Παραμύθια

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 31 Αυγούστου 2024

Kópakonan:
Ένα άγαλμα της Γυναίκας Φώκιας βρίσκεται στο Mikladagur, στο νησί Kalsoy. Είναι κατασκευασμένο από μπρούτζο και ανοξείδωτο ατσάλι. Το άγαλμα έχει σχεδιαστεί για να αντέχει σε κύματα 13 μέτρων. Στις αρχές του 2015, ένα κύμα 11,5 μέτρων σάρωσε το άγαλμα. Έμεινε σταθερό και δεν προκλήθηκε καμία ζημιά.
Ο θρύλος της Κοπακόναν (η Γυναίκα Φώκια) είναι ένα από τα πιο γνωστά λαϊκά παραμύθια στις Φερόες Νήσους. Οι φώκιες πιστεύεται ότι ήταν πρώην άνθρωποι που αναζητούσαν εθελοντικά τον θάνατο στον ωκεανό. Μια φορά το χρόνο, τη δέκατη τρίτη νύχτα, τους επιτρεπόταν να έρθουν στη στεριά, να γδυθούν και να διασκεδάσουν ως άνθρωποι, χορεύοντας και διασκεδάζοντας.
Ένας νεαρός αγρότης από το χωριό Mikladalur στο βόρειο νησί Kalsoy, αναρωτιέται αν αυτή η ιστορία είναι αληθινή, πήγε και ξάπλωσε στην παραλία ένα δέκατο τρίτο βράδυ. Παρακολουθούσε και είδε τις φώκιες να φτάνουν σε μεγάλο αριθμό, κολυμπούν προς την ακτή. Ανέβηκαν στην παραλία, πέταξαν το δέρμα τους και τα έβαλαν προσεκτικά στα βράχια. Εκχωρημένοι από το δέρμα τους, έμοιαζαν με φυσιολογικούς ανθρώπους. Το νεαρό παλικάρι κοίταξε ένα όμορφο κορίτσι φώκιας τοποθετώντας το δέρμα της κοντά στο σημείο όπου κρυβόταν, και όταν άρχισε ο χορός, ήρθε κρυφά και το έκλεψε.
Ο χορός και τα παιχνίδια κράτησαν όλη τη νύχτα, αλλά μόλις ο ήλιος άρχισε να λάμπει πάνω από τον ορίζοντα, όλες οι φώκιες ήρθαν να πάρουν το δέρμα τους για να επιστρέψουν στη θάλασσα. Το κορίτσι της φώκιας ήταν πολύ αναστατωμένο όταν δεν μπορούσε να βρει το δέρμα της, και τότε ο άντρας εμφανίστηκε να το κρατάει, αλλά δεν της το έδινε πίσω, παρά τις απελπισμένες παρακλήσεις της, οπότε ήταν υποχρεωμένη να πάει μαζί του…
Την κράτησε μαζί του για πολλά χρόνια ως γυναίκα του, και αυτή του γέννησε αρκετά παιδιά, αλλά έπρεπε πάντα να βεβαιώνεται ότι δεν είχε πρόσβαση στο δέρμα της. Το κρατούσε κλειδωμένο σε ένα μπαούλο στο οποίο μόνο αυτός είχε το κλειδί, ένα κλειδί το οποίο κρατούσε συνέχεια σε αλυσίδα δεμένη στη ζώνη του.
Μια μέρα, ενώ ήταν έξω στη θάλασσα για ψάρεμα με τους συντρόφους του, συνειδητοποίησε ότι είχε αφήσει το κλειδί στο σπίτι. Ανακοίνωσε στους συντρόφους του, «Σήμερα θα χάσω τη γυναίκα μου! ’ – και εξήγησε τι είχε συμβεί. Οι άνδρες τράβηξαν τα δίχτυα και τις γραμμές τους και γύρισαν πίσω στην ακτή όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αλλά όταν έφτασαν στη φάρμα, βρήκαν τα παιδιά ολομόναχα και τη μητέρα τους να λείπει. Ο πατέρας τους ήξερε ότι δεν θα επέστρεφε, καθώς είχε σβήσει τη φωτιά και είχε βάλει στην άκρη όλα τα μαχαίρια, έτσι ώστε τα μικρά να μην μπορούν να κάνουν κακό στους εαυτούς τους αφού είχε φύγει.
Πράγματι, μόλις είχε φτάσει στην ακτή, είχε φορέσει το δέρμα της φώκιας και βούτηξε στο νερό, όπου δίπλα της εμφανίστηκε μια αρσενική φώκια που την αγαπούσε χρόνια πριν και ακόμα την περίμενε. Όταν τα παιδιά της, αυτά που είχε με τον άντρα Mikladalur, αργότερα κατέβηκαν στην παραλία, μια φώκια εμφανιζόταν και κοίταζε προς την ακτή· οι άνθρωποι φυσικά πίστευαν ότι ήταν η μητέρα των παιδιών. Και έτσι πέρασαν τα χρόνια.
Τότε μια μέρα συνέβη οι άνδρες του Mikladalur σχεδίαζαν να κυνηγήσουν φώκιες … Τη νύχτα πριν την αναχώρησή τους, η σύζυγος φώκια του άνδρα εμφανίστηκε στο όνειρο του και του είπε ότι αν πήγαινε για κυνήγι φώκιας στη σπηλιά, θα έπρεπε να σιγουρευτεί ότι δεν σκότωσε τη μεγάλη φώκια που θα ήταν ξαπλωμένη στην είσοδο, για αυτή ήταν ο άντρας της.
Αλλά αυτός δεν άκουσε το μήνυμα στο όνειρο. Μπήκε με τους άλλους στο κυνήγι, και σκότωσαν όλες τις φώκιες …
Το βράδυ, εμφανίστηκε η γυναίκα του φώκια και φώναξε την κατάρα: «Εδώ κείτεται το κεφάλι του συζύγου μου με τα πλατιά ρουθούνια του, το χέρι του Hárek και το πόδι του Fredrik! Τώρα θα υπάρξει εκδίκηση, εκδίκηση για τους άνδρες του Mikladalur, και κάποιοι θα πεθάνουν στη θάλασσα και άλλοι θα πέσουν από τις κορυφές των βουνών, μέχρι να υπάρξουν τόσοι νεκροί που μπορούν να ενώσουν τα χέρια γύρω από τις ακτές του νησιού Kalsoy! »
Όταν είπε αυτά τα λόγια, εξαφανίστηκε και δεν την ξαναείδαν ποτέ. Μέχρι σήμερα, , συμβαίνει κατά καιρούς άνδρες από το χωριό να πνίγονται στη θάλασσα ή να πέφτουν από τις κορυφές των βράχων· .

Ένα ενδιαφέρον πείραμα για τις δυνατότητες των προγραμμάτων γενετικής νοημοσύνης που έχουν εισβάλει στη ζωή μας θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη, την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου.

Τι είδους παραμύθι θα έγραφαν μαζί ένας άνθρωπος και ένα γλωσσικό μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης; Το ιδιαίτερο αυτό live πείραμα «πλεξίματος» παραμυθιού, με διπλή -ανθρώπινη και ψηφιακή- ταυτότητα θα λάβει χώρα μεταξύ του «παραμυθομουσικοδημιουργού» Δημήτρη Μπασλάμ και του μεγάλου γλωσσικού μοντέλου ChatGPT. Με το συγκεκριμένο πείραμα θα κλείσει και η διαδραστική έκθεση ρομποτικής Robotology Interactive II, που θα διαρκέσει από τις 5 έως τις 8 Σεπτεμβρίου και θα φιλοξενείται στους χώρους της εταιρείας Robotixlab, στη Λεωφόρο Γεωργικής Σχολής.

Εκεί, στον 2ο όροφο του κτηρίου «Phoenix», τα ηλεκτρονικά κυκλώματα έχουν τον πρώτο λόγο: κατά τη διάρκεια της έκθεσης, ένας ρομποτικός ελέφαντας «τσέπης» θα βρυχάται και θα βηματίζει στο τραπέζι, δίπλα σε ένα κουτάβι με κυκλώματα, έναν μάλλον …επιθετικό και υπερμεγέθη ηλεκτρονικό σκορπιό και μια αράχνη με μοτέρ και αισθητήρες. Ο ιδιότυπος αυτός ζωολογικός κήπος, που χωράει πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι, είναι μια μόνο από τις ενότητες της έκθεσης.

Όπως εξήγησε ο μηχανικός ρομποτικής Αντώνης Κάνουρας, ιδρυτής της Robotixlab, μιας εταιρείας που ιδρύθηκε το 2008 στη Θεσσαλονίκη, με στόχο τη διοργάνωση εργαστηρίων και σεμιναρίων για μικρούς εφευρέτες, η φετινή Robotology Interactive II περιλαμβάνει άλλες τέσσερις θεματικές ενότητες: ρομποτική και ΤΝ, βιομηχανικές εφαρμογές και ψηφιακή κατασκευή (εδώ οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να δουν μινιατούρες ρομποτικών μηχανημάτων, με έμπνευση, για παράδειγμα, από τις αποθήκες προϊόντων της Amazon), ρομπότ που παράγουν τέχνη (παίζοντας διαφορετικές νότες μουσικής ανάλογα με τα χρώματα που ο/η επισκέπτης τοποθετεί μπροστά τους ή ζωγραφίζοντας με σπειρογράφο) και τεχνολογίες έξυπνου σπιτιού και Ιντερνετ των Πραγμάτων (στον χώρο έχει διαμορφωθεί ένα σαλόνι επίδειξης).

Η έκθεση, τα εκθέματα της οποίας -περίπου τέσσερα ρομποτάκια για καθεμία από τις πέντε ενότητες- παρουσίασε σήμερα σε δημοσιογράφους ο τριτοετής μηχανολόγος μηχανικός Αρσένης Μισιρλής, απευθύνεται σε μικρούς (άνω των έξι ετών) και μεγάλους. Η ξενάγηση θα πραγματοποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε συγκεκριμένα time slots, τα οποία θα δηλώνονται κατόπιν κράτησης. Σε κάθε time slot θα συμμετέχουν ομάδες οκτώ ατόμων κατ’ ανώτατο, οι οποίοι θα περιηγούνται στην έκθεση συνοδεία ειδικού, που θα εξηγεί και θα απαντά σε ερωτήσεις, παρουσιάζοντας τα ρομποτικά εκθέματα.

Επιπλέον, στο φουαγιέ του χώρου οι επισκέπτες θα μπορούν να διασκεδάσουν με διαδραστικά παιχνίδια παιγνιώδους μάθησης, ανακαλύπτοντας τα μυστικά της τεχνολογίας παίζοντας. Οι σταθμοί παιχνιδιού περιλαμβάνουν βιντεοπαιχνίδια με ρομπότ που τα χειρίζεσαι με κινήσεις του σώματος, ρομποτικό ποδοσφαιράκι, ρομποτικό παιχνίδι που παίζεται …χοροπηδώντας και ένας διαδραστικός τετράπτυχος πίνακας, που παράγει ήχους όταν τον αγγίζεις, ενεργοποιώντας τον με τον ηλεκτρισμό των χεριών σου.

Στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων της έκθεσης, την Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου στις 8.30 θα πραγματοποιηθεί στον ίδιο χώρο ομιλία του συνιδρυτή της Metatopia, Βύρωνα Χρυσοβέργη, με αντικείμενο το Metaverse. Μετά το τέλος της ομιλίας, οι επισκέπτες θα μπορούν να βιώσουν μια εμπειρία VR/AR (εικονικής/επαυξημένης πραγματικότητας).

Naftemporiki.gr

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 24 Φεβρουαρίου 2024

Σερεντίπιτι (Serendipity) είναι η λέξη που περιγράφει σημαντικές ανακαλύψεις που γίνονται είτε τυχαία είτε ψάχνοντας για κάτι άλλο από αυτό που τελικά ανακαλύφθηκε.

Η λέξη «serendipity» εισήχθη στην αγγλική γλώσσα τον 18ο αιώνα από τον συγγραφέα Horace Walpole, ο οποίος την ανέφερε σε ένα γράμμα του, προερχόμενη από το περσικό παραμύθι “Οι τρεις ήρωες του Σερεντίπ (Serendip)”, οι οποίοι έκαναν ανακαλύψεις πραγμάτων που δεν αναζητούσαν, από καθαρή τύχη ή οξύνοια.

Το παραμύθι λέει ότι οι πρίγκιπες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους σε μια ξένη χώρα, συναντούν έναν άνθρωπο που τους ρωτά μήπως είδαν τη χαμένη καμήλα του. Και ενώ οι ίδιοι δεν έχουν δει ποτέ τους καμήλα, τον υποβάλλουν σε μια σειρά τόσο εύστοχων ερωτημάτων –αν η καμήλα είναι μονόφθαλμη, αν μεταφέρει μια έγκυο γυναίκα, αν της λείπει ένα δόντι, αν είναι κουτσή, αν στη μια της πλευρά έχει φορτωθεί με βούτυρο και στην άλλη με μέλι– που ο άνθρωπος σχηματίζει την ιδέα ότι, για να γνωρίζουν τόσα για τη χαμένη καμήλα και τη γυναίκα, τις έχουν κλέψει οι ίδιοι.

Έτσι οδηγούνται στον πέρση βασιλιά Μπαχράμ, που τους καταδικάζει σε θάνατο, παρ’ ότι του εξηγούν ότι τα συμπεράσματα για τα χαρακτηριστικά του ζώου και της αναβάτριάς του, οφείλονται στην παρατήρηση των ιχνών που άφησε η καμήλα πίσω της.

  • Το χορτάρι ήταν φαγωμένο από τη μια πλευρά του δρόμου μόνο, συνεπώς το ζώο ήταν μονόφθαλμο.
  • Το ίχνος που άφηνε η δαγκωματιά του ζώου πάνω του είχε ένα κενό, που σημαίνει ότι από την καμήλα έλειπε ένα δόντι.
  • Η μία από τις οπλές της καμήλας είχε αφήσει αποτύπωμα μικρότερου βάθους στην άμμο, άρα η καμήλα ήταν κουτσή.
  • Στη μια πλευρά του δρόμου είχαν μαζευτεί μυρμήγκια, ένδειξη ότι από την πλευρά αυτή ήταν φορτωμένο βούτυρο που έλειωνε, ενώ στην άλλη πλευρά είχαν μαζευτεί μύγες, ένδειξη ότι από την πλευρά αυτή η καμήλα ήταν φορτωμένη με μέλι που έσταζε.
  • Τα αποτυπώματα που άφηνε ο αναβάτης, όταν ανέβαινε ή κατέβαινε από την καμήλα, μαρτυρούν ότι δεν ήταν έμπειρος, συνεπώς ήταν γυναίκα και μάλιστα έγκυος, γιατί εκεί που ούρησε υπήρχαν ίχνη από δύο παλάμες στο χώμα, πράγμα που σημαίνει ότι η αναβάτρια είχε να σηκώσει μεγαλύτερο βάρος.

Το παραμύθι τελειώνει με την αθώωση των τριών πριγκίπων, μετά τη μαρτυρία ενός περαστικού που συνάντησε την περιπλανώμενη καμήλα με τη γυναίκα στην έρημο, αλλά και την αναγόρευσή τους σε συμβούλους του βασιλιά, ως επιβράβευση της παρατηρητικότητας και της οξύνοιάς τους.

Από antiklidi

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 26 Νοεμβρίου 2023

1. Ο Βασιλιάς και το αλάτι (Λιβυκό Λαϊκό Παραμύθι)

Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που ρώτησε τις τρεις κόρες του πόσο τον αγαπούν. Η μεγαλύτερη απάντησε όσο το χρυσάφι, η μεσαία όσο τον ήλιο και το φεγγάρι ενώ η μικρότερη όσο το αλάτι. Ο βασιλιάς έγινε έξαλλος με την τρίτη του κόρη καθώς πίστευε πως το μέγεθος της αγάπης της κόρης του ήταν ασήμαντο. Την έδιωξε από το παλάτι λέγοντάς της πως δε θέλει να την ξανά δει.

Η κοπέλα περιπλανήθηκε για χρόνια με μεγάλο παράπονο που τόσο άδικα την έδιωξε ο πατέρας της. Ένας πρίγκιπας που την είδε την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε. Μετά από πολλά χρόνια έμαθε πως, στο δικό της βασίλειο, θα έδιναν γεύμα προς τιμήν του πατέρα της.

Διέταξε όλα τα φαγητά που θα σερβιριστούν να είναι ανάλατα και να μη δοθεί αλάτι, όσο και αν ζητήσουν.

Όταν ο πατέρας της άρχισε να τρώει, πέταξε θυμωμένος το κουτάλι και είπε πως είναι όλα άνοστα. Ζήτησε να του δώσουν αλάτι. Αρνήθηκαν και θύμωσε ακόμα πιο πολύ. «Θα φύγω», φώναζε, «αφού δε μπορείτε να μου δώσετε κάτι τόσο σημαντικό όσο το αλάτι». Και τότε, η κοπέλα απάντησε, «μα εσείς κάποτε διώξετε την κόρη σας επειδή σας είπε πως σας αγαπάει σαν το αλάτι». Ο βασιλιάς την αναγνώρισε και έπεσε στα πόδια της με κλάματα παρακαλώντας να τον συγχωρέσει. Η κοπέλα τον συγχώρεσε.

Του τόνισε πως από δω και πέρα δεν πρέπει να υποτιμάει τα απλά πράγματα στη ζωή, όπως είναι το αλάτι.

2. Οι δύο λύκοι (Ινδιάνικο Παραμύθι)

Ένα νέο αγόρι μίας φυλής Ινδιάνων αναρωτιόταν τι ήταν η ψυχή. Ρωτούσε τους πάντες μα κανενός η απάντηση, δεν ήταν ικανοποιητική. Μέχρι που ρώτησε τον ηλικιωμένο αρχηγό της φυλή τους. Εκείνος του μίλησε για τους δύο λύκους που υπάρχουν στη ψυχή κάθε ανθρώπου. Το αγόρι κάθισε δίπλα του και ο αρχηγός ξεκίνησε να του μιλάει για τη μάχη μεταξύ των δυο λύκων που υπάρχουν στις ψυχές όλων των ανθρώπων.

Ο ένας λύκος είναι το κακό και ότι συμβολίζει: το θυμό, τη ζήλια, τη θλίψη, την απογοήτευση, την απληστία, την αλαζονεία, την ενοχή, την προσβολή, την κατωτερότητα, το ψέμα, τη ματαιοδοξία και την υπεροψία. Ο άλλος λύκος είναι το καλό και ότι συμβολίζει: τη χαρά, την ειρήνη, την αγάπη, την ελπίδα, την ηρεμία, την ταπεινοφροσύνη, την ευγένεια, τη φιλανθρωπία, τη συμπόνια, τη γενναιοδωρία, την αλήθεια και την ευσπλαχνία.

Το αγόρι σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά τον ρώτησε «Και ποιος λύκος κερδίζει;» Ο γέρος Ινδιάνος απάντησε «Αυτός που ταΐζεις».

3. Ο Κύκλος του 99 (Χόρχε Μπουκάι, Αργεντινή)

Κάποτε σε ένα βασίλειο ζούσε ένας υπηρέτης που ήταν μονίμως χαρούμενος. Όλη μέρα τραγουδούσε, έκανε πλάκες και όλοι γύρω του, διασκέδαζαν μαζί του. Κάποια στιγμή, ο βασιλιάς φανερά εκνευρισμένος με τη χαρά του υπηρέτη του, τον ρώτησε «Πώς γίνεται εγώ, ένας βασιλιάς, να έχω όλα τα πλούτη και να είμαι λυπημένος ενώ εσύ ένας υπηρέτης να είσαι χαρούμενος;» Ο υπηρέτης απάντησε «Γιατί να μην είμαι; Έχω την υγεία μου, την οικογένειά μου, στέγη και φαγητό. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω;». Τον βασιλιά δεν τον έπεισε η εξήγηση του υπηρέτη. Φώναξε ένα σοφό σύμβουλό του, εξηγώντας του την κατάσταση.

Ο σοφός του εξήγησε πως ο υπηρέτης είναι χαρούμενος γιατί δεν είχε μπει στον κύκλο του 99.

Θα μπορούσε να τον βάλει αλλά θα έχανε για πάντα το χαμόγελό του και τη θέση του θα έπαιρνε ένας μίζερος υπηρέτης. Ο βασιλιάς σκέφτηκε, αφού δε γέλαγε ο ίδιος, δε θα έπρεπε να γελάει κανείς. Έτσι, ζήτησε από το σοφό να βάλει τον υπηρέτη του στον κύκλο του 99. Ο σοφός ζήτησε ένα πουγκί  με 99 χρυσά νομίσματα, ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο και το άφησε έξω από το σπιτάκι του υπηρέτη. Ανοίγοντας την πόρτα ο υπηρέτης βρήκε το πουγκί. Αμέσως σχηματίστηκε έκπληξη στο πρόσωπό του, φόβος και ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω.

Μπήκε γρήγορα στο σπίτι του. Άδειασε το περιεχόμενο και χρυσά νομίσματα έπεσαν στο πάτωμα. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε! Ένας θησαυρός, όλος δικός του. Άρχισε να παίζει με τα νομίσματα και να τα τοποθετεί σε στοίβες των δέκα.  Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρεις, … ταυτόχρονα, έκανε και το άθροισμα. Που είναι το τελευταίο; Μέτρησε πάλι τις στοίβες για να βρει το λάθος, τίποτα. Δεν μπορεί, τα νομίσματα έπρεπε να ήταν εκατό.

Τα ενενήντα εννέα ήταν πολλά αλλά του έλειπε ένα.

Συνεχώς σκεφτόταν, τι θα έπρεπε να κάνει για να αγοράσει ακόμα ένα χρυσό νόμισμα. Θα έπρεπε να βρει και δεύτερη δουλειά. Θα έβαζε τη γυναίκα του να δουλέψει και θα έκαναν σκληρή οικονομία στο σπίτι. Έτσι, σε έξι χρόνια θα είχαν αγοράσει το εκατοστό νόμισμα και μετά θα ήταν άρχοντας! Τους μήνες που ακολούθησαν ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδιά του. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κοιμόταν λίγο αλλά επέμενε στην απόφασή του.

Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννέα. Επειδή δεν άντεχε άλλο τη γκρίνια και τη μιζέρια του, ο βασιλιάς τον έδιωξε από το παλάτι. Ο σοφός που ήταν μάρτυρας σε όλα αυτά είπε στο βασιλιά «Σας το είπα ότι θα τον διώχνατε αν τον έβαζα στον κύκλο του 99. Ο κύκλος είναι μία «ιδεολογία» που την έχουμε όλοι, πάντα κάτι να μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι και δυστυχώς, μόνο αν είμαστε ικανοποιημένοι μπορούμε να απολαύσουμε όσα έχουμε».

4. Η Σαρανταποδαρούσα που χόρευε όμορφα (Τζόστειν Γκάρντερ, Νορβηγία)

Ήταν κάποτε μία σαρανταποδαρούσα που ήξερε να χορεύει υπέροχα με τα σαράντα ποδαράκια της. Κάθε φορά που χόρευε μαζεύονταν γύρω της όλα τα ζώα του δάσους για να την θαυμάσουν. Όλα ήταν γοητευμένα από την τέχνη της.

Μόνο ένα ζώο δεν άντεχε, από τη ζήλια του, ο βάτραχος. Σκεφτόταν συνεχώς πως θα την έκανε να σταματήσει το χορό. Δε μπορούσε, φυσικά, να πει ότι ο χορός δεν του άρεσε και δε μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο ίδιος χόρευε καλύτερα γιατί ,απλά, κανείς δε θα τον πίστευε. Με τα πολλά, σκέφτηκε ένα πραγματικά διαβολικό σχέδιο.

Κάθισε και έγραψε στη σαρανταποδαρούσα ένα γράμμα.

«Ασύγκριτη χορεύτρια σαρανταποδαρούσα, είμαι ένας ταπεινός θαυμαστής της εξαίσιας χορευτικής σου τέχνης και πολύ θα ήθελα να μάθω πως ακριβώς χορεύεις. Σηκώνεις πρώτα το αριστερό πόδι υπ’ αριθμ.27 και ύστερα το δεξί πόδι υπ’ αριθμ.12; Ή αρχίζεις το χορό σηκώνοντας το δεξί πόδι υπ’ αριθμ.33 και ύστερα το δεξί πόδι υπ’ αριθμ.39; Περιμένω με ανυπομονησία την απάντησή σου. Με όλη μου την αγάπη, το Βατράχι.»

Μόλις η σαρανταποδαρούσα πήρε το γράμμα άρχισε να σκέφτεται, για πρώτη φορά στη ζωή της, πως ακριβώς χόρευε. Ποιο πόδι σήκωνε πρώτο; Ποιο πόδι ερχόταν δεύτερο;

Η σκέψη της, είχε πνίξει τη φαντασία της και με τη φαντασία της χόρευε.

Έτσι, η σαρανταποδαρούσα μας δε ξανά χόρεψε ποτέ.

5. Ο Άνθρωπος, το άλογο και ο σκύλος (Πάουλο Κοέλιο, Βραζιλία)

Ένας άνθρωπος, το άλογό του και ο σκύλος του, περπατούσαν σε ένα δρόμο. Ξαφνικά έπιασε μία δυνατή βροχή και έτρεξαν να κρυφτούν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. Τότε τους χτύπησε ένας κεραυνός και έχασαν τις ζωές τους. Δεν αντιλήφθηκαν όμως ότι είχαν περάσει στον άλλο κόσμο και θεώρησαν ότι σταμάτησε η βροχή, οπότε μπορούσαν να συνεχίσουν την πεζοπορία τους. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, ο ήλιος έκαιγε και οι τρεις είχαν διψάσει πολύ. Μέχρι που συνάντησαν μία τεράστια πύλη που οδηγούσε σε ένα υπέροχο μέρος.

Ο άνθρωπος ρώτησε το φύλακα της πύλης ποιο ήταν αυτό το μέρος και ο φύλακας απάντησε πως ήταν ο παράδεισος. Ο άνθρωπος ρώτησε και πάλι, αν θα μπορούσαν να ξαποστάσουν και να πιουν λίγο νερό. Τότε ο φύλακας του απάντησε πως  ο άνθρωπος μπορεί, τα ζώα όχι. Ο άνθρωπος, όσο και αν διψούσε, δε μπορούσε να αφήσει τους φίλους του. Χαιρέτισε και έφυγε.

Βρέθηκε σε ένα μονοπάτι ακόμα πιο όμορφο που τον οδήγησε σε μία πύλη που όμοια δεν είχε ξανά δει.  Ένας πανέμορφος τόπος! Πλησίασε τον φύλακα της πύλης και τον ρώτησε αν θα μπορούσαν να ξεδιψάσουν κάπου και ο φύλακας τους οδήγησε σε μία πηγή. Ήπιαν αρκετό νερό και αφού ξεδίψασαν, ο άνθρωπος ρώτησε το φύλακα πως λέγεται αυτό το μέρος και ο φύλακας απάντησε  πως είναι ο παράδεισος. Ο άνθρωπος απορημένος του είπε πως και στην άλλη πύλη που ρώτησε, πάλι ο παράδεισος είπαν ότι είναι. Και ο φύλακας απάντησε

«Όχι, εκεί ήταν η κόλαση. Εκεί μένουν όλοι αυτοί που είναι ικανοί να εγκαταλείψουν απλόχερα τους φίλους τους μόνο για τη δική τους ευχαρίστηση.»

Aπό umano

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 19 Φεβρουαρίου 2023

«Ένα κρουαζιερόπλοιο άρχισε να βουλιάζει στη θάλασσα και έπρεπε άμεσα να εκκενωθεί από τους επιβάτες. Ένα ζευγάρι έτρεξε γρήγορα προς τις σωσίβιες λέμβους. Όταν έφτασαν όμως, είδαν έντρομοι ότι υπήρχε χώρος για να σωθεί μόνο ένα άτομο.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο άντρας έσπρωξε τη σύζυγό του και πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει, πήδηξε αυτός μέσα στη βάρκα.
Τότε η γυναίκα του, η οποία στέκονταν στο πλοίο που βυθίζονταν, φώναξε στον σύζυγό της μια φράση».

Η δασκάλα σταμάτησε την αφήγηση της, γύρισε προς τη τάξη και ρώτησε τα παιδιά:

– «Τι νομίζετε ότι του φώναξε;»

Οι περισσότεροι από τους μαθητές με ενθουσιασμό απάντησαν ότι η σύζυγος φώναξε: «Σε μισώ!», «Δεν το περίμενα ποτέ αυτό από εσένα» και «Νόμιζα ότι με αγαπούσες».

Η δασκάλα παρατήρησε ένα αγόρι που ήταν συνέχεια σιωπηλό.
Τον ρώτησε τι πίστευε ότι φώναξε η σύζυγος και αυτός της απάντησε:

– «Κυρία, νομίζω ότι του φώναξε: «Να προσέχεις το παιδί μας»».

Έκπληκτη η δασκάλα τον Διαβάστε τη συνέχεια »

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 21 Ιανουαρίου 2023

1. Ο Βασιλιάς και το αλάτι (Λιβυκό Λαϊκό Παραμύθι)

Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που ρώτησε τις τρεις κόρες του πόσο τον αγαπούν. Η μεγαλύτερη απάντησε όσο το χρυσάφι, η μεσαία όσο τον ήλιο και το φεγγάρι ενώ η μικρότερη όσο το αλάτι. Ο βασιλιάς έγινε έξαλλος με την τρίτη του κόρη καθώς πίστευε πως το μέγεθος της αγάπης της κόρης του ήταν ασήμαντο. Την έδιωξε από το παλάτι λέγοντάς της πως δε θέλει να την ξανά δει.

Η κοπέλα περιπλανήθηκε για χρόνια με μεγάλο παράπονο που τόσο άδικα την έδιωξε ο πατέρας της. Ένας πρίγκιπας που την είδε την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε. Μετά από πολλά χρόνια έμαθε πως, στο δικό της βασίλειο, θα έδιναν γεύμα προς τιμήν του πατέρα της.

Διέταξε όλα τα φαγητά που θα σερβιριστούν να είναι ανάλατα και να μη δοθεί αλάτι, όσο και αν ζητήσουν.

Όταν ο πατέρας της άρχισε να τρώει, πέταξε θυμωμένος το κουτάλι και είπε πως είναι όλα άνοστα. Ζήτησε να του δώσουν αλάτι. Αρνήθηκαν και θύμωσε ακόμα πιο πολύ. «Θα φύγω», φώναζε, «αφού δε μπορείτε να μου δώσετε κάτι τόσο σημαντικό όσο το αλάτι». Και τότε, η κοπέλα απάντησε, «μα εσείς κάποτε διώξετε την κόρη σας επειδή σας είπε πως σας αγαπάει σαν το αλάτι». Ο βασιλιάς την αναγνώρισε και έπεσε στα πόδια της με κλάματα παρακαλώντας να τον συγχωρέσει. Η κοπέλα τον συγχώρεσε.

Του τόνισε πως από δω και πέρα δεν πρέπει να υποτιμάει τα απλά πράγματα στη ζωή, όπως είναι το αλάτι.

2. Οι δύο λύκοι (Ινδιάνικο Παραμύθι)

Ένα νέο αγόρι μίας φυλής Ινδιάνων αναρωτιόταν τι ήταν η ψυχή. Ρωτούσε τους πάντες μα κανενός η απάντηση, δεν ήταν ικανοποιητική. Μέχρι που ρώτησε τον ηλικιωμένο αρχηγό της φυλή τους. Εκείνος του μίλησε για τους δύο λύκους που υπάρχουν στη ψυχή κάθε ανθρώπου. Το αγόρι κάθισε δίπλα του και ο αρχηγός ξεκίνησε να του μιλάει για τη μάχη μεταξύ των δυο λύκων που υπάρχουν στις ψυχές όλων των ανθρώπων.

Ο ένας λύκος είναι το κακό και ότι συμβολίζει: το θυμό, τη ζήλια, τη θλίψη, την απογοήτευση, την απληστία, την αλαζονεία, την ενοχή, την προσβολή, την κατωτερότητα, το ψέμα, τη ματαιοδοξία και την υπεροψία. Ο άλλος λύκος είναι το καλό και ότι συμβολίζει: τη χαρά, την ειρήνη, την αγάπη, την ελπίδα, την ηρεμία, την ταπεινοφροσύνη, την ευγένεια, τη φιλανθρωπία, τη συμπόνια, τη γενναιοδωρία, την αλήθεια και την ευσπλαχνία.

Το αγόρι σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά τον ρώτησε «Και ποιος λύκος κερδίζει;» Ο γέρος Ινδιάνος απάντησε «Αυτός που ταΐζεις».

3. Ο Κύκλος του 99 (Χόρχε Μπουκάι, Αργεντινή)

Κάποτε σε ένα βασίλειο ζούσε ένας υπηρέτης που ήταν μονίμως χαρούμενος. Όλη μέρα τραγουδούσε, έκανε πλάκες και όλοι γύρω του, διασκέδαζαν μαζί του. Κάποια στιγμή, ο βασιλιάς φανερά εκνευρισμένος με τη χαρά του υπηρέτη του, τον ρώτησε «Πώς γίνεται εγώ, ένας βασιλιάς, να έχω όλα τα πλούτη και να είμαι λυπημένος ενώ εσύ ένας υπηρέτης να είσαι χαρούμενος;» Ο υπηρέτης απάντησε «Γιατί να μην είμαι; Έχω την υγεία μου, την οικογένειά μου, στέγη και φαγητό. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω;». Τον βασιλιά δεν τον έπεισε η εξήγηση του υπηρέτη. Φώναξε ένα σοφό σύμβουλό του, εξηγώντας του την κατάσταση.

Ο σοφός του εξήγησε πως ο υπηρέτης είναι χαρούμενος γιατί δεν είχε μπει στον κύκλο του 99.

Θα μπορούσε να τον βάλει αλλά θα έχανε για πάντα το χαμόγελό του και τη θέση του θα έπαιρνε ένας μίζερος υπηρέτης. Ο βασιλιάς σκέφτηκε, αφού δε γέλαγε ο ίδιος, δε θα έπρεπε να γελάει κανείς. Έτσι, ζήτησε από το σοφό να βάλει τον υπηρέτη του στον κύκλο του 99. Ο σοφός ζήτησε ένα πουγκί  με 99 χρυσά νομίσματα, ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο και το άφησε έξω από το σπιτάκι του υπηρέτη. Ανοίγοντας την πόρτα ο υπηρέτης βρήκε το πουγκί. Αμέσως σχηματίστηκε έκπληξη στο πρόσωπό του, φόβος και ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω.

Μπήκε γρήγορα στο σπίτι του. Άδειασε το περιεχόμενο και χρυσά νομίσματα έπεσαν στο πάτωμα. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε! Ένας θησαυρός, όλος δικός του. Άρχισε να παίζει με τα νομίσματα και να τα τοποθετεί σε στοίβες των δέκα.  Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρεις, … ταυτόχρονα, έκανε και το άθροισμα. Που είναι το τελευταίο; Μέτρησε πάλι τις στοίβες για να βρει το λάθος, τίποτα. Δεν μπορεί, τα νομίσματα έπρεπε να ήταν εκατό.

Τα ενενήντα εννέα ήταν πολλά αλλά του έλειπε ένα.

Συνεχώς σκεφτόταν, τι θα έπρεπε να κάνει για να αγοράσει ακόμα ένα χρυσό νόμισμα. Θα έπρεπε να βρει και δεύτερη δουλειά. Θα έβαζε τη γυναίκα του να δουλέψει και θα έκαναν σκληρή οικονομία στο σπίτι. Έτσι, σε έξι χρόνια θα είχαν αγοράσει το εκατοστό νόμισμα και μετά θα ήταν άρχοντας! Τους μήνες που ακολούθησαν ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδιά του. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κοιμόταν λίγο αλλά επέμενε στην απόφασή του.

Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννέα. Επειδή δεν άντεχε άλλο τη γκρίνια και τη μιζέρια του, ο βασιλιάς τον έδιωξε από το παλάτι. Ο σοφός που ήταν μάρτυρας σε όλα αυτά είπε στο βασιλιά «Σας το είπα ότι θα τον διώχνατε αν τον έβαζα στον κύκλο του 99. Ο κύκλος είναι μία «ιδεολογία» που την έχουμε όλοι, πάντα κάτι να μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι και δυστυχώς, μόνο αν είμαστε ικανοποιημένοι μπορούμε να απολαύσουμε όσα έχουμε».

 

4. Η Σαρανταποδαρούσα που χόρευε όμορφα (Τζόστειν Γκάρντερ, Νορβηγία)

Ήταν κάποτε μία σαρανταποδαρούσα που ήξερε να χορεύει υπέροχα με τα σαράντα ποδαράκια της. Κάθε φορά που χόρευε μαζεύονταν γύρω της όλα τα ζώα του δάσους για να την θαυμάσουν. Όλα ήταν γοητευμένα από την τέχνη της.

Μόνο ένα ζώο δεν άντεχε, από τη ζήλια του, ο βάτραχος. Σκεφτόταν συνεχώς πως θα την έκανε να σταματήσει το χορό. Δε μπορούσε, φυσικά, να πει ότι ο χορός δεν του άρεσε και δε μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο ίδιος χόρευε καλύτερα γιατί ,απλά, κανείς δε θα τον πίστευε. Με τα πολλά, σκέφτηκε ένα πραγματικά διαβολικό σχέδιο.

Κάθισε και έγραψε στη σαρανταποδαρούσα ένα γράμμα.

«Ασύγκριτη χορεύτρια σαρανταποδαρούσα, είμαι ένας ταπεινός θαυμαστής της εξαίσιας χορευτικής σου τέχνης και πολύ θα ήθελα να μάθω πως ακριβώς χορεύεις. Σηκώνεις πρώτα το αριστερό πόδι υπ’ αριθμ.27 και ύστερα το δεξί πόδι υπ’ αριθμ.12; Ή αρχίζεις το χορό σηκώνοντας το δεξί πόδι υπ’ αριθμ.33 και ύστερα το δεξί πόδι υπ’ αριθμ.39; Περιμένω με ανυπομονησία την απάντησή σου. Με όλη μου την αγάπη, το Βατράχι.»

Μόλις η σαρανταποδαρούσα πήρε το γράμμα άρχισε να σκέφτεται, για πρώτη φορά στη ζωή της, πως ακριβώς χόρευε. Ποιο πόδι σήκωνε πρώτο; Ποιο πόδι ερχόταν δεύτερο;

Η σκέψη της, είχε πνίξει τη φαντασία της και με τη φαντασία της χόρευε.

Έτσι, η σαρανταποδαρούσα μας δε ξανά χόρεψε ποτέ.

5. Ο Άνθρωπος, το άλογο και ο σκύλος (Πάουλο Κοέλιο, Βραζιλία)

Ένας άνθρωπος, το άλογό του και ο σκύλος του, περπατούσαν σε ένα δρόμο. Ξαφνικά έπιασε μία δυνατή βροχή και έτρεξαν να κρυφτούν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. Τότε τους χτύπησε ένας κεραυνός και έχασαν τις ζωές τους. Δεν αντιλήφθηκαν όμως ότι είχαν περάσει στον άλλο κόσμο και θεώρησαν ότι σταμάτησε η βροχή, οπότε μπορούσαν να συνεχίσουν την πεζοπορία τους. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, ο ήλιος έκαιγε και οι τρεις είχαν διψάσει πολύ. Μέχρι που συνάντησαν μία τεράστια πύλη που οδηγούσε σε ένα υπέροχο μέρος.

Ο άνθρωπος ρώτησε το φύλακα της πύλης ποιο ήταν αυτό το μέρος και ο φύλακας απάντησε πως ήταν ο παράδεισος. Ο άνθρωπος ρώτησε και πάλι, αν θα μπορούσαν να ξαποστάσουν και να πιουν λίγο νερό. Τότε ο φύλακας του απάντησε πως  ο άνθρωπος μπορεί, τα ζώα όχι. Ο άνθρωπος, όσο και αν διψούσε, δε μπορούσε να αφήσει τους φίλους του. Χαιρέτισε και έφυγε.

Βρέθηκε σε ένα μονοπάτι ακόμα πιο όμορφο που τον οδήγησε σε μία πύλη που όμοια δεν είχε ξανά δει.  Ένας πανέμορφος τόπος! Πλησίασε τον φύλακα της πύλης και τον ρώτησε αν θα μπορούσαν να ξεδιψάσουν κάπου και ο φύλακας τους οδήγησε σε μία πηγή. Ήπιαν αρκετό νερό και αφού ξεδίψασαν, ο άνθρωπος ρώτησε το φύλακα πως λέγεται αυτό το μέρος και ο φύλακας απάντησε  πως είναι ο παράδεισος. Ο άνθρωπος απορημένος του είπε πως και στην άλλη πύλη που ρώτησε, πάλι ο παράδεισος είπαν ότι είναι. Και ο φύλακας απάντησε

«Όχι, εκεί ήταν η κόλαση. Εκεί μένουν όλοι αυτοί που είναι ικανοί να εγκαταλείψουν απλόχερα τους φίλους τους μόνο για τη δική τους ευχαρίστηση.»

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 22 Οκτωβρίου 2022

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα όχι και πολύ μακρινό δάσος κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά, ζούσαν δύο μικρά μανιτάρια. άλλο.

μ «Τι όμορφη που είναι αυτή η βελανιδιά και τι τυχεροί που είμαστε που ζούμε από κάτω της!» είπε το μικρότερο από τα δύο.

Μ «Πραγματικά, είναι πανέμορφη.. πόσο θα ήθελα να ζούσα στην κορυφή της και να βλέπω όλο το δάσος από εκεί ψηλά.» ..είπε το μεγαλύτερο.

μ «Το σκέφτομαι κάθε μέρα.. να μπορούσα να πάω εκεί πάνω και να κοιτάζω γύρω γύρω.. πρέπει να έχω απίστευτη θέα. Θα νιώθεις σαν βασιλιάς. Ζηλεύω πολύ την βελανιδιά και πιο πολύ ζηλεύω τα πουλιά που μπορούν να πηγαίνουν εκεί πάνω από αυτά θέλουν! Αχ και να μπορούσα να ανέβω έστω και για λίγο..»

Μ «Ναι.. η αλήθεια είναι αυτή.. σκέψου το αεράκι και φαντάσου πόσο γλυκά θα ακούγεται η φωνή του δάσους.. από την άλλη εδώ που είμαστε, είμαστε καλά προστατευμένοι. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που έχουμε αυτή την εξαιρετική βελανιδιά από πάνω μας και που μας προστατεύει και που μπορούμε να ακούμε τις ιστορίες που λένε μεταξύ τους τα φύλλα και τα βελανίδια που πέφτουν. Σκέψου να μην υπήρχε.»

μ «Χαζομάρες.. εντάξει μπορεί να έχεις δίκιο αλλά εγώ θέλω να πάω εκεί πάνω.»

Μ «Προχθές άκουγα δύο βελανίδια, που μόλις είχαν πέσει, να πουν για το πόσο τέλεια ήταν η διαδρομή από εκεί πάνω. Τα άκουσα επίσης να λένε ότι και τι δεν έδωσαν για να ξανανέβουν και να ξαναπέσουν! Γέλασα πάρα πολύ!»

μ «Χαχα! Αχ.. ας μας δόθηκε μια ευκαιρία.. τι καλά που ήταν..» Και με αυτές τις σκέψεις οι ημέρες περνούσαν και η καθημερινότητα των μανιταριών γινόταν όλο και πιο ευφάνταστη. Όλο και περισσότερα βελανίδια έπεφταν και όλο και περισσότερες ιστορίες άκουγαν τα μανιταράκια μας. Μια-δυο φορές μάλιστα έπιασαν και κουβέντα με κάποια βελανίδια που δεν ήταν και τόσο ψιλομύτικα όπως τα υπόλοιπα. Μια μέρα λοιπόν την ώρα που μόλις είχε αρχίσει να σουρουπώνει, από την άκρη της απέναντι πέτρας φάνηκαν δύο τεράστιες κεραίες. Μετά από λίγο φάνηκε ένα τεράστιο σκαθάρι! Ήταν τόσο μεγάλο, όσο σχεδόν και τα δύο μανιτάρια μαζί.

μ «Ωχ!» Είπε το μικρό μανιτάρι. «Αυτό πρέπει να είναι το πιο μεγάλο σκαθάρι που δεν υπήρξε ποτέ! Άραγε θα μπορεί να με βοηθήσει;»

Μ «Τι εννοείς;¨είπε το μεγάλο.

μ «Εννοώ αν θα μπορούσε να με μεταφέρει έστω και για λίγο μέχρι την κορφή της βελανιδιάς!»

Μ «Μην ακούω ανοησίες. Δεν θα φύγεις από εδώ, τις άκουσες;»

μ «Άσε με ήσυχο. Θα κάνω ό,τι θέλω. Ξέρεις ότι η ζωή μας είναι πολύ μικρή και έχουμε μόνο μια ευκαιρία να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Ποτέ δεύτερη.»

Μ «Σε παρακαλώ, σοβαρέψου. Μην κάνεις καμιά χαζομάρα. Πρώτη φορά τον βλέπουμε τον τύπο.. ούτε που τον ξέρουμε! Και να σου πω την αλήθεια, δεν τον βλέπω και πολύ της εμπιστοσύνης.»

μ «Μα τι είναι αυτά που λες! Πόσο κακό μπορεί να είναι ένα σκαθάρι;» ..είπε το μικρότερο και χωρίς να χάσει καιρό φώναξε με όλη του τη δύναμη: «Εε! Σκαθάρι, γειά! Έλα εδώ να σου πω κάτι που θέλω!» Με αργά αλλά σταθερά βήματα το σκαθάρι πλησίασε και το μικρότερο μανιτάρι ξεκίνησε με μεγάλο ενθουσιασμό να του λέει για την επιθυμία του να σκαρφαλώσει επάνω στη βελανιδιά, για το πόσο όμορφο θα είναι το ταξίδι προς τα επάνω και πόσο τέλειο θα είναι το ταξίδι της επιστροφής. Ήταν τόσο πολύ ενθουσιασμένο που δεν μπορούσε να δει το περίεργο βλέμμα και την τρομαχτική άποψη του σκαθαριού. Δεν μπορούσε να διαισθανθεί όλα αυτά που το άλλο μανιτάρι είχε διαισθανθεί.

«Ένταξει.» λέει το σκαθάρι. «Αλλά για να κάνω αυτό, πρέπει κάτι να κερδίσω.»

«Τι θες; Ό,τι θες θα στο δώσω!!»

«Μέσα σου έχεις δύο σπόρια. Αυτά θέλω για να σε ανεβάσω επάνω.» Είπε το σκαθάρι με σταθερή φωνή. Το μεγάλο μανιτάρι ανατρίχιασε.

«Μα αυτό είναι εύκολο!» είπε το μικρό μανιτάρι, χωρίς να σκεφτεί δεύτερη φορά. «Αλλά δεν θα σταθώ και τα δύο τώρα. Θα σου δώσω το ένα όταν φτάσουμε στη μέση και το άλλο όταν φτάσουμε επάνω.» «Εντάξει.» είπε το σκαθάρι. Κι έτσι το μικρό μανιτάρι πιάστηκε από τις κεραίες του σκαθαριού έτοιμος να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα.

Το σκαθάρι, λοιπόν, με αργά αλλά σταθερά βήματα τραβήξε το μανιτάρι. Φυσικά δεν τα κατάφερε με την πρώτη φορά. Ο φίλος του προσπαθούσε να κρατήσει κάτω, συγκρατώντας το χώμα με τις μικρές του ρίζες, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει να απογοητεύσει οι δύο τους και να τα παρατήσουν. Με την πρώτη προσπάθεια λοιπόν, ίσα ίσα που ανασηκώθηκε λιγάκι το χώμα. Όμως το σκαθάρι, δυστυχώς για τον φίλο μας, ήταν πολύ δυνατό. Με τη δεύτερη προσπάθεια το χώμα αποσύρθηκε αρκετά και λίγο ακόμα ήθελε το μικρό μας μανιτάρι για να βρεθεί έξω από την ζεστασιά του. Λίγες στιγμές πιο μετά το μεγάλο μανιτάρι αισθάνθηκε ένα μικρό πόνο, που το μανιταράκι δεν τον καταλάβαινε. Οι μικρές τους ρίζες βλέπετε είχαν ενωθεί και καθώς το μικρό μας πεταγόταν έξω από το χώμα, αυτές χωρίστηκαν. Για πάντα.

«Έτοιμος!!» φώναξε όλο χαρά το μανιτάρι και το σκαθάρι με τον ίδιο αργό αλλά σταθερό βηματισμό και χωρίς να μιλήσει, άρχισε να προχωράει προς την ρίζα της βελανιδιάς.

«Θα με περιμένεις;» Ρώτησε το μικρό μανιτάρι.

«Ελπίζω. Καλό ταξίδι!» Είπε το άλλο και τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν για τελευταία φορά. Αρκετή ώρα πιο μετά οι ταξιδιώτες είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν στον κορμό. Το μικρό μανιτάρι ήταν πλέον τόσο πολύ χαρούμενο. Ζόυσε το όνειρό του. Μόλις είχε βραδιάσει και το φεγγάρι είχε αρχίσει να ρίχνει το φως του πάνω στο μεγάλο δάσος. Λίγες ώρες πιο μετά η ανάβαση έφτανε στη μέση της και οι ψιθήροι από τα βελανίδια πλήθαιναν.

«Τι θέλει εδώ πάνω ένα σκαθάρι με ένα μανιτάρι να κρέμεται από πάνω του. Μα που πάνε;» αναρωτήθηκαν όλα μαζί και σχολιάζανε επικριτικά.

«Ε όχι.. έχει τρελαθεί τελικά ο κόσμος..» είπε ένα αδύνατο και στριφνό βελανίδι, και γύρισε από την άλλη πλευρά να χαρεί λίγο το φως του φεγγαριού. Την επόμενη μέρα ήξερε ότι θα έπεφτε από τη θέση του και θα βρισκόταν κάτω στο χώμα, μέχρι εκείνο να το αγκαλιάσει και σιγά σιγά να γίνει κι αυτό μια μεγάλη βελανιδιά. Το μανιτάρι έβλεπε από ψηλά το σπίτι του, την παλιά του θέση, την πέτρα από όπου είχε εμφανιστεί το σκαθάρι, τον αγαπημένο του φίλο και έτρεμε από τη συγκίνηση που κατάφερνε το ακατόρθωτο.

«Το πρώτο μανιτάρι που έφτασε στην κορυφή της μεγάλης βελανιδιάς!!» Σκεφτόταν. Η ψυχή του έλαμπε. Η ψυχή του έλαμπε αλλά η δύναμη του έφθανε. Τα χέρια του είχαν αρχίσει να κουράζονται και όσο δυνατά και αν κρατούσε τις κεραίες του σκαθαριού, τα αισθανόταν να γλυστράνε. Ο κορμός του και το συμμετρικό του σχήμα είχε αρχίσει να χαλάει. Ξέρετε πόσο ευαίσθητα είναι τα μανιτάρια. Χαλάνε με το παραμικρό. Λίγη ώρα πιο μετά είχε χάσει πολύ δύναμη και πολλούς χυμούς. Φθάνοντας στη μέση της μεγάλης βελανιδιάς και ενώ το φεγγάρι μεσουρανούσε λέει στο σκαθάρι.

«Σκαθάρι σταμάτα για λίγο σ’αυτό το κλαδί. Σε παρακαλώ πολύ. Θα ήθελα να κάνουμε ένα διάλειμμα, κουράστηκα.»

«Θα σταματήσω, αλλά θα μου δώσεις και τα δύο σποράκια, αλλιώς δεν θα συνεχίσω.»

«Εντάξει, πάρ’τα. Σταμάτα όμως, δεν αντέχω ούτε μια στιγμή ακόμα.» Και μόλις το σκαθάρι έκανε στην άκρη και σταμάτησε στο κλαδί, το μανιτάρι μας ελευθερώθηκε και έβγαλε από την κοιλιά του και τα δύο σποράκια, το ανίτι του ονείρου του.

«Πάρτα, όμως σε λίγο θα συνεχίσουμε.» είπε με ξεψυχισμένη φωνή.

«Συνεχίζουμε όποτε θες.» Το φεγγάρι μια κρυβόταν και μια φαινόταν μέσα από τις φυλλωσιές της βελανιδιάς και το χλωμό του φως πλέον έδινε μια μελαγχολική διάθεση στο δάσος. Λίγες στιγμές πιο μετά, το μανιτάρι είπε με φωνή που ίσα ίσα ακουγόταν.

«Σκαθάρι.. πάμε..» Και με το ζόρι ξαναπιάστηκε πάνω του. Δεν πρόλαβε να κάνει μερικά αργά αλλά σταθερά βήματα το σκαθάρι και.. α!

Το μανιταρι γλυστρησε! Το καπέλο του έλαμψε για μια στιγμή, λίγο πριν αρχίσει να χτυπάει από το ένα κλάδι στο άλλο. Τα βελανίδια πάγωσαν και το σούσουρο σταμάτησε άξαφνα καθώς είχε ξεκινήσει η ελεύθερη πορεία προς το τέλος. Χτύπησε στο χώμα, κατρακύλησε και σταμάτησε δίπλα στην πέτρα απ’ όπου το μεσημέρι είχε εμφανιστεί το σκαθάρι. Λίγο πιο κει ο φίλος του, αδύναμος κι αυτός, το κοίταζε με δάκρυα στα μάτια. Το χώμα γύρω του ήταν πλέον σαθρό. Με λίγη προσπάθεια κατάφερε να πεταχτεί έξω και να συρθεί μέχρι τον φίλο του.

«Μην φοβάσαι…τώρα είσαι εδώ, μαζί μου.» του είπε και μαζί τα δύο μανιταράκια, ξαπλωμένα πλέον και όχι όρθια, κοιτούσαν την κορυφή της βελανιδιάς λίγο πριν το φεγγάρι τους δύσει. Εκείνη την ώρα ένα αεράκι φύσηξε στα κλαδιά της βελανιδιάς και μαζί με τη φωνή των βελανιδιών πήρε και τα σπόρια από τις τσέπες του σκαθαριού ρίχνοντάς τα στο έδαφος, λίγο πιο μακριά από τις ρίζες του δέντρου. Κάποιες ημέρες αργότερα δύο μικρά μανιτάρια βγήκαν από το ζεστό χώμα. Οι ρίζες τους ήταν λίγο ενωμένες. Κοίταξαν ψηλά, μέχρι την κορυφή της βελανιδιάς μας, ζήλεψαν τα πουλιά και αναστέναξαν μελαγχολικά όταν σκέφτηκαν πόσο όμορφη θέα έχει από εκεί επάνω.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 20 Απριλίου 2022

Ο βασιλιάς μιας κοινότητας είχε δέκα άγρια σκυλιά. Τα χρησιμοποιούσε για να βασανίζει και να τρώνε όποιον από τους υπηρέτες του έκανε λάθος. Ένας από τους υπηρέτες έδωσε μια γνώμη που ήταν λάθος, και δεν άρεσε καθόλου στον βασιλιά.

Διέταξε λοιπόν να ρίξουν τον υπηρέτη στα σκυλιά.
Ο υπηρέτης είπε: «Σε υπηρέτησα δέκα χρόνια, και μου το ξεπληρώνεις έτσι; Παρακαλώ δώστε μου δέκα μέρες πριν με πετάξετε σε αυτά τα σκυλιά! ” Ο βασιλιάς συμφώνησε.

Εκείνες τις δέκα μέρες, ο υπηρέτης πήγε στον φύλακα που προσέχει τα σκυλιά και του είπε ότι θα ήθελε να εξυπηρετήσει τα σκυλιά για τις επόμενες δέκα ημέρες. Ο φύλακας ήταν μπερδεμένος αλλά συμφώνησε, και ο υπηρέτης άρχισε να ταΐζει τα σκυλιά, να τα καθαρίζει, να τα κάνει μπάνιο και να τους παρέχει κάθε είδους άνεση.

Όταν τελείωσαν οι δέκα ημέρες, ο βασιλιάς διέταξε να ρίξουν τον υπηρέτη στα σκυλιά για την τιμωρία του. Όταν τον έριξαν μέσα, όλοι μείναμε έκπληκτοι βλέποντας τα λυσσασμένα σκυλιά να γλείφουν τα πόδια του υπηρέτη!

Ο βασιλιάς, μπερδεμένος με αυτό που έβλεπε, είπε,
”Τι συνέβη στα σκυλιά μου; ”

Ο υπηρέτης απάντησε, «Υπηρέτησα τα σκυλιά μόνο για δέκα ημέρες, και δεν ξέχασαν την υπηρεσία μου. Κι όμως σε υπηρέτησα για δέκα ολόκληρα χρόνια και τα ξέχασες όλα, στο πρώτο μου λάθος! ”

Ο βασιλιάς κατάλαβε το λάθος του και διέταξε να αφεθεί ελεύθερος ο υπηρέτης.

Αυτή η ανάρτηση είναι ένα μήνυμα προς όλους εκείνους που ξεχνούν τα καλά πράγματα που κάνει κάποιος για αυτούς μόλις το άτομο κάνει ένα λάθος απέναντί τους. Μην ξεχνάς την ιστορία που είναι γεμάτη με καλό εξαιτίας ενός λάθους που δεν σου άρεσε.

Κατερινα Κεστεκιδουā

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 16 Απριλίου 2022

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα. Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν. Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;» «Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα». Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία. Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια. «Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου». «Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη. Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!». Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του. Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση: «Γνώση, ποιος με βοήθησε»; «Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση. «Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;» Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε: «Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 25 Μαρτίου 2022

Μια φορά κι έναν καιρό

ένας φούρναρης παράγγειλε
σ’ ένα φτωχό ζωγράφο

να τον ζωγραφίσει την ώρα
που φούρνιζε ψωμιά.

Ο ζωγράφος άρχισε να δουλεύει
και όταν καταπιάστηκε
να εικονίζει το φουρνιστήρι,

αντί να το φτιάξει οριζόντιο
σύμφωνα με την προοπτική,

το έφτιαξε κάθετο
δείχνοντας όλο του το πλάτος.

Έπειτα, με τον ίδιο τρόπο,
ζωγράφισε πάνω στο φουρνιστήρι
κι ένα καρβέλι.

Πέρασε ένας άνθρωπος
και του είπε:

”Το ψωμί έτσι όπως το έβαλες,
θα πέσει.”

Ο ζωγράφος αποκρίθηκε
χωρίς να σηκώσει το κεφάλι:

”Μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν.
Τα ζωγραφισμένα στέκονται.

Στη ζωγραφιά
πρέπει να φαίνονται όλα.”

Ο ζωγράφος του παραμυθιού
είναι ο Μυτιληνιός
Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ.

Ένας λαικός άνθρωπος,
ένας τρελός στα μάτια του κόσμου,

που τον άκουε να λέει παράδοξα
πράγματα για τις ζωγραφιές του

ή τον έβλεπαν
να ροβολά στους δρόμους
ντυμένος Μεγαλέξαντρος

μαζί με ένα κοπάδι χαμίνια
που είχε ντύσει ”Μακεδόνους”.

Τον περιγελούσαν, του έκαμαν
πολύ χοντρά αστεία’ μια φορά

τράβηξαν την ανεμόσκαλα
όπου ήταν ανεβασμένος
για τη δουλειά του
και τον έριξαν κάτω.

Τόσο πολύ
μας ενοχλούν οι άνθρωποι
που δε μας μοιάζουν.

Όμως, ο περιπλανώμενος
αυτός ζωγράφος

καταναλώθηκε ολόκληρος
σαν ένας αυθεντικός τεχνίτης,
στο δημιούργημά του.

Και το δημιούργημά του
είναι ένα ζωγραφικό γεγονός
για την Ελλάδα.

Ένα γεγονός
που δε διδάσκει λαογραφικά,

όπως θα είχαμε την τάση
να φανταστούμε,

αλλά είναι ένα γεγονός
που διδάσκει ζωγραφικά.

Που βοηθεί και φωτίζει
όποιον έχει μίαν επαρκή
οπτική συνείδηση.

Ύστερα από τον Θεόφιλο
δε βλέπουμε πια
με τον ίδιο τρόπο.

Αυτό είναι το σπουδαίο
και αυτό είναι το πράγμα

που δε μας έφεραν τόσοι
περιώνυμοι μαντατοφόροι
μεγάλων ακαδημιών.

Ο Θεόφιλος μάς έδωσε
ένα καινούριο μάτι.

Μπορεί να μην είναι
δεξιοτέχνης.

Μπορεί η αμάθειά του
σε τέτοια πράγματα
να είναι μεγάλη.

Όμως αυτό το τόσο σπάνιο,
το ακατόρθωτο πριν απ’ αυτόν
για το ελληνικό τοπίο:

μια στιγμή χρώματος και αέρα,
σταματημένη εκεί

μ’ όλη την εσωτερική ζωντάνια της
και την ακτινοβολία της κίνησής της.

Αυτόν τον ποιητικό ρυθμό
που συνδέει τα ασύνδετα,

συγκρατεί τα σκορπισμένα
και ανασταίνει τα φθαρτά.

Αυτή την ανθρώπινη ανάσα
που έμεινε

σ’ ένα ρωμαλέο δέντρο,
σ’ ένα κρυμμένο άνθος,
ή στο χορό μιας φορεσιάς.

Αυτά τα πράγματα
που τ’ αποζητούσαμε τόσο πολύ
γιατί μας έλειψαν τόσο πολύ.

Αυτή τη χάρη
μας έδωσε ο Θεόφιλος
και αυτό δεν είναι λαογραφία.

Ο ζωγραφικός κόσμος
του Θεόφιλου,

είναι ένας κόσμος
χωρίς τεχνάσματα
και χωρίς υπεκφυγές,

όπου τα πράγματα δεν πέφτουν,
όπως πέφτουν τα αληθινά ψωμιά.

Στέκουν
και θρέφουν.

Γιώργος Σεφέρης

Σαν σήμερα, το 1934,
ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ
έφυγε από τη ζωή.

…………………………………………………………

Αποσπάσματα από το βιβλίο:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ – ΔΟΚΙΜΕΣ

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 30 Ιανουαρίου 2022

Υπήρχε κάποτε μια νεαρή πολεμίστρια…
Ο δάσκαλός της της είπε ο τι θα πρέπει να πολεμήσει τον φόβο.
Εκείνη δεν ήθελε να το κάνει. Φαινόταν πολύ επιθετικό. Ηταν τρομακτικό και έμοιαζε εχθρικό..
Αλλά ο δάσκαλος είπε πως έπρεπε να το κάνει και της έδωσε οδηγίες γιά την μάχη.
Η μέρα έφτασε.
Η μαθήτρια πολεμίστρια στάθηκε από την μία πλευρά και ο φόβος σπό την άλλη.
Η νεαρή γυναίκα ένοιωθε πολυ μικρή και ο φόβος φαινόταν τεράστιος και άγριος. Ο καθένας είχε τα όπλα του.
Η νεαρή σηκώθηκε και πήγε προς τον φόβο, έκανε τρείς βαθιές υποκλίσεις και ρώτησε:
“Μπορώ να έχω την άδεια να πολεμήσω με σένα;”
Ο φόβος είπε:
“Σ ευχαριστώ που δείχνεις τόσο σεβασμό και ζητάς την άδεια”.
Τότε η νεαρή είπε: “Πως μπορώ να σε νικήσω;”
Ο φόβος απάντησε: ” Τα όπλα μου είναι ό τι μιλάω γρήγορα και έρχομαι πολύ κοντά στα μούτρα σου. Τότε παραλύεις και κάνεις ό τι σου πω. Αν δεν κάνεις ό τι σου λέω, δεν εχω δύναμη.
Μπορείς να με ακούσεις, να με σεβαστείς, ακόμη και να σε πείσω, αλλά αν δεν κάνεις ό τι σου λέω, δεν θα έχω καμμία δύναμη”. Με αυτόν τον τρόπο η νεαρή πολεμίστρια μεταμόρφωσε την την σχέση της με τον φόβο. Αυτή ηταν η νίκη της…
Και από εχθρός, ο φόβος έγινε σύμμαχος. Διαβάστε τη συνέχεια »

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 23 Νοεμβρίου 2021

Κάποτε ο βασιλιάς αποφάσισε ότι ήταν καιρός να παντρευτεί. Αλλά πώς να διαλέξει την κατάλληλη κοπέλα; Ρώτησε τον κουρέα του την ώρα που τον ξύριζε.
–         Μην ανησυχείς, βασιλιά μου, του απάντησε ο κουρέας. Θα σε βοηθήσω εγώ.
Από την άλλη κιόλας μέρα ο κουρέας έλεγε σε καθένα που έμπαινε στο μαγαζί του ότι ο βασιλιάς ήθελε να παντρευτεί.
–         Και πώς θα διαλέξει τη νύφη; τον ρωτούσαν όλοι.
Τότε εκείνος τους έδειχνε έναν ωραίο χρυσοστόλιστο καθρέφτη και τους έλεγε:
–         Βλέπετε αυτόν τον καθρέφτη; Είναι μαγικός! Αν κάποιος κοιταχτεί μέσα, κάθε του ελάττωμα θα θαμπώσει το κρύσταλλο σα λεκές! Όποια κοπέλα λοιπόν θέλει να παντρευτεί το βασιλιά πρέπει να κοιταχτεί μέσα στον καθρέφτη για να φανούν τα ελαττώματά της. Εγώ θα βρίσκομαι δίπλα της για να τα δω και να τα πω στο βασιλιά. Κι εκείνος θα αποφασίσει αν η κοπέλα του ταιριάζει ή όχι.
Στόμα με στόμα η είδηση έφτασε σε όλους τους κατοίκους του βασιλείου. Πολλοί γέλασαν με τον παράξενο τρόπο που θα χρησιμοποιούσε ο κουρέας του βασιλιά για να του βρει νύφη. Όλος ο κόσμος νόμιζε ότι οι ανύπαντρες κοπέλες θα έκαναν ουρές έξω από το κουρείο για να δοκιμάσουν την τύχη τους. Όμως δεν πήγε καμιά!
Περνούσαν οι μέρες, περνούσαν οι εβδομάδες, αλλά καμιά κοπέλα, ούτε φτωχή ούτε πλούσια, δεν είχε το θάρρος να δείξει τα ελαττώματά της στον καθρέφτη του κουρέα.
Ο καημένος ο βασιλιάς ήταν πολύ στενοχωρημένος που καμιά κοπέλα δε ζητούσε να τον παντρευτεί.
–         Οι βασιλιάδες των γειτονικών χωρών δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν γυναίκα. Εγώ γιατί δε μπορώ να βρω μία; ρωτούσε τον κουρέα του.
–         Βασιλιά μου, απαντούσε εκείνος, κάνε υπομονή. Πολλές κοπέλες θάθελαν να γίνουν βασίλισσες αλλά φοβούνται να κοιτάξουν στο μαγικό καθρέφτη. Εδώ που τα λέμε δεν είναι εύκολο πράγμα να φανερώσει κάποιος τα ελαττώματά του. Ας περιμένουμε λίγο ακόμα μήπως κάποια πάρει θάρρος κι έρθει να κοιτάξει μέσα στον καθρέφτη μου.
Αλλά πέρασαν κι άλλες μέρες χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο βασιλιάς απελπίστηκε. Έχασε την υπομονή του και μάλωσε τον κουρέα του:
–         Μ’ αυτές τις παράξενες ιδέες σου κατάντησα να μη μπορώ να βρω σύζυγο! Υποσχέθηκες να μου βρεις μια κοπέλα αντάξιά μου. Βρες τη μου λοιπόν!
–         Υπάρχει ακόμα μια ελπίδα, είπε σκεπτικός ο κουρέας. Η βοσκοπούλα, που βόσκει το κοπάδι της στο απέναντι βουνό, ίσως να μη φοβηθεί τη μαγική δύναμη του καθρέφτη μου. Όμως θα τη δεχόσουν για γυναίκα σου;
–         Παράγγειλέ της να έρθει, απάντησε ο βασιλιάς. Εξήγησέ της τι κάνει ο μαγικός καθρέφτης και πες της ότι πρέπει να κοιταχτεί μέσα σ’ αυτόν. Αν αποφασίσει να έρθει θα τη δεχτώ με όλες τις τιμές στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού.
Η βοσκοπούλα ήταν μια απλή κοπέλα, ούτε πολύ όμορφη ούτε πολύ άσχημη. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι κοντά στους πρόποδες του βουνού. Κάθε μέρα ξυπνούσε από τα χαράματα για να βοσκήσει τα πρόβατά της, που τ’ αγαπούσε και τα φρόντιζε πολύ. Όταν έμαθε ότι ο βασιλιάς της ζητούσε να δοκιμάσει το μαγικό καθρέφτη δέχτηκε.
Την καθορισμένη ημέρα μαζεύτηκε πολύς κόσμος στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού. Όταν η βοσκοπούλα μπήκε μέσα, ο βασιλιάς την υποδέχτηκε ευγενικά και της είπε:
–         Καλή μου κοπέλα, χαίρομαι που ήρθες! Αν θέλεις να γίνεις γυναίκα μου πρέπει να κοιταχτείς μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη. Αν έχεις κάνει στη ζωή σου κάτι που δεν είναι σωστό, ο καθρέφτης θα θαμπώσει.
–         Βασιλιά μου, απάντησε η κοπέλα, κάνω λάθη κάθε μέρα, όπως συμβαίνει σε όλους. Να, για παράδειγμα, πολλές φορές οδηγώ το κοπάδι μου σ’ ένα λιβάδι που δεν έχει πολύ χορτάρι, κι έτσι τα πρόβατά μου μένουν πεινασμένα. Άλλες φορές τα έχω βγάλει να βοσκήσουν με άσχημο καιρό και μερικά μου έχουν αρρωστήσει. Μια φορά αναποδογύρισα κατά λάθος το δοχείο με το γάλα και το γάλα χύθηκε όλο στο πάτωμα. Όμως παραδέχομαι τα λάθη μου και προσπαθώ να μην τα ξανακάνω. Φαίνεται ότι τα πρόβατά μου καταλαβαίνουν την προσπάθειά μου και με εμπιστεύονται. Δε με νοιάζει αν θα γίνω βασίλισσα αλλά θα κοιταχτώ στον καθρέφτη σου γιατί δεν έχω τίποτα να κρύψω.
Και πλησιάζοντας τον καθρέφτη, κοιτάχτηκε μέσα…Είδε το πρόσωπό της να απεικονίζεται πεντακάθαρα στην επιφάνειά του χωρίς να θαμπώσει καθόλου το κρύσταλλο. Οι κοπέλες που βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα πλησίασαν κι αυτές και κοίταξαν μέσα. Τα πρόσωπά τους καθρεφτίστηκαν καθαρά. Τότε έγινε φασαρία και οι κοπέλες φώναζαν θυμωμένες:
–         Μας ξεγελάσατε! Αυτός ο καθρέφτης δεν είναι μαγικός. Είναι ένας καθρέφτης σαν όλους τους άλλους!
–         Όχι κοπέλες μου, απάντησε ήρεμα ο βασιλιάς. Μόνες σας πέσατε στην παγίδα. Αν είχατε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας, όπως η βοσκοπούλα, δε θα φοβόσαστε να κοιταχτείτε στον καθρέφτη.
Έτσι ο βασιλιάς παντρεύτηκε τη βοσκοπούλα και κυβέρνησαν μαζί το βασίλειο για πολλά πολλά χρόνια, με αγάπη και δικαιοσύνη. Αλλά η βοσκοπούλα δεν ξέχασε το κοπάδι της. Το έδωσε στον καλύτερο βοσκό του βασιλιά, που το αγαπούσε και το φρόντιζε όπως εκείνη!

ΙΣΠΑΝΙΚΌ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 9 Οκτωβρίου 2021

Ένα μικρό πρόβατο πίνει νερό από ένα ορεινό ρυάκι με κρυστάλλινο νερό. Έρχεται ένα μεγάλο λιοντάρι και φυσικά δείχνει ενδιαφέρον για το πρόβατο – είναι η ώρα του πρωινού αλλά πρέπει να βρει μια δικαιολογία. Γι’αυτό λέει στο πρόβατο, «Λερώνεις το ρυάκι. Δεν καταλαβαίνεις ότι είμαι ο βασιλιάς της ζούγκλας;»

Το καημένο το πρόβατο λέει, «Το ξέρω, όμως Μεγαλειότατε, το ρυάκι δεν κυλάει προς το μέρος σας. Εγώ στέκομαι πιο κάτω από εσάς, και ακόμη κι αν λερωθεί επειδή πίνω εγώ νερό, το νερό τρέχει προς τα κάτω – όχι προς το μέρος σας. Εσείς το λερώνετε κι εγώ πίνω το βρώμικο νερό. Η λογική σας λοιπόν δεν είναι σωστή».

Το λιοντάρι κατάλαβε τι ήθελε να πει και θύμωσε πολύ. Είπε, «Δεν σέβεσαι τους μεγαλυτέρους σου. Έχεις μεγάλο θράσος για να τολμάς να διαφωνείς μαζί μου».
Το καημένο το πρόβατο είπε, «Δεν διαφώνησα, απλά ανέφερα τα γεγονότα. Μπορείτε να δείτε ότι το ρυάκι κυλάει προς το μέρος μου».

Tο λιοντάρι απέμεινε σιωπηλό για ένα λεπτό και μετά είπε, «Τώρα θυμάμαι. Ανήκεις σε μια πολύ απολίτιστη, αμόρφωτη οικογένεια. Ο πατέρας σου με προσέβαλε χθες». Το καημένο το πρόβατο είπε, «Θα πρέπει να ήταν κάποιος άλλος, επειδή ο πατέρας μου πέθανε πριν από τρεις μήνες – και πρέπει να ξέρετε ότι βρίσκεται στην κοιλιά σας. Δεν είναι πλέον ζωντανός, έγινε το γεύμα σας. Πώς μπορεί να σας φερθεί με ασέβεια; Είναι νεκρός!»

Αυτό πήγαινε πολύ. Το λιοντάρι όρμησε, άρπαξε το πρόβατο και είπε, «Δεν ξέρεις από τρόπους, δεν ξέρεις από εθιμοτυπία, δεν ξέρεις να φέρεσαι».

Το πρόβατο είπε, «Απλά είναι η ώρα του πρωινού. Απλά φάε με· δεν χρειάζεται να βρεις κάποια δικαιολογία».

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 28 Μαρτίου 2021

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μέσα σε ένα πυκνό δάσος μία τριανταφυλλιά. Όλα της τα τριαντάφυλλα ήταν κατακόκκινα. Όλα, εκτός από ένα, αυτό που ήταν στο κέντρο και πιο ψηλά από όλα. Το τριαντάφυλλο αυτό ήτανε μαύρο και λαμπερό. Όποιος περνούσε μπροστά από την τριανταφυλλιά, απορούσε με το διαφορετικό τριαντάφυλλο και το θαύμαζε! Και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την πραγματική ιστορία του που ήταν η εξής:

Κάποτε ένα σύννεφο περνούσε πάνω από την τριανταφυλλιά. Ήταν τόσο φορτωμένο με σταγόνες που είχε κατέβει πολύ χαμηλά. Πέρασε λοιπόν και πάνω από την τριανταφυλλιά και εκείνη, χωρίς να το θέλει, τρύπησε το σύννεφο. Εκείνο πόνεσε, τινάχτηκε επάνω και επειδή θύμωσε πολύ με την τριανταφυλλιά της έριξε έναν κεραυνό. Εκεί λοιπόν που χτύπησε ο κεραυνός στην τριανταφυλλιά, έβγαινε μόνο ένα μαύρο τριαντάφυλλο.

Ήταν μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα τριαντάφυλλα και είχε μία παράξενη ευωδιά, που θύμιζε μέντα. Έτσι όπως ήτανε ψηλότερο από τα άλλα τριαντάφυλλα, έμενε μοναχό του και ο μόνος φίλος που είχε ήταν ένα έλατο που φύτρωνε κοντά στην τριανταφυλλιά.

Ήταν και το έλατο μονάχο του και βρήκε στο μαύρο τριαντάφυλλο έναν ανέλπιστο φίλο. Έσκυβε κάθε μέρα από πάνω του και έκαναν οι δυο τους την καλύτερη παρέα. Τα υπόλοιπα όμως τριαντάφυλλα ζήλευαν αυτήν τη φιλία. Νόμιζαν πως αν γινόταν κι εκείνα μαύρα, θα μπορούσανε να κάνουνε παρέα με το έλατο και να μοσχοβολούν σαν μέντα. Φώναξαν τότε το σύννεφο και το παρακάλεσαν να τους ρίξει πολλή βροχή. Φώναξαν και τον ήλιο και του ζήτησαν να τους ζεσταίνει με όλη του τη δύναμη. Έτσι και έγινε! Όμως η βροχή από το σύννεφο και η ζεστασιά από τον ήλιο δεν άλλαξε το χρώμα τους. Μαλάκωσε όμως την καρδιά τους και την γέμισε με πολλή αγάπη.

Άπλωσαν τότε τα κλαδιά τους προς τα επάνω και αγκάλιασαν το μαύρο τριαντάφυλλο. Έσκυψε και το έλατο, στήριξε τα λουλούδια τους και τα σήκωσε ψηλά. Και η ευωδιά τους έγινε τόσο δυνατή που έφτασε στα πέρατα της γης!!

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 2 Ιανουαρίου 2021

Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σιου, λέει πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μια από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής.

“Αγαπιόμαστε” αρχίζει ο νέος.

“Και θα παντρευτούμε” λέει εκείνη.

“Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε…”

“Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό…”

“Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί.”

“Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου, ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημέρα του θανάτου”.

“Σε παρακαλούμε” ικετεύουν, “πες μας τί μπορούμε να κάνουμε…”

Ο μάγος τους κοιτάζει και συγκινείται που τους βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη.

“Υπάρχει κάτι …” λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. “Αλλά δεν ξέρω…είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες.”

“Δεν μας πειράζει” λένε και οι δύο.

“Ό,τι και να’ ναι” επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.

“Ωραία” λέει ο μάγος. “Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας; Πρέπει να το ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτα άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου, και να κυνηγήσεις το πιο όμορφο και δυνατό γεράκι του βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις εδώ ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;”

Η νεαρή κοπέλα συγκατανεύει σιωπηλά.

“Κι εσύ Άγριε Ταύρε” συνεχίζει ο μάγος, “πρέπει να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή, τον πιο άγριο απ’ όλους τους αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να τον τραυματίσεις και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο….Πηγαίνετε τώρα.”

Οι δυο νέοι κοιτάζονται με τρυφερότητα, κι ύστερα από ένα φευγαλέο χαμόγελο φεύγουν για να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Εκείνη πάει προς το βορρά, εκείνος προς το νότο…

Την καθορισμένη ημέρα, μπροστά στη σκηνή του μάγου, περιμένουν οι δυο νέοι, ο καθένας με μια πάνινη τσάντα, που περιέχει το πουλί που του ζητήθηκε.

Ο μάγος τους λέει να βγάλουν τα πουλιά από τις τσάντες με μεγάλη προσοχή. Οι νέοι κάνουν αυτό που τους λέει, και παρουσιάζουν στο γέρο για να τα εγκρίνει τα πουλιά που έπιασαν Είναι πανέμορφα, χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα του είδους τους.

“Πετούσαν ψηλά;” ρωτάει ο μάγος.

“Ναι, βέβαια. Κι εμείς, όπως μας ζητήσατε….Και τώρα;” ρωτάει ο νέος. “Θα τα σκοτώσουμε και θα πιούμε την τιμή από το αίμα τους;”

“Όχι” λέει ο γέρος.

“Να τα μαγειρέψουμε και να φάμε τη γενναιότητα από το κρέας τους;” προτείνει η νεαρή.

“Όχι” ξαναλέει ο γέρος. “Κάντε ότι σας λέω. Πάρτε τα πουλιά και δέστε τα μεταξύ τους από τα πόδια μ’ αυτές τις δερμάτινες λωρίδες…Αφού τα δέσετε, αφήστε τα να φύγουν, να πετάξουν ελεύθερα.”

Ο πολεμιστής και η νεαρή κοπέλα κάνουν ό,τι ακριβώς τους έχει πει ο μάγος, και στο τέλος ελευθερώνουν τα πουλιά.

Ο αετός και το γεράκι προσπαθούν να πετάξουν, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να στριφογυρίζουν και να ξαναπέφτουν κάτω. Σε λίγα λεπτά, εκνευρισμένα που δεν καταφέρνουν να πετάξουν, τα πουλιά επιτίθενται με τσιμπήματα το ένα εναντίον του άλλου, μέχρι που πληγώνονται.

“Αυτό είναι το μαγικό. Μην ξεχάσετε ποτέ αυτό που είδατε σήμερα. Τώρα, είστε κι εσείς ένας αετός κι ένα γεράκι. Αν δεθείτε ο ένας με τον άλλον, ακόμα κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον άλλον. Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι.”