Περιοδικά

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 19 Φεβρουαρίου 2017

Ο κλόουν κάνει
τους άλλους να χαμογελάνε…
αλλά το δικό του χαμόγελο..πρέπει να το ζωγραφίσει…!!

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 24 Αυγούστου 2016

“Αυτός ο κόσμος τσακίζει τους ανθρώπους και στο μέρος που τσακίζονται εμφανίζεται ένα ράγισμα. Κι όσοι αρνούνται να τσακιστούν, αυτούς ο κόσμος τους σκοτώνει».

«Σκοτώνει χωρίς να λογαριάζει τους πολύ γενναίους, τους πολύ δυνατούς και τους πολύ ρομαντικούς. Αν δεν είστε από αυτούς θα σας σκοτώσει επίσης. Όμως τότε θα αφήσει τον χρόνο να κάνει την δουλειά του».

«Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ακέριος μοναχός του. Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι ηπείρου, ένα μέρος στεριάς. Αν η θάλασσα ξεπλύνει ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη γίνεται μικρότερη. Όπως κι αν ξεπλύνει ένα ακρωτήρι ή ένα σπίτι φίλων σου ή δικό σου».

«Κάθε ανθρώπου ο θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι ένα με την Ανθρωπότητα. Κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα».

…..Ο ιππότης κοίταξε μέσα στο περίεργο καθρέπτη και προς έκπληξη του, αντί για ένα ψηλέα με θλιμμένα μάτια και μεγάλη μύτη, θωραακισμένο ως το λαιμό, είδε ενα γοητευτικό άτομο, όλο ζωή, που τα μάτια του έλαμπαν απο αγάπη και συμπόνια.

“Ποιός είναι αυτός;” ρώτησε.

“Εσύ” αποκρίθηκε η σκιουρίτσα.

“Αυτός ο καθρέπτης είναι απάτη” είπε ο ιππότης. “Δεν είμαι εγώ έτσι.”

“Βλέπεις τον αληθινό σου εαυτό” εξήγησε ο Σαμ, “αυτόν που ζεί κάτω απο την πανοπλία σου.”

“Μα…” έκανε ο ιππότης, κοιτάζοντας πιο βαθιά μέσα στο καθρέφτη, “αυτός ο άνθρωπος είναι…….. τέλειος! Και το πρόσωπο του είναι γεμάτο ομορφιά και αθωότητα.”

“Είναι αυτο που μπορείς να ξαναγίνεις. Όμορφος, αθώος και τέλειος.”

“Αν αυτό ήταν να γίνω απ’ την αρχή” είπε ο ιππότης, “τότε κάτι τρομερό θα συνέβει στην πορεία.”

“Ναι” απάντησε ο Σαμ, “και ξέρεις τι; Έβαλες μια αόρατη πανοπλία ανάμεσα στον εαυτό σου και τα αληθινά σου συναισθήματα. Κι αυτή η πανοπλία είναι εκει τόσον καιρό πια που έχει γίνει ορατή και μόνιμη.”…..

_____________________________________________

 

“Τι θα πει ‘φιλοδοξία από την καρδιά;”‘ ρώτησε ο ιππότης.

Η φιλοδοξία που πηγάζει απ’ την καρδιά, είναι αγνή. Κανέναν δεν ανταγωνίζεται και σε κανέναν κακό δεν κάνει. Και μάλιστα, όταν χρησιμεύει σε κάποιον, την ίδια στιγμή χρησιμεύει και σ’ άλλους……

___________________________________________________

 

…….”Θυμήσου”, είπε η Ρεβέκκα, “Ότι ο δράκοντας (του φόβου και της αμφιβολίας) δεν εινα παρά μια ψευδαίσθηση.”

“Και η φωτιά που έβγαλε απο το στόμα του; Κι αυτό ψευδαίσθηση;”

“Τότε γιατί κάθομαι σε αυτό το ποταμάκι μ’ έναν καμένο πισινό;” ρώτησε ο ιππότης.

“Γιατί απο τη στιγμή που πίστεψες ότι ο δράκοντας είναι αληθινός” πρόσθεσε η Σκιουρίτσα, “του δίνεις τη δύναμη να κάψει το πισινό σου ή οτιδήποτε άλλο.”

 

___________________________

 

“Κοίτα….” είπε ο Σάμ, προσπαθώντας να τον εμψυχώσει, “αν αντιμετωπίσεις το δράκοντα(του φόβου και της αμφιβολίας), υπάρχει μια πιθανότητα να σε καταστρέψει. Αν δεν τον αντιμετωπίσεις, θα σε καταστρέψει στα σίγουρα.”

από το lightworker.gr

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 14 Νοεμβρίου 2013

Η “Λέξη” είναι το περιοδικό που αγάπησα πολύ, διάβασα πολύ και έχω συλλέξει.Διάβασα το παρακάτω κείμενο στο Ιντερνετ και μου ξύπνησε αναμνήσεις! Γιάννα

”  Την άνοιξη του 1988 πήγαινα στην τρίτη Λυκείου και διάβαζα αρχαία ελληνικά, λατινικά, ιστορία και δοκίμια του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, του Ε.Π. Παπανούτσου και του Βασίλη Φίλια, γιατί θα ήταν χρήσιμα για το μάθημα της Έκθεσης. Κυρίως όμως διάβαζα Ελύτη τότε και Τάσο Λειβαδίτη· άκουγα U2 και Patti Smith. Στο πανεπιστήμιο δεν πέρασα, δεν έπεσε ούτε Ελύτης εκείνη τη χρονιά στις εξετάσεις ούτε Patti Smith δυστυχώς. Την επόμενη χρονιά είχα καλύτερη τύχη στις εξετάσεις, αλλά το 1988 ερωτεύτηκα και, επίσης: επισκέφτηκα το σπίτι του Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, έγραψα το πρώτο μου ποίημα που μου άρεσε και αγόρασα το αφιέρωμα της «Λέξης» στον Γιάννη Τσαρούχη (τεύχος 73, Μάρτης-Απρίλης ’88, δρχ. 600).

Δεν αγόραζα λογοτεχνικά περιοδικά τότε, σπανίως. Είχα τόσους κλασικούς συγγραφείς (και τόσες δικές μου σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα) να ανακαλύψω, που δεν μου έμενε χρόνος να παρακολουθώ και τα σύγχρονα γράμματα ή τις τέχνες. Ο Τσαρούχης όμως ήταν κάτι άλλο: έγραφε γι’ αυτόν ο Ελύτης στα «Ανοιχτά χαρτιά», ήταν ένα μυθικό πρόσωπο δηλαδή, και έμενε στην ίδια περιοχή μ’ εμένα, ήξερα το σπίτι του! Στο αφιέρωμα εξάλλου της «Λέξης» έγραφε επίσης ο Ελύτης μαζί με ένα σωρό άλλους γνωστούς μου και μη συγγραφείς και καλλιτέχνες: ο Αλέξης Μινωτής, ο Αλέκος Φασιανός, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο Κώστας Γαβράς, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, ο Μίνως Βολανάκης και βέβαια ο ίδιος ο Τσαρούχης.

Έχω υπογραμμίσει, άλλοτε με μολύβι κι άλλοτε με στυλό, σχεδόν σε όλα τα κείμενα του τεύχους φράσεις που ήθελα να τις θυμάμαι: «Ένας ερευνητής του ωραίου και της αλήθειας και της ζωής, ένας περιπατητής φιλόσοφος, ένας μεσαιωνικός ανήσυχος φοιτητής, ένας κοσμικός στυλίτης, ένας αναρχικός αστός, ένας βαθιά χριστιανός-αλεξανδρινός, που γεύεται τον έρωτα, που κατανοεί την αλήθεια και δεν παραδίδεται σε τρέχουσες αισθητικές και σέρνει μαζί του την ανάσα της Ελλάδας» (Διονύσης Φωτόπουλος). «Αισθητικός και αισθησιακός, ο Τσαρούχης δεν χάραξε ποτέ μια γραμμή, δε ζευγάρωσε ποτέ δύο χρώματα, χωρίς την υστεροβουλία της ηδονής. Ίσως όμως η βαθύτερη ηδονή που μας επιφυλάσσει η ζωγραφική του είναι η αταλάντευτη προσήλωσή της στον ανθρωποκεντρικό μύθο» (Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα). «Ο Τσαρούχης είναι συγχρόνως οι μέλισσες και ο Μαίτερλινκ, αυτή είναι η αλήθεια» (Lila de Nobili).

 

Κι ο ίδιος ο Τσαρούχης σε μια μακριά συνομιλία του με τον Δ.Ν. Μαρωνίτη και τους εκδότες του περιοδικού Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο: «Είχα λογαριασμούς να λύσω με τους ανθρώπους και προσπάθησα να τους ζωγραφίσω για να τους κατακτήσω, όπως ζωγράφιζαν τα θηρία οι παλαιολιθικοί άνθρωποι. Ήθελα να δηλώσω τη σχέση μου αυτή μαζί με το γεγονός πως δεν ήθελα να τους βλάψω. Αργότερα κατάλαβα πως μ’ ενδιέφερε το τοπίο. Είδα ότι υπάρχει πάντα ένας άνθρωπος που κοιτάει το τοπίο. Και ζωγράφισα αυτόν τον άνθρωπο αόρατο. Δε ζωγράφισα όμως τα τοπία μόνο και μόνο για να τα κάνω ή για να σπουδάσω τα μέτρα τους. Είδα ότι μέσα στο τοπίο υπήρχε μια άποψη του ανθρώπου. Ζωγράφιζα καφενεία με μικρούς ανθρώπους στο κέντρο τους». «Αυτό είναι το επάγγελμά μου, να εξωραΐζω. Είτε ζωγραφίζω ένα λουλούδι είτε έναν άνθρωπο είτε έναν αριστοκράτη, πρέπει να του δείξω το θεϊκό στοιχείο που έχει μέσα του». «Η τέχνη κάνει πράγματα με τα οποία ξεχνά κανείς το θάνατο. Όταν δεν τον ξεχνάς, είναι κακή η τέχνη, αποτυχημένη. Ακόμη μιλώντας για το θάνατο ξεχνούμε το θάνατο, ζούμε».

Το κορίτσι τότε το έλεγαν Τόνια. Δεν ήμασταν συμμαθητές στο σχολείο ούτε γείτονες, αλλά πηγαίναμε στο ίδιο φροντιστήριο, στην γ’ λυκείου, και καθόμασταν στο ίδιο θρανίο. Εκείνη μου διάβαζε ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη, εγώ της διάβαζα το Μονόγραμμα του Ελύτη, εκείνη Τάσο Λειβαδίτη, εγώ Σαπφώ ή ανάποδα. Η καθηγήτρια που μας έκανε έκθεση, τις Κυριακές που εμείς γράφαμε διαγωνίσματα άφηνε κατά μέρος την Περεστρόικα του Γκορμπατσόφ ή τον Μπρεχτ που έφερνε μαζί της και διάβαζε τα δικά μας βιβλία. Μια Κυριακή πρωί πρότεινα στην Τόνια να πάμε μαζί στο σπίτι του Γιάννη Τσαρούχη: χτυπήσαμε την πόρτα δειλά, κάποιος μάς άνοιξε και μας άφησε μόνους να δούμε τους πίνακες στους τοίχους. Νομίζω δεν μιλούσαμε καθόλου· κρατιόμασταν απ’ το χέρι και αραιά ψιθυρίζαμε. Ο Τσαρούχης εμφανίστηκε για μια στιγμή στην πόρτα και μας χαιρέτισε ευγενικά.

Το μεσημέρι που περπατούσα μόνος πια προς το σπίτι, έγραψα ένα ποίημα γι’ αυτές τις στιγμές. Έγραφα ήδη από την περασμένη χρονιά ή κι από πιο πριν. Ήξερα δηλαδή πια πως μετά από λίγες μέρες θα το έσκιζα κι αυτό το ποίημα. Μα εκείνη την ώρα, και για πολύ καιρό αργότερα, ήμουν πεπεισμένος πως αυτό το ποίημα ήταν ό,τι καλύτερο είχα γράψει ως τότε και θα έγραφα και στο μέλλον. Ίσως και να ‘ταν, δεν ξέρω – λίγο μετά πράγματι το πέταξα κι έγραψα δυο στίχους που κι αυτούς τους κατέστρεψα, αλλά όχι πριν προλάβω να τους απομνημονεύσω: «Περνάν τα χρόνια και οργίζομαι / περνάν τα χρόνια και σ’ τ’ ορκίζομαι: / θα είμαι πάντοτε εναντίον». Το αφιέρωμα της Λέξης στον Γιάννη Τσαρούχη το έχω ακόμα. ”

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

 

Κυριακή Ψαρρού στις 21 Σεπτεμβρίου 2013
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.

ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Αφού μας μέναν παξιμάδια

τί κακοκεφαλιά

να φάμε στην ακρογιαλιά

του Ήλιου τ’ αργά γελάδια

 

που το καθένα κι ένα κάστρο

για να το πολεμάς

σαράντα χρόνους και να πας

να γίνεις ήρωας κι άστρο!

 

Πεινούσαμε στης γης την πλάτη,

σα φάγαμε καλά

πέσαμε εδώ στα χαμηλά

ανίδεοι και χορτάτοι.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 25 Φεβρουαρίου 2013

Αποσπάσμα

..Αλλά ήρθε η στιγμή που ο μικρός πρίγκηπας, αφού πολύ περπάτησε στην άμμο, στους βράχους και στα χιόνια, ανακάλυψε επιτέλους ένα δρόμο. Κι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στους ανθρώπους. «Καλημέρα», είπε. Ήταν ένας ανθισμένος κήπος με τριαντάφυλλα. «Καλημέρα», είπαν τα τριαντάφυλλα. Ο μικρός πρίγκηπας τα κοίταξε. Έμοιαζαν όλα στο λουλούδι του. «Τι είσαστε;», τα ρώτησε έκπληκτος. «Είμαστε τριαντάφυλλα», είπαν τα τριαντάφυλλα. «Α!» έκανε ο μικρός πρίγκηπας… Κι αισθάνθηκε πολύ δυστυχισμένος. Το λουλούδι του του ‘χε πει, πως ήταν το μοναδικό στο σύμπαν. Και να που υπήρχαν πέντε χιλιάδες, όλα τους όμοια, μέσα σ’ έναν μόνο κήπο. «θα αισθανόταν πολύ προσβεβλημένο, αν το ‘βλεπε αυτό», σκέφτηκε, «θα ‘βηχε πολύ καί θα ‘κανε πως πεθαίνει, για ν’ αποφύγει τη γελοιοποίηση. Και θα ‘μουνα υποχρεωμένος να κάνω, πως το φροντίζω, γιατί αλλιώς για να με ταπεινώσει κι εμένα, θ’ άφηνόταν στ’ αλήθεια να πεθάνει…» Μετά σκέφτηκε κι αυτό: «Νόμιζα, πως έχω τον πλούτο ενός μοναδικού στον κόσμο λουλουδιού καί δεν έχω παρά ένα συνηθισμένο τριαντάφυλλο. Αυτό καί τα τρία μου ηφαίστεια, που μου φτάνουν ως το γόνατο και που το ένα τους ίσως να ‘χει σβύσει για πάντα, δεν με κάνουν δα και κανένα μεγάλο πρίγκηπα…» Καί ξάπλωσε στα χορτάρια κι έκλαψε. Τότε είναι που παρουσιάστηκε η αλεπού. «Καλημέρα», είπε η αλεπού. «Καλημέρα», απάντησε ευγενικά ό μικρός πρίγκηπας, που στράφηκε μα δεν είδε τίποτα. «Εδώ είμαι», είπε η φωνή, «κάτω απ’ τη μηλιά…» «Ποια είσαι;», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «Είσαι πολύ όμορφη…» «Είμαι μια αλεπού», είπε η αλεπού. «Έλα να παίξεις μαζί μου», της πρότεινε ο μικρός πρίγκηπας. «Είμαι τόσο λυπημένος…». «Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου», είπε η αλεπού. «Δεν είμαι εξημερωμένη». «Α! συγνώμην» έκανε ο μικρός πρίγκηπας. Αλλά μετά από σκέψη πρόσθεσε: «Τι σημαίνει «εξημερώνω»;» (…) «Είναι κάτι πολύ ξεχασμένο», είπε η αλεπού. «Σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς”». «Δημιουργώ δεσμούς;» «Βέβαια», είπε η αλεπού. «Για μένα, ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι εντελώς όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα αγοράκια. Και δεν σ’ έχω ανάγκη. Και δεν μ’ έχεις ανάγκη ούτε κι εσύ. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Όμως, αν μ’ εξημερώσεις, θα ‘χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. θα ‘σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο, θα ‘μαι για σένα μοναδική στον κόσμο…» «Αρχίζω να καταλαβαίνω», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «Υπάρχει ένα λουλούδι… νομίζω ότι με έχει εξημερώσει…» «Μπορεί», είπε η αλεπού. (…) Αλλά η αλεπού ξαναγύρισε στην ιδέα της: «Ή ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγώ κότες, οι άνθρωποι με κυνηγούν. Όλες οι κότες μοιάζουν μεταξύ τους, κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους. Έτσι πλήττω λιγάκι. Αλλά αν μ’ εξημερώσεις, η ζωή μου θα ‘ναι σα φωτισμένη απ’ τον ήλιο. θ’ αναγνωρίζω έναν ήχο βημάτων πού θα ‘ναι διαφορετικός απ’ όλους τους άλλους. Τ’ άλλα βήματα με κάνουν να ξαναγυρνώ κάτω απ’ τη γη. Τα δικά σου θα με καλούν σα μουσική να βγω απ’ την υπόγεια φωλιά μου. Και μετά, κοίτα! Βλέπεις εκεί κάτω τους κάμπους με το στάρι; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το στάρι εμένα μού είναι άχρηστο. Οι κάμποι του σταριού δεν μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι θλιβερό. Αλλά έχεις μαλλιά χρυσαφιά. Έτσι θα ‘ναι θαυμάσια, αν μ’ εξημερώσεις! Το στάρι, που είναι χρυσαφί, θα με κάνει να σε θυμάμαι. Και θα μ’ αρέσει ν’ ακούω τον άνεμο στα στάρια…» Η αλεπού σώπασε καί κοίταξε για πολύ το μικρό πρίγκηπα: «Σε παρακαλώ …εξημέρωσέ με!», είπε. (…) Έτσι ο μικρός πρίγκηπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίασε η ώρα της αναχώρησης: «Α!» είπε η αλεπού… «θα κλάψω». «Εσύ φταις», είπε ο μικρός πρίγκηπας, «εγώ δεν ήθελα καθόλου το κακό σου, αλλά θέλησες να σ’ εξημερώσω». «Ναι σίγουρα», είπε η αλεπού. «Αλλά θα κλάψεις!», είπε ο μικρός πρίγκηπας. «Ναι σίγουρα», είπε η αλεπού. «Τότε δεν κερδίζεις τίποτα!» «Κερδίζω», είπε η αλεπού, «εξ αιτίας του χρώματος που έχει το στάρι.» Μετά πρόσθεσε. «Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα, θα καταλάβεις ότι το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο, θα ξανάρθεις να μ’ αποχαιρετήσεις, κι εγώ θα σου χαρίσω ένα μυστικό.» Ο μικρός πρίγκηπας πήγε να δει τα λουλούδια (…) καί ξανάρθε στην αλεπού: «Αντίο» είπε. «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια.» «Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια», επανέλαβε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται. «Ο χρόνος που έχασες για το τριαντάφυλλό σου αυτός είναι που κάνει το τριαντάφυλλό σου τόσο σημαντικό.» «Ο χρόνος πού έχασα για το τριαντάφυλλό μου…», έκανε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται. «Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτή την αλήθεια», είπε η αλεπού. «Αλλά εσύ δεν πρέπει να το ξεχάσεις. Γίνεσαι για πάντα υπεύθυνος γι’ αυτό που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου…» «Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου», επανέλαβε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 18 Δεκεμβρίου 2012

Σύμφωνα με τους περισσότερους λαογράφους, το έθιμο αυτό ήρθε
στην Ελλάδα την εποχή του Όθωνα
(πρώτα στο Ναύπλιο και μετά στην Αθήνα),
από τη δύση (Γερμανία ή Αγγλία).
Το στερέωσε μπροστά από το καφενείο “Η ωραία Ελλάς” το 1848.

Προϋπήρχε στο Βυζάντιο από τον 6ο αιώνα. Στη Βυζαντινή εποχή, σε χριστιανικά κείμενα περιγράφουν ναούς στους οποίους βρίσκονταν μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα διακοσμημένα με διάφορα χρυσά, ασημένια και χάλκινα στολίδια που απεικόνιζαν ζωάκια, καρπούς, πουλιά, αυγά, κουδουνάκια.
Παλαιότερα για τη διακόσμηση των σπιτιών χρησιμοποιούσαν
κλαριά από δέντρα.

Το δέντρο και το κλαδί με τις ιερές ιδιότητες είναι ένα χαρακτηριστικό στα έθιμα διαφόρων λαών, όπως στους Ερυθρόδερμους της Αμερικής, όπου έκπληκτοι οι πρώτοι Άγγλοι άποικοι παρατηρούν να στολίζουν στη σκηνή τους δέντρο.

Οι Βαυαροί και οι Γερμανοί και οι Κέλτες (δηλ. οι αρχαίοι Άγγλοι) στόλιζαν δέντρο και μάλιστα υπήρχε στα έθιμά τους η δενδρολατρεία.

Η χρήση τους συμβόλιζε το τέλος του χειμώνα, την αναβλάστηση και την καινούργια ζωή, γι’ αυτό και τα κλαριά έπρεπε να είναι καταπράσινα και από φυτά αειθαλή.
Το δέντρο παγκοσμίως συμβολίζει τη γονιμότητα και τη ζωή, καθαρίζει την ατμόσφαιρα του σπιτιού και προστατεύει από τα κακά πνεύματα. Επίσης συγκεντρώνει γύρω του όλη την οικογένεια και την κρατά ενωμένη.

Τα κλαριά (δάφνης, λεμονιάς, κουμαριάς, σκίνου, μυρτιάς και ελιάς) στολίζονταν με φρούτα, ξηρούς καρπούς και νομίσματα, τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο ή βαμμένα με χρυσομπογιά.

Αργότερα, οι πραματευτάδες (γυρολόγοι) πούλαγαν στα πανηγύρια και στα παζάρια στολίδια του δέντρου από χαρτί, ζυμάρι και γύψο. Ειδικά για τα γύψινα στολίδια χρησιμοποιούσαν γερμανικές σιδερένιες φόρμες για σοκολάτες και έφτιαχναν τα ζώα της φάτνης, αγιοβασίληδες, που τα χρωμάτιζαν με όμορφα χρώματα και τα πουλούσαν στους πάγκους τους μαζί με τα παιχνίδια.
Περιγραφές αναφέρουν ότι το τέμπλο της Αγίας Σοφίας ήταν στολισμένο με διάφορα μεταλλικά κυπαρίσσια που αντί για καρπούς είχαν φωτάκια, φυσικά όχι ηλεκτρικά, αλλά από κεριά ή καντηλάκια.
Στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους θα βρούμε ένα μανουάλι με επτά φώτα-κεριά σε σχήμα λεμονιάς.
Τη νεότερη εποχή, στο Πωγώνι της Ηπείρου τα παιδιά στολίζουν ένα κλαδί από πεύκο ή κυπαρίσσι και το περιφέρουν από σπίτι σε σπίτι λέγοντας ευχές για υγεία και ψάλλοντας τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 19 Σεπτεμβρίου 2012

Ένας ανθρωπολόγος πρότεινε το ακόλουθο παιχνίδι στα παιδιά μιας Αφρικάνικης
φυλής: Τοποθέτησε ένα καλάθι γεμάτο ζουμερά φρούτα δίπλα σ’ ένα δέντρο και
είπε στα παιδιά ότι όποιο από αυτά φτάσει πρώτο στο καλάθι θα πάρει όλα τα
φρούτα. Όταν τους έδωσε το σινιάλο για να τρέξουν, πιάστηκαν χέρι χέρι και
ξεκίνησαν να τρέχουν όλα μαζί. Ύστερα κάθισαν σ’ έναν κύκλο για να φάνε τα
φρούτα. Όταν ρώτησε τα παιδιά γιατί το έκαναν αυτό αφού κάποιο από αυτά θα
μπορούσε να είχε καρπωθεί όλα τα φρούτα, τα παιδιά απάντησαν: UBUNTU 

Η λέξη “UBUNTU”στην γλώσσα τους σημαίνει «Υπάρχω γιατί
υπάρχουμε»

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 25 Ιουνίου 2012

Δ Ι Α Β Α Σ Τ Ε    Ε Δ Ω:             PERIODIKO 6@

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 4 Μαρτίου 2012

Τα Κλασσικά Εικονογραφημένα είναι σειρά κόμικς, που διασκευάζουν γνωστά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η σειρά κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1951 από τις εκδόσεις Πεχλιβανίδη, βασισμένη στην αντίστοιχη αμερικάνικη, και από τότε γνωρίζει συνεχείς ανατυπώσεις. Χαρακτηριστικό της ελληνικής έκδοσης ήταν η προσαρμογή θεμάτων ελληνικού ενδιαφέροντος, για την απόδοση των οποίων δούλεψαν γνωστοί Έλληνες εικαστικοί και λογοτέχνες. Τα Κλασσικά Εικονογραφημένα αποτέλεσαν μέρος της πολιτιστικής ζωής της χώρας για περίπου δυο δεκαετίες, και σύντροφο της παιδικής και νεανικής ηλικίας χιλιάδων Ελλήνων. Σήμερα οι πρώτες εκδόσεις αποτελούν συλλεκτικά αντικείμενα.

Ιστορία

398px-Mohicanslast.jpg

Η αρχική ιδέα για το εγχείρημα της διασκευής κλασσικών έργων της λογοτεχνίας σε κόμικς ανήκε στον Άλμπερτ Κάντερ (Albert Lewis Kanter). Τα αμερικανικά Κλασσικά κυκλοφόρησαν με πρώτο τεύχος τους Τρεις Σωματοφύλακες, τον Οκτώβριο του 1941, στον εκδοτικό οίκο Elliot, και με την αρχική ονομασία Classic Comics. Με το τέταρτο τεύχος, τον Τελευταίο των Μοϊκανών, ο Κάντερ μετέφερε την έκδοση σε δική του εκδοτική εταιρία, με την επωνυμία Gilberton Publishing Co. Το 1947, κι ενώ η σειρά είχε φτάσει τα 34 τεύχη, η ονομασία άλλαξε σε Classics Illustrated, ενώ τον επόμενο χρόνο μειώθηκαν και οι σελίδες σε 48 από 56 (64 πριν τον πόλεμο). Εκδόθηκε επίσης και το Classics Illustrated Junior, με παραμύθια και ιστορίες για μικρότερα παιδιά. Γνωστοί εικονογράφοι και σχεδιαστές από το χώρο των κόμικς όπως οι Λου Κάμερον, Τζακ Κέρμπυ, Άλεξ Μπλουμ, Νόρμαν Νόντελ, Τζακ Άμπελ και άλλοι ήταν οι υπεύθυνοι για την οπτική απόδοση των μυθιστορημάτων.

Το κόμικ συνέχισε να εκδίδεται μέχρι το 1962, οπότε και σταμάτησε μετά από 169 τεύχη (167 του Κάντερ και 2 από άλλο εκδότη) και 200 εκατομμύρια συνολικές πωλήσεις στις ΗΠΑ. Συνέχισε να ανατυπώνεται, και τις επόμενες δεκαετίες έγιναν κάποιες -όχι επιτυχημένες- προσπάθειες να συνεχιστεί η σειρά. Τα αμερικανικά κλασσικά μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων, αρχής γενομένης το 1951, ήταν και η Ελλάδα.Οι Άθλιοι από την Αμερική

Το πρώτο τεύχος των “Κλασσικών” κυκλοφόρησε στις 1 Μαρτίου του 1951. Ήταν η διασκευή των Άθλιων του Βίκτωρα Ουγκώ, και προκάλεσαν σάλο στην Ελλάδα, τόσο θετικό όσο και αρνητικό. Ήταν το πρώτο κόμικ “αμερικάνικου” τύπου που έφτανε στη χώρα (που εκείνη την περίοδο περνούσε μια φάση γενικότερης “εισβολής” αμερικανικών καταναλωτικών αγαθών), όπως και το πρώτο που έβγαινε σε τετραχρωμία όφσετ (“με 336 πολύχρωμες εικόνες”, όπως έγραφε το εξώφυλλο). Κόστιζε 4.000 δραχμές της τότε εποχής, και η πρώτη έκδοση (90.000 αντίτυπα) εξαντλήθηκε σε ελάχιστο χρόνο, και ανατυπώθηκε δυο φορές τις επόμενες μέρες (σύμφωνα με την “Ατλαντίδα”, πούλησε γύρω στο ένα εκατομμύριο αντίτυπα). Η πολύ προσεγμένη τους εκτύπωση, η τετραχρωμία, αλλά και το πρωτοφανές ενός αναγνώσματος όπου οι φυσαλίδες αυτές σημαίνουν ότι το πρόσωπο από το οποίο βγαίνουν δεν λέει τα λόγια που γράφει η λεζάντα αλλά τα σκέπτεται (κατά τις “οδηγίες χρήσης” των πρώτων τευχών), καθιέρωσαν σχεδόν αμέσως το περιοδικό στο νεανικό αλλά και μεγαλύτερο κοινό.

Η κυκλοφορία των “Κλασσικών” στην Ελλάδα, παρά την επιτυχία της, προκάλεσε και αντιδράσεις από ανθρώπους της τέχνης και της πολιτικής (μεταξύ άλλων ο Ε. Παπανούτσος). Πολλοί θεώρησαν “ευτελισμό” των κλασσικών έργων την ανατύπωσή τους σε κόμικς, άλλοι φοβούνταν την “αμερικανοποίηση” της παιδείας των νέων, και το θέμα προκάλεσε συζητήσεις ακόμα και μέσα στη Βουλή. Παρόλα αυτά, το κοινό αγκάλιασε την έκδοση, που έγινε μια από τις πιο επιτυχημένες στα μεταπολεμικά χρόνια.

Επιτυχία

Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Κάρολου Ντίκενς, τεύχος 20, Χριστούγεννα 1952

Η έκδοση των “Κλασσικών” συνεχίστηκε για περίπου δέκα χρόνια, σε σταθερούς ρυθμούς. Κυκλοφόρησαν, στα πλαίσια της πρώτης σειράς, γύρω στους 180 τίτλους, από τους οποίους περίπου εξήντα ήταν με ελληνικά θέματα. Το περιοδικό κυκλοφορούσε αρχικά κάθε δυο βδομάδες, την 1η και 15η, του μήνα σε χιλιάδες αντίτυπα σε όλη την Ελλάδα (σύμφωνα με δηλώσεις των εκδοτών, με μέσο όρο 200.000-300.000 πωλήσεις σε κάθε τεύχος). Σαρώνοντας την αγορά, τα Κλασσικά υποχρέωσαν άλλα περιοδικά για παιδιά (όπως ο Θησαυρός των Παιδιών) να κλείσουν. Παράλληλα με τα “Κλασσικά Εικονογραφημένα”, κυκλοφόρησαν και τα “Μικρά Κλασσικά Εικονογραφημένα” (κατά τα πρότυπα των Classics Illustrated Junior για τους μικρότερους.

Τα σχέδια ήταν σχεδόν πιστή αντιγραφή της αμερικάνικης έκδοσης, ενώ τα κείμενα μετέφραζε συνήθως ο Βασίλης Ρώτας (που είχε και την κύρια ευθύνη της ελληνικής σειράς). Η θεματολογία της πρώτης έκδοσης, ακολουθώντας αναγκαστικά αυτή της αμερικάνικης, περιελάμβανε κυρίως μυθιστορήματα με κοινωνικό-διδακτικό χαρακτήρα (όπως Όλιβερ Τουίστ, Τζέκυλ και Χάϊντ, Μεγάλες Προσδοκίες), ρομαντικά-ιπποτικά μυθιστορήματα, αρκετά έργα του Βίκτωρα Ουγκώ και του Ιουλίου Βερν αλλά και βιογραφίες “μεγάλων ανδρών” (Καίσαρας, Αβραάμ Λίνκολν κ.α.). Ο υπότιτλος “Από τα Αριστουργήματα των Μεγαλύτερων Συγγραφέων του Κόσμου” μάλλον ήταν λίγο γενικός, μια και η σειρά έδειχνε προτίμηση σε Γάλλους και Άγγλους συγγραφείς του 19ου αιώνα. Το περιοδικό, εκτός από τα μυθιστορήματα, περιελάμβανε και κάποιες σελίδες με βιογραφίες ιστορικών προσώπων ή εφευρετών, επετειακά και διδακτικά θέματα, διαφημίσεις της “Ατλαντίδας” αλλά και στήλη αναγνωστών για κάποιο διάστημα.

Από τη μυθολογία και την ιστορία της Ελλάδος

Περσέας και Ανδρομέδα, τεύχος 43, εξώφυλλο του Κώστα Γραμματόπουλου.

Τον Οκτώβριο του 1953, ένα διαφορετικό “Κλασσικό” έκανε την εμφάνισή του στα περίπτερα: ήταν το τεύχος 43 “Περσέας και Ανδρομέδα”, σε σχέδιο Κώστα Γραμματόπουλου και κείμενα Βασίλη Ρώτα, που εγκαινίαζε τη σειρά των τευχών με θέματα “Από τη Μυθολογία και την Ιστορία της Ελλάδος”. Εκδόθηκαν γύρω στα εξήντα τεύχη (τις επόμενες δεκαετίες θα ακολουθούσαν και μερικά ακόμη) με θέματα από τη Βυζαντινή ιστορία (Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Θεοδώρα η Ευσεβής, Ιουστινιανός ο Αυτοκράτωρ), την ελληνική επανάσταση του 1821 (Κολοκοτρώνης, Χάνι της Γραβιάς, Αθανάσιος Διάκος κ.α.) αλλά και την αρχαία μυθολογία (Ηρακλής, Ποσειδών, Δευκαλίωνας και Πύρρα κλπ).

Η σειρά αυτή αποτέλεσε όχι μόνο πηγή πρόσθετης δημοτικότητας για τη σειρά των Κλασσικών, μα και μια έκδοση από την οποία πέρασαν αρκετά μεγάλα ονόματα της λογοτεχνίας και της εικαστικής. Βασική ευθύνη για τα κείμενα είχε ο Βασίλης Ρώτας, που διάλεγε και τα θέματα που θα κυκλοφορούσαν, ενώ σημαντική συνεισφορά είχαν και η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Γεωργία Δεληγιάννη-Αναστασιάδη, η Ελένη Παπαδάκη και άλλοι. Όσον αφορά το σχεδιαστικό μέρος εδώ συνέβαλλαν αρκετοί γνωστοί γραφίστες και σχεδιαστές: Γιώργος Βακαλό, Μποστ (στο πρώτο του κόμικ με τον “Κωνσταντίνο Παλαιολόγο”), οι Κώστας Γραμματόπουλος, Παύλος Βαλασάκης, Γεράσιμος Λιβιεράτος, Τάκης Κατσουλίδης, Γιάννης Δραγώνας, Βασίλης Ζήσης, Αλκμήνη Γραμματοπούλου, Νίκος Καστανάκης και άλλοι.

Σελίδες από το Περσέας και Ανδρομέδα.

Η ελληνική σειρά, παρά τις όποιες ατέλειες λόγω της έλλειψης πείρας των ντόπιων δημιουργών στο πεδίο των κόμικς, αλλά και τους οικονομικούς και χρονικούς περιορισμούς της έκδοσης, αποτέλεσε ένα πρότυπο δείγμα γραφής για την εγχώρια σκηνή και πηγή έμπνευσης για τους δημιουργούς που θα ακολουθούσαν. Καθιέρωσε δε μια δική της αισθητική για το ελληνικό κόμικ, που ακόμα και τώρα παραμένει αυθεντική και αναγνωρίσιμη.

Μετέπειτα χρόνια

Τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, αν και πολύ δημοφιλή στις δεκαετίες 1950-1960, άρχισαν στα επόμενα χρόνια να χάνουν σταδιακά το κοινό τους, λόγω της ολοένα μεγαλύτερης απήχησης άλλων αμερικάνικων κόμικς -των οποίων υπήρξαν προπομπός στην Ελλάδα- αλλά και της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας. Συνεχίζουν πάντως να υφίστανται και να πωλούνται ακόμα και σήμερα, περισσότερο από μισό αιώνα μετά την πρώτη τους έκδοση, τα τεύχη της οποίας έχουν γίνει συλλεκτικά αντικείμενα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 κυκλοφόρησαν λίγοι ακόμα τίτλοι, και άλλη μια σειρά τυπώθηκε τη δεκαετία του ’70, ενώ οι προηγούμενοι τίτλοι συνεχώς ανατυπώνονταν όλα αυτά τα χρόνια. Νέα ανατύπωση έγινε και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ το 2001 τα τεύχη ελληνικής θεματολογίας επανεκδόθηκαν σε θεματικούς τόμους.

Τα “Κλασσικά Εικονογραφημένα” επικρίθηκαν για την αμερικανική τους προέλευση και θεώρηση της κλασσικής λογοτεχνίας, αλλά και για την μονοκρατορία τους στο χώρο των ελληνικών κόμικς για περίπου είκοσι χρόνια. Παρόλα αυτά, αποτέλεσαν ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα αντικείμενα μαζικής κουλτούρας στις δεκαετίες 1950-1960, μια από τις απαρχές της ελληνικής σκηνής των κόμικς, και συνεχίζουν να κρατούν μια καλή θέση στις αναμνήσεις αρκετών.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Μαρία Ανδρεάδου στις 25 Νοεμβρίου 2011

Μαρία Ανδρεάδου στις 22 Ιουνίου 2011

ΝΤΟΥέΝΤΕ : νέο διαδικτυακό περιοδικό

www.duendemagazine.gr

Θάλασσα. Γνώριμα μονοπάτια. Πέρασε ο καιρός. Επιστρέφεις. Επιτέλους. Πάντα θα επιστρέφεις. Σε γνώριμα νερά, δικά σου νερά. Έξι μήνες ένιωθες σαν το ψάρι του γλυκού νερού. Μεταναστευτικό ρεύμα σε έστειλε σε άλλες ευρωπαϊκές γειτονιές. Τώρα γίνεσαι πάλι του αλμυρού. Αυτή η αίσθηση που σε γυροφέρνει, τσιγκλάει την όσφρησή  σου. Νοτίζει το καπό του αυτοκινήτου. Παίζει με τα μαλλιά σου. Τα κάνει δαχτυλίδια. Υγρασία. Γνώριμη. Επέστρεψες. Φτου, και απ’ την αρχή!

Καιρός για αρχές. Μεγάλες αρχές και μεγάλα τέλη. Ζωές πολλές, παρκαρισμένες στην οδό του Βατερλό. Ζωές, όμως, που αλλάζουν. Σελίδες που γυρνάνε. Συλλογή από χαρτάκια παρατήρησης. Παρατήρηση σε κάθε πάροδο, σε κάθε δρόμο, σε κάθε μονοδρομημένο αδιέξοδο. Δικό σου ή αλλουνού.  Γράφοντας, ξέχασες να ζήσεις. Έτσι σου είχαν πει. Γράφοντας, άγγιζες το ταβάνι τα βράδια που το κοιτούσες ξαπλωμένη στη βυσσινιά σου αιώρα πλατσουρίζοντας σε στιχάκια, εμμονές και ιστορίες. Γράφοντας, φωτογράφιζες τη μοναξιά προφίλ και έπειτα τη βάφτιζες μοναχικότητα ανφάς.Χάνεσαι, γιατί ρεμβάζεις.  Τις μέρες του τίποτα. Τις μέρες του όλα. Ταβάνι. Εκεί που το τίποτα συναντά το όλα και επιστρέφει ένα από τα δύο, ως αποτέλεσμα χρήσης σε έναν ιδιότυπο ισολογισμό καθημερινότητας. Μέρες ενεργητικές. Μέρες παθητικές. Ίσως πάλι να μην επιστρέφει τίποτα από τα δύο. Έκσταση να καθρεφτίζονται τα άκρα σε γωνία εναλλάξ.

Τσιγάρο. Πράσινο σακουλάκι, κόκκινα χαρτάκια, φίλτρα λεπτά. Γύρω στις 7 το βράδυ. Μάρτης. Μέρες ισημερίας. Νύχτα–μέρα στο περίπου μιας ισοπαλίας. Το 24ωρο εξακολουθεί να κόβει τους ίδιους κύκλους. Αλλάζουν οι αποχρώσεις του. Γίνονται πιο γλυκές. Γλείφουν την άκρη της αμμουδιάς, σαν την ιδέα που παίζει κρυφτό με τον καπνό σου. ΝΤΟΥέΝΤΕ την βαφτίζεις.

Από το αμάξι ακούγονται σε επανάληψη στίχοι ζωής: “me llaman calle”. Δρόμος. Όλα είναι δρόμος. Μπόχουμ, Ξάνθη, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Σέρρες, Μόσχα. Άνθρωποι, γραφές, εικόνες. Ανάσες. Κοφτές. Όλοι ζητούν ανάσες. Συγγενικές σχεδόν οι ανάγκες. Μοιάζουν οι ήχοι της απόδρασής τους.  Θα φταίει η συγκυρία. Μπορεί. Αυτό το καλοκαίρι πλησιάζει καυτό. Δεν θυμάμαι άλλο παρόμοιο. Φλέγονται. Οι άνθρωποι, τα όνειρα. Γεννιούνται αδιέξοδα. Αναπαράγονται τα αδιέξοδα. Φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια.

Όλα είναι δρόμος. Όλα είναι έκσταση. Η έκσταση που γεννά ο δρόμος, οι γραφές, οι μουσικές, οι άνθρωποι, οι συγκυρίες, τα αδιέξοδα.

Μέρα θερινού ηλιοστασίου.
Ξημέρωσε…
21 Ιουνίου….

Ο Χρήστος, ο Alkox, ο Πέτρος, ο Σπύρος, η Στέργια, ο Κώστας, ο Νίκος, ο Αντώνης, η Βίκυ, η Ευαγγελία, ο Ιορδάνης, ο Δημήτρης, η Έλλη…
Οι άνθρωποι.
Το ΝΤΟΥέΝΤΕ.

Είναι στα χέρια σας…

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 14 Μαρτίου 2011
Δίχτυ προστασίας για τη Μεσόγειο

Η Θάλασσά Μας, η Mare Nostrum, όπως ονομάστηκε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, μετράει χιλιετίες. Πριν από 3.000 και πλέον χρόνια είδε τους Φοίνικες στις ανατολικές ακτές της να φτιάχνουν πλοία ικανά να διασχίσουν ανοιχτά πελάγη και να σαλπάρουν για να εξερευνήσουν εδάφη άγνωστα. Καθώς περιβάλλεται από τρεις ηπείρους, οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμασαν Μεσόγειο Θάλασσα, δηλαδή «θάλασσα μεταξύ των γαιών», ενώ οι Άραβες τη βάφτισαν «ενδιάμεση θάλασσα». Κοιτίδα πολιτισμών, όπως συχνά αποκαλείται, η Μεσόγειος καθόριζε ανέκαθεν τον τρόπο ζωής όσων κατοικούν στις περιοχές που βρέχονται από τα νερά της. Εκατομμύρια άνθρωποι επιβιώνουν χάρη στους φυσικούς πόρους που διαθέτει. Όμως, λόγω της δημογραφικής και βιομηχανικής ανάπτυξης όλων αυτών των χωρών, η λεκάνη της Μεσογείου πλήττεται πλέον σοβαρά από την υπερεκμετάλλευση.
Πριν από μισό αιώνα ο πλοίαρχος Ζακ-Ιβ Κουστό, ο διάσημος Γάλλος ωκεανογράφος, εξερευνητής, εφευρέτης και εμπειρότατος δύτης, είχε ήδη σημάνει συναγερμό. Μετά από χρόνια καταδύσεων σε νερά που τον συνάρπαζαν, άρχισε να διαπιστώνει σοβαρά οικολογικά προβλήματα, κάτι που τον ώθησε να ταχθεί ανυποχώρητα υπέρ κάθε περιβαλλοντικής πολιτικής με στόχο την προστασία της Μεσογείου.

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΕΒΑ ΒΑΝ ΝΤΕΝ ΜΠΕΡΓΚ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΕΝΡΙΚ ΣΑΛΑ

Ο γύρος της Αλάσκας σε 176 μέρες 

Ο Άντριου Σκούρκα ένιωθε αποκαρδιωμένος, συναίσθημα πρωτόγνωρο για κείνον. Από το 2002 ο 29χρονος αυτός λάτρης της περιπέτειας είχε περπατήσει πάνω από 40.000 χιλιόμετρα, με αποτέλεσμα να συγκαταλέγεται στους πιο ταξιδεμένους και ταχύτερους πεζοπόρους του πλανήτη..
Τώρα, όμως, καθόταν έξω από το ταχυδρομείο στο χωριουδάκι Σλάνα, στην Αλάσκα, και προσπαθούσε να ξαναβρεί το κουράγιο του. Ήταν Μάιος και δεν είχε καλύψει ούτε το ένα τρίτο των 7.530 χιλιομέτρων που απαιτούνταν για να ολοκληρώσει το γύρο της Αλάσκας είτε πεζός είτε με σκι είτε κάνοντας ράφτινγκ σε ποτάμια. Το ταξίδι προβλεπόταν μακρύ, και το να χάσει τώρα το θάρρος του θα ήταν πολυτέλεια.
Η κρούστα πάγου που είχε κατά τόπους σχηματιστεί στην επιφάνεια του χιονιού τού είχε δημιουργήσει πρόβλημα – δεν άντεχε το βάρος ενός σκιέρ. Στην Οροσειρά της Αλάσκας ο Σκούρκα δυσκολεύτηκε πολύ, καθώς τα σκι βυθίζονταν. Έτσι, αναγκάστηκε να περπατήσει. Πέρασε σχεδόν μια ολόκληρη μέρα πασχίζοντας να προχωρήσει, έχοντας σε κάθε βήμα τα πόδια χωμένα στο χιόνι μέχρι το γόνατο και ανοίγοντας δρόμο με τα μπατόν ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση με τις ιτιές και τα σκλήθρα.

ΚΕΙΜΕΝΟ:
ΝΤΑΝ ΚΕΠΛ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΜΆΙΚΛ ΚΡΊΣΤΟΦΕΡ ΜΠΡΆΟΥΝ

Επικονιαστές

Μέσα σ’ ένα θερμοκήπιο στο Γουίλκοξ της Αριζόνα οι ντοματιές είναι παραταγμένες σε σχηματισμό. Πράσινοι μίσχοι ξεφυτρώνουν από ένα υπόστρωμα συμπιεσμένων ινών καρύδας και υψώνονται προς το γυάλινο ουρανό. Πάνω σε ηλεκτροκίνητα κλαρκ, τεχνικοί ντυμένοι με λευκές ρόμπες εργαστηρίου κλαδεύουν σχολαστικά τα φυτά. Στα θερμοκήπια Eurofresh Farms, σε μια έκταση 1.250 στρεμμάτων, αυτά τα εξαιρετικά φυτά παράγουν σχεδόν 60 εκατομμύρια κιλά ντομάτες το χρόνο, σε εγκαταστάσεις εξοπλισμένες με χιλιόμετρα σωλήνων ποτίσματος και υπερκείμενα συρματοπλέγματα που στηρίζουν τις αναρριχόμενες ντοματιές. Οι καρποί που ωριμάζουν αναδίδουν μια γλυκιά, ελαφρώς τεχνητή μυρωδιά – καμία απολύτως αίσθηση χώματος.
Όμως υπάρχει κι εδώ μια φυσική παρουσία. Αποκαλύπτεται σαν ένας σιγανός βόμβος, που σιγά σιγά εγκαθίσταται βαθιά μέσα στ’ αφτιά: χίλιοι βομβίνοι, ένα είδος αγριομέλισσας, που δουλεύουν σκληρά.
Για να αναπαραχθούν, τα περισσότερα ανθοφόρα φυτά (αγγειόσπερμα) χρειάζονται κάποιο μεσάζοντα για να μεταφέρει τη γύρη από τα αρσενικά στα θηλυκά όργανα. Ορισμένα θέλουν επιπλέον ενθάρρυνση για να δώσουν αυτή τη χρυσή σκόνη. Το άνθος της ντοματιάς, για παράδειγμα, χρειάζεται ένα βίαιο τράνταγμα, μια δόνηση ίση με το 30πλάσιο της δύναμης της βαρύτητας, εξηγεί ο εντομολόγος Στίβεν Μπάκμαν, από τη μη κερδοσκοπική οργάνωση Pollinator Partnership.

ΚΕΙΜΕΝΟ:
ΤΖΕΝΙΦΕΡ Σ. ΧΟΛΑΝΤ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
ΜΑΡΚ ΜΟΦΕΤ