Οι αναμνήσεις μας, σωρό,
που ζούμε πια, στο όνειρο,
χειμώνες, καλοκαίρια,
σε χρώμα κίτρινο, καφέ,
πορτοκαλί του κατιφέ,
μιας και το πράσινο εφέ,
μας ξέφυγε απ’ τα χέρια.
*
Μα, ειν’ ο νους ταξιδευτής,
ακούραστος και γητευτής,
ο χρόνος που περνά,
σε θάλασσα ασημόχρυση,
ταξίδια και μπρούσκο κρασί,
τα όνειρα κερνά.
*
Κι όσο γυρνούν πεισματικά,
ανήλεα κι αμείλικτα
του χρόνου τα γρανάζια,
ένα όνειρο, το πιο πυρό,
κάτω απ’ το φέγγος, τ’ αργυρό
του φεγγαριού, στήνει χορό,
στης μάγισσας τα νάζια.
*
Αλαφιασμένη η καρδιά,
στη νοτισμενη αμμουδιά,
ακούμπησε, τη δίψα της να σβήσει
κι εκεί, γλυκά κι ονειρικά,
στα κύματα νωχελικά,
το άχραντο μυστήριο, να ζήσει.
*
Στην ασημένια ακρογιαλιά,
μέσ’ στην υδάτινη αγκαλιά,
‘κεί, στον ευλογημένο τόπο,
θα γιάνει, αξημέρωτα,
λαβωματιές του έρωτα,
με το λυτρωτικό, δικό της τρόπο.
*
Ξημέρωσε και τ’ όνειρο,
έσμιξε, με το άπειρο,
σε κάποιο ουράνιο λιμάνι,
της κάθε ανοιχτής πληγής
και κάθε αναίτιας φυγής,
τον πόνο, να γλυκάνει.