Απόσπααμα…
“Μια γυναίκα κοντή ήταν. Κοντή κι άσχημη με ένα κουσούρι που δεν μπορούσε να το κρύψει.
Αυτό το κουσούρι ήταν η αιτία να κλειστεί στον εαυτό της. Δεν είχε πολλά πολλά με τους χωριανούς της.
Κλεισμένη στον εαυτό της και στο σπίτι της. Ο άνθρωπος όμως έχει ανάγκη να μιλάει, να λέει και καμιά κουβέντα. Εκείνη τίποτα..
Δεν σας έχω ανάγκη τους έλεγε κι αλήθεια ήταν.
Ποτέ δεν ζήτησε κάτι από κανέναν. Ζούσε μ ένα κομμάτι ψωμί και μια χούφτα ελιές. Αδύνατη, κακοτερένια μ ένα γρήγορο περπάτημα να μιλάει μόνη της και να κουνάει τον δείχτη του χεριού της σα να φοβερίζει κάποιον.
Φορούσε πάντα ένα μεγάλο μαντήλι στο κεφάλι να κρύβει το κουσούρι της μα κείνο δεν κρυβόταν με τίποτα..
Την μέρα δεν έβγαινε απ’ το σπίτι. Μόνο σαν έπεφτε το σκοτάδι έπαιρνε τους δρόμους μιλώντας μόνη της και κουνώντας τον δείχτη. Μάγισσα την λέγανε τα μικρά παιδιά και δεν είχαν κι άδικο. Έτσι έμοιαζε. Σαν μάγισσα.
Κάτι τα νυχτοπερπατήματα, κάτι οι κουβέντες που’ κανε μόνη της, κάτι το παρουσιαστικό της, της ταίριαζε μια χαρά το μάγισσα.
Στην τσέπη της πάντα βαστούσε μια τράπουλα.
Τα χαρτιά έριχνε κι ερχόταν από μακριά να τους τα πει.
Την τράπουλα όμως την είχε μόνιμα στην τσέπη της κι ο λόγος ήταν πως αν σε συναντούσε και σε συμπαθούσε, πράγμα σπάνιο δεν ήθελε ούτε τ άντερά της. Σου έπιανε την κουβέντα, σε τράβαγε παράμερα και σου’ ριχνε τα χαρτιά.
Και να δεις που βγαίναν τ’ άτιμα. Κι είχε απλωθεί η φήμη της στα γύρω χωριά κι όχι μόνο. Αν δεν έριχνε τα χαρτιά θα σου’λεγε τον καφέ. Κι ήταν πολλές που τρέχανε και για τα δύο.
Κάποιες φορές πηγαίνανε και οι άντρες κι είχαν να λένε πως όλα τους τα βρήκε το παρασάνταλο.
Έτσι την ξέρανε. Παρασάνταλο. Μα ψυχή είχε και κείνη. Ποιος όμως νοιάστηκε για τούτο; Σχεδόν κανείς.
Μα κι αν κάποιος θέλησε να της δείξει λίγη συμπόνια, με τις πέτρες τον κυνηγούσε. Τα παιδιά μόλις την βλέπανε τρέχανε να κρυφτούνε. Ο θεός όμως όταν φτιάνει έναν τέτοιο άνθρωπο, φτιάνει και το ταίρι του.
Έτσι της έστειλε κάποιον να την δεχτεί όπως ήταν αρκεί να του έπλενε δυο σκουτιά και να’ βρισκε ένα πιάτο φαΐ σαν γύρναγε απ’ την δουλειά. Δουλευταράς πολύ ήταν ο γαμπρός κι ήθελε μόνο αυτό. Δεν τον ένοιαζε αν ήταν άσχημη.
Αν σβήσεις την λάμπα έλεγε όλες το ίδιο είναι. Σάμπως και γω; Τι;
Όμορφος είμαι; Και σμίξαν τα κουσούρια τους και παντρεύτηκαν.
Τον πρώτο καιρό το παρασάνταλο έκανε προσπάθειες να κρατήσει το γάμο αλλά το χούι δεν κόβεται. Αυτός δεν ήθελε να λέει τα χαρτιά, ούτε τον καφέ. Δεν τα πίστευε αυτά και δεν ήθελε η γυναίκα του να ασχολείται.
Μα η καψερή δεν το μπόρεσε τούτο κι αρχίσαν τα προβλήματα ώσπου χωρίσανε τα τσανάκια τους. Έφυγε κείνη απ’ το σπίτι της. Δικό της ήταν κι έμεινε κείνος αφέντης και στην περιουσία της.
Και το παρασάνταλο άφαντο. Κανείς δεν το είδε πουθενά.
Κάποιοι είπαν πως τάχτηκε σε μοναστήρι. Κάποιοι άλλοι πως τρελάθηκε και μπήκε σε ίδρυμα.
Μα ψέματα ήταν και τα δυο. Κομπόδεμα γερό είχε απ’ τα χαρτιά και τον καφέ το πήρε κι έφυγε σε άλλη πόλη πολύ μακριά απ’ το χωριό να κάνει εκεί τα μαγιολίκια της.
Έκανε πολλούς παράδες μα πάντα μόνη ήταν. Μεγάλωσε, γέρασε κι ήρθε στο χωριό ξανά. Είχε φύγει απ’ την ζωή ο δουλευταράς και γύρισε στο κονάκι της γριά πια.
Μόνο που τούτη τη φορά δεν απόπαιρνε τον κόσμο, δεν κυνηγούσε τα παιδιά και δεν έριχνε πια τα χαρτιά. Τον τόπο της ήθελε η καημένη. Τον τόπο της και το φτωχικό της. Να αφήσει την ψυχή της εκεί στη γωνιά με τις στάχτες που τις ανακάτευε τα βράδια μόνη της και μιλούσε με την μοναξιά της και της κουνούσε τον δείχτη του χεριού.
Ν’ αφήσει την ψυχή της στην κούρνια της. Όπου κι αν πήγε την φωλιά της ήθελε σαν πουλί κυνηγημένο ήταν η έρμη.
Τις στάχτες κουβάλαγε ο νους της κι αυτές ονειρευότανε και κείνο το σκαλί που το πότιζε με τα δάκρυά της σαν έβγαινε το φεγγάρι.
Κι έτσι την βρήκαν μια μέρα.
Είχε γείρει στην γωνιά που άναβε την φωτιά. Είχε γείρει κι άφησε την τελευταία ανάσα η ψυχούλα εκεί. Βρήκαν τις στάχτες υγρές απ’ τα στερνά της δάκρυα κι ένα φάκελο στο χέρι της. Σε κείνο το χέρι που κούναγε το δείχτη.
Μα τούτη την φορά δεν φοβέριζε.
Τούτη την φορά έδειχνε ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό που το άφηνε στα παιδιά του χωριού. Να σπουδάσουν λέει εκείνα που είχαν θέληση για γράμματα. Το κομπόδεμά της ήταν.
Να την θυμάται και κείνη κάποιος και να την συγχωρέσουν που τρόμαζε και κυνηγούσε τα παιδιά κάποτε..
Ετούτα έγραφε το γράμμα κι είχε υπογραφή το παρασάνταλο.
Σάμπως ξέρανε και τ όνομά της. Μ’ αυτό την φώναζαν.
Σάμπως το θυμόταν κι αυτή;
Ελευθερία Λάππα “Ομφαλός της γη