“Κάποτε ήταν ένα χωριό μακριά, μέσα στα δάση και τα βουνά. Εκεί ζούσε ο Τρελονικόλας που ήταν κάμποσο παλαβός, αλλά ήταν ωραίος άντρας και λεβέντης. Είχε ένα τουφέκι κυνηγιού, δυο σκυλιά και ένα καλό άλογο. Αγαπούσε πάρα πολύ το κυνήγι και σε αυτό ξόδευε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του. Τόσο πολύ αδιαφορούσε για τα υπόλοιπα που η γυναίκα του πέθανε από την καημό και την κούραση να αναλαμβάνει τα πάντα στην οικογένεια. Εφόσον ο Τρελονικόλας έχασε την γυναίκα του, έμεινε μοναχός του και προβληματιζόταν πως θα συνεχίσει από εδώ και μπρος. Για να ξεχνάει τον καημό του που το σπίτι του έμεινε έρημο, κυνηγούσε με περισσότερο πάθος. Αφού δεν είχε κανέναν να τον περιμένει, έφευγε νωρίς το πρωί με τα σκυλιά, το άλογό του και γύριζε αργά το βράδυ. Κάποια στιγμή αντάμωσε έναν παλιό του φίλο κυνηγό και κάθισαν να τα πούνε.– Φίλε, λέει ο κυνηγός από το διπλανό χωριό, έμαθα πως έχασες την γυναίκα σου και λυπήθηκα. Εκείνη πέθανε και ησύχασε, ενώ εσύ έμεινες μόνος, χωρίς κανέναν να σε φροντίζει. Έτσι όπως είσαι σε λυπάμαι. Θα σου βρούμε μια καλή γυναίκα, αλλά και εσύ πρέπει να βάλεις λίγο νερό στο κρασί σου. Να βοηθάς λίγο και στις δουλειές του σπιτιού.

– Έχεις δίκιο φίλε μου, απαντάει ο Τρελονικόλας. Άμα συνεχίσω έτσι θα γίνω αγρίμι. Θα με βλέπουν οι άνθρωποι και θα τρομάζουν.

Πέρασε αρκετός καιρός και οι δυο φίλοι συναντήθηκαν αρκετές φορές. Αναφέροταν κάθε φορά και στην παντρειά. Κάποια μέρα ο Τρελονικόλας αποφασίζει να αλλάξει τρόπο ζωής και πηγαίνει να βρει τον φίλο του.

– Φίλε, του λέει, προσπάθησε να βρεις κάποια βολική γυναίκα να παντρευτώ και θα κάνω υπομονή να ζήσω όμορφα μαζί της.

Πέρασαν μερικές εβδομάδες και ο φίλος αναζητούσε νύφη. Σε ένα χωριό εκεί κοντά ζούσε μια πολύ εγωίστρια γυναίκα που κατάφερε να διώξει και τους δύο προηγούμενους άντρες της. Δεν άφηνε κανέναν εκτός από αυτή να αποφασίζει και να εξουσιάζει. Αυτή την γυναίκα βρήκε και πηγαίνει να συναντήσει τον Τρελονικόλα.

– Άκουσε φίλε μου, του λέει. Βρήκα μια γυναίκα για σένα, αλλά… Εγώ θα σου πω την αλήθεια και εσύ κάνε όπως νομίζεις, γιατί δεν θέλω να σε χάσω από φίλο μου. Η γυναίκα αυτή μέχρι στιγμής έχει διώξει δυο άντρες. Με κανέναν δεν μπόρεσε να κάνει σωστό σπιτικό. Κάνει αυτό που θέλει και δεν ακούει κανέναν άλλο. Την φοβούνται όλοι, γιατί δεν το βάζει κάτω με τίποτα.

Παρόλα αυτά τα μειονεκτήματα ο Τρελονικόλας δέχτηκε να πάνε να συζητήσουν με την γυναίκα. Ζεύουν το άλογο στην σούστα και πηγαίνουν στο σπίτι της. Χτυπάνε την πόρτα και η ζωντοχήρα τους ανοίγει και τους προσκαλεί στο σαλόνι. Τους φέρνει κεράσματα και κατόπιν μπαίνουν κατευθείαν στο θέμα.

–  Εγώ σκέφτηκα πολύ όσο να πάρω απόφαση να περάσω τα σκαλοπάτια του σπιτιού σου. Θελώ να γνωρίζεις τα ελαττώματά μου. Λατρεύω το κυνήγι, τα σκυλιά και το άλογό μου. Για να παντρευτώ είμαι αποφασισμένος να διορθώσω τις αδυναμίες μου αυτές. Τώρα θέλω να μου πεις τις δικές σου κακές συνήθειες.

– Θέλω να ξέρεις την βασική αρχή στην ζωή μου: “Όποιος σηκώνεται πρώτος το πρωί και κάνει τις δουλειές, αυτός θα κάνει κουμάντο ολόκληρη την μέρα. Αν δεν τηρηθεί, θα χωρίσουμε”.

Αφού το σκέφτηκε λίγο ο Τρελονικόλας της απάντησε:

– Άκουσε μια άλλη συμφωνία. Ένα εξάμηνο θα κάνεις κουμάντο εσύ, ένα εγώ. Όσο θα κάνεις εσύ κουμάντο θα ζούμε στο δικό σου σπίτι και όσο θα κάνω κουμάντο εγώ θα ζούμε στο δικό μου σπίτι. Δέχομαι από τώρα να κάνεις κουμάντο εσύ το πρώτο διάστημα και εγώ θα σε υπακούω χωρίς καμιά αντίρρηση.

Η γυναίκα σκέφτηκε λίγο τα λόγια αυτά και της φάνηκαν λογικά και δίκαια. Η ίδια όμως αμφέβαλλε για το αν θα κατάφερνε τελικά να κρατήσει το λόγο, τόσο η ίδια όσο και ο άντρας. Ήταν πονηρή.  Δέχτηκε γιατί έτσι κι αλλιώς αυτή θα έκανε κουμάντο στην αρχή. Θα έβλεπε πως πήγαιναν τα πράγματα και άμα δεν της ταίριαζε θα τον έκανε να φύγει. Αφού συμφώνησαν φώναξαν παπά, έκαναν τον φίλο τους κουμπάρο και έβαλαν τα στέφανα. Όπως ήταν η συνήθεια δεν έκαναν γλέντια, γιατί και οι δύο είχαν ξαναπαντρευτεί.

Αρχίσαν να ζούνε λοπόν στο σπίτι της γυναίκας. Αν η γυναίκα έλεγε στον Τρελονικόλα να πάει στο χωράφι, πήγαινε. Αν δεν ήθελε να πάει στο κυνήγι, δεν πήγαινε. Αν ήθελε να πάει για ύπνο, πήγαινε. Αν ήθελε να ανάψει το τζάκι, το άναβε. Μετά από κάποιο διάστημα ο άντρας αγανάχτησε και σκεφτότανε:  «Αφού πέρασε τόσος καιρός, ας κάνω λίγη ακόμα υπομονή να βγάλω δανεικά αυτά που έπαθα». Οι χωριανοί που τους έβλεπαν, απορούσαν με το πως παντρεύτηκαν αυτοί οι δύο. Πώς αυτός ο λεβέντης που πέθανε την πρώτη του γυναίκα υπηρετούσε σαν σκλάβος αυτή την τύραννο που σιγά σιγά είχε ημερώσει; Τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν και μάλιστα έβγαλαν ένα τραγούδι που ιστορούσε το παράξενο:

“Ποιος είναι άνθρωπος σοφός με λογισμό και γνώση

για να σκεφτεί και να μας πει αυτό που μας συμβαίνει

να βλέπουμε άντρα κυνηγό λεβέντη και βουνίσιο

να γίνεται σαν το αρνί στα χέρια μιας γυναίκας.

Πρωί να τρέχει στην δουλειά, βράδυ να πλένει πιάτα

και να ζυμώνει το ψωμί, στο φούρνο να το ρίχνει.

Την σκούπα να έχει για δουλειά την πλύση για καμάρι

και το κεφάλι του σκυφτό, με ήλιο, με φεγγάρι.

Μη ψάχνετε στα μακρινά ελάτε στο χωριό μας,

Τρελονικόλας ήταν και γίνηκε ο καλός μας”.

Πέρασε ένα εξάμηνο και ο άντρας πλησιάζει την γυναίκα του και της λέει:

– Τόσο καιρό εσύ έκανες κουμάντο. Έχεις κανένα παράπονο;

– Όχι απαντάει η γυναίκα. Ότι και να πω, το έκανες.

– Αφού είναι έτσι από αύριο εγώ θα αναλάβω να κάνω κουμάντο. Θέλω να δω πόσο θα κρατήσεις τον λόγο σου. Τώρα πάμε για ύπνο και αύριο έχει ο Θεός.

Πήγαν και κοιμήθηκαν γλυκά και αγαπημένα. Πρωί πρωί σηκώνεται ο άντρας για κυνήγι και αφήνει την γυναίκα του να κοιμάται. Παίρνει το τουφέκι του, βγάζει τα σκυλιά και το άλογό του έξω μετά από ένα εξάμηνο. Πηγαίνει προς το βουνό και επιστρέφει το βράδυ με δύο λαγούς και τρεις πέρδικες. Η γυναίκα τον υποδέχτηκε χαρούμενη και ταχτοποίησε τα πάντα χωρίς να χρειαστεί να της πει κάτι ο άντρας της.

– Ετοίμασε ότι πρέπει για να πάμε αύριο στο δικό μου χωριό.

Την επόμενη μέρα, ανέβηκαν στην σούστα και το αλογάμαξο. Έφτασαν στο σπίτι του Τρελονικόλα και η ζωή τους περνούσε ήρεμα και ωραία. Ο άντρας φρόντιζε γα τις δικές του δουλειές και η γυναίκα έκανε από μόνη της δουλειές που αρμόζουν σε μια γυναίκα. Οι χωριανοί που ήξεραν τον Τρελονικόλα απορούσαν και έπλασαν ένα άλλο τραγούδι που το έλεγαν στα κρυφά.

“Ένα σπίτι στο χωριό μας ήταν άδειο και ορφανό.

Έφυγε ο Τρελονικόλας στο διπλανό χωριό.

Τον επλάνεψε γυναίκα όμορφη και βολική

και του πήρε τα μυαλά, τον κατάντησε αρνί.

Πόσο κρίμα, πόσο κρίμα αχ  σε σένα Νικολό

να σε κλαίνε οι περδικούλες από παν’ απ’ το βουνό”.

Ήρθε καιρός που γινότανε πανηγύρι σε ένα διπλανό χωριό και ο άντρας λέει στην γυναίκα του:

– Κόψε έναν κόκορα και βάλε τον να βράσει. Βάλε τα καλά σου να πάμε στο πανηγύρι.

Η γυναίκα υπάκουσε ενθουσιασμένη, καθώς από τότε που παντρεύτηκαν δεν είχε πάει πουθενά με τον άντρα της. Την επόμενη μέρα ζεύουν το άλογο στην σούστα, παίρνουν τα σκυλιά μαζί τους και βγαίνουν στο δρόμο. Λίγο πριν φτάσουν, συναντάνε ένα χωριό.

– Σιιιι, σιιι κάνει ο άντρας στο άλογο και σταματάει το κάρο. Γυναίκα κάτσε εδώ !

Ο Τρελονικόλας μπαίνει σε ένα μαγαζί και πίνει στα γρήγορα δυο ούζα. Μετά επιστρέφει στο κάρο και συνεχίζουν το ταξίδι. Εκεί που πήγαν έβλεπαν άλλες παρέες από γύρω χωριά να τρωγοπίνουν κι άλλες να χορέυουν. Έπαιζαν τα βιολιά, τα κλαρίνα και τα λαούτα. Οι περισσότεροι πιασμένοι χέρι χέρι χόρευαν ότι αγαπούσαν. Ο Τρελονικόλας βρίσκει μια καλή σκιά κάτω από ένα δέντρο, τραβάει την σούστα από κάτω, ξεζεύει το άλογο και του δίνει να φάει. Λύνει και τα σκυλιά να τρέξουν ελεύθερα. Ο άντρας παίρνει την γυναίκα και κάνουν μια βόλτα να βρούνε φίλους και γνωστούς. Κάθονται μαζί με μια παρέα από το χωριό τους και πιάνονται στο γλέντι και το χορό. Πέρασε χαρούμενα η μέρα και ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Ο Τρελονικόλας ήπιε παραπάνω και δεν ετοιμαζόταν για να φύγουνε. Η γυναίκα σκεφτότανε να του πει “Άντε να φύγουμε!”, αλλά δεν το τολμούσε γιατί το κουμάντο το είχε ο άντρας. Ο Τρελονικόλας κατάλαβε την πρόθεση της γυναίκας του και πειράχτηκε. Πηγαίνει λοιπόν στον κορμό του δέντρου που είχαν αφήσει τα ζώα τους, ακουμπάει την πλάτη του και δίνει διαταγή στο σκύλο του:

– Αράπη ζέψε το άλογο να φύγουμε!

Ο σκύλος φυσικά δεν καταλάβαινε. Απλώς στο άκουσμα του ονόματός του κουνούσε την ουρά του και κοιτούσε τον αφέντη του. Διατάζει ξανά το σκυλί. Ο σκύλος αντιδράει με τον ίδιο τρόπο. Μετά από μια αποτυχημένη τρίτη προσπάθεια, παίρνει το τουφέκι του και πυροβολεί στον αέρα. Το σκυλί φεύγει τρομαγμέν0 μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους. Μετά απευθύνεται στο άλλο του σκύλο, λέγοντας:

– Τσακάλι ζέψε το άλογο να φύγουμε!

Ο σκύλος επίσης δεν κατάλαβε, πάρολο που το επανάλαβε πολλές φορές ο Τρελονικόλας. Στο τέλος εξαφανίστηκε μετά τον πυροβολισμό. Η γυναίκα έβλεπε τι γινότανε αλλά φοβότανε να μιλήσει λόγω της συμφωνίας με τον άντρα της, αλλά και επειδή φοβότανε μην τον εξοργίσει περισσότερο. Κάθισε ο Τρελονικόλας μια στιγμή να σκεφτεί τι να κάνει. Μετά από ένα λεπτό δίνει διαταγή στον άλογο του:

– Κίτσο πήγαινέ μας σπίτι επιτέλους!

Μετά από τρεις επίσης αποτυχημένες προσπάθειες, ο Τρελονικόλας πυροβολάει και το άλογο τους εγκαταλείπει επίσης. Η γυναίκα τρέμει από φόβο και στεναχώρια  που ο παλαβός ο άντρας της έδιωξε τα ζώα τους. Ο Τρελονικόλας δεν ήξερε τι να κάνει πλέον. Δίνει έπειτα διαταγή στην γυναίκα να φύγουν. Η καημένη μπαίνει στην θέση του αλόγου, πιάνει ένα πλοκάμι της σούστας και σέρνει το κάρο με τον άντρα πάνω του. Οι χωριανοί δεν πίστευαν στα μάτια τους, αντικρίζοντας την γυναίκα σε αυτή την ταπεινωτική κατάσταση. Όταν επιτέλους έφτασαν σπίτι, η γυναίκα μπαίνει στο σπίτι εξαντλημένη, αλλά πολύ περισσότερο εκνευρισμένη. Λέει στον άντρα της:

– Αυτό που έκανες ήταν πολύ κακό, αλλά σε συγχωρώ γιατί ήσουν μεθυσμένος. Είμαι αποφασισμένη όμως να σε ακούω και να σε σέβομαι. Είσαι ελεύθερος να  μιλήσεις και να πεις αυτό που σκέφτεσαι.

– Γυναίκα είμαι κι εγώ αποφασισμένος να ζήσω μαζί σου. Κι αυτό γιατί ξεχασες τα παλιά και καταφέραμε να κάνουμε ένα σωστό σπιτικό. Από εδώ και πέρα μόνο στο πιοτό θελω να μου κάνεις κουμάντο. Χρειάζομαι κάποιον να με σταματάει όταν χάνω τον έλεγχο με το ποτό. Αν το αναλάβεις αυτό, θα σε κάνω αρχόντισσα του σπιτιού.

Κράτησαν τον λόγο τους και οι δύο. Ο Τρελονικόλας μάλιστα έγινε ο καλυτερος νοικοκύρης της περιοχής. Τελικά ο δύστροπος άντρας και η ανυπόταχτη γυναίκα έζησαν με ομόνοια. Έκαναν οικογένεια με πολλά παιδιά και όταν ήρθε η ώρα έφυγαν ήρεμα για τον άλλο ”