάδελφοι και φονείς». Στη χριστιανική συνείδησή τους ο φόβος για τις συνέπειες της παρακοής θα αρκούσε ίσως για να οδηγήσει στον συνετισμό τους.

Δεν γνωρίζω αν έλαβαν το μήνυμα του συμπατριώτη τους οι αναγνώστες της «Ο.Δ.», ούτε αν τον 18ο αιώνα είχαν εκπέμψει ανάλογες εκκλήσεις και άλλα άτομα ή συλλογικοί φορείς και μάλιστα από τον κύκλο των Ελλήνων γιατρών των εκπαιδευμένων στις ιατρικές σχολές της Δύσης (στον αρχόμενο πάντως 19ο αιώνα Ελληνες λοιμολόγοι θα συγγράψουν συστηματικά εγχειρίδια για τη φύση και τους τρόπους αντιμετώπισης της πανώλης).

Στην περίπτωση που μας απασχόλησε το μήνυμα εκπέμφθηκε μέσα από ένα βιβλίο θρησκευτικής διδαχής, είδος κατά τεκμήριο ευρείας απήχησης στον τουρκοκρατούμενο χώρο, από την πένα ενός λογίου που δεν διέθετε ακόμη επιστημονικές περγαμηνές, ενστερνισμένου όμως τα νεωτερικά φώτα της Ευρώπης αλλά και διακατεχόμενου από το πατριωτικό αίσθημα προσφοράς στο γένος του. Το κείμενο βέβαια της «Ο.Δ.» θα του παρείχε εναύσματα για να παρέμβει συμβουλευτικά και σε άλλα φαινόμενα ριζωμένων νοοτροπιών και πρακτικών ενός λαού που βρισκόταν σε μακραίωνη αιχμαλωσία.

* Ο κ. Εμμ. Ν. Φραγκίσκος είναι oμ. διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών/ΕΙΕ.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 19 Ιουλίου 2020

Ο Μαρσέλ Προυστ έλεγε πως δεν υπάρχει τίποτα πιο τρυφερό από την αλληλογραφία φίλων που δεν επιδιώκουν να συναντηθούν. Αν ζούσε φυσικά στην εποχή των σόσιαλ μίντια ίσως να ισχυριζόταν το ακριβώς αντίθετο.

Η φιλία, την εποχή του Διαδικτύου, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που εννοούσαμε παλιά. Ο ενσώματος εαυτός αντικαθίσταται από τον ψηφιακό, ο οποίος είναι μια κατασκευή, μια σκηνοθετημένη επιλογή τού τι θέλουμε κάθε φορά να προβάλλουμε. Είναι ένας πλασματικός εαυτός, αποτέλεσμα σύνθεσης αποκρύψεων και προσθηκών, ένα υβριδικό ον που αφήνει ίχνη μέσα από τα οποία η ανασύσταση της προσωπικότητας είναι ιδιαίτερα επίπονη εργασία. Τι φιλίες μπορεί να συνάψει αυτός ο ψηφιακός εαυτός; Κι ακόμη σε περιόδους «σοσιαλμιντιακής» κρίσης, μακροχρόνιες φιλίες (ηλεκτρονικές ή μη) μπορεί να διαταραχτούν για ένα αιμοβόρο post ή ένα «λάθος» like. Αυτά ακούγονται κωμικοτραγικά, αλλά είναι η θλιβερή πραγματικότητα που ανέτρεψε την έννοια της φιλίας.

Η αξία της φιλίας ήταν πολύ σημαντικό ζήτημα τα αρχαία χρόνια. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι υπάρχουν τρία είδη φιλίας: Το πρώτο, η ωφελιμιστική φιλία, που απορρέει από το συμφέρον, είναι συμπτωματική, δεν πηγάζει από ειλικρινά συναισθήματα, είναι ρευστή και παροδική και αφορά μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα. Το δεύτερο, η απολαυστική φιλία, χαρακτηρίζει τα νιάτα. Αναπτύσσεται ανάμεσα σε εφήβους, σε συμφοιτητές και συμμαθητές, είναι συμπτωματική κι αυτή. Πηγάζει από αυθόρμητα συναισθήματα, διαφοροποιείται και η απόλαυσή της φθίνει καθώς διαφοροποιούνται τα κοινά ενδιαφέροντα.      Ισχυρότερο, δίχως αμφισβήτηση, είναι το τρίτο είδος φιλίας που θεμελιώνεται κατά τον Αριστοτέλη στον αλληλοσεβασμό και την αλληλοεκτίμηση των αρετών, των αξιών και των ιδανικών δύο προσωπικοτήτων, οι οποίες ανοίγονται αμφίδρομα δίχως αναστολές. Ο ψυχικός αυτός δεσμός εξυπακούεται ότι προϋποθέτει και απαιτεί χρόνο, έχει χαρακτήρα άφθαρτο, στηρίζεται στην καλοσύνη, την εμπιστοσύνη και τη στέρεα αγάπη και ενσυναίσθηση. Είναι μακροχρόνιος και δοκιμάζεται στη χαρά και στη θλίψη, «εν πόνοις και κινδύνοις», χωρίς κλυδωνισμούς στις καλές και κακές φάσεις της διαδρομής της ζωής. Και σίγουρα εμπεριέχει και το ωφέλιμο και την απόλαυση.

Ο φίλος σου είναι ο καθρέφτης σου. «Δείξε μου τον φίλο σου να σου πως ποιος είσαι» λέει η παροιμία. Κάτι που ισχύει βέβαια και στις περιπτώσεις κοινών συμφερόντων όπου βλέπεις περίεργους συνδυασμούς ανθρώπων άλλων που θεωρούνται ηθικοί, άλλων που έχουν τη φήμη του μπαγαπόντη, ενωμένους για έναν κοινό σκοπό.

Φιλία σημαίνει να αποδέχεσαι τον άλλον. Να του εκχωρείς τον εαυτό σου, να μπορείς να μπαίνεις στη θέση του. Και φυσικά να μη τον φθονείς. O Αισχύλος είπε: «Λίγοι άνθρωποι το έχουν στη φύση τους αυτό: να τιμούν χωρίς φθόνο τον ευτυχισμένο φίλο τους».

Δεν είναι τυχαίο ότι όσο μεγαλώνουμε, μένουμε με δυο-τρία άτομα που θεωρούμε ουσιαστικά φίλους μας. Συνήθως είναι με άτομα που έχουμε γνωρίσει στην εφηβική ή μετεφηβική ηλικία και για κάποιον λόγο, ο οποίος ίσως να είναι η ανάμνηση της καθαρότητας του αισθήματος, έχουν παραμείνει στη ζωή μας.

Θυμάμαι κάποτε κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, όποιος φίλος περνούσε κάτω από το σπίτι μου, χτυπούσε απροειδοποίητα το κουδούνι και ανέβαινε. Μπορεί η επόμενη μέρα να μας έβρισκε σε ένα άλλο σπίτι ή και σε άλλη πόλη ή νησί. Σήμερα κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο. Κανονίζουμε συναντήσεις μία βδομάδα πριν και ορίζουμε μάλιστα και τη διάρκεια. Το να καλλιεργήσεις μια φιλία ακούγεται πλέον ουτοπικό.

Ζούμε λοιπόν στην εποχή της αντανακλαστικής φιλίας, όπου η έννοια παραποιείται. Σχεδόν γνωστοί, ακόλουθοι, προσθήκες «φίλων» και «φίλοι» «φίλων» προσμετρώνται στους «φίλους» που δεν είναι φίλοι αφού ούτε την πραγματική εικόνα τους έχουμε. Σαν παιχνίδι προφίλ που σε καλεί να μαντέψεις ποιος είναι ο εκάστοτε «φίλος» και βέβαια είναι αυτός που νομίζεις ότι θέλει να είναι. Ζούμε στην εποχή των γνωριμιών. Της αμοιβαιότητας, της ανταλλαγής. Της φιλίας του Διαδικτύου.

Πόσω μάλλον εάν συζητήσουμε για αξίες και αντίστοιχες συμπεριφορές. Υπάρχουν «φίλοι» που την ίδια στιγμή μπορούν να κάνουν like σε μια ανάρτηση που στρέφεται εναντίον σου αλλά ταυτόχρονα να επαινούν και μια δική σου. Τι γίνεται άμα σε δουν στον δρόμο; Ευτυχώς που τώρα υπάρχουν και με τη βούλα οι μάσκες. Και άμα έχεις τέτοιους φίλους όπως λένε, τι τους θέλεις τους εχθρούς.

Επιστρέφοντας στο πόσο δύσκολο και απαιτητικό είναι το αίσθημα της φιλίας είναι γεγονός ότι οι αληθινές φιλίες χαρακτηρίζονται από μια σταθερή δοκιμασία. Δεν είναι δυνατόν να είναι όλα ρόδινα. Η σχέση για να είναι νοηματοδοτημένη θα δοκιμαστεί. Θα τσεκαριστεί στη σιωπή, θα ακονιστεί στη διαφωνία, θα σφυρηλατηθεί στη διεκδίκηση. Θα βιωθεί στη βιωμένη πνευματικότητα και την προσωπική αναζήτηση, στο άνοιγμα της ψυχής. Η επικράτησή της έναντι όλων των δοκιμασιών θα είναι και η τελική σφραγίδα της.

Από τον «Αμλετ» του Σαίξπηρ ουσιαστικά ένας χαρακτήρας επιβιώνει: ο Οράτιος. Ο μοναδικός φίλος του Αμλετ, ο μόνος στον οποίον εμπιστεύεται το γεγονός ότι θα υποδυθεί τον τρελό. Ο φίλος, ο Οράτιος, εκείνος που θα ανεχτεί όλες τις παραξενιές και τις αλλοκοτιές του πρίγκιπα, θα είναι εκείνος που θα ζήσει για να πει την ιστορία.

Πόσο πολυτελή ακούγονται αυτά τα αισθήματα στην εποχή μας. Η συμπίεση του χρόνου οδηγεί στην αλλοίωση της επικοινωνίας, στη συμπίεση των αισθημάτων. Το νέφος του politically correct απαλείφει την ελεύθερη άδολη επικοινωνία. Η ατζέντα – κυριολεκτικά και μεταφορικά – υπερισχύει της αυθόρμητης ανάγκης για τον άλλον.

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν είχαν στιγμή αλτρουισμού στη ζωή τους. Πάντοτε υπήρχε ένα κρυφό χαρτί ή μια (ξανά αυτή η λέξη) κρυφή ατζέντα. Για να δημιουργείς φιλικές σχέσεις πρέπει να είσαι ψυχικά ευρύχωρος. Και αυτός ο ταλαίπωρος μυς, η καρδιά, δεν χωράει και πολλά, όταν δεν τον εξασκείς.

Από ΤΟ ΒΗΜΑ   Αλέξης Σταμάτης

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 26 Απριλίου 2020

«Παγκόσμια ημέρα βιβλίου σήμερα και ξεφυλλίζοντας ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, το “Αδριανού Απομνημονεύματα” της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, πέφτω πάνω στη φράση: “Αναζήτησα την ελευθερία πιο πολύ από τη δύναμη, και τη δύναμη μόνο γιατί ως ένα σημείο ευνοεί την ελευθερία”. Μέσα σε λίγα λόγια, η συγγραφέας κατορθώνει να αποτυπώσει τον τρόπο με τον οποίο άσκησε την εξουσία ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας που δεν θέλησε να γίνει θεός γιατί εκτιμούσε απεριόριστα τον άνθρωπο μέσα του, ούτε και Καίσαρας, γιατί θεωρούσε, ως το τέλος, τον εαυτό του “υπάλληλο του Κράτους”. Να συλλάβει, καθώς γράφει η ίδια η Γιουρσενάρ, “μια ζωή γνωστή, συμπληρωμένη, καθορισμένη από την Ιστορία” και να μας κάνει κι εμάς συμμετόχους της.

Αυτό δεν είναι η λογοτεχνία; Αυτό δεν είναι η ανάγνωση; Μια βαθιά σχέση με τον εαυτό μας και μια σύνδεση με τον εσωτερικό μας κόσμο. Γινόμαστε πολλοί όταν διαβάζουμε, μετέχουμε με χίλια πρόσωπα στην ανθρώπινη περιπέτεια. Αρχίζουμε να συνομιλούμε με τον συγγραφέα και να κατανοούμε τι σημαίνει ο άλλος, ο διαφορετικός από μας. Και βέβαια συσχετίζουμε τα βιβλία που αγαπήσαμε με στιγμές από τη ζωή μας: ένα ταξίδι με πλοίο, μια πολύωρη αναμονή σ’ ένα σταθμό, μια μακρινή παραλία, μια μοναχική βραδιά, γόνιμες κουβέντες με φίλους.

»Η φετινή παγκόσμια ημέρα του βιβλίου συμπίπτει με μια πολύ δύσκολη περίοδο για όλο τον κόσμο. Μας λείπουν τα βιβλιοπωλεία, οι δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες, οι εκθέσεις βιβλίου, όλοι αυτοί οι συναρπαστικοί χώροι που υποδέχονται και καλλιεργούν τις αναζητήσεις μας. Μας προβληματίζει η κρίση στην οποία έχει περιέλθει ολόκληρη η αλυσίδα παραγωγής και διανομής του βιβλίου. Μας λυπεί η μικρή εμβέλεια των δημόσιων και δημοτικών βιβλιοθηκών μας, γιατί εν μέσω πανδημίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια εξαιρετική δίοδο συνάντησης του βιβλίου με τους αναγνώστες του, μέσω του δανεισμού. Μας ανησυχεί η βιωσιμότητα των εκδοτικών επιχειρήσεων, ιδίως των μικρότερων, που συμβάλλουν στη ζωντάνια και την ποικιλομορφία του εκδοτικού τοπίου.

»Παρ’ όλ’ αυτά, είμαι αισιόδοξη. Το βιβλίο, είτε στη φυσική είτε στην ψηφιακή του μορφή, μας κρατά συντροφιά και μας στηρίζει ψυχολογικά στις συνθήκες απομόνωσης που βιώνουμε όλοι μας. Διευρύνει τα όρια του σπιτιού μας, δίνει ρυθμό στον χρόνο. Επιβεβαιώνει τη θέση-κλειδί που κατέχει στη ζωή μας, ως μέσο πολιτισμού, μάθησης και απόλαυσης – με δυο λόγια ως μέσο ελευθερίας. Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτή η θέση θα διατηρηθεί, ακλόνητη κι ακόμη περισσότερο ενισχυμένη, και μετά την υποχώρηση της πανδημίας»

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Πρόεδρος της Δημοκρατίας

 

Στο εργαστήριο του σπιτιού του, στην οδό Βασιλίσσης Όλγας στη Θεσσαλονίκη, μετά από πειραματισμούς, ο Χρίστος Τσιγγιρίδης εγκαθιστά τον πρώτο ραδιοφωνικό πομπό που έχει κατασκευάσει ο ίδιος από έναν εγκαταλελειμμένο ασύρματο της Γαλλικής Στρατιάς Ανατολής. Έτος 1923 – ένα μόλις χρόνο μετά το BBC στην Αγγλία.

 Η χαρακτηριστική φωνή του στα πρωτοεμφανιζόμενα τότε μεσαία ραδιοκύματα πραγματοποιεί το ντεμπούτο της σε μια εκπομπή που αρχικά είχε δύο ακροατές. Ο ένας ήταν o φίλος του, ο καθηγητής Φυσικής Ηλίας Αποστόλου, στην περιοχή της πλατείας Ιπποδρομίου, και ο άλλος ο πλοίαρχος του πλοίου «Κουίν Ανν» Άντονι Ράντισον, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ένα αρκετά καινοτόμο βήμα για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, αν αναλογιστούμε ότι ένας ραδιοφωνικός δέκτης κόστιζε όσο μια μικρή περιουσία.

Γεννημένος το 1877 στη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας από Έλληνες γονείς, ο Χρίστος Τσιγγιρίδης υπήρξε επίσης ο πρώτος που εισήγαγε στην Ελλάδα την τεχνογνωσία και την τεχνολογία της μικροφωνικής εγκατάστασης και διετέλεσε υπεύθυνος για την εγκατάσταση του πρώτου ηχητικού συστήματος της Βουλής των Ελλήνων.Το 1928, ο σταθμός μεταφέρεται στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και το ταξίδι στους ραδιοφωνικούς αιθέρες ξεκινάει και επίσημα στους 1.034 χιλιόκυκλους.

Το 1928, ο σταθμός μεταφέρεται στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και το ταξίδι στους ραδιοφωνικούς αιθέρες ξεκινάει και επίσημα στους 1.034 χιλιόκυκλους.

tsiggiridis-studio_0

 

Ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός των Βαλκανίων είναι πλέον γεγονός, παρά τα πρωτόγονα μέσα με τα οποία αρχικά λειτουργεί. Από τις πληροφορίες που διασώζονται, προκύπτει ότι οι ακροατές άκουγαν ακόμη και το θόρυβο της βροχής που έπεφτε στη στέγη από πισσόχαρτο.

Το επονομαζόμενο «Ράδιο Τσιγγιρίδη» λειτουργεί μέχρι το 1936 μόνο στο πλαίσιο της ΔΕΘ, λόγω της ισχύουσας τότε αυστηρής νομοθεσίας για τις ραδιοφωνικές εκπομπές. Παρά το γεγονός ότι οι προσπάθειες του Τσιγγιρίδη να του χορηγηθεί η σχετική άδεια διαρκούς λειτουργίας ήταν συνεχείς, για πολλά χρόνια παρέμειναν άκαρπες και ο πομπός λειτουργούσε με ίδια έξοδα καθώς και με τα έσοδα που προέρχονταν από διαφημίσεις στη διάρκεια των ΔΕΘ.

Ένα πλούσιο ψηφιδωτό από καλλιτέχνες βρέθηκαν ως καλεσμένοι πίσω από το μικρόφωνο του ραδιοφωνικού σταθμού. Το μουσικό πρόγραμμα αποτελούνταν από ζωντανές εκτελέσεις κομματιών από τραγουδιστές και οργανοπαίχτες, μέσα στο στούντιο, με βασικούς συνεργάτες κατά τη δεκαετία του ’30 τον Μιχάλη Γροσομανίδη (ΤΤΤ), τον Νίκο Καρμίρη και τον Αλέκο Στρατίδη εκφωνητές, την Ελένη Τραϊανού στις παιδικές εκπομπές και τον Κοσμά Τσαντσάνογλου τεχνικό, τον Απόστολο Κωσταντέλλη βοηθό και τους Γερμανούς μηχανικούς Krauter και Benz.

Το 1936 του δίνεται άδεια για συνεχή λειτουργία υπό την εποπτεία της νεοϊδρυθείσας τότε Υπηρεσίας Ραδιοφωνικών Εκπομπών, αφού ο Ιωάννης Μεταξάς έχει ήδη εκφωνήσει πανηγυρικό λόγο για την «επανάσταση της 4ης Αγούστου» από τη συχνότητα του ραδιοσταθμού του Χρίστου Τσιγγιρίδη.

Κατά τη γερμανική Κατοχή ο σταθμός σίγησε, καθώς ο πομπός κατασχέθηκε και ο Τσιγγιρίδης φυλακίστηκε. Ωστόσο, τα αρχικά σχέδια των Γερμανών στρατιωτικών να λειτουργήσουν τον πομπό μόνοι τους ναυάγησαν, κι έτσι την επόμενη κιόλας ημέρα τον αποφυλάκισαν για μπορέσουν να συνεχίσουν την προπαγάνδα τους.

Μετά την Απελευθέρωση ο πομπός αγοράστηκε από τον Μάρκο Βαφειάδη και το 1945 επέστρεψε στα χέρια του ιδιοκτήτη του για να εγκαινιάσει έναν νέο κύκλο εκπομπών, διασφαλίζοντας εκ νέου προσωρινή άδεια συνεχούς λειτουργίας.

Παρά τις υποσχέσεις ότι το «Ράδιο Τσιγγιρίδη» θα παρέμενε ως Ραδιοφωνικός Σταθμός Θεσσαλονίκης, το ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) απαλλοτριώνει αναγκαστικά με ευτελές ποσό το σταθμό εγκαθιστώντας αγγλικό στρατιωτικό πομπό στη Δόξα Τριανδρίας, όπου εγκαινιάζεται ο κρατικός πλέον Σταθμός της Θεσσαλονίκης την 1η Μαρτίου 1947.

Ο Χρίστος Τσιγγιρίδης αφήνει την τελευταία του πνοή μέσα στη θλίψη του, στις 17 Δεκεμβρίου του 1947, χωρίς να πάρει ούτε την πενιχρή αποζημίωση της απαλλοτρίωσης του σταθμού του.

Η φωνή του ανθρώπου που μέσα από τις καινοτόμες ιδέες του έδωσε πνοή ζωής στον πρώτο ραδιοφωνικό σταθμό στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια σίγησε για πάντα, η κληρονομιά όμως που άφησε πίσω του θα αποτελεί πάντοτε ένα πολύτιμο φορτίο πάνω στο οποίο θα προσθέτουν το λιθαράκι τους και όλες οι επόμενες γενιές.

Σήμερα στο Μουσείο Ραδιοφωνίας «Χρίστος Τσιγγιρίδης», που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να θαυμάσουν από κοντά μερικά από τα μηχανήματα του αείμνηστου πρωτοπόρου ιδρυτή και να μεταφερθούν νοερά σε εκείνη την εποχή παίρνοντας μια ιδέα από τη μαγεία του ραδιοφώνου.

Και εγένετο «Ράδιο Τσιγγιρίδη»…

πηγή: http://www.pontos-news.gr/

 

Μαρία Ανδρεάδου στις 13 Φεβρουαρίου 2020

Το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU) ανακοίνωσε την εισαγωγή ενός νέου μαθήματος στο πρόγραμμα σπουδών του, για τις απαρχές του ελληνικού ρεμπέτικου τραγουδιού και των αμερικανικών μπλουζ.

Στον κύκλο μαθημάτων με τίτλο «Τραγούδια των περιθωριακών: Τα αμερικανικά μπλουζ συναντούν το ελληνικό ρεμπέτικο», θα εξετάζεται η ιστορία και η σχέση μεταξύ των δύο ειδών. Το μάθημα θα ξεκινήσει, για πρώτη φορά, στο εαρινό εξάμηνο του 2020, υπό την αιγίδα του γενικού προξενείου της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη.

Ο συνθέτης Περικλής Κανάρης θα διδάσκει το μάθημα, σε συνεργασία με το πρόγραμμα ελληνικών σπουδών Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης του NYU και τη Μουσική Σχολή Steinhardt School of Music. «Είναι ένα ταξίδι στις ρίζες τραγουδιών των λαών, των δύο χωρών μου. Είναι μεγάλη τιμή και εξίσου μεγάλη ευθύνη», σχολίασε ο κ. Κανάρης στο Facebook. «Ανυπομονώ». 

Το μάθημα θα είναι διαθέσιμο για τους φοιτητές των ανθρωπιστικών σπουδών και των κοινωνικών επιστημών.

2mathima-gia-to-rempetiko-tragoudi-ksekina-to-panepistimio-nyu

 

Η περιγραφή του μαθήματος στην ιστοσελίδα του New York University αναφέρει:
«Τα τραγούδια είναι τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας που σπάνια κάνουμε “ένα βήμα πίσω” για να τα παρατηρήσουμε ως κάτι άλλο από μουσική και στίχους. Κι όμως, μπορούν να περικλείσουν σπουδαίο πλούτο πληροφορίας για την εποχή που γράφτηκαν. Στην αρχή του 20ού αιώνα, δύο ανθολογίες τραγουδιών γεννήθηκαν παράλληλα και εξελίχθηκαν σε θρυλικά μουσικά είδη, καθένα από αυτά στο πλαίσιο της κουλτούρας του.

Τα αμερικανικά μπλουζ, γεννήθηκαν από Αφρικάνους σκλάβους και τους απογόνους τους, στις νότιες φυτείες των Ηνωμένων Πολιτειών και το ελληνικό ρεμπέτικο, γεννήθηκε όταν μεγάλοι αριθμοί προσφύγων εγκαταστάθηκαν σε πόλεις – λιμάνια της Ελλάδας, στο ξεκίνημα της μικρασιατικής καταστροφής του 1922.

Παρά τις ευδιάκριτες διαφορές τους σε εθνικές και μουσικές καταβολές, το ρεμπέτικο αργότερα έγινε γνωστό στους φανατικούς του παγκοσμίως ως τα «ελληνικά μπλουζ», επειδή και τα δύο είδη αντικατόπτριζαν τη σκληρότερη πραγματικότητα των περιθωριακών που τα δημιούργησαν. Μία συγκριτική ανάλυση των δύο ειδών μέσα από τον φακό πολλαπλών σχολών, θα αποκαλύψει έκδηλες ομοιότητες και διαφορές στους τρόπους που δημιουργούσαν και υποδέχονταν αυτά τα κομμάτια. Επιλεγμένα κείμενα, ηχογραφήσεις, φιλμ και εμβόλιμες παρουσιάσεις από προσκεκλημένους, θα καθοδηγήσουν τους φοιτητές στα διαφορετικά επίπεδα αυτής της σύγκρισης».

 πηγή: http://www.radioerasitexnisam.gr

 

Λόγιος, δάσκαλος του δικαίου, θεολόγος και μυστικιστής, με το πνευματικό του έργο έσπασε το φράγμα του χρόνου και της γλώσσας

Κείμενο: ελc team

Email: info@elculture.gr

Στις 17 Δεκεμβρίου 1273 πεθαίνει ο Jalal-Al-Din Rumi, ο σημαντικότερος Πέρσης ποιητής, ιδρυτής του μυστικιστικού τάγματος του Ισλάμ «Σούφι». Λόγιος, δάσκαλος του δικαίου, θεολόγος και μυστικιστής, με το πνευματικό του έργο έσπασε το φράγμα του χρόνου και της γλώσσας.

rumi2

Ύμνησε την αγάπη πέρα από τη θρησκεία με επίκεντρο τον άνθρωπο και την αγαθότητα των αισθημάτων. Ο Ρουμί έγραψε για πλήθος θεμάτων αλλά ξεχωρίζουν μέχρι σήμερα τα αποφθέγματά του για την αγάπη και τη δύναμή της μέσα στο χρόνο:

1. «Οι εραστές δεν συναντιούνται σε κάποιο σημείο. Βρίσκονται ο ένας μέσα στον άλλο συνεχώς».

2. «Αγάπη είναι να πετάς σε έναν μυστικό ουρανό και να κανείς 100 πέπλα να πέφτουν κάθε στιγμή. Πρώτα απελευθερώσου από τη ζωή. Τέλος, κάνε ένα βήμα χωρίς πόδια».

3. «Ο στόχος σου δεν είναι να αναζητήσεις την αγάπη, αλλά απλώς να αναζητήσεις και να βρεις όλα τα εμπόδια που υπάρχουν μέσα σου και έχεις υψώσει εναντίον της».

4. «Πρέπει να εγκαταλείψεις 1000 μισές αγάπες προκειμένου να έχεις μια ολόκληρη».

5. «Όσες περιγραφές και να χρησιμοποιήσουμε για να εξηγήσουμε την αγάπη, όταν ερωτευόμαστε ντρεπόμαστε για τις ίδιες μας τις λέξεις».

6. «Η αγάπη είναι η γέφυρα ανάμεσα σε εσένα και οτιδήποτε άλλο».

7. «Αν δεν με βρεις μέσα σου, δεν θα με βρεις ποτέ. Διότι βρίσκομαι μαζί σου από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μου».

8. «Οι εξηγήσεις μέσω των λέξεων κάνουν τα πράγματα πιο ξεκάθαρα, αλλά η αγάπη χωρίς εξηγήσεις είναι πιο ξεκάθαρη».

9. «Τα λόγια είναι αδύναμα ως προς την έκφραση της αγάπης».

10. «Μόνο με την καρδιά μπορείς να αγγίξεις τον ουρανό».

11. «Άφησε την ομορφιά αυτού που αγαπάς να γίνει αυτό που κάνεις».

12. «Είμαι δικός σου. Μην με δώσεις πίσω στον εαυτό μου».

13. «Όταν είμαι μαζί σου, μένουμε ξύπνιοι όλη τη νύχτα. Όταν δεν είσαι εδώ, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δοξάζω τον Θεό για τις δυο αυτές ξαγρύπνιες αλλά και για τη διαφορά ανάμεσά τους».

14. «Θέλω να σε κοιτάζω. Γνωρίζω τη φωνή σου. Σε αναγνωρίζω όταν έρχεσαι από τη γωνιά του δρόμου. Νιώθω το άρωμά σου όταν μπαίνω σε ένα δωμάτιο από το οποίο μόλις έχεις φύγει. Γνωρίζω τον τρόπο που ανασηκώνεις τη φτέρνα σου όταν περπατάς, τον τρόπο που γλιστρά το πόδι σου. Μου είναι οικείος ο τρόπος που κλείνεις τα χείλη σου και ύστερα μόλις που τα ανοίγεις και τότε έρχομαι να σε φιλήσω. Θέλω να νιώσω τη χαρά όταν ψιθυρίζεις “κι άλλο”».

15. «Μέσα στο δικό σου φως μαθαίνω να αγαπώ. Μέσα στην ομορφιά σου, μαθαίνω να γράφω ποιήματα. Χορεύεις μέσα στο στήθος μου, εκεί που κανείς δεν σε βλέπει παρά μόνο μερικές φορές εγώ, και τότε αυτό το θέαμα γίνεται τέχνη».

16. «Οι αποχαιρετισμοί αφορούν μόνο εκείνους που αγαπούν με τα μάτια τους. Για όσους αγαπούν με την καρδιά και την ψυχή τους, δεν υπάρχει χωρισμός».

17. «Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων που δεν μένουν ποτέ ικανοποιημένοι – ο εραστής του κόσμου και ο εραστής της γνώσης».

18. «Όπου κι αν βρίσκεσαι και ό,τι κι αν κάνεις, ας γίνεται με αγάπη».

19. «Αφέσου σιωπηλά στην παράξενη έλξη αυτού που αγαπάς πραγματικά. Δεν θα σε οδηγήσει σε λάθη».

20. «Πέρα από την έννοια των σωστών και των λάθος πράξεων, υπάρχει ένα πεδίο. Εκεί θα σε συναντήσω».

πηγή: https://www.elculture.gr

Μαρία Ανδρεάδου στις 15 Δεκεμβρίου 2018

Ο πρωταγωνιστής στο θεραπευτικό περιβάλλον είναι η λεκτική επικοινωνία, αλλά η χρήση της φωτογραφίας στο πλαίσιο αυτό επιτρέπει την εργασία με διαφορετικό τρόπο που δίνει νόημα στο αφηγηματικό περιεχόμενο κυρίως χάρη στην εκφραστική δύναμη και στη συγκεκριμένη γλώσσα που διαθέτει ο ιδιαίτερος κώδικας της φωτογραφίας.


“Η φωτογραφία είναι μια αδύναμη φωνή, αλλά μερικές φορές
μπορεί να προσκαλέσει τις αισθήσεις μας
 προς τη συνείδηση,
να προκαλέσει συναισθήματα τόσο δυνατά ώστε να λειτουργούν ως καταλύτες της σκέψης”.
W.E. Smith 1977

Με τη γέννηση της φωτογραφίας, ο άνθρωπος μπορούσε να κρατήσει εικόνες χωρίς να χρειάζεται να τις παράγει με το χέρι.

Από την προέλευσή της, η φωτογραφία δεν περιορίζεται στο να αποτελεί απλή συλλογή πληροφοριών σε εικόνες, αλλά επιτρέπει την καταγραφή της οπτικής γωνίας του παρατηρητή και επομένως του ατόμου που φωτογραφίζει.

Ο Henri Cartier-Bresson, έγραψε: «για να φωτογραφίσετε, πρέπει να βάλετε το μυαλό, τα μάτια και την καρδιά στην ίδια οπτική γραμμή. Είναι ένας τρόπος ζωής».

Αυτό είναι σωστό. Η φωτογράφηση είναι μια επιλογή, μια γλώσσα, ένας τρόπος επικοινωνίας των συναισθημάτων, των διαθέσεων, των σκέψεων. Ένας τρόπος να σταθείς και να επιβληθείς στον κόσμο.

Το πραγματικό νόημα κάθε φωτογραφίας βρίσκεται πιο πολύ σε ότι οι λεπτομέρειες προκαλούν στον νου και στην καρδιά του κάθε θεατή, παρά στα οπτικά της δεδομένα. Στην ουσία δημιουργούμε οι ίδιοι την σημασία που αποδίδουμε στην φωτογραφία.

Η φωτογραφία είναι άμεση, αλλά ταυτόχρονα αποκτά συνεχώς νέες έννοιες όσο περισσότερο την εξερευνούμε.

Εντός της φωτογραφίας, κρύβονται και αναμιγνύονται περισσότερες έννοιες από ό, τι νομίζουμε όταν την παρατηρούμε, επομένως, η παρατήρηση μιας φωτογραφίας δεν είναι το ίδιο πράγμα με την ανάγνωση της.

Η φωτογραφία δεν είναι μόνο μια εκτύπωση, είναι ένα είδος αυτοπροσωπογραφίας, ένα είδος “καθρέφτη με μνήμη”και περιέχει μια εικόνα που για τον παρατηρητή μπορεί να πάρει ζωή.

Η φωτογραφία κρύβει λοιπόν ένα αμέτρητο δυναμικό όχι μόνο ως εργαλείο για να διευκολύνει και να λειτουργήσει υποστηρικτικά στην επικοινωνία, ειδικά όταν ορισμένα συναισθήματα ή εμπειρίες είναι δύσκολο να εκφραστούν με λέξεις, αλλά και ως εργαλείο ικανό να εκφράσει μεταφορικά σκέψεις και συναισθήματά, καθώς επίσης και ως εργαλείο αυτο-εξερεύνησης του Εαυτού, χρήσιμο για τη βελτίωση της αυτογνωσίας, την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και την αύξηση της συνειδητοποίησης.

Έτσι η σημασία και το συναισθηματικό ‘Μήνυμα¨ εξαρτάται από το ποιος κοιτάζει την φωτογραφία.

Ο πρώτος που εφάρμοσε τη φωτογραφία στην ψυχική υγεία ήταν ο φωτογράφος και ψυχίατρος HughDiamond στο άσυλο του Surrey County Lunatic Asylum από το 1848 έως το 1858. Φωτογράφισε τους ασθενείς στο άσυλο, χρησιμοποιώντας την εικόνα ως διαγνωστικό εργαλείο για τον εντοπισμό διαφορετικών τύπων ψυχικών ασθενειών, και ανακάλυψε ότι όταν οι φωτογραφίες απεδείχθησαν πως είχαν θετικό θεραπευτικό αποτέλεσμα στους ασθενείς.

Εξετάζοντας τις φωτογραφίες τους, οι ασθενείς είχαν επίγνωση της φυσικής τους ταυτότητας και έδιναν περισσότερη προσοχή στην εμφάνισή τους, καθώς συνειδητοποίησαν ότι κάθε φορά που κοίταζαν μια εικόνα όπου αισθάνονταν και φαινόντουσαν καλά αυξανόταν αυτοεκτίμησή τους.

Το 1975, η Judy Weiser, ψυχολόγος και θεραπεύτρια μέσω της τέχνης, έγραψε το πρώτο άρθρο στο οποίο χρησιμοποίησε τον όρο “Φωτοθεραπεία”, δηλ. τη χρήση της φωτογραφίας στη θεραπεία ως μη λεκτικού οργάνου για να ευνοήσει την αφήγηση του εαυτού του και της ιστορίας του ασθενούς.

Το πρώτο διεθνές συνέδριο για τη φωτοθεραπεία πραγματοποιήθηκε το 1979 στις Ηνωμένες Πολιτείες και το 1982 η J. Weiser ίδρυσε το Κέντρο Photo Teraphy Centre στο Βανκούβερ του Καναδά ως αρχείο και χώρο για ψυχοθεραπευτικές φωτογραφικές τεχνικές.

Η Φωτοθεραπεία αποτελεί μια διαδραστική τεχνική συμβουλευτικής που χρησιμοποιεί αλληλεπιδράσεις ασθενών με προσωπικές φωτογραφίες, οικογενειακές και συγχρόνως φωτογραφίες που τραβήχτηκαν από άλλους ή από ασθενείς κατά τη διάρκεια της θεραπείας, προκειμένου να τους βοηθήσουν να ανακτήσουν τη μνήμη και τα κρυμμένα συναισθήματα.

Και από την ψυχαναλυτική προοπτική, με τον Kohut (1970), οι φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκαν για να διευκολύνουν τη διαδικασία αξιολόγησης και διάγνωσης και για να διευκρινίσουν τις σημαντικές πτυχές της παιδικής ηλικίας του ασθενούς.

Τι το θεραπευτικό υπάρχει όμως στην φωτογραφία;

Η φωτογραφία επιτρέπει στον άνθρωπο να έρθει σε επαφή με την αντιληπτή πραγματικότητα του με έναν εντελώς νέο τρόπο.

Κοιτάζοντας μια εικόνα από μια αντιληπτική άποψη σημαίνει ότι την βλέπουμε σαν ένα μια σύνθετη φόρμα πλούσια σε μορφές και υπόβαθρο που μπορεί να προκαλέσει άπειρες προοπτικές νοήματος στον παρατηρητή.

Όταν κοιτάζουμε μια εικόνα που μας ανήκει, προσπαθούμε να συνδέσουμε την εικόνα με την εμπειρία.

Μια φωτογραφία που νοείται ως επικοινωνιακό μέσο έχει μια καταλυτική δύναμη να ανακινήσει συναισθήματα και να δημιουργήσει προβολές εννοιών πάνω σε αυτές, που οι συμμετέχοντες συχνά δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν και να εκφράσουν με λέξεις.

Κοιτάζοντας και ξανακοιτάζοντας τις φωτογραφίες, κοιτάζοντας τον εαυτό μας, κοιτάζοντας τους ανθρώπους που είναι ακόμα παρόντες στη ζωή μας και αυτούς που δεν είναι, μας επιτρέπει να εισέλθουμε σε έναν “άλλο” κόσμο που αποτελείται από αναπαραστάσεις, συναισθήματα και ζωντανές εμπειρίες που συχνά δεν υπάρχουν ούτε στις εικόνες που βλέπουμε.

Το να κοιτάμε μια φωτογραφίας μας, μας επιτρέπει να ξαναδούμε τον εαυτό μας και να βιώσουμε τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες που προκαλεί η εικόνα.

Από την στιγμή που ερχόμαστε πάντοτε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα, κάθε φωτογραφία ενεργοποιεί στον θεατή μια μεγαλοπρεπή προσωπική εικόνα, που χαρακτηρίζεται από την αντίληψη και τη συναισθηματικότητα.

Παραδοσιακά, ο πρωταγωνιστής στο θεραπευτικό περιβάλλον είναι η λεκτική επικοινωνία, αλλά η χρήση της φωτογραφίας στο πλαίσιο αυτό επιτρέπει την εργασία με διαφορετικό τρόπο που δίνει νόημα στο αφηγηματικό περιεχόμενο κυρίως χάρη στην εκφραστική δύναμη και στη συγκεκριμένη γλώσσα που διαθέτει ο ιδιαίτερος κώδικας της φωτογραφίας.

Έτσι στο θεραπευτικό πλαίσιο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη φωτογραφία ως μια μεταφορά του τρόπου με τον οποίο ο θεραπευόμενος αντιλαμβάνεται τον κόσμο και πιο συγκεκριμένα τον τρόπο που σχετίζεται με τους άλλους καθώς επίσης και την ίδια του την ύπαρξη.

 

Η φωτογραφική εικόνα αποτελεί ένα ερέθισμα που δίνει έναυσμα να ξεκινήσει μια φυσική συνομιλία με τον ενδότερο εαυτό.

 

Αυτό που ενδιαφέρει τον θεραπευτή είναι τι ανακαλεί η φωτογραφία στον θεραπευόμενο ώστε να του επιτρέψει να εισέλθει στον ορθολογικό του κόσμο, αποκαλύπτοντας πιθανά αντιφατικά στοιχεία της αφήγησής του και της ιστορίας του.

Ο θεραπευόμενος φέρνει τις φωτογραφίες στην θεραπεία, επιλέγοντας διαφορετικές εικόνες του εαυτού του και των άλλων με τους οποίους μπορεί να εργαστεί και να συσχετιστεί, δίνοντας σημασία στο επιλεγμένο υλικό.

Μόλις τοποθετηθούν οι φωτογραφίες, αρχίζει μια διαδικασία αναδόμησης του νοήματος μεταξύ του θεραπευόμενου και του θεραπευτή μέσω μιας σειράς ερωτήσεων που εμβαθύνουν στον λόγο για τον οποίο ο ασθενής αποφάσισε να τοποθετήσει τις φωτογραφίες σε αυτή τη συγκεκριμένη θέση και να διευκρινίσει ποιά συναισθήματα προκαλούν σε αυτόν.

Η φωτογραφία τελικά, είναι μια στιγμή, αλλά εκείνη τη στιγμή σίγουρα υπήρξε ένα γεγονός, ένα περιστατικό, μια σχεσιακή διαδικασία.

Κατά την διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας μέσω της φωτογραφίας ανοίγεται ένα παράθυρο στο ασυνείδητο, προκειμένου να δοθούν λόγια σε αυτήν, για να ξεκινήσει μια αφηγηματική διαδρομή η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην απλή παρατήρηση της εικόνας.

Η δύναμη αυτού του εργαλείου έγκειται στην ικανότητά του να σταματήσει τον χρόνο και να επιτρέπει να ασχοληθούμε συναισθηματικά με τις εμπειρίες του συμμετέχοντα.

Σε μια φωτογραφία μπορεί να ξαναζήσουμε το παρελθόν, να αναστοχαστούμε στο παρόν, να φανταστούμε στο μέλλον μας, και αν καθοδηγηθούμε σωστά θα ανακαλύψουμε το προσωπικό σύστημα αξιών τα κριτήρια και προσδοκίες μας ως προς τον εαυτό μας και ως προς τον κόσμο, μέσω της αφήγησης των προσωπικών μας συναισθημάτων που βασίζονται σε φωτογραφίες που εμείς οι ίδιοι επιλέξαμε ή βγάλαμε.

“Σε μια φωτογραφία υπάρχουν όλες οι εικόνες και έχεις δει, όλα τα βιβλία που έχεις διαβάσει, η μουσική που έχεις ακούσει και όλα τα πρόσωπα που έχεις αγαπήσει”. Ansel Adams.


Συγγραφέας: Αιμιλία Αξιωτίδου, Ψυχοθεραπεύτρια

πηγή-αναδημοσίευση: https://www.psychologynow.gr