Ποίηση

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 24 Ιανουαρίου 2025

Προς την αγαπημένη του Μήτση (1939)

«Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς.

Στο γήπεδο της συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι, είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι.

Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα.
Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφηνε ημίγυμνο το στήθος σου. […]Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.”

Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη, που ξαναφέραμε μαζί. Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης – τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν αχνίζουν τα τζάμια. Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων. Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου. Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.»

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 12 Ιανουαρίου 2025

Τα Χαϊκού: είναι μικρά ποιήματα που πρωτοεμφανίστηκαν στην Ιαπωνία.

Περιγράφουν μια στιγμή του χρόνου, δημιουργούν μια εικόνα.Οι εποχές , τα χρώματα , η φύση κατέχουν σημαντική θέση.

Η εικόνα που δημιουργεί ένα Χαϊκού αποκαλύπτει πώς νιώθει ο δημιουργός του.

 

* Ο κλέφτης

μου τα άρπαξε όλα, εκτός

από το φεγγάρι στο παράθυρο μου”

 

“Δεν είναι χιόνι
λουλουδιών που στον κήπο
θύελλα μοιάζει

Είμαι εγώ που γερνώ
μέσα σ’ όμορφα ρούχα.”

 

“Μην αργείς άλλο
πήγε αργά η νύχτα
λαγοκοιμάμαι

Ώσπου έδυσε κι αυτό
κοίταγα το φεγγάρι.”

“Όλη τη νύχτα
κι αμέσως πριν χαράξει
μονήρεις σκέψεις

Κι η χαραμάδα ψυχρή
της κάμαρης και μαύρη.”

 

“Ένα μακρινό βουνό
δείχνει στο φως του ήλιου
σαν έρημο χωράφι.”

 

“(πλησιάζοντας στο χωριό μου)
Δεν ξέρω για τους ανθρώπους
αλλά όλα τα σκιάχτρα
είναι στραβά.”

 

“Πάπιες ανεβοκατεβαίνουν στο νερό
ελπίζουν κι απόψε
να σταθούν τυχερές;”

 

“Ήσυχα φορώ
της μιας μέρας
τ’ αχυρένια μου σανδάλια.”

 

“Απαλές συμβουλές –
τα φύλλα που πέφτουν
το ένα μετά το άλλο.”

 

“Δεν υπάρχουν σπίτια
για να ικετεύσεις –
τα σύννεφα καλύπτουν τα βουνά”

 

“Κοιμισμένος σ’ ένα απαλό
βαμβακερό στρώμα
ονειρεύομαι το χωριό μου”

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 12 Ιανουαρίου 2025

 

  • Τα Χαϊκού:
    • Είναι μικρά ποιήματα που πρωτοεμφανίστηκαν στην Ιαπωνία.
    • Περιγράφουν μια στιγμή του χρόνου, δημιουργούν μια εικόνα.
    • Οι εποχές , τα χρώματα , η φύση κατέχουν σημαντική θέση.
    • Η εικόνα που δημιουργεί ένα Χαϊκού αποκαλύπτει πώς νιώθει ο δημιουργός του.

Ο Σεφέρης είναι ένας από τους Έλληνες ποιητές που ασχολήθηκαν με τα Χαϊκού.

 

Α’

Στάξε στη λίμνημόνο μια στάλα κρασίκαι σβήνει ο ήλιος.

Β΄

Στον κάμπο ούτ’ ένατετράφυλλο τριφύλλι·ποιός φταίει απ’ τους τρεις;

Γ΄
Στον Κήπο του Μουσείου

Άδειες καρέκλεςτ’ αγάλματα γυρίσανστ’ άλλο μουσείο.

Δ΄

Να ’ναι η φωνήπεθαμένων φίλων μαςή φωνογράφος;

Ε΄

Τα δάχτυλά τηςστο θαλασσί μαντίλικοίτα: κοράλλια.

ΣΤ΄

Συλλογισμένοτο στήθος της βαρύμες στον καθρέφτη.

Ζ΄

Φόρεσα πάλιτη φυλλωσιά του δέντρουκι εσύ βελάζεις.

Η΄

Νύχτα, ο αγέραςο χωρισμός απλώνεικαι κυματίζει.

Θ΄
Νέα Μοίρα

Γυμνή γυναίκατο ρόδι που έσπασε ήτανγεμάτο αστέρια.

Ι΄

Τώρα σηκώνωμια νεκρή πεταλούδαχωρίς φτιασίδι.

ΙΑ΄

Πού να μαζεύειςτα χίλια κομματάκιατου κάθε ανθρώπου.

ΙΒ΄
Άγονος Γραμμή

Το δοιάκι τί έχει;Η βάρκα γράφει κύκλουςκι ούτε ένας γλάρος

ΙΓ΄
Άρρωστη Ερινύς

Δεν έχει μάτιατα φίδια που κρατούσετης τρων τα χέρια.

ΙΔ΄

Τούτη η κολόναέχει μια τρύπα, βλέπειςτην Περσεφόνη;

ΙΕ΄

Βουλιάζει ο κόσμοςκρατήσου, θα σ’ αφήσειμόνο στον ήλιο.

ΙΣΤ΄

Γράφεις·το μελάνι λιγόστεψεη θάλασσα πληθαίνει.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 30 Νοεμβρίου 2024

Όσο μπορείς, Νεότητα, απόφευγε την πείρα.

Είναι μια γριά ζηλότυπη, ανέραστη.
Μόνον ο χρόνος ο πολύς
την γλυκοκοιτάζει.

Εκ πείρας σας μιλώ.
Μην την εμπιστεύεστε.
Ειλικρινής δεν είναι. Σας φανερώνει μόνο
όσα έχασε και σας τρομοκρατεί.

Όμως, τα μεγάλα κέρδη που της έφεραν
τα ηδονικά της λάθη τ’ αποσιωπά.
Επιμελώς στη μνήμη της τα κρύβει
κι αναπολώντας τα ξανά ζει.

Εκ πείρας σας μιλώ.
Τις προσφορές της πείρας μη δεχτείτε.
Δόλιες είναι αποβλέπουν
στην κερδοφόρα ανταλλαγή:
ξερόχορτα σας δίνει και τον
ολάνθιστο αγρό σας αφαιρεί.

Κι όχι μόνο. Μες στην αναμπουμπούλα
που προκαλεί η κλέφτρα πάντα δοσοληψία

η πείρα κάθε τόσο αποσπά.
Όλο και μια φέτα χορταστική
απ’ την πανσέληνο σας

στην έκλειψη της ρίχνοντας τα βάρη.

Εκ πείρας σας μιλώ.
Σοφή δεν είναι η πείρα
απλώς έχασε τη δύναμη να σφάλλει.

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 30 Νοεμβρίου 2024

Βουβές οι νότες της ζωής,
μ’ ανακινούν τις λέξεις,
μνήμες να μας ξυπνήσουν,
για εποχές παλιές,
τότε, που ήχοι νιας πνοής,
καθέλκυαν τις σκέψεις,
ταξίδια να κινήσουν
γι’ άλλες ακρογιαλιές.
*
Σ’ ακρογιαλιές πλακόστρωτες,
χρόνων εφηβικών μας,
που σμίλεψαν , τα ένστικτα,
τα μάτια κι οι μιλιές
και παραμείναν άτρωτες,
κόντρα , των χωρισμών μας,
να καρτερούν , ανέφικτες
αγάπες κι αγκαλιές.
*
Μοιάζαμε , αρμενίζοντας,
στου Σύμπαντος τα πλάτη,
σαν φώτιζαν οι ίσκιοι μας,
στο φως, απ’ το φεγγάρι,
γίγαντες, που αγγίζοντας,
θα χτίζαμε παλάτι,
να βρούν ζωή οι μίσχοι μας,
στις ρίζες σου, Φανάρι.
*
Πελεκητά πλακόστρωτα,
κομμάτια της ψυχής μας,
θητεύσατε, αιωρούμενα
όνειρα εφηβικά
κι αν, χάσαμε τον έρωτα,
βαθιά στη θύμησή μας,
μείναν νιάτα, πλεούμενα,,
χάρτινα… παιδικά.

Από την Παρασκευή Μπαρδάνη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 16 Νοεμβρίου 2024

“Όταν γεράσεις κι ασπρίσεις και στον ύπνο βυθιστείς
Καθισμένη δίπλα στη φωτιά, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι
Να το διαβάζεις αργά, ν’ αφήνεσαι στων ματιών τις θύμησες
Στο βλέμμα τους, στις χαρακιές σκιές τους

Τόσοι πολλοί αγαπήσανε τις ροδαλές στιγμές σου
Την ομορφιά σου αγάπησαν στ’ αλήθεια ή σαν ψέμα
Ένας, όμως, αγάπησε τη συντροφιά ψυχή σου
Τις παλλόμενες πτυχώσεις θλίψης στην όψη τη δική σου

Κι έτσι σκυμμένη στη σιδηρά εστία την πυρωμένη
Να ψιθυρίζεις, δίχως χαρά, πώς πέταξε η Αγάπη
Και δρασκελώντας τα βουνά, ένα έγινε με δαύτα
Το πρόσωπό του κρύβοντας ανάμεσα στα άστρα

William  Yeats – When You Are Old

WHEN you are old and gray and full of sleep,
And nodding by the fire, take down this book,
And slowly read, and dream of the soft look
Your eyes had once, and of their shadows deep;

How many loved your moments of glad grace,
And loved your beauty with love false or true,
But one man loved the pilgrim soul in you,
And loved the sorrows of your changing face;

And bending down beside the glowing bars,
Murmur, a little sadly, how Love fled
And paced upon the mountains overhead
And hid his face among a crowd of stars.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 7 Νοεμβρίου 2024

ΜΠΟΛΙΒΑΡ απόσπασμα

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
για τους γενναίους, τους δυνατούς
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
τα γενναία, τα δυνατά
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
[…]
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: π ρ ο ς τ’ ά σ τ ρ α.

Το καράβι του δάσους

Ξέρω ότι
αν είχα
μια φορεσιά
ένα φράκο
χρώματος πράσινο ανοιχτό
με μεγάλα κόκκινα σκοτεινά λουλούδια
Αν στη θέση της
αόρατης
αιολικής άρπας που μου χρησιμεύει
για κεφάλι
είχα μια τετράγωνη πλάκα
πράσινο σαπούνι

Έτσι που ν’ ακουμπά
απαλά
η μια της άκρη
ανάμεσα στους δυο μου ώμους

Αν ήτανε δυνατό
ν’ αντικαταστήσω
τα ιερά σάβανα
της φωνής μου
με την αγάπη
που έχει
μια μεταφυσική μουσική κόρη
για τις μαύρες ομπρέλες της βροχής

Ίσως τότες
μόνο τότες
θα μπορούσα να πω
τα φευγαλέα οράματα
της χαράς
που είδα κάποτες
σαν ήμουνα παιδί
κοιτάζοντας ευλαβικά
μέσα στα στρογγυλά
μάτια
των πουλιών

Το λίκνον ο λύχνος

Πάντοτε αγαπούσα
-με πάθος-
κάθε εκδήλωση της ζωής
όμως δεν μ’ ένοιαζε
ο θάνατος

Τώρα που μ’ άφησες να ξαποσταίνω
πλάι στο λαμπρό φως
των ωραίων ματιών σου
τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή
και δε θα `θελα
να πεθάνω πια
ποτέ

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 2 Νοεμβρίου 2024

 

Δεν έχεις τι να χάσεις

Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.

Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
– ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.

Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις

Προφυλάξεις

Όταν βρέχει δεν παίρνω ομπρέλα.
To θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι από το ξεκάθαρο.
Όταν δε βρέχει, όσο και αν ευτυχεί ο ουρανός όσο κι αν τον πιστεύω
ανοίγω την ομπρέλα μου δεν είναι ξεκάθαρη καιρική συνθήκη η ευτυχία.

Διάλογος ανάμεσα σε μένα και σε μένα

Σοῦ εἶπα:
– Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
– Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.

Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.

Γεγονότα

Μόνη, ἐντελῶς μόνη,
περπατῶ στὸ δρόμο
καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό…

Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
καὶ τὴν τύφλωσε.

Τοῦ ἀτυχήματος τούτου
ἐπωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
τὸ σύμπαν πυροβόλησε
καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο…

Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη.

Γράμμα

Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή.

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 2 Νοεμβρίου 2024

“Δεν μου ήταν ποτέ δυνατό να συνεννοηθώ με άνθρωπο..

Ούτε μπορούσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι ήταν τόσο διαφορετικοί από εμένα.

Αυτό βέβαια ήταν πολύ αφελές από τη μεριά μου, αλλά και πολύ χρήσιμο.

Γιατί με είχε σε μια μόνιμη ταραχή, σε μια διαρκή διαμαρτυρία και σ’ ένα πολύ γόνιμο παράπονο…

Από την άλλη, είχα μια ευγένεια η οποία με κατέστρεψε απολύτως!

Εμπόδισε δηλαδή τη ζωή μου να πάρει το δρόμο της.

Υπέμεινα πράγματα τα οποία δεν έπρεπε να υπομείνω, με το αιτιολογικό μιας ευγένειας ότι θα πίκραινα, ότι θα πείραζα, ότι θ’ αναστάτωνα των άλλων τη ζωή”

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 24 Οκτωβρίου 2024

Πατάμε ίδιο χώμα, ίδια γη
και ο αέρας, την ανάσα σου, που φέρνει
δροσίζει της καρδιάς,την πιο βαθιά πληγή
και ότι την πονά, το παρασέρνει.!
*
Του φεγγαριού το χρώμα, το χλωμό
κι ένα ζευγάρι μάτια, βουρκωμένα
παρέα καρτερούνε, ένα γυρισμό
δίπλα στου πλάτανου τα φύλλα,τα πεσμένα.
*
Ανάμεσα στο πάντα και στο τίποτα
ένα αποκούμπι βρίσκει η ψυχή μου,
να ψιθυρίσει αισθήματα ανείπωτα,
που εχθρούς τα έχει κάνει, η λογική μου.!
*
Ευτυχισμένα χρόνια παιδικά,
της αθωότητας ,
σ’ενός βιολιού τους ήχους στροβιλίζουν
και μεις, λαθρεπιβάτες του ονείρου
και της ματαιότητας,
νιώθουμε την αρμύρα των ματιών μας,
που δακρύζουν.!
*
Και αλητεύει μέσ’ στην Πλάτσα
ο καημός με τη ρακή
και ζωντανεύει πάλι
τ’ όνειρό μας,
κι η πεθυμιά, να ανταμώνουμε,
για πάντα ΕΚΕΙ,
που, μοναχοί μας νοιώθουμε,
στον κόσμο τον δικό μας.!!!

Από την Παρασκευή Μπαρδάνη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 19 Οκτωβρίου 2024

“Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα και ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει.”

Γιάννης Ρίτσος

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 4 Οκτωβρίου 2024

«Λέγεται πως πριν μπει ένα ποτάμι στη θάλασσα
τρέμει από φόβο.
Κοιτάζει πίσω το μονοπάτι όπου πορεύτηκε,
από τις κορυφές των βουνών,
τον μακρύ ελικοειδή δρόμο που διασχίζει δάση και ποτάμια.

Και μπροστά του, βλέπει έναν ωκεανό τόσο απέραντο,
που για να μπει δεν φαίνεται εκεί τίποτα παραπάνω
από το να εξαφανιστεί για πάντα.
Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Το ποτάμι δεν μπορεί να πάει πίσω.
Κανείς δεν μπορεί να πάει πίσω.
Είναι αδύνατο στη ζωή να πας πίσω.

Το ποτάμι χρειάζεται να πάρει το ρίσκο να μπει στον ωκεανό
γιατί μόνο τότε ο φόβος θα εξαφανιστεί,
γιατί έτσι εκεί θα ξέρει
ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί στον ωκεανό,
αλλά να γίνει ο ωκεανός.»

Khalil Gibran

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 28 Σεπτεμβρίου 2024

Ευτυχία; Τι είναι αυτό; Στιγμές; Μια ζωή;

Νομίζω ευτυχία είναι μονάχα και το γεγονός πως μου δίνεται η ευκαιρία να συλλογιστώ το νόημα αυτής της λέξης.

“Η λέξη ευτυχία είναι σύνθετη από τις λέξεις ευ και τύχη, δηλαδή σημαίνει καλή τύχη, η οποία οδηγεί στην ευδαιμονία και στη μακαριότητα”.

Ευτυχία είναι να κάθεσαι στη φωτιά με τους παππούδες σου και να ακούς παλιές ιστορίες.

Ευτυχία είναι ένα χαμόγελο.

Ευτυχία είναι μια αγκαλιά.

Ευτυχία είναι ένα απλό χάδι στα μαλλιά.

Ευτυχία είναι το βλέμμα σου, όταν με κοιτάς με τόσο καθαρά μάτια..

Ευτυχία είναι το μοίρασμα.

Ευτυχία είναι να μπορείς να δεις τα αστέρια, άλλοι δεν έχουν το δικαίωμα να σηκώσουν τα μάτια τους στον έναστρο ουρανό.

Ευτυχία είναι να ακούω τον ήχο της φωνής σου, απλά να μου λέει ένα καλημέρα..

Ευτυχία είναι το χασμουρητό ενός μωρού.

Ευτυχία είναι να είναι ελεύθερη η σκέψη να κεντήσει.

Ευτυχία είναι να απολαμβάνεις το γαλανό της θάλασσας.

Ευτυχία είναι να αφήνεσαι.

Ευτυχία είναι να μπορείς να μυρίσεις ένα λουλούδι, ακόμη και αν το έκοψες από το διπλανό σπίτι επειδή εσύ δεν φύτεψες τίποτα στον κήπο σου.

Ευτυχία είναι να μπορείς να ονειρεύεσαι.

Ευτυχία είναι να μπορείς να αγαπάς με όλο σου το είναι.

Τελικά περιλαμβάνει τόσα πολλά η λέξη ευτυχία, μπορώ να γράφω για ώρες.

Σου εύχομαι να την έχεις, και να ξέρεις πραγματικά να την εκτιμάς

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 21 Σεπτεμβρίου 2024

Υπάρχει ακόμη η φωτογραφία μου στο τραπέζι σου;

Ξαναδιαβάζεις πότε πότε τα γράμματά μου;

Το μικρό χωριάτικο σπίτι με την κυρτή ξύλινη στέγη είναι πάντοτε γραφικό όπως τότε;

Χτυπάει ακόμη το κουδούνι του σπιτιού τόσο τσιριχτά και σταματάει μετά πάντοτε τρομαγμένο;…

Γαυγίζει πάντοτε ο Ντάκελ Γιούλιους τόσο βραχνά;

Τ’ απογεύματα είναι όπως τότε τόσο σιωπηλά;

Εξακολουθείς να μην έχεις τηλέφωνο;

Έχεις πάντοτε στο μπαλκόνι εκείνη την αιώρα;

Ακούς ακόμη δίσκους με Σούμπερτ στο παλιό γραμμόφωνο;

Υπάρχουν πάντοτε κύβοι ζάχαρης για το τσάϊ;

Η Ιωάννα λέει πάντοτε «Απαγορεύεται να πατάτε στο γρασίδι του κήπου»;

Η θαλάσσια αύρα φυσά το πρωί πάντοτε τόσο δροσερή;

Χαμογελά την νύχτα η Σελήνη τόσο αμήχανη;

Ψάχνεις ποτέ να με βρεις στον δρόμο; …

Είναι ακόμη η φωτογραφία μου στο τραπέζι σου; Είναι ακόμη η φωτογραφία μου…;

Μα αφού εγώ η ίδια την έσκισα! Και μην πιστέψεις ότι μου λείπει η δικιά σου.

Απλά είναι φορές που θέλει κάποιος να μάθει ένα σωρό πράγματα, όταν είναι μόνος, ολομόναχος…

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 21 Σεπτεμβρίου 2024

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία

Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα

Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία

Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου

Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει

Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δεν με ορίζει

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι

Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα

Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει

Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ’ είδες

Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα

Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω

ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα