Πεζογραφία

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 22 Απριλίου 2025

Ξύπνησα το πρωί, κι έφτιαξα δυο καφέδες. Έβαλα και δυο κομμάτια σάμαλι. Είπα, κάποιος θα διαβεί να τον κεράσω.
Πέρασε ώρα. Κανείς δεν φάνηκε.
Τα μάζεψα. Φύλαξα τα κομμάτια του γλυκού. Άδειασα τον καφέ κι έπλυνα τα φλυτζάνια. Αέρισα τα σκεπάσματα.
Ήλιο είχε και τ’ άπλωσα να τα ζεστάνει. Έκατσα στην βεράντα μου κι αγνάντεψα ως εκεί που έφτανε το μάτι μου. Χόρτασα εικόνες.
Γιόμισε η ψυχή μου πρωινά χρώματα, και μυρωδιές που άφησε η αυγή στο διάβα της.
Άνοιξα ένα βιβλίο να συνεχίσω το διάβασμα. Χθες το βράδυ ξεκίνησα το νέο βιβλίο. Είχα σταματήσει στην σελίδα είκοσι πέντε.
Εκεί που η ματιά της ηρωίδας του, έπεσε πάνω στο τρύπιο παντελόνι του.
Τον ρώτησε γιατί κυκλοφορεί με την τρύπα, κι απάντησε, έτσι είναι αυτός. Σέρνει και τις τρύπες μαζί του.
Κι η καρδιά του, έχει. Και η ψυχή του, αλλά δεν φαίνονται. Τις έραψε η λησμονιά. Μόνο σαν φυσάει πολύ μοναξιά μπαίνει το κρύο και κρυώνει. Για λίγο όμως.
Τις κλείνει ο πόνος.
Εκείνος ο πόνος που δεν αφήνει τίποτα να διαβεί μέσα σου.
Έκλεισα το βιβλίο, κι άφησα το βλέμμα μου ξανά να πλανηθεί. Ταξίδεψε πολύ μακριά κι ακούμπησε στην δική μου τρύπα.
Σε κείνη την τρύπα που την έραψα και ‘γω με χοντρή κλωστή, μουσκεμένη από δάκρυα.
Την έραψα με ένα κομμάτι σκληρό πίκρας, κι έβαλα πάνω της μια πλάκα πέτρινη δύναμης.
Μα δεν σκέφτηκα να γεμίσω το κενό. Κι ήρθαν στιγμές που φύσαγε στο βάθος της. Με τα χρόνια την γέμιζα σιγά σιγά,ώσπου πια δεν σφύριζε το κενό της.
Νέος ήταν ο διαβάτης του βιβλίου. Νέος. Θα τις γέμιζε τις τρύπες του με τον καιρό, μόνο που η ηρωίδα δεν το γνώριζε.
Το έμαθε αργότερα κι αυτή. Τον ακολούθησε, να ανοίξει τις δικές της τρύπες. Όπως έμαθε πως δεν περπατάμε αντάμα με τους ανέμους που σφυρίζουν στα κενά.
Πέφτουμε μέσα κι ανοίγουμε τις τρύπες μας. Κλείνω το βιβλίο στην σελίδα σαράντα πέντε, με τον σελιδοδείχτη μου τον ξύλινο, δώρο του εγγονού μου στα γενέθλια των εξήντα πέντε μου χρόνων.
Είχε γράψει πάνω του, (Στην γιαγιά μου! Στην δική μου σελίδα! )
Το άφησα στο τραπέζι, και σηκώθηκα να μαζέψω τα σκεπάσματά μου, να τα στρώσω στο κρεβάτι μου.
Καίγανε από τον ήλιο. Είχε περάσει αρκετή ώρα και χόρτασαν και κείνα ζεστασιά, να μου την δώσουν το βράδυ.
Έβαλα να φάω. Δυο πιάτα στο τραπέζι μου, δυο πηρούνια, δυο ποτήρια. Κάποιος θα έρθει σκέφτηκα. Έτοιμο να το’ χω.
Μόνη μου έφαγα. Κανείς δεν ήρθε.
Τα μάζεψα, τα άφησα στον νεροχύτη. Θα τα βάλω στο πλυντήριο αργότερα μαζί με ό,τι μαζευτεί στη διάρκεια της μέρας.
Πήρα ένα περιοδικό με προορισμό διακοπών.
Το ξεφύλλιζα μήπως και σταθώ κάπου που θα μου αρέσει να πάω. Παρέα μου τα βιβλία, κι ο σελιδοδείχτης μου ο ξύλινος. Διάλεξα ένα μέρος με βουνό για διακοπές.
Είχε στην πλαγιά του μικρά σπιτάκια, για οικογένειες και για μοναχικούς επισκέπτες, μέσα στο πράσινο.
Στο τελείωμα της πλαγιάς, ένας μεγάλος ποταμός περνούσε με τα ήσυχα νερά του, παίρνοντας μαζί του και την σκέψη σου, να την χύσει στην ψυχή της θάλασσας.
Εκεί θα πάω είπα και βγήκα να περπατήσω. Δεν κοιμάμαι τα μεσημέρια. Να κουραστώ θέλω να μπορέσω το βράδυ να κοιμηθώ ευκολότερα. Σαν ήμουν νέα, έλεγα, θα χορτάσω τον ύπνο μου στα “γεράματα”, που να φανταστώ πως τότε ο ύπνος μου θα ήταν μόνο πέντε με έξι ώρες.
Γύρισα, κι ήταν ώρα για τον απογευματινό καφέ. Ξανά δυο φλυτζάνια, ξανά το γλυκό στο πιατάκι. Κανείς επισκέπτης.
Μια μικρή ομάδα από έξι εφτά πουλιά διάβηκαν μονάχα.
Πέταξε το γλυκό στον αέρα….έτσι, να πω πως τα κέρασα μα κείνα
φτερούγισαν και χάθηκαν.
Πόση μοναξιά, να θες να προσφέρεις, και να μην έχεις που; Κι έβαλα τα γέλια, να της δείξω πως την βρίσκω αστεία..’Οχι. Δεν θα με μελαγχολήσει.
Μπήκα ξανά στο βιβλίο μου. Σελίδα σαράντα πέντε. Να το τελειώσω ήθελα πριν φύγω για διακοπές. Θα έπαιρνα άλλο μαζί μου. Η ηρωίδα πέταξε το τρύπιο παντελόνι του. Τον ακολούθησε, αφού πήρε καινούργιο, να ταξιδέψουν μαζί.
Εκείνος έκλεισε τις τρύπες του, πέφτοντας μέσα εκείνη, κι έφυγε. Την άφησε να βγει μόνη της, και βγήκε.
Ήθελα να της πω, πως δεν πετάμε πάνω από τα κενά των άλλων. Μα το έμαθε μόνη της. Στην σελίδα ογδόντα δύο, το είπε.
Είπε, πως τις τρύπες του, ο κάθε ένας πρέπει μόνος του να τις κλείσει, και πως ο άλλος δεν είναι το υλικό για να τις κλείνει. Τις τρύπες μας, να τις γεμίζουμε με ζωή.
Έτσι θα μπορέσει ο συνοδοιπόρος μας να πατήσει πάνω τους στέρεα, για όσο κρατήσει το ταξίδι μας.
Ήθελα να της το πω, μα το κατάλαβε μόνη της κι ήταν καλύτερα έτσι. Η γνώση είναι κείνη που σε προστατεύει, κι όχι η θεωρία.
Σελίδα διακόσια δέκα, η ηρωίδα είχε την δική μου ηλικία.
Καθισμένη στην βεράντα του σπιτιού της, σκεφτότανε να πάει ένα ταξίδι. Με τις τρύπες της και κείνη να μην σφυρίζουν πλέον, σαν τις δικές μου, που από χρόνια έπαψαν να κάνουν θόρυβο.
Μόνη θα ταξίδευε και κείνη. Δεν ξέρω αν είχε κάποιο σελιδοδείχτη στις αποσκευές της. Μα και να’ χε, δώρο δεν θα ήταν. Ακόμα και να ήταν, δεν θα έγραφε πάνω, (Στην γιαγιά μου! Στην δική μου σελίδα )
Κάποια πράγματα, είναι μόνο δικά μας, γιατί προέρχονται από ξεχωριστούς και μοναδικούς ανθρώπους της ζωής μας.
Σελίδα διακόσια εβδομήντα, η ηρωίδα έκλεινε τις βαλίτσες της. Πετούσε σε τρεις ώρες. Η πτήση της ήταν γεμάτη γνώση. Επέλεξε θάλασσα να παίξει με τα κύματα.
Εγώ είμαι στο δωμάτιο της πλαγιάς. Ένα παράθυρο μεγάλο, βλέπει στο ποτάμι που κυλάει ήσυχα.
Είναι απόγευμα, πήρα το ποδήλατό μου και πηγαίνω μαζί με τα νερά του ποταμού στην άκρη της όχθης. Κοντεύει να βασιλέψει ο ήλιος, κι αποφάσισα να γυρίσω.
Αφήνω το ποδήλατό μου στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο για ποδήλατα, και μπαίνω στο δωμάτιό μου.
Βγήκα στην βεράντα του, να δω τον ήλιο που έγερνε πίσω από το βουνό. Καλησπέρα μου φώναξαν από την διπλανή βεράντα.
Ανταπέδωσα τον χαιρετισμό. Ένας κύριος έπινε τον καφέ του. Δεν είχε δυο φλυτζάνια στο τραπέζι του.
Είχε όμως το κάλεσμα στην διάθεσή του, και χρόνο να τον μοιραστεί με κάποιον. Έμαθα εκείνο το απόγευμα, πως δεν αρκεί ένα σερβίτσιο άδειο να καρτερεί να γεμίσει.
Έμαθα πως όσο γεμάτη και να είναι η ψυχή σου, κι όσο κι αν θέλεις να προσφέρεις, αν δεν καλέσεις κανείς δεν έρχεται. Στον περαστικό, θα προσφέρεις, ένα ποτήρι νερό, να ξεδιψάσει να συνεχίσει.
Την καρέκλα σου όμως θα την προσφέρεις σε κείνον που θέλει να καθίσει. Σε κείνον που θα καλέσεις να μοιραστείς μαζί του τον χρόνο σου, και τον καφέ σου.
Σε κείνον που δεν θα σφυρίζουν οι τρύπες του…και θα απολαμβάνετε κι οι δυο την διαδρομή της ηρεμίας. Σελίδα διακόσια εβδομήντα δύο, η ηρωίδα σκέφτεται, να πει ναι, σε μια πρόσκληση. Είναι όμορφο να σε καλούν και να φεύγεις…παρά να καλείς και να φεύγουν…
Θέλει δρόμο ακόμα. Ίσως οι τρύπες της να μπάζουν φυγές…

Ελευθερία Λάππα

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 21 Απριλίου 2025

Αποσπασματα

.*Οι άνθρωποι, εκεί που ζεις, καλλιεργούν πέντε χιλιάδες τριαντάφυλλά σε έναν κήπο. Παρ’ όλα αυτά, δεν βρίσκουν αυτό που ψάχνουν… Κι όμως αυτό που ψάχνουν, μπορεί να βρεθεί σε ένα και μόνο τριαντάφυλλο.

*Είναι ο χρόνος που έχεις ξοδέψει για το τριαντάφυλλό σου που κάνει το τριαντάφυλλό σου τόσο σημαντικό.

*Είναι πιο δύσκολο να κρίνεις τον εαυτό σου από το να κρίνεις του άλλους. Αν καταφέρεις να κρίνεις τον εαυτό σου σωστά, τότε είσαι πράγματι ένας σοφός άνθρωπος.

*Μικρός Πρίγκιπας: Πού είναι όλοι οι άνθρωποι; Είναι λίγο μοναχικά στην έρημο… Το φίδι: Είναι μοναχικά, ακόμα και όταν βρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους.

*.Αντίο, είπε η αλεπού. Αυτό είναι το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό. Δεν βλέπουμε καλά, παρά με την καρδιά μας. Το ουσιαστικό είναι αόρατο για τα μάτια.

*.Όλοι οι μεγάλοι ήταν παιδιά πρώτα… Αλλά λίγοι το θυμούνται.

*Aλλα μικρά αγόρια. Και δεν σε έχω ανάγκη. Ούτε εσύ με έχεις ανάγκη. Για σένα είμαι μόνο μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Αλλά αν με εξημερώσεις θα έχει ανάγκη ο ένας τον άλλον. Θα είσαι το μόνο αγόρι στον κόσμο για μένα και θα είμαι η μόνη αλεπού στον κόσμο για σένα.

*Μόνο τα παιδιά ξέρουν τι ψάχνουν.

*Είναι ακριβώς όπως συμβαίνει με το λουλούδι. Αν αγαπάς ένα λουλούδι που ζει σε ένα αστέρι, είναι γλυκό να κοιτάς τον ουρανό τη νύχτα. Όλα τα αστέρια είναι ανθισμένα λουλούδια…

*.Θα ‘ταν καλύτερα να ‘ρχεσαι την ίδια ώρα, είπε η αλεπού. Αν, για παράδειγμα, πρόκειται να έρθεις στις τέσσερις το απόγευμα, από τις τρεις κιόλας εγώ θ’ αρχίσω να ‘μαι ευτυχισμένη. Όσο θα προχωρεί η ώρα, τόσο περισσότερο ευτυχισμένη θα νιώθω.

*Οι λέξεις είναι η πηγή των παρεξηγήσεων.

*.Εδώ και εκατομμύρια χρόνια τα λουλούδια παράγουν αγκάθια.

*.Ήμουν πολύ μικρός για να ξέρω πως να την αγαπώ.

*Αλλά ο αλαζόνας δεν τον άκουσε. Οι αλαζονικοί άνθρωποι δεν ακούν τίποτα άλλο παρά μόνο επαίνους.

*.Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτήν την αλήθεια, είπε η αλεπού. Αλλά δεν πρέπει να το ξεχνάς. Γίνεσαι υπεύθυνος για πάντα για ό,τι έχεις εξημερώσει.

*Αλλά αν με εξημερώσεις, τότε θα χρειαστούμε ο ένας τον άλλον. Για μένα θα είσαι μοναδικός σε όλο τον κόσμο. Για σένα, θα είμαι μοναδικός σε όλο τον κόσμο.

*Όταν βρίσκεις ένα διαμάντι που δεν ανήκει σε κανέναν, είναι δικό σου…όταν ανακαλύπτεις ένα νησί που δεν ανήκει σε κανέναν, είναι δικό σου. Όταν βρίσκεις μια ιδέα πριν από οποιονδήποτε άλλον, βγάζεις δίπλωμα ευρεσιτεχνίας: είναι δική σου. Έτσι με εμένα: Είμαι κάτοχος των αστεριών, γιατί κανείς άλλος πριν από εμένα δεν σκέφτηκε ποτέ να του ανήκουν.

*Το να ξεχνάς έναν φίλο είναι λυπηρό. Δεν έχουν όλοι φίλους.

*Οι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν με τους άλλους καταφεύγουν στις εύκολες λύσεις. Δίνουν σημασία στα υλικά αγαθά και όχι στις ανθρώπινες σχέσεις.

20.Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίσουν τίποτα. Τα αγοράζουν όλα από τα εμπορικά. Καθώς όμως δεν υπάρχουν εμπορικά που πουλάνε φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους.

*Τα αστέρια στο νυχτερινό ουρανό γελάνε στη δική σου φωνή.

*Έπρεπε να κρίνω με πράξεις και όχι με λόγια.

*Μερικές φορές δεν βλάπτει να αναβάλεις μια δουλειά για αργότερα.

*Οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν ποτέ τίποτα από μόνοι τους και είναι κουραστικό τα παιδιά συνεχώς και πάντα να τους εξηγούν τα πράγματα.

*Οι άνθρωποι δεν χρειάζονται πάντα συμβουλές μερικές φορές το μόνο που χρειάζονται είναι ένα χέρι για να κρατηθούν, ένα αυτί να τους ακούσει και μια καρδιά που μπορεί να τους καταλάβει.

*Η αγάπη δεν είναι να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον, αλλά να κοιτάζουμε μαζί προς την ίδια κατεύθυνση.

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 13 Απριλίου 2025

Απόσπααμα…

“Μια γυναίκα κοντή ήταν. Κοντή κι άσχημη με ένα κουσούρι που δεν μπορούσε να το κρύψει.
Αυτό το κουσούρι ήταν η αιτία να κλειστεί στον εαυτό της. Δεν είχε πολλά πολλά με τους χωριανούς της.
Κλεισμένη στον εαυτό της και στο σπίτι της. Ο άνθρωπος όμως έχει ανάγκη να μιλάει, να λέει και καμιά κουβέντα. Εκείνη τίποτα..
Δεν σας έχω ανάγκη τους έλεγε κι αλήθεια ήταν.
Ποτέ δεν ζήτησε κάτι από κανέναν. Ζούσε μ ένα κομμάτι ψωμί και μια χούφτα ελιές. Αδύνατη, κακοτερένια μ ένα γρήγορο περπάτημα να μιλάει μόνη της και να κουνάει τον δείχτη του χεριού της σα να φοβερίζει κάποιον.
Φορούσε πάντα ένα μεγάλο μαντήλι στο κεφάλι να κρύβει το κουσούρι της μα κείνο δεν κρυβόταν με τίποτα..
Την μέρα δεν έβγαινε απ’ το σπίτι. Μόνο σαν έπεφτε το σκοτάδι έπαιρνε τους δρόμους μιλώντας μόνη της και κουνώντας τον δείχτη. Μάγισσα την λέγανε τα μικρά παιδιά και δεν είχαν κι άδικο. Έτσι έμοιαζε. Σαν μάγισσα.
Κάτι τα νυχτοπερπατήματα, κάτι οι κουβέντες που’ κανε μόνη της, κάτι το παρουσιαστικό της, της ταίριαζε μια χαρά το μάγισσα.
Στην τσέπη της πάντα βαστούσε μια τράπουλα.
Τα χαρτιά έριχνε κι ερχόταν από μακριά να τους τα πει.
Την τράπουλα όμως την είχε μόνιμα στην τσέπη της κι ο λόγος ήταν πως αν σε συναντούσε και σε συμπαθούσε, πράγμα σπάνιο δεν ήθελε ούτε τ άντερά της. Σου έπιανε την κουβέντα, σε τράβαγε παράμερα και σου’ ριχνε τα χαρτιά.
Και να δεις που βγαίναν τ’ άτιμα. Κι είχε απλωθεί η φήμη της στα γύρω χωριά κι όχι μόνο. Αν δεν έριχνε τα χαρτιά θα σου’λεγε τον καφέ. Κι ήταν πολλές που τρέχανε και για τα δύο.
Κάποιες φορές πηγαίνανε και οι άντρες κι είχαν να λένε πως όλα τους τα βρήκε το παρασάνταλο.
Έτσι την ξέρανε. Παρασάνταλο. Μα ψυχή είχε και κείνη. Ποιος όμως νοιάστηκε για τούτο; Σχεδόν κανείς.
Μα κι αν κάποιος θέλησε να της δείξει λίγη συμπόνια, με τις πέτρες τον κυνηγούσε. Τα παιδιά μόλις την βλέπανε τρέχανε να κρυφτούνε. Ο θεός όμως όταν φτιάνει έναν τέτοιο άνθρωπο, φτιάνει και το ταίρι του.
Έτσι της έστειλε κάποιον να την δεχτεί όπως ήταν αρκεί να του έπλενε δυο σκουτιά και να’ βρισκε ένα πιάτο φαΐ σαν γύρναγε απ’ την δουλειά. Δουλευταράς πολύ ήταν ο γαμπρός κι ήθελε μόνο αυτό. Δεν τον ένοιαζε αν ήταν άσχημη.
Αν σβήσεις την λάμπα έλεγε όλες το ίδιο είναι. Σάμπως και γω; Τι;
Όμορφος είμαι; Και σμίξαν τα κουσούρια τους και παντρεύτηκαν.
Τον πρώτο καιρό το παρασάνταλο έκανε προσπάθειες να κρατήσει το γάμο αλλά το χούι δεν κόβεται. Αυτός δεν ήθελε να λέει τα χαρτιά, ούτε τον καφέ. Δεν τα πίστευε αυτά και δεν ήθελε η γυναίκα του να ασχολείται.
Μα η καψερή δεν το μπόρεσε τούτο κι αρχίσαν τα προβλήματα ώσπου χωρίσανε τα τσανάκια τους. Έφυγε κείνη απ’ το σπίτι της. Δικό της ήταν κι έμεινε κείνος αφέντης και στην περιουσία της.
Και το παρασάνταλο άφαντο. Κανείς δεν το είδε πουθενά.
Κάποιοι είπαν πως τάχτηκε σε μοναστήρι. Κάποιοι άλλοι πως τρελάθηκε και μπήκε σε ίδρυμα.
Μα ψέματα ήταν και τα δυο. Κομπόδεμα γερό είχε απ’ τα χαρτιά και τον καφέ το πήρε κι έφυγε σε άλλη πόλη πολύ μακριά απ’ το χωριό να κάνει εκεί τα μαγιολίκια της.
Έκανε πολλούς παράδες μα πάντα μόνη ήταν. Μεγάλωσε, γέρασε κι ήρθε στο χωριό ξανά. Είχε φύγει απ’ την ζωή ο δουλευταράς και γύρισε στο κονάκι της γριά πια.
Μόνο που τούτη τη φορά δεν απόπαιρνε τον κόσμο, δεν κυνηγούσε τα παιδιά και δεν έριχνε πια τα χαρτιά. Τον τόπο της ήθελε η καημένη. Τον τόπο της και το φτωχικό της. Να αφήσει την ψυχή της εκεί στη γωνιά με τις στάχτες που τις ανακάτευε τα βράδια μόνη της και μιλούσε με την μοναξιά της και της κουνούσε τον δείχτη του χεριού.
Ν’ αφήσει την ψυχή της στην κούρνια της. Όπου κι αν πήγε την φωλιά της ήθελε σαν πουλί κυνηγημένο ήταν η έρμη.
Τις στάχτες κουβάλαγε ο νους της κι αυτές ονειρευότανε και κείνο το σκαλί που το πότιζε με τα δάκρυά της σαν έβγαινε το φεγγάρι.
Κι έτσι την βρήκαν μια μέρα.
Είχε γείρει στην γωνιά που άναβε την φωτιά. Είχε γείρει κι άφησε την τελευταία ανάσα η ψυχούλα εκεί. Βρήκαν τις στάχτες υγρές απ’ τα στερνά της δάκρυα κι ένα φάκελο στο χέρι της. Σε κείνο το χέρι που κούναγε το δείχτη.
Μα τούτη την φορά δεν φοβέριζε.
Τούτη την φορά έδειχνε ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό που το άφηνε στα παιδιά του χωριού. Να σπουδάσουν λέει εκείνα που είχαν θέληση για γράμματα. Το κομπόδεμά της ήταν.
Να την θυμάται και κείνη κάποιος και να την συγχωρέσουν που τρόμαζε και κυνηγούσε τα παιδιά κάποτε..
Ετούτα έγραφε το γράμμα κι είχε υπογραφή το παρασάνταλο.
Σάμπως ξέρανε και τ όνομά της. Μ’ αυτό την φώναζαν.
Σάμπως το θυμόταν κι αυτή;

Ελευθερία Λάππα “Ομφαλός της γη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 15 Φεβρουαρίου 2025

Απόσπασμα

Το ξέρω πως θα ’ρθει ένας καιρός, που οι άνθρωποι θα θαυμάζουν, ο ένας τον άλλον, όπου καθένας τους θα λάμπει σαν αστέρι στα μάτια του άλλου, όπου όλοι θ’ ακούνε το διπλανό τους σα να ’τανε μουσική η φωνή του.

Θα υπάρχουν άνθρωποι ελεύθεροι στη γη, όλοι θα ’χουν ανοιχτή καρδιά, εξαγνισμένοι από κάθε απληστία και φθόνο.

Και τότε η ζωή δε θα ’ναι πια η ζωή, μα ένας ύμνος στον άνθρωπο, η μορφή του θα πάει ψηλά, γιατί οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορούν να φτάσουν όλα τα ύψη!

Θα ζούνε τότε μες στην ελευθερία και στην ισότητα, θα ζούνε για την ομορφιά.

Τότε οι καλύτεροι θα ’ναι εκείνοι που θα μπορούν ν’ αγκαλιάσουν περισσότερο τον κόσμο μέσα στην καρδιά τους, εκείνοι που θα τον αγαπήσουν πιο βαθιά, εκείνοι πού θα ’ναι οι πιο ελεύθεροι… γιατί μέσα σ’ εκείνους θα υπάρχει η περισσότερη ομορφιά!

Τότε η ζωή θα ’ναι μεγάλη και μεγάλοι θα ’ναι εκείνοι που θα τη ζούνε!…

Σώπασε στάθηκε ορθός, κ’ εξακολούθησε με μια φωνή όπου αντιλαλούσε όλη η δύναμή του:

Στο όνομα αυτής της ζωής, είμαι έτοιμος για όλα… θα ξεριζώσω την καρδιά μου, αν χρειάζεται, και θα την ποδοπατήσω χάμω εγώ ο ίδιος.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 2 Φεβρουαρίου 2025

Από την Κυριακή

“Σαν πέθανε ο Νάρκισσος, μεταμορφώθηκε η λίμνη της χαράς του κι από κύπελλο γλυκού νερού άλλαξε και γιόμισε αρμυρά δάκρυα.

Κ’ οι Δρυάδες ήρθανε κλαίγοντας απ’ το δάσος για να της τραγουδήσουν και να την παρηγορήσουν.

Κι άμα είδανε πως η λίμνη από κύπελλο γλυκού νερού μεταμορφώθηκε σε κύπελλο γιομάτο αρμυρά δάκρυα, απόλυσαν τις πράσινες πλεξούδες των μαλλιών τους και φώνα­ξαν κλαίγοντας: «Δεν παραξενευόμαστε που θρηνείς με τέ­τοιον τρόπο για το Νάρκισσο, ήτανε τόσο όμορφος!»
«Ήτανε όμορφος ο Νάρκισσος;» ρώτησε η λίμνη.

«Αυτό ποιος μπορεί καλύτερα να το ξέρει από σένα;» απά­ντησαν οι Δρυάδες. «Από μας πάντα προσπερνούσε, μα σέ­να πάντα σε ζήταγε για να ξαπλώνει πλάι σου, να σε θαυμά­ζει και να καθρεφτίζει στον καθρέφτη των νερών σου την ομορφιά του».

Κ’ η λίμνη απάντησε: «Εγώ όμως αγαπούσα το Νάρκισ­σο, γιατί όταν ξαπλωνόταν στην όχθη μου και με κοίταζε, καθρέφτιζα στον καθρέφτη των ματιών του τη δική μου ο­μορφιά».

Όσκαρ Γουάιλντ

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 29 Νοεμβρίου 2024

Απόσπασμα

Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή,
του αρέσει να παίζει μα η καρδιά αγριεύει,
δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει
και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος:
Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο,
καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα.
Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται
όλες οι δυνάμεις του Σύμπαντου.
Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν,
ν΄ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω.
Αλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.

Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω
και να βαστάξω το φοβερό
καθημερινό θέαμα της αρρώστιας,
της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.
Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα·
οδεύω σ΄ ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα.
Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό
βάραθρο· μια άλλη δύναμη με συντραβάει
ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.

Και μάχουμαι
πως να γνέψω στους συντρόφους,
προτού πεθάνω.
Να τους δώσω το χέρι μου,
να προφτάσω να συλλαβίσω
και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο.
Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι
τούτη η πορεία·
και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε.
Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί
το περπάτημα και την καρδιά μας.
Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό
να προφτάσω να πω στους συντρόφους!

Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή,
δεν είναι ο άνθρωπος. έζησε χωρίς αυτά,
θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες
της βίαιης περιστροφής της.

Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά,
ας σμίξουμε τις καρδιές μας,
ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει
ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης,
όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί,
πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν,
ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο
και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε
ένα νόημα ανθρώπινο
στον υπερανθρώπινον αγώνα!

Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε
κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει.
Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης,
να μας πλερώσει το μεροκάματο μας.
Δεν ξενοδουλεύουμε· εμείς είμαστε οι αφέντες·
το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας,
σάρκα μας κι αίμα μας.
Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε,
πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί,
τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι Ιδέες
ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.
Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε
ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα;
Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα;
Όλα είναι ένα.
Σκάβω και χαίρουμαι
όλον τον κύκλο του σταφυλιού,
τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου,
μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί.
Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο
του παππού και του προπάππου.
Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός
στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο.
Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα,
ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα.

Ν΄ αγαπάς την ευθύνη.
Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου
έχω χρέος να σώσω τη γης.
Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου,
και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι
των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.

«Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!»
φωνάζουν μέσα σου οι νεκροι.
«Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες
που πεθυμήσαμε· πρόφτασε εσύ,
κοιμήσου μαζί τους!

Δεν προφτάσαμε
να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας·
κάμε τις έργα εσύ!
Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε
και να στερεώσουμε το πρόσωπο
της ελπίδας μας· στερέωσε το εσύ!

«Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας!
Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου
και φωνάζουμε: Όχι, δε φύγαμε,
δεν ξεκορμίσαμε από σένα,
δεν κατεβήκαμε στη γης.
Μέσα από τα σωθικά σου
ξακλουθουμε τον αγώνα.
Λύτρωσε μας!»
Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου·
ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί,
από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει:
«Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ,
κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»
«Αφεντικό, έχεις τα πάντα αλλά παρ’όλα αυτά
χάνεις τη ζωή γιατί σου λείπει λίγη τρέλα.
Εάν αποκτήσεις λίγη τρέλα
θα καταλάβεις τι σημαίνει ζωή.»

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 13 Οκτωβρίου 2024

Ο αετός, λένε, πως ζει μέχρι και 70 χρόνια. Στη διάρκεια της ζωής του, υφίσταται τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος σε όλα τα ζωντανά της φύσης. Έτσι στα μισά της ζωής του, το δυνατό του ράμφος, με το οποίο κατασπάραζε τα θύματά του, κυρτώνει τόσο πολύ, που είναι αδύνατο να φάει.

Τα γαμψά του νύχια, με τα οποία άρπαζε τη λεία του, μακραίνουν τόσο, που αδυνατούν να συγκρατήσουν το βάρος των θηραμάτων του. Και τα φτερά του αδυνατίζουν από την ασιτία, ώστε με δυσκολία μπορεί, πλέον, να πετά.

Ο αετός όμως, δεν είναι απ’ αυτά τα ζωντανά που παραδίνεται περιμένοντας το μοιραίο. Συμμαζεύει όση δύναμη τού έχει απομείνει και πετά στην κορυφή, εκεί που έχει τη φωλιά του. Βρίσκει τη δύναμη να αντέξει τον πόνο και συντρίβει το γερασμένο ράμφος του στο βράχο.

Ύστερα βρίσκει το κουράγιο και την υπομονή να περιμένει, όσο χρόνο χρειαστεί, να φυτρώσει το καινούριο ράμφος του. Τότε, με το καινούριο, πια, ράμφος του, ξεριζώνει τα παλιά ατροφικά του νύχια και περιμένει πάλι, όσο χρειαστεί, ώσπου να φυτρώσουν τα καινούρια νύχια του. Και σαν φυτρώσουν τα νύχια του, απαλλάσσει τα φτερά του από το άχρηστο φορτίο τους, για να φυτρώσουν τα καινούρια του φτερά, που θα του χαρίσουν και πάλι την περηφάνια και το γρήγορο πέταγμα.

Έτσι κατά τη λαϊκή παράδοση, ο αετός πετυχαίνει την αναγέννησή του και ζει περήφανος και δυνατός ως το τέλος της ζωής του!

Κι έτσι περήφανος και δυνατός ζει μέσα στα δημοτικά τραγούδια του λαού μας.
Εάν ο αετός με το ζωικό του ένστικτο κατορθώνει να αναγεννηθεί, ο άνθρωπος με τη δύναμη της λογικής που διαθέτει, δεν θα μπορούσε να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα;

«Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας. Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά-σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ.

Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα.

Δεν μιλώ για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ’ αντικείμενα σ’ όλες τους τις λεπτομέρειες, αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα την μεταφυσική τους σημασιολογία……..

Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε

Είναι φρόνιμο ν’ αποφεύγουμε τις μεγαλεπήβολες εκφράσεις, το ξέρω. Οι κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τις χρησιμοποίησαν, ήρθαν σε σύγκρουση, ακμάσανε, πέρασαν.

Η ουσία όμως έμεινε, μένει. Και η ποίηση, που εγείρεται στο σημείον όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του για να τ’ αναλάβει εκείνη και να προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσια-ίσια εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά. Διασώζει σε καθαρή μορφή τα μόνιμα, τα βιώσιμα στοιχεία που καταντούν δυσδιάκριτα μέσα στο σκότος της συνείδησης όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των θαλασσών.

Να γιατί μας χρειάζεται η διαφάνεια. Για να διακρίνουμε τους κόμπους στο νήμα που μέσ’ από τους αιώνες τεντώνεται και μας βοηθεί να σταθούμε όρθιοι πάνω σ’ αυτή τη γη……..

Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ’ ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θα έλεγα τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο.

Η αντίφαση είναι διδακτική. Όταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας, ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή…..

Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο.

Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ.

Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε.

Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους dürftiger, είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ’ όλ’ αυτά βρίσκεται στα χέρια μας»

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 20 Ιουλίου 2024

Απόσπασμα

Εδώ και μερικά χρόνια, σε ένα μακρύ ταξίδι με το τραίνο, θέλησα να επισκεφτώ την μετακινούμενη πατρίδα, όπου είχα κλειστεί για τρεις μέρες, αιχμάλωτος για τρεις μέρες αυτού του θορύβου σαν από χαλίκια που τα κυλά η θάλασσα, και σηκώθηκα. Διέσχισα, κατά τη μία το πρωί το τραίνο από τη μια άκρη ως την άλλη. Τα βακόν-λι ήταν άδεια. Τα βαγόνια της πρώτης θέσεως ήταν άδεια. Όμως τα βαγόνια της τρίτης στέγαζαν εκατοντάδες Πολωνούς εργάτες, που είχαν απολυθεί από τη Γαλλία και ξαναγύριζαν στην Πολωνία τους. Και πέρναγα τους διαδρόμους, δρασκελώντας ξαπλωμένα σώματα. Στάθηκα να κοιτάξω. Ορθός, κάτω από το φώς, αντίκριζα μέσα σε αυτό το δίχως χωρίσματα βαγόνι, που έμοιαζε με θάλαμο και μύριζε στρατώνα ή κρατητήριο, ένα ολόκληρο λαό ανάκατο, που ταρακουνιόταν από τη ρυθμική κίνηση του τραίνου. Ένα ολόκληρο λαό, βυθισμένο στα κακά του όνειρα, που ξαναγύριζε στη μιζέρια του. Χοντρά ξυρισμένα κεφάλια κυλούσαν πάνω στα σανίδια των πάγκων. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, στριφογύριζαν όλοι δεξιά και αριστερά, σαν χτυπημένοι από όλους αυτούς τους θορύβους, όλα αυτά τα τραντάγματα, που τους απειλούσαν στη λησμονιά τους. Δεν είχαν βρει τη φιλοξενία ενός καλού ύπνου. Ένα παιδί θήλαζε μια μάνα, τόσο κουρασμένη, που έμοιαζε σαν να κοιμόταν. Η ζωή μεταδινόταν μέσα στην παραζάλη και την ανακατωσούρα του ταξιδιού. Κοίταζα τον πατέρα. Ένα κεφάλι βαρύ και γυμνό σαν πέτρα. Ένα κορμί διπλωμένο στον άβολο ύπνο, φυλακισμένο στα ρούχα της δουλειάς, φτιαγμένο από καμπούρες και βαθουλώματα. Έμοιαζε με ένα σωρό λάσπη. Έτσι, τη νύχτα, ναυάγια που δεν έχουν πια ανθρώπινο σχήμα κοιμούνται βαριά πάνω στους πάγκους της αγοράς. Και συλλογιόμουν: το πρόβλημα δεν βρίσκεται διόλου σε αυτή τη μιζέρια, σε αυτή τη βρώμια, ούτε σε αυτή την ασχήμια. Όμως αυτός ο ίδιος άντρας και αυτή η ίδια γυναίκα, γνωρίστηκαν μια μέρα και ο άντρας σίγουρα χαμογέλασε στη γυναίκα. Σίγουρα μετά τη δουλειά της έφερε λουλούδια. Συνεσταλμένος και αδέξιος, έτρεμε ίσως μην τον περιφρονήσει. Μα η γυναίκα, από φυσική φιλαρέσκεια, η γυναίκα, σίγουρη για τη χάρη της ευχαριστιόταν ίσως να τον κρατά σε αμφιβολία. Και εκείνος που πια δεν είναι σήμερα παρά μια μηχανή για να σκάβει ή να φτυαρίζει, δοκίμαζε έτσι στην καρδιά του τη γλυκεία αγωνία. Το μυστήριο είναι πού έγιναν αυτοί οι σωροί από λάσπη. Από ποιο τρομερό καλούπι πέρασαν και τους σημάδεψε, όπως η πρέσα το μέταλλο; Ένα γερασμένο ζώο διατηρεί τη χάρη του. Γιατί αυτή η ωραία ανθρώπινη άργιλος έπαθε τέτοια φθορά; Κάθισα αντίκρυ σε ένα ζευγάρι. Ανάμεσα στον άντρα και στην γυναίκα, το παιδί, όσο γινόταν πιο βολικά, είχε χωθεί και κοιμόταν. Γύρισε όμως μέσα στον ύπνο του και το πρόσωπο του μού φανερώθηκε κάτω απ΄το φώς. Ά! Τι εξαίσιο πρόσωπο! Είχε γεννηθεί από αυτό το ζευγάρι, κάτι σαν ένας χρυσός καρπός. Από αυτά τα βαριά και άχαρα σώματα είχε βγει αυτό το επίτευγμα λεπτότητας και χάρης. Έσκυψα πάνω από αυτό το λείο μέτωπο, από αυτά τα γλυκά σουφρωμένα χείλη και είπα μέσα μου: να ένα πρόσωπο μουσικού, να το παιδί Μότσαρτ, να μια ωραία υπόσχεση της ζωής. Οι μικροί πρίγκιπες των παραμυθιών δεν ήταν αλλιώτικοι. Αν έβρισκε προστασία, στοργή, καλλιέργεια, και τι δε θα μπορούσε να γίνει! Όταν γεννιέται ένα καινούργιο τριαντάφυλλο, στους κήπους, από διασταύρωση, όλοι οι κηπουροί συγκινιούνται. Απομονώνουν το τριαντάφυλλο, το καλλιεργούν, το ευνοούν. Όμως δεν υπάρχει κηπουρός για τους ανθρώπους. Το παιδί Μότσαρτ θα περάσει, μαζί με τους άλλους από την πρέσα. Ο Μότσαρτ θα βρει τις πιο ανώτερες χαρές του στη διεφθαρμένη μουσική, μέσα στη βρωμιά των καφενείων. Ο Μότσαρτ είναι καταδικασμένος. Και ξαναγύρισα στο βαγόνι μου. Μέσα μου έλεγα: αυτοί οι άνθρωποι δεν υποφέρουν καθόλου από την κατάντια τους. Και δεν είναι ο οίκτος που με βασανίζει. Το θέμα δεν είναι να συγκινείσαι για μια πληγή που ποτέ δεν κλείνει. Αυτοί που την έχουν δεν την νοιώθουν. Εκείνο που τραυματίζεται εδώ, που βλάπτεται, είναι το ανθρώπινο είδος και όχι το άτομο. Δεν πιστεύω καθόλου στον οίκτο. Αυτό που με βασανίζει είναι η άποψη του κηπουρού. Αυτό που με βασανίζει δεν είναι τούτη η αθλιότητα, όπου στο κάτω- κάτω βολεύεται κανείς, το ίδιο καλά, όπως και στην τεμπελιά. Γενιές και γενιές ανατολίτες ζούνε μέσα στην λίγδα και τους αρέσει. Αυτό που με βασανίζει δεν το θεραπεύουν τα λαϊκά συσσίτια. Αυτό που βασανίζει δεν είναι ούτε οι καμπούρες και τα βαθουλώματα στα κορμιά ούτε η ασχήμια. Είναι ο Μότσαρτ που δολοφονείται μέσα στον κάθε άνθρωπο…

Μόνο το Πνεύμα, όταν πνέει στη λάσπη, μπορεί να δημιουργήσει τον Άνθρωπο.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 4 Ιουνίου 2024

– Αύριο, πρέπει να πάω, στον Αρσό, να ρινιάσομε τσι συκιές.
Είπε η μάνα μου, που σά σήμερα, ήρθε απού όξω κι ήφερε σ’ένα καλάθι, κάτι πολύ μικρά σύκα.
– Μα ήντά ναι φτά, ώ μάνα;;
-Ερίνοι . Άγρια σύκα.
Δέ ντρώουνται.(τρώγονται). Μόνου γλυκό τσι κάνουνε.
Κάτσε, να δεις, που θα τα κάμω αρμαθιές κι αύριο θα πάω να τσι κρεμάσω στσι συκιές. Ετσά, θα ενούνε τα σύκα, που θα φέρνω τον Αύγουστο. Να ξέρεις…….
Μπορεί καμμιά βολά, να το κάμεις κι εσύ, το ρίνιασμα.
“Μα τόση καλή ψυχή να ‘χω, όσο πρόκεται…. Άμα σφαλίξομε ντα μάθια μας, θα ξεραθούν όλα.”
“Λες ..κι είχε πυθιά (πυτιά), το στόμα τζη…”
Ετράβηξα το σκαμνάκι κι ήκατσα.
Εκείνη, εβάστα μια βελόνα με κλωστή
κι επέρνα τα συκαλάκια , τρία – τέσσερα μαζί, ήκοβγε τη ‘ν’ κλωστή, την ήδενε κόμπο και ξανά το ίδιο.
Μου θύμισε τσί μαργαρίτες και τα διπλά πουλιά, που τα περνούμα με κλωστή και κάναμε κολιέδες τη Μ.Παρασκευγή , ια να στολίσομε, τον Επιτάφιο.
– Καλέ ώ μάνα;; Δε μοιάζουνε σα βραχιόλια , με πράσινες πέτρες και σα ντα σκουλαρίκια τση ιαιάς;;;
Δώσ’ μου, να βάλω ένα…. βραχιόλι.
– Άστα κάτω και μήν ακουμπήξεις το στόμα σου, ιατί θα πρηστεί..
-Και, δέ θά ξεραθούνε, αφού είναι κομμένα; Πώς θα ενούνε σύκα;;;;
-Ώ !!! ζαβοκουκιά…..(αθώα χαζή).
Μα ευτά τα σύκα, θαρρείς πως θα φάτε;;;
Μέσ’ σ’ εουτά τα σύκα, έχει ένα μυάκι(μυγάκι), μικρό, που βγαίνει και πάει και κάθεται, απάνω στα λουλούδια τση ήμερης συκιάς. Εουτό, είν’ ασερνικό, ιαυτό, λέμε, “ο έρινας”. Από φτό, ίνουνται τα σύκα.
Ότι να μεγαλώξεις, θα το καταλάβεις…
Στο παιδικό μυαλό, συντελέστηκε, ένα θαύμα.!!!!
Πέρασαν τα χρόνια κι όπως το ‘χε προβλέψει η μάνα, ετσά εΐνηκε(έγινε).
Επεθάνανε οι ονείς(γονείς), εξεράθησα κι οι τόποι..,
*
Σήμερα, γνωρίζω, πως η ερινιά, είναι η άγρια συκιά και οι καρποί της είναι θηλυκοί και αρσενικοί.
Από τον αρσενικό καρπό, βγαίνει το μυγάκι, και γονιμοποιει με τη γύρη που μεταφέρει, (όπως φρόντισε η φύση),τα άνθη της ήμερης συκιάς, που είναι μόνο θηλυκά.
Ένα δέντρο, με δύο φύλα.!!
Ένα δέντρο με ένα φύλο.!!
Μια γονιμοποίηση.!!
Ένας υπέροχος καρπός, που δεν έχει φύλο…. Είναι ουδέτερος..
*
Καλό Ρινιαστή λοιπόν.!!! 1-6-2023

Από την Παρασκευή Μπαρδάνη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 14 Απριλίου 2024

Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ότι έχω ζήσει έως τώρα…

Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις κατβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται, μία-μία και με βαθιά απόλαυση.

Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.

Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει. Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.

Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί. Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.

Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους. Μισώ, να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.

Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται…Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα.

Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση. Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους. Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους. Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους. Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους. Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.

Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή. Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων…Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή. Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει. Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν…

Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ’ όσες έχω ήδη φάει. Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου.

Εύχομαι και ο δικός σου Σκοπός να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…ως το τέλος, Ικανοποιημένος και σε Ειρήνη με τη Συνείδησή σου και τους Αγαπημένους σου!

Από το Βραζιλιάνου ποιητή και συγγραφέα Mario de Andrade

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 24 Φεβρουαρίου 2024

Αποσπάσματα από τον ” Μικρό πρίγκηπα:

«Τ’ αστέρια ανήκουν σ’ όλους τους ανθρώπους· αλλά για τους ανθρώπους, δεν έχουν όλα τ’ αστέρια την ίδια σημασία. Για κάποιους, που ταξιδεύουν, τ’ αστέρια είναι οδηγοί, σημεία προσανατολισμού. Γι’ άλλους πάλι, δεν είναι τίποτε παραπάνω από αχνά φωτάκια στον ουρανό. Γι’ άλλους, που είναι επιστήμονες, αντιπροσωπεύουν ερωτήσεις και προβλήματα. Για τον επιχειρηματία μου, αντιπροσώπευαν τον πλούτο. Μα όλα αυτά τα αστέρια – εκεί πάνω – μένουν σιωπηλά. Εσύ όμως… εσύ… θα ‘χεις τ’ άστρα όπως κανείς άλλος δεν τα έχει… – «Τι θέλεις να πεις;

– «Όταν θα κοιτάζεις τον ουρανό τη νύχτα, μιας και θα ζω σ’ ένα απ’ τ’ αστέρια, μιας και θα γελάω σ’ ένα απ’ τ’ αστέρια, θα είναι τότε για σένα σαν να γελούν όλα τ’ αστέρια. Εσύ θα έχεις – εσύ μόνο – άστρα που ξέρουν να γελούν!».

Και γέλασε ξανά.

– «Κι’ όταν καταλαγιάσει η λύπη σου (γιατί πάντα καταλαγιάζει η λύπη, τελικά) θα είσαι ευχαριστημένος που με γνώρισες. Θα είσαι για πάντα φίλος μου. Θα θέλεις να γελάμε μαζί. Και μερικές φορές, θ’ ανοίγεις το παράθυρο σου – έτσι – γι’ αυτή τη χαρά… Κι’ οι φίλοι σου θα μένουν πραγματικά κατάπληκτοι να σε βλέπουν να γελάς, κοιτώντας τον ουρανό. Κι’ εσύ λοιπόν θα τους λες: “Ναι, τ’ αστέρια πάντα με κάνουν να γελώ!”. Κι’ εκείνοι θα σε περνάνε για τρελό. Θα σου έχω κάνει την πιο πονηρή φάρσα…».

Και γέλασε ξανά.

– «Θα είναι σαν να σου έχω δώσει – αντί γι’ αστέρια – μυριάδες μικρά κουδουνάκια που ξέρουν να γελούν…».

Έχασε λίγο απ’ το κουράγιο του. Μα έκανε ακόμα μια προσπάθεια:

– «Ξέρεις… θα είναι όμορφο αυτό. Κι’ εγώ θα τα κοιτάζω τ’ άστρα. Όλα τ’ άστρα θα ‘ναι σαν πηγάδια με σκουριασμένο μαγκάνι. Όλα τ’ άστρα θα μου φέρνουν νερό για να πιω…».

– «Θα είναι απόλυτα διασκεδαστικό! Εσύ θα έχεις πεντακόσια εκατομμύρια κουδουνάκια, εγώ θα έχω πεντακόσια εκατομμύρια βρυσούλες…».

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 28 Ιανουαρίου 2024

Κοιμήθηκα στις φυλακές και σε μεγάλα ξενοδοχεία. Γνώρισα την πείνα και την απεργία πείνας και δεν υπάρχει ούτε ένα πιάτο που να μην έχω δοκιμάσει. Στα τριάντα μου θέλησαν να με κρεμάσουν, στα σαρανταοκτώ μου θέλησαν το βραβείο Ειρήνης να μου δώσουν, στα τριανταέξι μου για μισό χρόνο μπόρεσα να διανύσω μόνο τέσσερα τετραγωνικά τσιμέντο.

Στα πενηνταεννιά μου πέταξα απ΄ την Πράγα στην Αβάνα για δεκαοκτώ ώρες. Δε γνώρισα τον Λένιν, μα ήμουν τιμητική φρουρά στο φέρετρό του το 1924 και το 1961 η επίσκεψή μου στο Μαυσωλείο πέρασε στα βιβλία. Από το κόμμα μου να μ΄ αποκόψουνε προσπάθησαν αλλά απέτυχαν κι ούτε καταπλακώθηκα από τα πεσμένα είδωλα.

Το 1951 στη θάλασσα μ΄ ένα νεαρό σύντροφο περπάτησα πάνω στο θάνατο. Το 1952 με την καρδιά μου διαλυμένη περίμενα το θάνατο για τέσσερις μήνες. Ζήλεψα τρελά τις γυναίκες που αγάπησα απάτησα τις γυναίκες μου αλλά άσχημα ποτέ δε μίλησα για τους φίλους μου πισώπλατα.

Ήπια, αλλά δεν είμαι πότης. Είχα τύχη, κέρδιζα πάντα το ψωμί με τον ιδρώτα μου. Ντρέπομαι που είπα ψέματα, ήταν για χάρη άλλων, μη πονέσουν, αλλά και χωρίς λόγο, έτσι. Ανέβηκα σε τρένο, αεροπλάνο κι αυτοκίνητο.

Έχω πάει στην όπερα, οι περισσότεροι να πάνε δεν μπορούσαν, ούτε καν ήξεραν πως υπάρχει. Αλλά απ΄ το 1921 δεν πάω σε πολλά μέρη όπου πηγαίνουν οι πολλοί, στο τζαμί, στην εκκλησιά, στη χάβρα, στο ναό, καμμιά φορά όμως μ΄ αρέσει να μου λένε τον καφέ.

Τα βιβλία μου έχουν βγει σε τριάντα ή σαράντα γλώσσες μα είμαι απαγορευμένος στην Τουρκία, στη γλώσσα μου. Μέχρι τώρα καρκίνο δεν είχα, όμως δε συμφωνήσαμε να τον γλυτώσω. Πρωθυπουργός ποτέ μου δε θα γίνω ή κάτι τέτοιο ούτε και θα θελα να γίνω. Στον πόλεμο ποτέ δεν πήγα ούτε σε καταφύγια να κατέβω έτυχε μες τη μαύρη νύχτα ή να τρέχω στους δρόμους κάτω από τ΄ αεροπλάνα. Αλλά ερωτεύτηκα κοντά στα εξήντα.

Με λίγα λόγια, σύντροφοι, σήμερα στο Βερολίνο αν και πεθαίνω από νοσταλγία μπορώ να πω πως έζησα σαν άνθρωπος. Αλλά τα χρόνια που μου μένουνε να ζήσω και κείνα που μπορεί να μου συμβούν ποιος να τα ξέρει;

Ναζίμ Χικμέτ – Αυτοβιογραφία, Ποιήματα

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 24 Ιανουαρίου 2024

Από τον Λουδοβίκο των Ανωγείων

 

Κλέψε ένα βιβλίο και φύγε

(Μια συναντηση με τον αλησμονητο κορυφαίο διανοητή Ουμπέρτο Εκο)

Το 2003 οι εκδηλωσεις πολιτισμου των Υακινθειων ειχαν θεμα τον “Δία”
για την ακρίβεια

“ένα τραπέζι στο Δία”ηταν ο τίτλος

Την προταση εκανε ο Ορεστης Μανούσος καθηγητής της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης

” στρωσετε ένα τραπέζι
για το Δία ειπε
Είχαμε βρεθεί μια παρέα φίλοι καλεσμένοι στο μιτάτο Του Γιώργη Σμπώκου του Βλαστού οπου ειχε ετοιμάσει ενα “βασιλικό” δείπνο
και εγω “ειδα” το μεγάλο τραπέζι με ασπρο τραπεζομάντιλο στρωμένο
στη μεση της Νιδας με καλεσμένο τον αρχαιο θεο

τόσα χρόνια εμπνέει και διδάσκει ο Ξένιος Δίας οφειλαμε την αναφορά

Μέσα στην προετοιμασία σκεφτήκαμε να καλέσουμε τον Ουμπέρτο Έκο
αν θα μπορούσε
να παρευρεθεί θα ήταν μεγάλη επιτυχία για την Κρήτη

Εκεινος θα επέλεγε σε τι θα εκανε την αναφορά του πανω στο θεμα του αρχαίου θεου

* Η ζωή είναι σύντομη, η τέχνη απέραντη, η ευκαιρία στιγμιαία και το πείραμα αβέβαιο.
Φυσικά περιμέναμε ότι ήταν δύσκολο να συναντήσωμε τον Ουμπέρτο Έκο
Ζητήσαμε τη βοήθεια του Πανεπιστημίου Κρήτης
Μιλησαμε με τον Πρύτανη ο οποιος μας εδωσε μια συστατική επιστολή Εξηγώντας την ποιότητα και το κύρος των Υακινθείων
καθώς επίσης ο διευθυντής της ελευθεροτυπίας Σεραφείμ Φυντανίδης
μας εδωσε κι εκεινος συστατικη επιστολή

Έχοντας αυτα τα έγκυρα “ονοματα” μαζι μας
εγώ και ο Αντώνης ορφανός πεταξαμε για την Μπολονια Επιχειρώντας την συνάντηση

Ηρθε μαζί μας Η φιλη μας η Τιτσιανα η φωτογράφος
Είχαμε φέρει
ενα μπουκάλι δυνατή ρακη
Και
σταφίδες

Πήγαμε στο γραφείο του να μιλησουμε με την γραμματέα του.

να πω εξαρχής ότι είχε ένα βλέμμα αυστηρό και το υφος που έχουν οι γραμματείς για το “χρόνος δεν υπάρχει”
γεμάτο Πρόγραμμα κλπ
Προφανώς ετσι ηταν

Δώσαμε τις επιστολές τις διαβασε σηκωσε τους ωμους της χειρονομωντας με συμπαθεια

Θέλουμε να καλέσουμε τον κύριο Έκο στην Κρήτη σε ένα φεστιβάλ στα Υακίνθεια που είναι πάνω στο Ψηλορείτη αφιερωμένο στον αρχαίο θεό Δία μιλησε ο αντωνης στα ιταλικά

Εκείνη έδειξε με θεατρική Ευγενία
Ότι είναι αδύνατον να συναντήσουμε τον κύριο Έκο διότι είναι πολύ απασχολημένος ειδικά αυτες τις μερες και δεν έχει καθολου χρόνο

Από την αρχή η σχέση μας φαινόταν χαμένη
Με εκεινο το είδος εξουσίας που της επέτρεπε να έχει τη θέση της γραμματέως

μας είπε να περιμένωμε εξω στο σαλόνι

περιμέναμε αρκετά ειχε να Διεκπεραιωσει κι άλλα θέματα

νομίζω πως δεν ρωτησε η κι αν το ανέφερε το υποβάθμισε και το παρουσίασε Άνευ ενδιαφέροντος

Μας είπε δεν γίνεται
Ειμαστε πνιγμένοι την αλλη ευδομαδα ισως

Αλλα εμεις Είχαμε έρθει μόνο γι’ αυτό Και δεν μπορούσαμε
Να καθίσουμε μία εβδομάδα

Ο Αντώνης σε Μια ύστατη προσπάθεια της είπε ότι αυτός εδώ δειχνοντας εμενα είναι ένας μουσικός που ετοίμασε ένα τραγούδι πρόσκληση Για τον κύριο Εκο
Που θα Ήταν άδικο έστω να το ακούσει προσπαθήστε λίγο της είπε

όχι λυπάμαι δε γίνεται ειπε κοφτά

τότε λέω στον Αντώνη μετάφρασε αυτό που θα πω και φεύγουμε

κάποτε ένας γεωργός ανοιξε το βαρέλι με Το καινούργιο κρασί του να το δοκιμάζει και το κρασί ήταν ξύδι
Νευριασμενος κοιτάει λοξά το βαρέλι και του λέει:
με κακό διάβολο έμπλεξες!

-τι εννοεί;
ρώτησε αφού ακουσε

-εννοώ Ότι αυτές τις μέρες γνωρίζουμε ότι θα παρουσιάσετε το καινούργιο βιβλίο του κυριου Εκο Μπαντουολίνο στην Αθήνα οφείλω να ενημερώσω την εφημερίδα ελευθεροτυπία ότι ο κύριος Έκο δεν Μας δέχτηκε ούτε για πέντε
Λεπτα παρ οτι καναμε ενα ολοκληρο ταξιδι απο την κρητη γι αυτο

Και μια προσωπικότητα του μεγέθους του κυρίου Έκο δεν συνάδει με αυτή την αδιαφορία.

εκείνη αλλάζει αμέσως ύφος και χρώμα θα ελεγα

θα ξαναδοκιμάσω ειπε
αλλά μόνο για πέντε λεπτα

Εντάξει θα περιμένωμε βγήκαμε έξω και περιμεναμε
σε λίγο έρχεται με ένα στυλό στο χέρι και τα γυαλιά χαμηλωμένα στη μύτη

-ελάτε
Μονο για πέντε λεπτα
Εδωσε τις επιστολές και μας παρουσίασε

μας δέχτηκε εγκάρδια.
μας Έκανε να νοιωσωμε
Άνετα
με
Φωνή βαρια ζεστη μας μιλησε για τους Φίλους του στην Κρήτη και που καμμια πηγαίνει κρυφά

το γραφειο του ηταν ακατάστατο γεματο βιβλία παντου
στον τοίχο είχε καρφιτσώσει ένα χαρτάκι που έγραφε

Ruba un libro e scapa!!!

“κλέψε ένα βιβλίο και φύγε”
μετέφρασε ο αντωνης σιγανα

συστηθήκαμε και αρχίσαμε την κουβέντα
εξηγώντας
το λόγο για τον οποίο ήρθαμε

Ωστόσο εκείνος άνοιξε το μπουκάλι με τη ρακη πήρε ποτηράκια και Εβάλε και στους τρεις μας,
πήρε σταφίδες
Κι αρχίσαμε να πινωμε σαν παλιοι γνώριμοι

Ο αντωνης του πρόσφερε ενα σφονδύλι
Της γιαγιας του εκεινος το πηρε στο χερι και κοιταξε μεσα απο την τρυπα
Απο δω βλεπω την κρητη και τον ψηλορειτη ειπε χαμογελωντας

Εγώ πήρα το μαντολίνο και ετοιμάστηκα να τραγουδήσω την πρόσκληση

το τραγούδι ήταν μεταφρασμένο και το είχε μπροστά του
Ομολόγησε μετα ότι ποτέ του δεν του ειχε γινει προταση με τέτοιο τροπο

“Από της Κρητης
τα βουνά
Σου φέρνω μήνυμα απ το
Δία
είμαι ο Ερμής που τραγουδω
με του Ορφέα
Την κλεμμένη λυρα

Φίλοι του Υακίνθου
Ετοιμάζουνε γιορτές
στη μνήμη και στα ιερά του
Και σε καλούνε
Ποιητή σπονδή
να κάνεις στο όνομα του
Σε περιμένουν του ονείρου Εραστές ανθρώποι που γελάνε όταν κλαίνε κι αυτά που θέλουν να σου πουν
τα τραγούδουν και τα χορένε”

Μου έσφιξε το χέρι στο μπράτσο και τον είδα να συγκινειται
ωστόσο ο Αντώνης μου είπε αργοτερα οτι μου φανηκε και γελάσαμε

Πανω στα δεκα λεπτα ηρθε η γραμματέας να υπενθυμίσει το χρονο
που έληξε
ο Εκο εκανε μια κινηση με το χερι απομάκρυνσης κι εκεινη εκλεισε την πορτα. πενήντα λεπτα μειναμε να πίνουμε και να μιλαμε ρωτούσε για τη ρακη για τους βοσκούς

που Είναι τα Ανώγεια ρωτησε
-είναι το τελευταίο χωριό που συναντάς στον Ψηλορείτη πριν φυγεις για τον ουρανο
είπα και γέλασε
Στο τελος μας λεει

“Το τίμημα της διασημότητας ειναι το αλυσόδεμα του χρονου”
Μου ζητάτε να ερθω κρητη Ιούλιο
ομως μπορω να σας πω απο τωρα που θα ειμαι σε πέντε χρονια την ιδια ημερομηνια και αληθινά θα ήθελα να έρθω Μα δεν γίνεται

“Αν μου ερθει μια σκεψη καλη μεσα στη νυχτα θα σηκωθώ να την γραψω και θα τη στειλω στο κύριο πριτανη του πανεπίστημιου της κρητης”
φαινεται Η καλή σκέψη δεν ήρθε

μετα μας ξενάγησε στο πανεπιστήμιο στις τοιχογραφίεςβασει των οποίων Αναπλάστηκε το ιστορικό κεντρο της Μπολονιας
Μας αποχαιρέτησε και φυγαμε ευχαριστημενοι

Ηθελα πολυ να αποχαιρετήσω την γραμματέα αλλα ο αντωνης δεν με αφησε

Οργανώσαμετο “τραπέζι στον Δια” την τελευταια εβδομαδα του ιουλιου
Με επιτυχια εστω και χωρις την παρουσια του Ουμπέρτο Εκο η εμπειρια της σύντομης γνωριμίας μας θα παραμείνει αλησμονητη

……Ήταν η μυρωδιά του δέρματός μου που άλλαζε, ήταν η προετοιμασία, πριν από κάθε μάθημα.
Ήταν η απόδραση από το σχολείο και μετά από τη δουλειά στα χωράφια με το πατέρα μου, γιατί είμασταν δέκα αδέλφια.
Να κάνεις δύο χιλιόμετρα με τα πόδια, για να πας στη σχολή χορού. Και όταν ήμουν εκεί…
Η μυρωδιά της καμφοράς, του ξύλου, η στολή χορού…
Ήμουν αετός στη κορυφή του κόσμου. Ο ποιητής ανάμεσα στους ποιητές. Ήμουν παντού και τα πάντα!!!
Το μόνο πράγμα που με συνοδεύει είναι ο χορός μου. Η ελευθερία του να υπάρχω..
Είμαι εδώ αλλά εγώ χορεύω με το νου, πετώ πιο μακριά από τα λόγια μου, πιο μακριά από το πόνο μου.
Αν λυπόμαστε τα πληγωμένα πόδια μας, αν τρέχουμε μόνο πίσω από το στόχο μας και δεν καταλαβαίνουμε την μοναδική ευχαρίστηση της κίνησης, δεν καταλαβαίνουμε το νόημα της ζωής.
Εκεί που η έννοια είναι στο γίγνεσθαι και όχι στο φαίνεσθαι.
Κάθε άνδρας θα έπρεπε να χορεύει. Σε όλη του τη ζωή. Άς μην είσαι χορευτής… .αλλά να χορεύεις…
Να χορεύεις!!! …….”