……..” Με ενθουσιάζει η ιδέα να μιλήσω για λέξεις, που ξαπλώνουν με ηδυπάθεια για να παντρευτούν τους ήχους, ειδικά τακτοποιημένους κι αποκλειστικά συνταιριασμένους γι’ αυτές.

Εδώ πρέπει ν’ αποκαλύψω πως όταν οι λέξεις έρχονται σ’ επαφή μ’ αυτό που λέμε Μουσική, πριν απ’ όλα λιποθυμούν, ξαπλώνουν, παραδίδονται και χάνουν κάθε από φυσικού τους ενέργεια, κίνηση, ζωή. Κι ύστερα αρχίζει η περιπέτεια της μελωδίας. Πρέπουσας ή απρεπούς. Κατάλληλης ή ακαταλλήλου.
Εγώ όμως θα σας μιλήσω για την πρέπουσα και κατάλληλη. Γι’ αυτήν που θα ταιριάξει άρρηκτα με τις λέξεις, έτσι που δύσκολα θα τις διαβάζει κανείς μετά, χωρίς ν’ αργοκυλά στον νου του το μελωδικό τους ντύσιμο. Μια και η λέξη όταν την πολιορκεί η Μουσική, λούζεται την παρθενική της χάρη και δίχως δική της ρυθμική αγωγή, μένει γυμνή έτσι καθώς ξαπλώνει στο κρεββάτι των «πέντε γραμμών», για να την κάνει δική του ο μουσικός.
Απορρίπτει τη σκόνη από την καθημερινή της χρήση και ξαναπαίρνει την αρχική της πρόθεση, τη δύναμη της καταγωγής της. Για να συζευχθεί η λέξη με τη Μουσική, οφείλει να περάσει μεσ’ απ’ την κάθαρση της ποιητικής θεραπείας. Να αποκτήσει ποιητική υπόσταση – που σημαίνει, να ξαναβρεί αυτή την προαναφερθείσα «παρθενική χάρη» και ν’ αποκαλυφθεί καινούργια, απρόοπτη, έτσι καθώς θα τοποθετηθεί πλάι σε άλλες καινούργιες κι απρόοπτες αναγεννημένες λέξεις. Γιατί – ο Ζίντ λέει – δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο στην ευτυχία απ’ την ανάμνησή της. Το ίδιο και με τη λέξη. Τίποτα πιο άχρηστο κι οδυνηρό για μια καινούργια της παρουσία απ’ την ανάμνηση των χρήσεών της. Η Ποίηση ξέρει να τη θεραπεύει. Εκείνη μόνο την αποκαλύπτει και τότε μόνο η Μουσική την δέχεται για σύντροφο παντοτινό. Η λέξη, είπαμε, πριν συζευχθεί τον ειδικώς τακτοποιηθέντα ήχο, γίνεται άμορφο σχήμα, σύνολο συλλαβών και φωνηέντων. Όμως σαν φράση-στίχος, σαν μια γραμμική σειρά λέξεων, διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό της και οφείλει να τον διατηρήσει και η Μουσική. Κάθε αυθαίρετο ρυθμικό πλησίασμα της Μουσικής, που δεν παίρνει υπ’ όψη της την εσωτερική ρυθμική αγωγή του στίχου, κινδυνεύει να καταλήξει σε μιαν αταίριαχτη και προδομένη συνουσία. Κι έτσι παρουσιάζεται αυτή η ιδιότυπη αντίθεση λέξης και στίχου, στη μουσική τους μεταμόρφωση. Ενώ η λέξη οφείλει να ξαναρυθμιστεί απ’ τα «εξ ων συνετέθη», η φράση-στίχος διατηρεί τον εσωτερικό ρυθμό της και τοποθετείται μες στη Μουσική, με μια αντίστοιχη ή σχετική ρυθμική μορφή.
Και με τη λέξη ξαναγεννημένη και τοποθετημένη σε μια ειδική αλλά πέρα για πέρα σχετική ηχητική σειρά, αρχίζει το τραγούδι”….