Διαβάσαμε

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 1 Φεβρουαρίου 2025

Μόνη, ἐντελῶς μόνη,
περπατῶ στὸ δρόμο
καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό…

Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
καὶ τὴν τύφλωσε.

Τοῦ ἀτυχήματος τούτου
ἐπωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
τὸ σύμπαν πυροβόλησε
καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο…

Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 24 Ιανουαρίου 2025

Προς την αγαπημένη του Μήτση (1939)

«Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς.

Στο γήπεδο της συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι, είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι.

Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα.
Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφηνε ημίγυμνο το στήθος σου. […]Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.”

Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη, που ξαναφέραμε μαζί. Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης – τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν αχνίζουν τα τζάμια. Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων. Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου. Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.»

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 12 Ιανουαρίου 2025

Τα Χαϊκού: είναι μικρά ποιήματα που πρωτοεμφανίστηκαν στην Ιαπωνία.

Περιγράφουν μια στιγμή του χρόνου, δημιουργούν μια εικόνα.Οι εποχές , τα χρώματα , η φύση κατέχουν σημαντική θέση.

Η εικόνα που δημιουργεί ένα Χαϊκού αποκαλύπτει πώς νιώθει ο δημιουργός του.

 

* Ο κλέφτης

μου τα άρπαξε όλα, εκτός

από το φεγγάρι στο παράθυρο μου”

 

“Δεν είναι χιόνι
λουλουδιών που στον κήπο
θύελλα μοιάζει

Είμαι εγώ που γερνώ
μέσα σ’ όμορφα ρούχα.”

 

“Μην αργείς άλλο
πήγε αργά η νύχτα
λαγοκοιμάμαι

Ώσπου έδυσε κι αυτό
κοίταγα το φεγγάρι.”

“Όλη τη νύχτα
κι αμέσως πριν χαράξει
μονήρεις σκέψεις

Κι η χαραμάδα ψυχρή
της κάμαρης και μαύρη.”

 

“Ένα μακρινό βουνό
δείχνει στο φως του ήλιου
σαν έρημο χωράφι.”

 

“(πλησιάζοντας στο χωριό μου)
Δεν ξέρω για τους ανθρώπους
αλλά όλα τα σκιάχτρα
είναι στραβά.”

 

“Πάπιες ανεβοκατεβαίνουν στο νερό
ελπίζουν κι απόψε
να σταθούν τυχερές;”

 

“Ήσυχα φορώ
της μιας μέρας
τ’ αχυρένια μου σανδάλια.”

 

“Απαλές συμβουλές –
τα φύλλα που πέφτουν
το ένα μετά το άλλο.”

 

“Δεν υπάρχουν σπίτια
για να ικετεύσεις –
τα σύννεφα καλύπτουν τα βουνά”

 

“Κοιμισμένος σ’ ένα απαλό
βαμβακερό στρώμα
ονειρεύομαι το χωριό μου”

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 12 Ιανουαρίου 2025

 

  • Τα Χαϊκού:
    • Είναι μικρά ποιήματα που πρωτοεμφανίστηκαν στην Ιαπωνία.
    • Περιγράφουν μια στιγμή του χρόνου, δημιουργούν μια εικόνα.
    • Οι εποχές , τα χρώματα , η φύση κατέχουν σημαντική θέση.
    • Η εικόνα που δημιουργεί ένα Χαϊκού αποκαλύπτει πώς νιώθει ο δημιουργός του.

Ο Σεφέρης είναι ένας από τους Έλληνες ποιητές που ασχολήθηκαν με τα Χαϊκού.

 

Α’

Στάξε στη λίμνημόνο μια στάλα κρασίκαι σβήνει ο ήλιος.

Β΄

Στον κάμπο ούτ’ ένατετράφυλλο τριφύλλι·ποιός φταίει απ’ τους τρεις;

Γ΄
Στον Κήπο του Μουσείου

Άδειες καρέκλεςτ’ αγάλματα γυρίσανστ’ άλλο μουσείο.

Δ΄

Να ’ναι η φωνήπεθαμένων φίλων μαςή φωνογράφος;

Ε΄

Τα δάχτυλά τηςστο θαλασσί μαντίλικοίτα: κοράλλια.

ΣΤ΄

Συλλογισμένοτο στήθος της βαρύμες στον καθρέφτη.

Ζ΄

Φόρεσα πάλιτη φυλλωσιά του δέντρουκι εσύ βελάζεις.

Η΄

Νύχτα, ο αγέραςο χωρισμός απλώνεικαι κυματίζει.

Θ΄
Νέα Μοίρα

Γυμνή γυναίκατο ρόδι που έσπασε ήτανγεμάτο αστέρια.

Ι΄

Τώρα σηκώνωμια νεκρή πεταλούδαχωρίς φτιασίδι.

ΙΑ΄

Πού να μαζεύειςτα χίλια κομματάκιατου κάθε ανθρώπου.

ΙΒ΄
Άγονος Γραμμή

Το δοιάκι τί έχει;Η βάρκα γράφει κύκλουςκι ούτε ένας γλάρος

ΙΓ΄
Άρρωστη Ερινύς

Δεν έχει μάτιατα φίδια που κρατούσετης τρων τα χέρια.

ΙΔ΄

Τούτη η κολόναέχει μια τρύπα, βλέπειςτην Περσεφόνη;

ΙΕ΄

Βουλιάζει ο κόσμοςκρατήσου, θα σ’ αφήσειμόνο στον ήλιο.

ΙΣΤ΄

Γράφεις·το μελάνι λιγόστεψεη θάλασσα πληθαίνει.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 11 Ιανουαρίου 2025
Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 11 Ιανουαρίου 2025
Τα Πετράλωνα είχαν κυριολεκτική σημασία, αφού πήραν το όνομα τους από αλάνες που γέμισαν με πέτρες, όταν γινόταν εξομάλυνση του δύσβατου εδάφους. Τα κομμάτια της πέτρας πετάχτηκαν και έτσι οι δημιουργήθηκαν πέτρινα αλώνια, τα οποία έδωσαν το όνομά τους στην περιοχή.

Τα Πατήσια βαφτίστηκαν έτσι από την έκφραση «παπά πάτα ίσια», που συνήθιζαν να λένε τα παιδιά της περιοχής σε έναν Τούρκο Αγά, που ήταν συνέχεια μεθυσμένος. Τα παιδιά τον έβλεπαν να παραπατάει από το ποτό και του φώναζαν «παπά πάτα ίσια», με αποτέλεσμα να ονομαστεί η περιοχή Πατήσια.

Το Θησείο πήρε το όνομα του από ένα λάθος. Στην περιοχή και συγκεκριμένα στο λόφο της αρχαίας αγοράς βρίσκεται ο ναός του Ηφαίστου, ο οποίος έχει ανάγλυφες παραστάσεις στις μετώπες του. Η αρχική ερμηνεία ήταν πως στις μετώπες αναπαρίσταντο άθλοι του Θησέα και έτσι η περιοχή συσχετίστηκε με τον μυθικό ήρωα και πήρε το όνομά του. Αργότερα, οι έρευνες των αρχαιολόγων απέδειξαν πως η ερμηνεία ήταν λάθος, αλλά το όνομα διατηρήθηκε.

Το Χαλάνδρι ήταν μια εύφορη περιοχή με μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Γι’ αυτό παλιότερα η ευρύτερη περιοχή ονομαζόταν «Δήμος Φλύας» από το ρήμα φλεί, που σημαίνει ευδοκιμώ. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων πέρασε στα χέρια ενός τσιφλικά που λεγόταν Χαλάς. Έτσι η περιοχή ονομάστηκε Χαλάνδρι.

ΕξάρχειαΗ περιοχή πήρε το όνομά της από τον παντοπώλη από την Ήπειρο, Έξαρχο, ο οποίος στα τέλη του 19ου αιώνα διατηρούσε μεγάλο κατάστημα στη διασταύρωση των οδών Θεμιστοκλέους και Σολωμού.

Κουκάκι: Η ονομασία του προέρχεται από τον εργοστασιάρχη Γεώργιο Κουκάκη. Ο Κουκάκης στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ένας από τους πρώτους κατοίκους της περιοχής ο οποίος δραστηριοποιήθηκε και επαγγελματικά στην περιοχή διατηρώντας βιοτεχνία σιδερένιων κρεβατιών.

Μεταξουργείο: Από το 1835 υπήρχε στην περιοχή ένα εργοστάσιο κατασκευής μεταξωτών υφασμάτων που έδρευε στην ημιτελή κατοικία του Πρίγκιπα Κατακουζηνού, οικία που διατηρείται ακόμα και σήμερα στις οδούς Μεγάλου Αλεξάνδρου, Μυλλέρου και Γιατράκου.

Σεπόλια: Στην αρχαιότητα ήταν γνωστά ως “Μύλοι των Αθηνών” γιατί εκεί οι Αθηναίοι άλεθαν το σιτάρι. Το τωρινό όνομά της περιοχής προέρχεται από τη λέξη “εξωπόλια” χαρακτηρισμός που δινόταν σε πόλεις που βρίσκονταν εκτός σχεδίου πόλεως και δεν είχαν ασφαλτόστρωση.

ΠλάκαΗ επικρατέστερη ερμηνεία για το όνομα “Πλάκα” είναι αυτή που τη συνδέει με την αρβανίτικη λέξη “πλάκα= πλάκου, παλιό, αρχαίο”. Κατά τον 16ο αιώνα Αρβανίτες κατοίκησαν την περιοχή που είχε εγκαταλειφθεί και ερημωθεί και ονόμασαν την περιοχή Πλακ΄Αθήνα. Φεύγοντας από την περιοχή οι νέοι κάτοικοι κράτησαν την επωνυμία Πλάκα.

Κολωνάκι:Η αριστοκρατική περιοχή πήρε το όνομά της από ένα “κολωνάκι” ύψους περίπου δυόμιση μέτρων που είχε τοποθετηθεί στην πλατεία κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, για προληπτικούς λόγους.

Μετς:Στην επωνυμία της μπυραρίας “Μετς”, που άνοιξε ο γιος του ιδρυτή της ζυθοποιίας Φιξ, οφείλει η περιοχή το όνομά της. Παλαιότερα η περιοχή ονομαζόταν και “παντρεμενάδικα”.

Ψυχικό: Λέγεται ότι πήρε το όνομά του επειδή εκεί άφησε την τελευταία του πνοή ο μαραθωνομάχος Φειδιππίδης που ήρθε τρέχοντας να αναγγείλει τη νίκη των Αθηναίων έναντι των Περσών. Μία δεύτερη εκδοχή θέλει την Οσία Φιλοθέη που είχε εκτάσεις γης στην περιοχή, να ανοίγει πηγάδι για να ξεδιψούν οι περαστικοί και οι αγρότες. Πράξη που χαρακτηρίστηκε ως ψυχικό εκ μέρους της και για τον λόγο αυτό την τίμησαν δίνοντας στην περιοχή αυτήν την ονομασία.

Ψυρή: Οφείλει το όνομά της σε ένα νησιώτη από τα Ψαρά ο οποίος έφτασε στην περιοχή και έκτισε και μία εκκλησία που σήμερα δεν υπάρχει πια. Αυτός μετονομάστηκε σε Ψυρής που σημαίνει Ψαριανός και μετέπειτα πήρε και η περιοχή Ψυρή το όνομά της. Ψυρή όμως με ένα ρ και όχι με δύο όπως έχουμε συνηθίσει.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 30 Νοεμβρίου 2024

Όσο μπορείς, Νεότητα, απόφευγε την πείρα.

Είναι μια γριά ζηλότυπη, ανέραστη.
Μόνον ο χρόνος ο πολύς
την γλυκοκοιτάζει.

Εκ πείρας σας μιλώ.
Μην την εμπιστεύεστε.
Ειλικρινής δεν είναι. Σας φανερώνει μόνο
όσα έχασε και σας τρομοκρατεί.

Όμως, τα μεγάλα κέρδη που της έφεραν
τα ηδονικά της λάθη τ’ αποσιωπά.
Επιμελώς στη μνήμη της τα κρύβει
κι αναπολώντας τα ξανά ζει.

Εκ πείρας σας μιλώ.
Τις προσφορές της πείρας μη δεχτείτε.
Δόλιες είναι αποβλέπουν
στην κερδοφόρα ανταλλαγή:
ξερόχορτα σας δίνει και τον
ολάνθιστο αγρό σας αφαιρεί.

Κι όχι μόνο. Μες στην αναμπουμπούλα
που προκαλεί η κλέφτρα πάντα δοσοληψία

η πείρα κάθε τόσο αποσπά.
Όλο και μια φέτα χορταστική
απ’ την πανσέληνο σας

στην έκλειψη της ρίχνοντας τα βάρη.

Εκ πείρας σας μιλώ.
Σοφή δεν είναι η πείρα
απλώς έχασε τη δύναμη να σφάλλει.

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 30 Νοεμβρίου 2024

Βουβές οι νότες της ζωής,
μ’ ανακινούν τις λέξεις,
μνήμες να μας ξυπνήσουν,
για εποχές παλιές,
τότε, που ήχοι νιας πνοής,
καθέλκυαν τις σκέψεις,
ταξίδια να κινήσουν
γι’ άλλες ακρογιαλιές.
*
Σ’ ακρογιαλιές πλακόστρωτες,
χρόνων εφηβικών μας,
που σμίλεψαν , τα ένστικτα,
τα μάτια κι οι μιλιές
και παραμείναν άτρωτες,
κόντρα , των χωρισμών μας,
να καρτερούν , ανέφικτες
αγάπες κι αγκαλιές.
*
Μοιάζαμε , αρμενίζοντας,
στου Σύμπαντος τα πλάτη,
σαν φώτιζαν οι ίσκιοι μας,
στο φως, απ’ το φεγγάρι,
γίγαντες, που αγγίζοντας,
θα χτίζαμε παλάτι,
να βρούν ζωή οι μίσχοι μας,
στις ρίζες σου, Φανάρι.
*
Πελεκητά πλακόστρωτα,
κομμάτια της ψυχής μας,
θητεύσατε, αιωρούμενα
όνειρα εφηβικά
κι αν, χάσαμε τον έρωτα,
βαθιά στη θύμησή μας,
μείναν νιάτα, πλεούμενα,,
χάρτινα… παιδικά.

Από την Παρασκευή Μπαρδάνη

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 29 Νοεμβρίου 2024

Απόσπασμα

Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή,
του αρέσει να παίζει μα η καρδιά αγριεύει,
δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει
και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος:
Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο,
καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα.
Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται
όλες οι δυνάμεις του Σύμπαντου.
Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν,
ν΄ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω.
Αλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.

Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω
και να βαστάξω το φοβερό
καθημερινό θέαμα της αρρώστιας,
της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.
Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα·
οδεύω σ΄ ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα.
Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό
βάραθρο· μια άλλη δύναμη με συντραβάει
ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.

Και μάχουμαι
πως να γνέψω στους συντρόφους,
προτού πεθάνω.
Να τους δώσω το χέρι μου,
να προφτάσω να συλλαβίσω
και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο.
Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι
τούτη η πορεία·
και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε.
Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί
το περπάτημα και την καρδιά μας.
Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό
να προφτάσω να πω στους συντρόφους!

Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή,
δεν είναι ο άνθρωπος. έζησε χωρίς αυτά,
θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες
της βίαιης περιστροφής της.

Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά,
ας σμίξουμε τις καρδιές μας,
ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει
ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης,
όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί,
πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν,
ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο
και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε
ένα νόημα ανθρώπινο
στον υπερανθρώπινον αγώνα!

Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε
κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει.
Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης,
να μας πλερώσει το μεροκάματο μας.
Δεν ξενοδουλεύουμε· εμείς είμαστε οι αφέντες·
το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας,
σάρκα μας κι αίμα μας.
Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε,
πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί,
τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι Ιδέες
ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.
Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε
ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα;
Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα;
Όλα είναι ένα.
Σκάβω και χαίρουμαι
όλον τον κύκλο του σταφυλιού,
τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου,
μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί.
Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο
του παππού και του προπάππου.
Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός
στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο.
Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα,
ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα.

Ν΄ αγαπάς την ευθύνη.
Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου
έχω χρέος να σώσω τη γης.
Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου,
και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι
των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.

«Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!»
φωνάζουν μέσα σου οι νεκροι.
«Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες
που πεθυμήσαμε· πρόφτασε εσύ,
κοιμήσου μαζί τους!

Δεν προφτάσαμε
να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας·
κάμε τις έργα εσύ!
Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε
και να στερεώσουμε το πρόσωπο
της ελπίδας μας· στερέωσε το εσύ!

«Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας!
Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου
και φωνάζουμε: Όχι, δε φύγαμε,
δεν ξεκορμίσαμε από σένα,
δεν κατεβήκαμε στη γης.
Μέσα από τα σωθικά σου
ξακλουθουμε τον αγώνα.
Λύτρωσε μας!»
Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου·
ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί,
από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει:
«Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ,
κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»
«Αφεντικό, έχεις τα πάντα αλλά παρ’όλα αυτά
χάνεις τη ζωή γιατί σου λείπει λίγη τρέλα.
Εάν αποκτήσεις λίγη τρέλα
θα καταλάβεις τι σημαίνει ζωή.»

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 16 Νοεμβρίου 2024

“Όταν γεράσεις κι ασπρίσεις και στον ύπνο βυθιστείς
Καθισμένη δίπλα στη φωτιά, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι
Να το διαβάζεις αργά, ν’ αφήνεσαι στων ματιών τις θύμησες
Στο βλέμμα τους, στις χαρακιές σκιές τους

Τόσοι πολλοί αγαπήσανε τις ροδαλές στιγμές σου
Την ομορφιά σου αγάπησαν στ’ αλήθεια ή σαν ψέμα
Ένας, όμως, αγάπησε τη συντροφιά ψυχή σου
Τις παλλόμενες πτυχώσεις θλίψης στην όψη τη δική σου

Κι έτσι σκυμμένη στη σιδηρά εστία την πυρωμένη
Να ψιθυρίζεις, δίχως χαρά, πώς πέταξε η Αγάπη
Και δρασκελώντας τα βουνά, ένα έγινε με δαύτα
Το πρόσωπό του κρύβοντας ανάμεσα στα άστρα

William  Yeats – When You Are Old

WHEN you are old and gray and full of sleep,
And nodding by the fire, take down this book,
And slowly read, and dream of the soft look
Your eyes had once, and of their shadows deep;

How many loved your moments of glad grace,
And loved your beauty with love false or true,
But one man loved the pilgrim soul in you,
And loved the sorrows of your changing face;

And bending down beside the glowing bars,
Murmur, a little sadly, how Love fled
And paced upon the mountains overhead
And hid his face among a crowd of stars.

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 7 Νοεμβρίου 2024

ΜΠΟΛΙΒΑΡ απόσπασμα

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
για τους γενναίους, τους δυνατούς
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
τα γενναία, τα δυνατά
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
[…]
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: π ρ ο ς τ’ ά σ τ ρ α.

Το καράβι του δάσους

Ξέρω ότι
αν είχα
μια φορεσιά
ένα φράκο
χρώματος πράσινο ανοιχτό
με μεγάλα κόκκινα σκοτεινά λουλούδια
Αν στη θέση της
αόρατης
αιολικής άρπας που μου χρησιμεύει
για κεφάλι
είχα μια τετράγωνη πλάκα
πράσινο σαπούνι

Έτσι που ν’ ακουμπά
απαλά
η μια της άκρη
ανάμεσα στους δυο μου ώμους

Αν ήτανε δυνατό
ν’ αντικαταστήσω
τα ιερά σάβανα
της φωνής μου
με την αγάπη
που έχει
μια μεταφυσική μουσική κόρη
για τις μαύρες ομπρέλες της βροχής

Ίσως τότες
μόνο τότες
θα μπορούσα να πω
τα φευγαλέα οράματα
της χαράς
που είδα κάποτες
σαν ήμουνα παιδί
κοιτάζοντας ευλαβικά
μέσα στα στρογγυλά
μάτια
των πουλιών

Το λίκνον ο λύχνος

Πάντοτε αγαπούσα
-με πάθος-
κάθε εκδήλωση της ζωής
όμως δεν μ’ ένοιαζε
ο θάνατος

Τώρα που μ’ άφησες να ξαποσταίνω
πλάι στο λαμπρό φως
των ωραίων ματιών σου
τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή
και δε θα `θελα
να πεθάνω πια
ποτέ

Όλοι θέλουν να καταλάβουν τη ζωγραφική. Γιατί δεν προσπαθούν να καταλάβουν το κελάηδημα των πουλιών; Τους αρέσει η νύχτα, ένα λουλούδι, τόσα πράγματα γύρω τους, χωρίς να τα καταλαβαίνουν. Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβουν τη ζωγραφική; Όλα στη ζωή είναι ένα θαύμα. Είναι θαυμαστό ακόμα και ότι δεν διαλύεται κανείς στο λουτρό σαν κομματάκι ζάχαρης. Δεν «εγκρίνω» ποτέ τίποτα κατά τον ίδιο τρόπο που δεν συμπαθώ ποτέ τίποτα. Αγαπώ ή μισώ. Όταν αγαπώ μια γυναίκα, η κατάστασή μου αυτή τινάζει στον αέρα τα πάντα, ακόμη και την ίδια μου τη ζωγραφική. Κάθε παιδί είναι καλλιτέχνης. Το θέμα είναι πώς θα παραμείνει καλλιτέχνης μεγαλώνοντας. Μου πήρε τέσσερα χρόνια να μάθω να ζωγραφίζω σαν τον Ραφαήλ και μια ολόκληρη ζωή να μάθω να ζωγραφίζω σαν παιδί. Οι κακοί καλλιτέχνες αντιγράφουν. Οι καλοί καλλιτέχνες κλέβουν. Δεν υπάρχει αφηρημένη τέχνη. Πρέπει πάντα να αρχίζεις ζωγραφίζοντας κάτι συγκεκριμένο. Μετά μπορείς να αφαιρέσεις κάθε ίχνος ρεαλισμού. Πάντα κάνω αυτό που δεν μπορώ να κάνω, με σκοπό να διαπιστώσω αν μπορώ να το κάνω. Κάθε θετική αξία έχει την τιμή της σε αρνητικούς όρους. Η ιδιοφυΐα του Αϊνστάιν οδηγεί στη Χιροσίμα. Οι στόχοι μας μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσα από ένα σχέδιο, στο οποίο πρέπει να πιστέψουμε θερμά και πάνω στο οποίο πρέπει να δράσουμε ενεργά. Δεν υπάρχει άλλη διαδρομή προς την επιτυχία. Ποτέ μην επιτρέπετε μια διχοτόμηση να κυβερνά τη ζωή σας, μια διχοτόμηση στην οποία μισείτε ό, τι κάνετε, ώστε να μπορείτε να απολαύσετε τον ελεύθερο χρόνο σας. Ψάξτε για μια κατάσταση στην οποία η δουλειά σας θα σας δώσει τόσο μεγάλη ευτυχία όσο ο ελεύθερος χρόνος σας. Μάθε τους κανόνες σαν επαγγελματίας ώστε να μπορείς να τους παραβαίνεις σαν ερασιτέχνης. Αν είχαμε κουλτούρα, δεν θα είχαμε τόσο έντονη την αίσθηση ότι μας λείπει (ή απλώς θα τη θεωρούσαμε δεδομένη). Αντί γι’ αυτό, βαυκαλιζόμαστε με την ιδέα της κουλτούρας, αλλά αν γνωρίζαμε την αληθινή αξία αυτής της λέξης, θα διαθέταμε και αρκετή κουλτούρα ώστε να μην της δίνουμε και τόσο πολλή σημασία. Ο καλλιτέχνης είναι αποδέκτης συναισθημάτων που προέρχονται από οπουδήποτε: από τον ουρανό, τη γη, από ένα κομμάτι χαρτί, από μια μορφή, από έναν ιστό αράχνης. Μερικές φορές είμαστε πιο ελεύθεροι από ποτέ, τη στιγμή ακριβώς που νιώθουμε πιο ανελεύθεροι από ποτέ. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με την ελευθερία. Τόσο στη ζωγραφική, όσο και αλλού. Μ’ ό,τι κι αν καταπιαστείς, καταλήγεις κάποτε αλυσοδεμένος. Οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να μένουν αδιάφοροι μπροστά σε μια διαμάχη κατά την οποία διακυβεύονται οι πιο υψηλές αξίες της ανθρωπότητας και του πολιτισμού». Η επιτυχία είναι επικίνδυνη. Αρχίζει κανείς να αντιγράφει τον εαυτό του, και αυτό είναι χειρότερο από το να αντιγράφεις άλλους. Είναι στείρο. Όλοι ξέρουμε ότι η τέχνη δεν είναι αλήθεια. Η τέχνη είναι ένα ψέμα το οποίο μας μαθαίνει να κατανοούμε την αλήθεια, τουλάχιστον εκείνη την αλήθεια την οποία εμείς (ως άνθρωποι) μπορούμε να κατανοήσουμε. Η τέχνη είναι ένα ψέμα που λέει την αλήθεια Η τέχνη ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας. Πιστεύω μονάχα στη δουλειά. Δεν υπάρχει τέχνη παρά μόνο ύστερα από σκληρή δουλειά, χειρωνακτική και πνευματική. Ένας πίνακας υπάρχει μονάχα γι’ αυτό που είναι και για τίποτε άλλο. Γίνεσαι νέος τελικά στα εξήντα. Δυστυχώς, τότε είναι πολύ αργά πια. Να αναβάλλεις για αύριο μόνο αυτό που είσαι διατεθειμένος να αφήσεις μισοτελειωμένο αν τυχόν πεθάνεις

Από doctv

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 2 Νοεμβρίου 2024

 

Δεν έχεις τι να χάσεις

Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.

Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
– ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.

Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις

Προφυλάξεις

Όταν βρέχει δεν παίρνω ομπρέλα.
To θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι από το ξεκάθαρο.
Όταν δε βρέχει, όσο και αν ευτυχεί ο ουρανός όσο κι αν τον πιστεύω
ανοίγω την ομπρέλα μου δεν είναι ξεκάθαρη καιρική συνθήκη η ευτυχία.

Διάλογος ανάμεσα σε μένα και σε μένα

Σοῦ εἶπα:
– Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
– Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.

Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.

Γεγονότα

Μόνη, ἐντελῶς μόνη,
περπατῶ στὸ δρόμο
καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό…

Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
καὶ τὴν τύφλωσε.

Τοῦ ἀτυχήματος τούτου
ἐπωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
τὸ σύμπαν πυροβόλησε
καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο…

Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη.

Γράμμα

Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή.

 

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 2 Νοεμβρίου 2024

“Δεν μου ήταν ποτέ δυνατό να συνεννοηθώ με άνθρωπο..

Ούτε μπορούσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι ήταν τόσο διαφορετικοί από εμένα.

Αυτό βέβαια ήταν πολύ αφελές από τη μεριά μου, αλλά και πολύ χρήσιμο.

Γιατί με είχε σε μια μόνιμη ταραχή, σε μια διαρκή διαμαρτυρία και σ’ ένα πολύ γόνιμο παράπονο…

Από την άλλη, είχα μια ευγένεια η οποία με κατέστρεψε απολύτως!

Εμπόδισε δηλαδή τη ζωή μου να πάρει το δρόμο της.

Υπέμεινα πράγματα τα οποία δεν έπρεπε να υπομείνω, με το αιτιολογικό μιας ευγένειας ότι θα πίκραινα, ότι θα πείραζα, ότι θ’ αναστάτωνα των άλλων τη ζωή”

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 24 Οκτωβρίου 2024

Πατάμε ίδιο χώμα, ίδια γη
και ο αέρας, την ανάσα σου, που φέρνει
δροσίζει της καρδιάς,την πιο βαθιά πληγή
και ότι την πονά, το παρασέρνει.!
*
Του φεγγαριού το χρώμα, το χλωμό
κι ένα ζευγάρι μάτια, βουρκωμένα
παρέα καρτερούνε, ένα γυρισμό
δίπλα στου πλάτανου τα φύλλα,τα πεσμένα.
*
Ανάμεσα στο πάντα και στο τίποτα
ένα αποκούμπι βρίσκει η ψυχή μου,
να ψιθυρίσει αισθήματα ανείπωτα,
που εχθρούς τα έχει κάνει, η λογική μου.!
*
Ευτυχισμένα χρόνια παιδικά,
της αθωότητας ,
σ’ενός βιολιού τους ήχους στροβιλίζουν
και μεις, λαθρεπιβάτες του ονείρου
και της ματαιότητας,
νιώθουμε την αρμύρα των ματιών μας,
που δακρύζουν.!
*
Και αλητεύει μέσ’ στην Πλάτσα
ο καημός με τη ρακή
και ζωντανεύει πάλι
τ’ όνειρό μας,
κι η πεθυμιά, να ανταμώνουμε,
για πάντα ΕΚΕΙ,
που, μοναχοί μας νοιώθουμε,
στον κόσμο τον δικό μας.!!!

Από την Παρασκευή Μπαρδάνη