Εμείς οι φυλακισμένοι του χαρτιού,
χάσαμε τόση ζωή, όσο η έκταση των γραπτών μας.
Δεν είχαμε κι άλλη λύση.
Ήρθαμε και δεν μας περίμεναν.
Χτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δεν μας άνοιξαν.
Μιλήσαμε και η γλώσσα μας ήταν ξένη.
Καταφύγαμε στο χαρτί, ζητώντας άσυλο,
όμως κι εδώ εξόριστοι είμαστε.
Δεν είχε χώρο για μας, μόνο για τις λέξεις.
Διαβάσαμε
Σοῦ εἶπα:
– Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
– Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.
Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.
Kópakonan:
Ένα άγαλμα της Γυναίκας Φώκιας βρίσκεται στο Mikladagur, στο νησί Kalsoy. Είναι κατασκευασμένο από μπρούτζο και ανοξείδωτο ατσάλι. Το άγαλμα έχει σχεδιαστεί για να αντέχει σε κύματα 13 μέτρων. Στις αρχές του 2015, ένα κύμα 11,5 μέτρων σάρωσε το άγαλμα. Έμεινε σταθερό και δεν προκλήθηκε καμία ζημιά.
Ο θρύλος της Κοπακόναν (η Γυναίκα Φώκια) είναι ένα από τα πιο γνωστά λαϊκά παραμύθια στις Φερόες Νήσους. Οι φώκιες πιστεύεται ότι ήταν πρώην άνθρωποι που αναζητούσαν εθελοντικά τον θάνατο στον ωκεανό. Μια φορά το χρόνο, τη δέκατη τρίτη νύχτα, τους επιτρεπόταν να έρθουν στη στεριά, να γδυθούν και να διασκεδάσουν ως άνθρωποι, χορεύοντας και διασκεδάζοντας.
Ένας νεαρός αγρότης από το χωριό Mikladalur στο βόρειο νησί Kalsoy, αναρωτιέται αν αυτή η ιστορία είναι αληθινή, πήγε και ξάπλωσε στην παραλία ένα δέκατο τρίτο βράδυ. Παρακολουθούσε και είδε τις φώκιες να φτάνουν σε μεγάλο αριθμό, κολυμπούν προς την ακτή. Ανέβηκαν στην παραλία, πέταξαν το δέρμα τους και τα έβαλαν προσεκτικά στα βράχια. Εκχωρημένοι από το δέρμα τους, έμοιαζαν με φυσιολογικούς ανθρώπους. Το νεαρό παλικάρι κοίταξε ένα όμορφο κορίτσι φώκιας τοποθετώντας το δέρμα της κοντά στο σημείο όπου κρυβόταν, και όταν άρχισε ο χορός, ήρθε κρυφά και το έκλεψε.
Ο χορός και τα παιχνίδια κράτησαν όλη τη νύχτα, αλλά μόλις ο ήλιος άρχισε να λάμπει πάνω από τον ορίζοντα, όλες οι φώκιες ήρθαν να πάρουν το δέρμα τους για να επιστρέψουν στη θάλασσα. Το κορίτσι της φώκιας ήταν πολύ αναστατωμένο όταν δεν μπορούσε να βρει το δέρμα της, και τότε ο άντρας εμφανίστηκε να το κρατάει, αλλά δεν της το έδινε πίσω, παρά τις απελπισμένες παρακλήσεις της, οπότε ήταν υποχρεωμένη να πάει μαζί του…
Την κράτησε μαζί του για πολλά χρόνια ως γυναίκα του, και αυτή του γέννησε αρκετά παιδιά, αλλά έπρεπε πάντα να βεβαιώνεται ότι δεν είχε πρόσβαση στο δέρμα της. Το κρατούσε κλειδωμένο σε ένα μπαούλο στο οποίο μόνο αυτός είχε το κλειδί, ένα κλειδί το οποίο κρατούσε συνέχεια σε αλυσίδα δεμένη στη ζώνη του.
Μια μέρα, ενώ ήταν έξω στη θάλασσα για ψάρεμα με τους συντρόφους του, συνειδητοποίησε ότι είχε αφήσει το κλειδί στο σπίτι. Ανακοίνωσε στους συντρόφους του, «Σήμερα θα χάσω τη γυναίκα μου! ’ – και εξήγησε τι είχε συμβεί. Οι άνδρες τράβηξαν τα δίχτυα και τις γραμμές τους και γύρισαν πίσω στην ακτή όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αλλά όταν έφτασαν στη φάρμα, βρήκαν τα παιδιά ολομόναχα και τη μητέρα τους να λείπει. Ο πατέρας τους ήξερε ότι δεν θα επέστρεφε, καθώς είχε σβήσει τη φωτιά και είχε βάλει στην άκρη όλα τα μαχαίρια, έτσι ώστε τα μικρά να μην μπορούν να κάνουν κακό στους εαυτούς τους αφού είχε φύγει.
Πράγματι, μόλις είχε φτάσει στην ακτή, είχε φορέσει το δέρμα της φώκιας και βούτηξε στο νερό, όπου δίπλα της εμφανίστηκε μια αρσενική φώκια που την αγαπούσε χρόνια πριν και ακόμα την περίμενε. Όταν τα παιδιά της, αυτά που είχε με τον άντρα Mikladalur, αργότερα κατέβηκαν στην παραλία, μια φώκια εμφανιζόταν και κοίταζε προς την ακτή· οι άνθρωποι φυσικά πίστευαν ότι ήταν η μητέρα των παιδιών. Και έτσι πέρασαν τα χρόνια.
Τότε μια μέρα συνέβη οι άνδρες του Mikladalur σχεδίαζαν να κυνηγήσουν φώκιες … Τη νύχτα πριν την αναχώρησή τους, η σύζυγος φώκια του άνδρα εμφανίστηκε στο όνειρο του και του είπε ότι αν πήγαινε για κυνήγι φώκιας στη σπηλιά, θα έπρεπε να σιγουρευτεί ότι δεν σκότωσε τη μεγάλη φώκια που θα ήταν ξαπλωμένη στην είσοδο, για αυτή ήταν ο άντρας της.
Αλλά αυτός δεν άκουσε το μήνυμα στο όνειρο. Μπήκε με τους άλλους στο κυνήγι, και σκότωσαν όλες τις φώκιες …
Το βράδυ, εμφανίστηκε η γυναίκα του φώκια και φώναξε την κατάρα: «Εδώ κείτεται το κεφάλι του συζύγου μου με τα πλατιά ρουθούνια του, το χέρι του Hárek και το πόδι του Fredrik! Τώρα θα υπάρξει εκδίκηση, εκδίκηση για τους άνδρες του Mikladalur, και κάποιοι θα πεθάνουν στη θάλασσα και άλλοι θα πέσουν από τις κορυφές των βουνών, μέχρι να υπάρξουν τόσοι νεκροί που μπορούν να ενώσουν τα χέρια γύρω από τις ακτές του νησιού Kalsoy! »
Όταν είπε αυτά τα λόγια, εξαφανίστηκε και δεν την ξαναείδαν ποτέ. Μέχρι σήμερα, , συμβαίνει κατά καιρούς άνδρες από το χωριό να πνίγονται στη θάλασσα ή να πέφτουν από τις κορυφές των βράχων· .
Ένα ενδιαφέρον πείραμα για τις δυνατότητες των προγραμμάτων γενετικής νοημοσύνης που έχουν εισβάλει στη ζωή μας θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη, την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου.
Τι είδους παραμύθι θα έγραφαν μαζί ένας άνθρωπος και ένα γλωσσικό μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης; Το ιδιαίτερο αυτό live πείραμα «πλεξίματος» παραμυθιού, με διπλή -ανθρώπινη και ψηφιακή- ταυτότητα θα λάβει χώρα μεταξύ του «παραμυθομουσικοδημιουργού» Δημήτρη Μπασλάμ και του μεγάλου γλωσσικού μοντέλου ChatGPT. Με το συγκεκριμένο πείραμα θα κλείσει και η διαδραστική έκθεση ρομποτικής Robotology Interactive II, που θα διαρκέσει από τις 5 έως τις 8 Σεπτεμβρίου και θα φιλοξενείται στους χώρους της εταιρείας Robotixlab, στη Λεωφόρο Γεωργικής Σχολής.
Εκεί, στον 2ο όροφο του κτηρίου «Phoenix», τα ηλεκτρονικά κυκλώματα έχουν τον πρώτο λόγο: κατά τη διάρκεια της έκθεσης, ένας ρομποτικός ελέφαντας «τσέπης» θα βρυχάται και θα βηματίζει στο τραπέζι, δίπλα σε ένα κουτάβι με κυκλώματα, έναν μάλλον …επιθετικό και υπερμεγέθη ηλεκτρονικό σκορπιό και μια αράχνη με μοτέρ και αισθητήρες. Ο ιδιότυπος αυτός ζωολογικός κήπος, που χωράει πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι, είναι μια μόνο από τις ενότητες της έκθεσης.
Όπως εξήγησε ο μηχανικός ρομποτικής Αντώνης Κάνουρας, ιδρυτής της Robotixlab, μιας εταιρείας που ιδρύθηκε το 2008 στη Θεσσαλονίκη, με στόχο τη διοργάνωση εργαστηρίων και σεμιναρίων για μικρούς εφευρέτες, η φετινή Robotology Interactive II περιλαμβάνει άλλες τέσσερις θεματικές ενότητες: ρομποτική και ΤΝ, βιομηχανικές εφαρμογές και ψηφιακή κατασκευή (εδώ οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να δουν μινιατούρες ρομποτικών μηχανημάτων, με έμπνευση, για παράδειγμα, από τις αποθήκες προϊόντων της Amazon), ρομπότ που παράγουν τέχνη (παίζοντας διαφορετικές νότες μουσικής ανάλογα με τα χρώματα που ο/η επισκέπτης τοποθετεί μπροστά τους ή ζωγραφίζοντας με σπειρογράφο) και τεχνολογίες έξυπνου σπιτιού και Ιντερνετ των Πραγμάτων (στον χώρο έχει διαμορφωθεί ένα σαλόνι επίδειξης).
Η έκθεση, τα εκθέματα της οποίας -περίπου τέσσερα ρομποτάκια για καθεμία από τις πέντε ενότητες- παρουσίασε σήμερα σε δημοσιογράφους ο τριτοετής μηχανολόγος μηχανικός Αρσένης Μισιρλής, απευθύνεται σε μικρούς (άνω των έξι ετών) και μεγάλους. Η ξενάγηση θα πραγματοποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε συγκεκριμένα time slots, τα οποία θα δηλώνονται κατόπιν κράτησης. Σε κάθε time slot θα συμμετέχουν ομάδες οκτώ ατόμων κατ’ ανώτατο, οι οποίοι θα περιηγούνται στην έκθεση συνοδεία ειδικού, που θα εξηγεί και θα απαντά σε ερωτήσεις, παρουσιάζοντας τα ρομποτικά εκθέματα.
Επιπλέον, στο φουαγιέ του χώρου οι επισκέπτες θα μπορούν να διασκεδάσουν με διαδραστικά παιχνίδια παιγνιώδους μάθησης, ανακαλύπτοντας τα μυστικά της τεχνολογίας παίζοντας. Οι σταθμοί παιχνιδιού περιλαμβάνουν βιντεοπαιχνίδια με ρομπότ που τα χειρίζεσαι με κινήσεις του σώματος, ρομποτικό ποδοσφαιράκι, ρομποτικό παιχνίδι που παίζεται …χοροπηδώντας και ένας διαδραστικός τετράπτυχος πίνακας, που παράγει ήχους όταν τον αγγίζεις, ενεργοποιώντας τον με τον ηλεκτρισμό των χεριών σου.
Στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων της έκθεσης, την Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου στις 8.30 θα πραγματοποιηθεί στον ίδιο χώρο ομιλία του συνιδρυτή της Metatopia, Βύρωνα Χρυσοβέργη, με αντικείμενο το Metaverse. Μετά το τέλος της ομιλίας, οι επισκέπτες θα μπορούν να βιώσουν μια εμπειρία VR/AR (εικονικής/επαυξημένης πραγματικότητας).
Naftemporiki.gr
(Η ιστορια
του Νίκου καββαδια
με τη «Μαρια του λιμανιου»
Μια ομορφη δυναμική γυναίκα που ειχε ενα ξενώνα καπηλιο στο ενετικό λιμάνι του ηρακλειου
οπου διέμενε ο ποιητής όταν τύχαινε να κατέβει
Αυτό το Τραγουδι το έγραψα μεσα στον «καπηλιο»
που τώρα είναι ταβέρνα.
Ο Γλάρος ήρθε την αυγή
και χτύπησε
την πόρτα
δεν ηταν οπως πρωτα
που ηθελε τροφη
περιμενε ακίνητος
με θολωμένο βλεμμα
Κάτι κακό προμήνυμα
Ειχε στη σιωπη
Εβυθησε τη σκεψη της στης θάλασσας
τον πάτο
κάποιο κακό μαντάτο
ήθελε να της πει
Ο ποιητής της θάλασσας παει μακρυ ταξίδι
«στων οριζόντων
την γραμμή
εκείνη τη θολή»
Εκλείδωσε το καπηλειό και πήγε στο λιμάνι
τον πόνο να γλυκάνει
μες τη ψιλη βροχη
και άρχισε τα αναφιλητά στο ραγισμενο αγέρα
αυτη τη μαυρη μερα
Που άλλαζε εποχη
ο ερωντας αλλη μια φορα εγραφε ιστορια
του λιμανιου Η Μαρια θρηνει
τον ποιητη
Λουδοβίκος των Ανωγείων
30 Σεπτεμβρίου 2021
Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά της
Από την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες
Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:
– Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:
– Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει
(Απεράθου 10-8-2024)
Μια θάλασσα με χρώματα,
σ’ όλες τις αποχρώσεις,
γαλάζιο -μπλε του ουρανού,
λίγο μαβί της Δύσης,
της χαραυγής ροδακινί,
στου ήλιου τα καμώματα,
σου ζωγραφίζω με το νου,
ταξίδι να κινήσεις.
*
Αφροντυμένα ξωτικά,
θα σου χαμογελούν
και γλάροι θα σου τραγουδούν,
τραγούδια, από ‘κείνες
τις ραψωδίες, που γλυκά,
κάθε Οδυσσέα ξεγελούν,
με ‘κείνα τα ερωτικά
καμώματα, οι Σειρήνες.
*
Σκάλες λευκές τα κύματα,
για πλώρη και για πρύμνη,
τα χείλη σου, με τ’ αρμυρό
νερό τους, θα νοτίσω,
τα “σ’ αγαπώ”, με βήματα,
που μέτραγες στη ρύμνη
να θυμηθείς και το στερνό
αντίο, πάρεις πίσω .
*
Κι εκεί στο γλυκοχάραμα,
πάνω στην αμμουδιά,
θα σεργιανίσεις την ψυχή
κι αν άλλη συναντήσεις
κι αν σμίξουν, σαν σε όραμα
κι αγκαλιαστούν, με μια θωρριά,
το κύμα παρακάλεσε,
τα ίχνη τους, μή σβήσει…
Από την Παρασκευή Μπαρδάνη
Μάνος Χατζηδάκις
Στίχοι: Βραχάλη Ελεάννα
Αγκαλιά να με πάρεις θάλασσά μου εσύ
τη μπορώ την αρμύρα και ας είμαι πληγή.
Γίνε δρόμος και μοίρα θάλασσά μου και πες
τι σημαίνουν οι λέξεις αλλά κι οι σιωπές.
Αν με ζητήσει κανείς
δεν υπάρχω εγώ γίναμε ένα να πεις.
Μέσα σου χάθηκα πια
απ’ το λίγο που ζω ας πνιγώ στα βαθιά.
Αν με ζητήσει κανείς
θάλασσα σώσε με κάτι να βρεις να τους πεις.
Μέσα στα κύματά σου να με κρύβεις εδώ
από ψέμα κι ανθρώπους πλημμυρίζω καημό.
Αν με ζητήσει κανείς
δεν υπάρχω εγώ γίναμε ένα να πεις.
Μέσα σου χάθηκα πια
απ’ το λίγο που ζω ας πνιγώ στα βαθιά.
Αν με ζητήσει κανείς
θάλασσα σώσε με κάτι να βρεις να τους πεις
Γιάννης Πάριος
Στη διάρκεια μιας ώρας,
σκόρπισε, ο κατσιφόρας.
*
Όμως, μου ‘καμε τη χάρη
κι ήφερέ με, στο Φανάρι.
*
Απ’ τη κορφή του Φαναριού
σαν κατηφόριζε,
αγγελιαφόρος, τη βροχή
συνήθως, προμηνούσε,
σκάλες, ρύμνες κι ανθρώπους
καταβρόχθιζε,
αερικό κι άκακος γίγαντας,
τη μάνα Γη, Θέα του, προσκυνούσε.
*
Μέσα απ’ τη θαμπάδα του,
τα πάντα , μυθικά
φάνταζαν, μέσ’ τα παιδικά μας
μάτια,
οι άνθρωποι, φιγούρες,
που κινούνταν μαγικά
και τ’ ασπρισμένα σπίτια μας,
μοιάζανε, με τεράστια παλάτια.
*
Κι έβγαινε ο Αλλαντίν με το λυχνάρι,
μέσ’ απ’ τη πάχνη,
στο χαλί πετώντας
κι εμείς, πόση λαχτάρα νιώθαμε
ρωτώντας
το τζίνι, αν θα ζήσουμε,
“τις χίλιες και μία νύχτες”, με φεγγάρι.
*
Εκεί, αντριεύει το θυμητικό,
στις κορυφές των Φαναριών ,
μέσα στον κατσιφόρα,
πέπλο νυφιάτικο,
των άσπιλων ερώτων, εκεινών,
που, δεν λογάριαζαν ποτέ,
πώς θα ξεσπάσει, μπόρα..
4-7-2024
Από την Παρασκευή Μπαρδάνη
Απόσπασμα
Εδώ και μερικά χρόνια, σε ένα μακρύ ταξίδι με το τραίνο, θέλησα να επισκεφτώ την μετακινούμενη πατρίδα, όπου είχα κλειστεί για τρεις μέρες, αιχμάλωτος για τρεις μέρες αυτού του θορύβου σαν από χαλίκια που τα κυλά η θάλασσα, και σηκώθηκα. Διέσχισα, κατά τη μία το πρωί το τραίνο από τη μια άκρη ως την άλλη. Τα βακόν-λι ήταν άδεια. Τα βαγόνια της πρώτης θέσεως ήταν άδεια. Όμως τα βαγόνια της τρίτης στέγαζαν εκατοντάδες Πολωνούς εργάτες, που είχαν απολυθεί από τη Γαλλία και ξαναγύριζαν στην Πολωνία τους. Και πέρναγα τους διαδρόμους, δρασκελώντας ξαπλωμένα σώματα. Στάθηκα να κοιτάξω. Ορθός, κάτω από το φώς, αντίκριζα μέσα σε αυτό το δίχως χωρίσματα βαγόνι, που έμοιαζε με θάλαμο και μύριζε στρατώνα ή κρατητήριο, ένα ολόκληρο λαό ανάκατο, που ταρακουνιόταν από τη ρυθμική κίνηση του τραίνου. Ένα ολόκληρο λαό, βυθισμένο στα κακά του όνειρα, που ξαναγύριζε στη μιζέρια του. Χοντρά ξυρισμένα κεφάλια κυλούσαν πάνω στα σανίδια των πάγκων. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, στριφογύριζαν όλοι δεξιά και αριστερά, σαν χτυπημένοι από όλους αυτούς τους θορύβους, όλα αυτά τα τραντάγματα, που τους απειλούσαν στη λησμονιά τους. Δεν είχαν βρει τη φιλοξενία ενός καλού ύπνου. Ένα παιδί θήλαζε μια μάνα, τόσο κουρασμένη, που έμοιαζε σαν να κοιμόταν. Η ζωή μεταδινόταν μέσα στην παραζάλη και την ανακατωσούρα του ταξιδιού. Κοίταζα τον πατέρα. Ένα κεφάλι βαρύ και γυμνό σαν πέτρα. Ένα κορμί διπλωμένο στον άβολο ύπνο, φυλακισμένο στα ρούχα της δουλειάς, φτιαγμένο από καμπούρες και βαθουλώματα. Έμοιαζε με ένα σωρό λάσπη. Έτσι, τη νύχτα, ναυάγια που δεν έχουν πια ανθρώπινο σχήμα κοιμούνται βαριά πάνω στους πάγκους της αγοράς. Και συλλογιόμουν: το πρόβλημα δεν βρίσκεται διόλου σε αυτή τη μιζέρια, σε αυτή τη βρώμια, ούτε σε αυτή την ασχήμια. Όμως αυτός ο ίδιος άντρας και αυτή η ίδια γυναίκα, γνωρίστηκαν μια μέρα και ο άντρας σίγουρα χαμογέλασε στη γυναίκα. Σίγουρα μετά τη δουλειά της έφερε λουλούδια. Συνεσταλμένος και αδέξιος, έτρεμε ίσως μην τον περιφρονήσει. Μα η γυναίκα, από φυσική φιλαρέσκεια, η γυναίκα, σίγουρη για τη χάρη της ευχαριστιόταν ίσως να τον κρατά σε αμφιβολία. Και εκείνος που πια δεν είναι σήμερα παρά μια μηχανή για να σκάβει ή να φτυαρίζει, δοκίμαζε έτσι στην καρδιά του τη γλυκεία αγωνία. Το μυστήριο είναι πού έγιναν αυτοί οι σωροί από λάσπη. Από ποιο τρομερό καλούπι πέρασαν και τους σημάδεψε, όπως η πρέσα το μέταλλο; Ένα γερασμένο ζώο διατηρεί τη χάρη του. Γιατί αυτή η ωραία ανθρώπινη άργιλος έπαθε τέτοια φθορά; Κάθισα αντίκρυ σε ένα ζευγάρι. Ανάμεσα στον άντρα και στην γυναίκα, το παιδί, όσο γινόταν πιο βολικά, είχε χωθεί και κοιμόταν. Γύρισε όμως μέσα στον ύπνο του και το πρόσωπο του μού φανερώθηκε κάτω απ΄το φώς. Ά! Τι εξαίσιο πρόσωπο! Είχε γεννηθεί από αυτό το ζευγάρι, κάτι σαν ένας χρυσός καρπός. Από αυτά τα βαριά και άχαρα σώματα είχε βγει αυτό το επίτευγμα λεπτότητας και χάρης. Έσκυψα πάνω από αυτό το λείο μέτωπο, από αυτά τα γλυκά σουφρωμένα χείλη και είπα μέσα μου: να ένα πρόσωπο μουσικού, να το παιδί Μότσαρτ, να μια ωραία υπόσχεση της ζωής. Οι μικροί πρίγκιπες των παραμυθιών δεν ήταν αλλιώτικοι. Αν έβρισκε προστασία, στοργή, καλλιέργεια, και τι δε θα μπορούσε να γίνει! Όταν γεννιέται ένα καινούργιο τριαντάφυλλο, στους κήπους, από διασταύρωση, όλοι οι κηπουροί συγκινιούνται. Απομονώνουν το τριαντάφυλλο, το καλλιεργούν, το ευνοούν. Όμως δεν υπάρχει κηπουρός για τους ανθρώπους. Το παιδί Μότσαρτ θα περάσει, μαζί με τους άλλους από την πρέσα. Ο Μότσαρτ θα βρει τις πιο ανώτερες χαρές του στη διεφθαρμένη μουσική, μέσα στη βρωμιά των καφενείων. Ο Μότσαρτ είναι καταδικασμένος. Και ξαναγύρισα στο βαγόνι μου. Μέσα μου έλεγα: αυτοί οι άνθρωποι δεν υποφέρουν καθόλου από την κατάντια τους. Και δεν είναι ο οίκτος που με βασανίζει. Το θέμα δεν είναι να συγκινείσαι για μια πληγή που ποτέ δεν κλείνει. Αυτοί που την έχουν δεν την νοιώθουν. Εκείνο που τραυματίζεται εδώ, που βλάπτεται, είναι το ανθρώπινο είδος και όχι το άτομο. Δεν πιστεύω καθόλου στον οίκτο. Αυτό που με βασανίζει είναι η άποψη του κηπουρού. Αυτό που με βασανίζει δεν είναι τούτη η αθλιότητα, όπου στο κάτω- κάτω βολεύεται κανείς, το ίδιο καλά, όπως και στην τεμπελιά. Γενιές και γενιές ανατολίτες ζούνε μέσα στην λίγδα και τους αρέσει. Αυτό που με βασανίζει δεν το θεραπεύουν τα λαϊκά συσσίτια. Αυτό που βασανίζει δεν είναι ούτε οι καμπούρες και τα βαθουλώματα στα κορμιά ούτε η ασχήμια. Είναι ο Μότσαρτ που δολοφονείται μέσα στον κάθε άνθρωπο…
Μόνο το Πνεύμα, όταν πνέει στη λάσπη, μπορεί να δημιουργήσει τον Άνθρωπο.
Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών και των γρύλων – έλεγε, – το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς, αγκυροβολημένο στο παλιό τζάκι της καλύβας,η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς –δε σου ζητούν αποδείξεις, οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση, υπάρχουμε, μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της θερινής νύχτας, τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα, οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές, τα κορίτσια ξύπνια, η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της, το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι.
– Αύριο, πρέπει να πάω, στον Αρσό, να ρινιάσομε τσι συκιές.
Είπε η μάνα μου, που σά σήμερα, ήρθε απού όξω κι ήφερε σ’ένα καλάθι, κάτι πολύ μικρά σύκα.
– Μα ήντά ναι φτά, ώ μάνα;;
-Ερίνοι . Άγρια σύκα.
Δέ ντρώουνται.(τρώγονται). Μόνου γλυκό τσι κάνουνε.
Κάτσε, να δεις, που θα τα κάμω αρμαθιές κι αύριο θα πάω να τσι κρεμάσω στσι συκιές. Ετσά, θα ενούνε τα σύκα, που θα φέρνω τον Αύγουστο. Να ξέρεις…….
Μπορεί καμμιά βολά, να το κάμεις κι εσύ, το ρίνιασμα.
“Μα τόση καλή ψυχή να ‘χω, όσο πρόκεται…. Άμα σφαλίξομε ντα μάθια μας, θα ξεραθούν όλα.”
“Λες ..κι είχε πυθιά (πυτιά), το στόμα τζη…”
Ετράβηξα το σκαμνάκι κι ήκατσα.
Εκείνη, εβάστα μια βελόνα με κλωστή
κι επέρνα τα συκαλάκια , τρία – τέσσερα μαζί, ήκοβγε τη ‘ν’ κλωστή, την ήδενε κόμπο και ξανά το ίδιο.
Μου θύμισε τσί μαργαρίτες και τα διπλά πουλιά, που τα περνούμα με κλωστή και κάναμε κολιέδες τη Μ.Παρασκευγή , ια να στολίσομε, τον Επιτάφιο.
– Καλέ ώ μάνα;; Δε μοιάζουνε σα βραχιόλια , με πράσινες πέτρες και σα ντα σκουλαρίκια τση ιαιάς;;;
Δώσ’ μου, να βάλω ένα…. βραχιόλι.
– Άστα κάτω και μήν ακουμπήξεις το στόμα σου, ιατί θα πρηστεί..
-Και, δέ θά ξεραθούνε, αφού είναι κομμένα; Πώς θα ενούνε σύκα;;;;
-Ώ !!! ζαβοκουκιά…..(αθώα χαζή).
Μα ευτά τα σύκα, θαρρείς πως θα φάτε;;;
Μέσ’ σ’ εουτά τα σύκα, έχει ένα μυάκι(μυγάκι), μικρό, που βγαίνει και πάει και κάθεται, απάνω στα λουλούδια τση ήμερης συκιάς. Εουτό, είν’ ασερνικό, ιαυτό, λέμε, “ο έρινας”. Από φτό, ίνουνται τα σύκα.
Ότι να μεγαλώξεις, θα το καταλάβεις…
Στο παιδικό μυαλό, συντελέστηκε, ένα θαύμα.!!!!
Πέρασαν τα χρόνια κι όπως το ‘χε προβλέψει η μάνα, ετσά εΐνηκε(έγινε).
Επεθάνανε οι ονείς(γονείς), εξεράθησα κι οι τόποι..,
*
Σήμερα, γνωρίζω, πως η ερινιά, είναι η άγρια συκιά και οι καρποί της είναι θηλυκοί και αρσενικοί.
Από τον αρσενικό καρπό, βγαίνει το μυγάκι, και γονιμοποιει με τη γύρη που μεταφέρει, (όπως φρόντισε η φύση),τα άνθη της ήμερης συκιάς, που είναι μόνο θηλυκά.
Ένα δέντρο, με δύο φύλα.!!
Ένα δέντρο με ένα φύλο.!!
Μια γονιμοποίηση.!!
Ένας υπέροχος καρπός, που δεν έχει φύλο…. Είναι ουδέτερος..
*
Καλό Ρινιαστή λοιπόν.!!! 1-6-2023
Από την Παρασκευή Μπαρδάνη
Δυο μάνες
*
Ποτέ δεν άκουσα,
όσο ήμουνα παιδί ,
σαν όλες τις μανάδες,
να μας λέτε παραμύθια,
-θεριό, μαζί και βασιλιά-,
μέσ’ τις ψυχές σας, είχα δει,
που τις κατάτρωγε σκληρά,
μέχρι τα μύχια.!!
*
Η πιο μεγάλη, της μικρής
μάνας, ήταν αβάντα,
εκείνης, που τα νιάτα της
έγιναν δεξί χέρι,
ενός πατέρα, που , σκληρή
μοίρα έκανε κουμάντα
και όρισέ του, στη ζωή
όλη, να υποφέρει.!!
*
Αγωνιστήκατε σκληρά,
δύο λέαινες μανάδες,
με πάθος και υπομονή,
κουράγιο και αγάπη,
μή σας πειράξουν τα παιδιά,
τυφώνες και χιονιάδες
και σε σκληρής τύχης, βορά,
μη γίνουν, -το κιτάπι -.!!
*
Έτσι σας γνώρισα
κι έτσι θα σας θυμάμαι,
με την πικρή στα χείλη,
“ωχου κι ώχου”, επωδό,
μ’ αν είν’ αλήθεια, οι ψυχές
πώς ζουν, εκεί που πάνε,
θα μας χαμογελάτε
σε άλλο κόσμο , από ‘δω.!!
*
Τώρα., δεν είστε στη ζωή,
μα, δεν σας λησμονούμε,
βαδίζουμε στα χνάρια σας,
χατίρι των παιδιών μας,
φτωχά τα λόγια που ‘γραψα
και λίγα, μα, ας γινούνε,
ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ,
για σας κι από τις δυό μας.!!
*
Μάνες μου, δεν σας έβαλα,
ποτέ μου σε κορνίζες,
αυτή η θέση , ‘ναι’ γι’ αυτούς,
πού ‘χουν , για πάντα φύγει,
ενώ, μέσ’ στην ψυχή μου εσείς,
έχετε βγάλει ρίζες
κι ο ίσκιος της φροντίδας σας,
νιώθω, πως με τυλίγει .!!
Aπό την ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΠΑΡΔΑΝΗ
Μικρά, όμορφα θαύματα της φύσης.!!
*
ΦΑΣΚΟΜΗΛΙΆ
*
Φρασκομηλιά, τη λέμε στην Απείρανθο.
Από μικρό παιδί,θυμούμαι την έντονη μυρωδιά τζη, να πλημμυρίζει το μαεργιό, σμείοντας αρμονικά, με τη μυρωδιά, απ’ τα κουτσούρια , που ενάβγανε στη παραστιά και τη μυρωδιά του λιβανιού, (κάθ’ απόεμα, θυσία εσπερινή, στο χτύπημα τση σπερνής καμπάνας).
Τα φύλλα τζη, τα μαζώνανε, τα ξερένανε και το χειμώνα τα βράζανε, και κάνανε φρασκομηλιά. (εμείς λέμε και το θάμνο και το ρόφημα, “φρασκομηλιά”)
Πού;;; να βρεθεί το τσάι ετότες.
Θυμούμαι, πως όσοι είχανε δως και πάρε, με την Αμερική, είχανε και τσάι.
Ένα ρόφημα, με μεθυστική μυρωδιά, αλλά θεόπικρη γεύση, ήτον’ η φρασκομηλιά.
Ο βάζος με τη ζάχαρη, δεν επρολάβαινε να εμίσει κι ήδειαζε…
Το σερβίρανε, με ψωμί, ελιές και τυρί…
“Να ‘χαμε, μια φρασκομηλιά
να πιούμε, με ψωμί κι ελιά”
Προχτές, εσυνάντηξα στην άκρια του αμαξωτού, ένα θάμνο αθισμένο, που δέ ντον είχα ξαναθωρησμένο.
Αφού τον ήβγαλα φωτογραφίες, από περιέργεια, ήκοψα δυο- τρία φύλλα.
Η μυρωδιά ντωνε, με νάρκωσε….
Δεν επρόλαβα να τα φέρω κοντά στη μύτη μου και εξυπνήσανε οι θύμησες και η χόρτασε η όσφρηση ευωδιά.
Ήτονε όμως, φρασκομηλιά;;;;
Ήκοψα λία κλαδιά, πιο πολύ , ια τα λουλούδια ντώνε.Πολύ όμορφα, στο χρώμα του απαλού λιλά.
Πλησίασα, ένα είτονα και τον ερώτηξα, ήντα θάμνος είναι.
Φασκομηλιά, μου απάντησε.
-Φυτρώνει-, μου λέει, σ’αυτό το σημείο, περίπου σαράντα χρόνια…
Στον εστρεμό μου, ήβαλα το μπουκέτο, στο βάζο.
Μέχρι που νύχτωσε, ‘θώρρου, με τα μάθια τση ψυχής, ένα μικρό κοπελουδάκι, στο σπίτι μας,, στ” Απεράθου, καθισμένο σ’ ένα σκαμνί .
Απάνω στο τραπεζάκι, ένα κουπάκι φρασκομηλιά, ψωμί, ελιές και λίο “ασερνικό” τυρί.
Μήν αρωτήξετε ιάντα το λέμε ασερνικό, αφού είναι ουδέτερο…..
Ίσως, ο όγκος του, η σκληρότητα , η έντονη αρμυρή γεύση του και η αψάδα , που αφήνει στον ουρανίσκο, να ταυτίζονται, με το ρωμαλέο παρουσιαστικό, ενός νέου άντρα, που παλεύγει, σε αντίξοες συνθήκες, για ένα καλύτερο αύριο.!!
Από την Παρασκευή Μπαρδάνη
Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ότι έχω ζήσει έως τώρα…
Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις κατβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται, μία-μία και με βαθιά απόλαυση.
Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.
Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει. Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.
Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί. Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.
Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους. Μισώ, να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.
Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται…Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα.
Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση. Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους. Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους. Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους. Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους. Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.
Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή. Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων…Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή. Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει. Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν…
Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ’ όσες έχω ήδη φάει. Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου.
Εύχομαι και ο δικός σου Σκοπός να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…ως το τέλος, Ικανοποιημένος και σε Ειρήνη με τη Συνείδησή σου και τους Αγαπημένους σου!
Από το Βραζιλιάνου ποιητή και συγγραφέα Mario de Andrade
ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ ΠΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ.ΒΡΕΣ ΤΗΝ
“Δεν υπάρχει κελί που να μη τρυπιέται.
Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις.
Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου.
Όλα είναι στο κεφάλι σου. Σπάσ’ το και πέτα.
Ο ουρανός είναι απέραντος.
Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει. Βρες την».
ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΟΥΜΕ
Θα ξανάρθουμε.
Χωρίς σημαίες και τύμπανα. Η σιωπή μας θα γίνει καρκίνος για το σύστημά σας.
Αυτοί που υπήρχαμε χθες, υπάρχουμε και σήμερα. Απλά χάσαμε την επαφή. Και κυκλοφορούμε μόνοι στους δικούς μας δρόμους. Ξυπνάμε μέσα από έναν εφιάλτη που εμείς δημιουργήσαμε.
Θα ξανάρθουμε με μια μορφή που κανένας δεν φαντάζεται. Και αυτή τη φορά θα χτυπήσουμε αποφασιστικά.
Όχι εμείς βέβαια, που είμαστε ήσυχοι και ειρηνικοί άνθρωποι. Αλλά η ίδια η ζωή που κουβαλάμε, εμείς, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.
Και τη ζωή μας δεν μπορούμε να την προδώσουμε. Υπάρχουν τροπικά δάση μέσα μας. Άγνωστοι ωκεανοί. Μακρινά αστέρια που έρχονται στο μπαλκόνι μας, σαν χελιδόνια κάθε άνοιξη.
Εχουμε τέτοιους φίλους. Γι’ αυτό λέμε: Θα ξανάρθουμε.
(Απόσπασμα )
ΑΣΥΛΟ ΣΤΟ ΧΑΡΤΙ