Σιωπή
Παράθυρο κλειστό
το πρόσωπό σου
και οι ρυτίδες,
που το μέτωπό σου χάραζαν,
γρίλλιες μισανοιγμένες.
Έσκυψα τάχα
για να πάρω ένα φιλί
κι είδα το λογισμό σου
έναστρο οὐρανό.
Απόπειρες φωτός, 1966
Η ποίηση
J’ai pétri de la boue et j’en ai fait de l’or.
Charles Baudelaire, «Bribes»
Η ποίηση είναι ένα ποτήρι αδειανό
που το γεμίζουμε με το αίμα μας.
Ύστερα το προσφέρουμε στους άλλους
ή δεν το προσφέρουμε αλλά μας το παίρνουν
και το μυρίζουν και το δοκιμάζουν
και μιλούνε για το χρώμα του
και αναλύουνε στο μικροσκόπιο τη σύνθεσή του
και το ταξινομούνε σε ομάδες
και βρίσκουνε συχνά μικρόβια
και μας καταδικάζουν.
Η σημασία βέβαια είν’ αλλού·
η αιμορραγία να συντελείται
κι ό,τι θέλει ας λέει η επιστήμη τους.
Ο ποιητής δεν είναι αστρονόμος
μα αστρολόγος·
τ’ άστρα τον ενδιαφέρουν μόνο
για τη δύναμή τους πάνω στη ζωή
τον έρωτα ή το θάνατο·
κινείται μες στη μαγγανία
κι αναμειγνύοντας βοτάνια μαγικά,
ευχές, ξόρκια και δηλητήρια
φτιάχνει το ατίμητο χρυσάφι
που είναι αδύνατο οι άλλοι
να το κάνουνε νομίσματα.
[ Τραπέζι ]
Η´
Είμ᾽ ένα ξύλινο τραπέζι τίποτ᾽ άλλο
Κάποτε θά ᾽μουν οπωσδήποτε ένα δέντρο
Όμως τι δέντρο δεν θυμάμαι
Η πλάνη το πριόνι τα καρφιά και τα βερνίκια
–ω Θεέ μου πόσ᾽ απανωτά βερνίκια–
Μπορούν να ξεκουτιάνουν και το πιο γερό μνημονικό
Είμ᾽ ένα ξύλινο τραπέζι τίποτ᾽ άλλο
Παλιό παμπάλαιο και για τούτο απανωτά βερνικωμένο
Για να μη δείχνει η ηλικία μου και το σακάτεμά μου
Για να διατηρηθεί η αξιοπρέπεια των κατόχων μου
Για τη δική μου ποιος σκοτίζεται
Δεκάρα εγώ δεν δίνω για ανώφελες γυαλάδες
Η μόνη μου φροντίδα είναι ν᾽ ἀντέξω
Στο βάρος των αγκώνων τους και στις γροθιές τους
Να σφίξω τις αρθρώσεις μου να μην παραπατώ
Να πνίξω μέσα μου να μην τ᾽ ακούσουν το τρίξιμο του σαρακιού
Ν᾽ απομακρύνω έτσι όσο γίνεται την ώρα της φωτιάς
Κ´
Η νύχτα με τρομάζει απ᾽ το πρωί
Ο φόβος μου τη στήνει εμπρός μου
Ο ήλιος ανατέλλει όμως η σκέψη της
Δεν βγαίνει απ᾽ το μυαλό μου ώρες πολλές
Πριν σκοτεινιάσει ανάβω όλα τα φώτα
Σχήματα απουσίας, 1973
[ Ετούτος ο καθρέφτης ]
ΙΖ΄
Ετούτος ο καθρέφτης ο παλιός
Έχει φθαρεί από την επαφή
Με τόσα πρόσωπα
Θάμπωσε γέμισε αποτυπώματα
Ματιών που κάποτε κοιτάχτηκαν
Μες στο γυαλί του μ’ έκπληξη
Ή θαυμασμό ή χαρά ή θλίψη
Χείλια και δάχτυλα σαν νεκροί νάρκισσοι
Μες στο θαμπό νερό του αδύνατο να κοιταχτείς
Χωρίς τον κίνδυνο να μπερδευτείς
Και να πιστέψεις για πρόσωπό σου
Έν’ άλλο πρόσωπο ή το συνταίριασμα
Από παράταιρα κομμάτια
Και να χαθείς μέσα σε τούτο το λαβύρινθο
Μορφών που ήταν κάποτε
Και να μην είσαι πια
Μεταμορφώσεις, 1974
[ Είμαι η λυκοπαγίδα ]
γ΄
Είμαι η λυκοπαγίδα κι είμαι ο λύκος
που πιάστηκε σ’ αυτή
Κανένας δεν το βλέπει δεν το ξέρει
Ούτε εκείνοι που με χαιρετούν από μακριά
Ούτε αυτοί που μ’ αγκαλιάζουν ή μου σφίγγουνε το χέρι
Τόσο έντεχνα έχω πνίξει μέσα μου το ουρλιαχτό
Του θριάμβου το ουρλιαχτό του πόνου
Κυκλοφορώ ανάμεσά τους μ’ άνεση φορώντας
Το πιο αδιάφορο χαμόγελο το πιο καθημερνό
Ενώ οι δαγκάνες μου χώνονται βαθιά
Όλο και πιο βαθιά μες στα πλευρά μου
Τύποι ήλων, 1978
[ Βροχή ]
ΠΑΡΑ ΕΝΑ ΔΩΔΕΚΑ ΜΑΓΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΙΙ
Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω. Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.
Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου; Είναι βροχή δωματίου.
[ Τα δέντρα ]
ΟΤΑΝ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΜΙΣΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Θα ᾽ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ᾽ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουνε μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.
[Τα έπιπλα]
Ποιος να του τό ᾽λεγε ότι τα έπιπλά του θα γίνονταν μια μέρα τέτοια τέρατα… Το τραπέζι του έβγαλε φύλλα, η ντουλάπα του καταβρόχθισε όλα του τα κοστούμια, το κομό του έγινε ένας πολύστομος δράκος· κάθε συρτάρι του κι ένα αδηφάγο στόμα· πάνε τα σώβρακά του όλα, πάνε τα πουκάμισά του, πάνε και τα χέρια του· τά ᾽χασε ψάχνοντας μέσα σ᾽ αυτά τα φριχτά συρτάρια.
Τώρα, γυμνός κι ανάπηρος, στέκεται στη μέση του δωματίου του, χαμένος. Δεν ξέρει τι να κάνει, που να πάει. Τον πιάνει το παράπονο. Κλαίει.
[Σαν τον τυφλό]
ΚΔ´
Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη
Σαν τον τυφλό που ζητάει επίμονα την μπλε γραβάτα και το γκρίζο κοστούμι του
Σαν τον τυφλό που χαμογελά μπροστά στη φωτογραφική μηχανή
Σαν τον άσπρο τυφλό που μισεί τους μαύρους
Σαν τον τυφλό που λατρεύει τις ξανθές γυναίκες
Σαν τον τυφλό που χαϊδεύει τις λέξεις
Που αγγίζει τη λέξη φλόγα και καίγεται
Που αγγίζει τη λέξη μαχαίρι και κόβεται
Που αγγίζει τη λέξη ρώγα και γλυκαίνονται οι ρώγες των δαχτύλων του
Που αγγίζει τη λέξη μαστός και γεμίζουν οι χούφτες του γάλα
Που αγγίζει τη λέξη θάνατος και μουδιάζει το χέρι του
Σαν τον τυφλό που αγκαλιάζει το φονιά του, θαρρώντας τον φίλο του, και νιώθει το λάθος του μαζί με το μαχαίρι στην καρδιά
Σαν τον τυφλό που ποτέ του δεν έτρεξε, ακόμα κι όταν άνοιγαν όλοι οι κρουνοί του ουρανού, ακόμα κι όταν στίφη οχημάτων χυμούσαν καταπάνω του
Σαν τον τυφλό που κρεμάει ζωγραφιές στους τοίχους του και γεμίζει λουλούδια το σπίτι του και τις νύχτες όλες τις λάμπες
Σαν τον τυφλό που επιμένει να τραγουδά το φάος ἡελίοιο, αυτό το φως που ποτέ του δεν γνώρισε και ποτέ του δεν έπαψε να υπερασπίζεται σαν μονάκριβο κτήμα του
Τέτοιος εγώ
Λεκτικά τοπία, 1986
[ Αν όπως λένε ]
Αν, όπως λένε, το χαρτί φτιάχνεται από ξύλο, ετούτο το δωμάτιο, που γέμισε χαρτιά κουβαριασμένα, είν’ ένα τσαλακωμένο δάσος κι η γάτα που πλανιέται μέσα του, ερεθισμένη απ’ τους τριγμούς του, είναι μια τίγρη σ’ αναζήτηση θηράματος.
Όσο για τα ποιήματα, μες στα κουβάρια των χαρτιών, είναι πουλιά που πέθαναν πριν μάθουν να πετάνε.
[ Γέρασες ]
Γέρασες, φίλε, και βουβάθηκαν τα μάτια σου, δεν τραγουδάνε πια, όπως πρώτα, δεν μιλούν, δεν ψιθυρίζουν καν. Δυό σκοτεινά παράθυρα τα μάτια σου, χτισμένα, και πια δεν φτάνει ώς εμένα η μέσα μουσική σου. Υπάρχει, αλήθεια, ακόμα αυτή η μέσα μουσική ή μήπως είσαι ώς εκεί χτισμένος, ώς τα μύχια της ψυχής σου, πλήρης σιωπής και συμπαγής σαν πέτρινο άγαλμα;
Εσωτικά τοπία, 1991
[ Οι μέρες του περνούν ]
Οι μέρες του περνούν δίχως να έρχονται. Αυτός, ωστόσο, είν’ εκεί και τις προσμένει· έν’ αδειανό ορίζοντα κοιτώντας, καρτερεί να υποδεχτεί τις μέρες που, χωρίς να φτάνουν, έχουν κιόλας φύγει.
Το παρελθόν αυξάνει ιλιγγιωδώς, το παρελθόν ενός αβίωτου παρόντος· οι αναμνήσεις μίας άζωης ζωής σωρεύονται, αδιάκοπα, και τον συνθλίβουν.
[Ιανουάριος]
Ιανουάριος; Φεβρουάριος; Δευτέρα ή Τρίτη; Ή, μήπως, Πέμπτη; Δώδεκα, πάντως, παρά είκοσι. Μπορεί να έχει χάσει τον ρου ετών, μηνών και ημερών, αλλ᾽ έχει απόλυτα στοιχεία για τις ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα· η μνήμη του έχει ατονήσει, μες στη μοναξιά, όχι όμως και του ρολογιού η μπαταρία.
Σέρνεται στον καθρέφτη μπρος, κοιτάζεται. Τι ηλικία νά ᾽χει, τάχα, αναρωτιέται. Δώδεκα παρά είκοσι, οπωσδήποτε· δώδεκα παρά είκοσι και κάτι· και νύχτα, νύχτα οπωσδήποτε.
[ Μόνο η σιωπή ]
Μόνο η σιωπή, η απόλυτη σιωπή προσφέρεται για τη χαμηλόφωνη συνομιλία των πραγμάτων που, κάτω από άλλες, ηχηρές συνθήκες, ούτ’ ένα νεύμα δεν μπορούν να ανταλλάξουν, γιατ’ είν’ ευαίσθητα τα πράγματα στον ήχο και δεν αποκαλύπτουν την ψυχή τους εν μέσω οιουδήποτε θορύβου.
Σφαλνά τις πόρτες, τα παράθυρα, τα μάτια, εξώνει από το χώρο ήχο και φως. Ακίνητος, σε μια γωνιά, και σιωπηλός, γίνεται κοινωνός των μυστικών τους, γίνεται κι αυτός πράγμα δικό τους· καλόγερος με λίγα ρούχα κρεμασμένα πάνω του.
Ο ακίνητος δρομέας, 1996
[Το τηλέφωνο]
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ
Δύσκολη η ζωή, κήπος που για να θάλλει θέλει αδιάκοπη φροντίδα: σκάλισμα και βοτάνισμα και πότισμα και ψέκασμα… Και με αμφίβολο, βεβαίως, αποτέλεσμα, αφού το λάθος το παραμικρό, μια ξαφνική αλλαγή στις καιρικές συνθήκες, ένας απρόσμενος εχθρός, ένα αόρατο παράσιτο, μπορούν να ακυρώσουν κάθε σου προσπάθεια και άκαρποι να μείνουνε οι κόποι σου.
Δύσκολη η ζωή κι απλούστατος ο θάνατος, αυτή η έρημος που τίποτε από σένα δεν ζητά, που περιμένει απλώς να την διανύσεις.
Χτυπάει το τηλέφωνο, χτυπάει και ξαναχτυπάει· δεν το σηκώνω, όχι, δεν πρόκειται να το σηκώσω· ποιος ξέρει τι καινούργιες συμφορές θα μου αναγγείλει; Πέθανε αυτός, πέθαν᾽ εκείνος, ο τάδε βηματίζει με βηματοδότη, ο δείνα δεν μπορεί το σπίτι του να βρει κι ο Ερυθρός Σταυρός τον ψάχνει. Είναι η γενιά μου που αρχίζει να θολώνει και να σβήνει. Έτσι που πάει το πράγμα, θα μάθω, σύντομα, και το δικό μου θάνατο από τηλεφώνου.
Χτυπάει το τηλέφωνο, χτυπάει και ξαναχτυπάει· δεν το σηκώνω, όχι· θα το βγάλω από την πρίζα, θα βγω από τον κατάλογο του ΟΤΕ· δεν πρόκειται να παραμείνω εγώ συνδρομητής θανάτων.