ΟΙ ΒΑΛΙΤΣΕΣ

Βγήκες στον δρόμο κι άρχισες να σκούζει και να λες
Πως γρήγορα κουράστηκες για `κει που `χες να πας
Μα οι βαλίτσες που φορτώθηκες είναι όλες αδειανές
Πες μου γιατί
πες μου γιατί
γιατί τις κουβαλάς

Στη πρώτη ανηφοριά κλατάρεις κι αρχινάς να κλαις
Δε γίνεται να φτάσεις λες `κει π’ αξίζεις να πας
Μα οι βαλίτσες που φορτώθηκες είναι όλες αδειανές
Πες μου γιατί
πες μου γιατί
γιατί τις κουβαλάς

 

ΟΛΑ ΤΕΛΙΚΑ ΞΑΝΑΓΥΡΝΑΝ Σ’ΕΜΑΣ

Δεν υπάρχει χαμένος καιρός, δεν υπάρχει
Οι ώρες που σκοτώνουμε επιζούν
Ένας θεός εκβιαστής τις συγκεντρώνει
κι όμηρους τις κρατάει
ώσπου τα λύτρα που ζητάει από μας να πληρωθούν
(Κι εμείς πληρώνουμε)

Όλα τελικά, όλα
Όλα τελικά ξαναγυρνάν σ’ εμάς

Τα δάκρυα σαν στεγνώνουν
δεν πεθαίνουν, δεν πεθαίνουν
Η θλίψη που σκορπάμε επιζεί
Σε δίχτυα αόρατα νεράιδες τη μαζεύουν
και περιμένουν την επόμενη αφορμή
(Που έτσι κι αλλιώς θα `ρθει)

Όλα τελικά, όλα
Όλα τελικά ξαναγυρνάν σ’ εμάς

Οι χαμένοι φίλοι
κι οι χαμένοι εχθροί,
τα παλιά παιχνίδια
κι η καινούρια σιωπή,
τα ταξίδια που ακυρώθηκαν,
τα γλέντια που αναβλήθηκαν,
οι ελπίδες που διαλύθηκαν,
τα λόγια που αγνοήθηκαν

Όλα τελικά, όλα
Όλα τελικά ξαναγυρνάν σ’ εμάς

 

ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΩ

Μου λεν αν φύγω από τον κύκλο θα χαθώ
στα όρια του μοναχά να γυροφέρνω
και πως ο κόσμος είν’ ανήμερο θεριό
κι όταν δαγκώνει εγώ καλά είναι να σωπαίνω.Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω
και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός, πολύ μικρός για να τ’ αλλάξω.Μα εγώ μ’ ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ’ τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.

Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό,
θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.

Μου λεν αν φύγω πιο ψηλά θα ζαλιστώ
καλύτερα στη λάσπη εδώ μαζί τους να κυλιέμαι
και πως αν θέλω περισσότερα να δω,
σ’ ένα καθρέφτη μοναχός μου να κοιτιέμαι.

Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω.
Και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός πολύ μικρός για να τ’ αλλάξω.

Μα εγώ μ’ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ’ τις λύπες θα πετάξω.
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ

Θα πάω να χτίσω μια φωλιά στον ουρανό,
θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,
σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.

 

ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΤΑΣΟΥΜΕ ΕΔΩ

Πότε θα φτάσουμε εδώ;
Πότε θα φτάσουμε εδώ;
Δεν έχει δρόμο πιο μακρύ,
πιο δύσκολο απ’ αυτό.Πότε θα φτάσουμε εδώ;
Πότε θα φτάσουμε εδώ;
Δεν έχει δρόμο πιο σκληρό,
πιο δύστροπο απ’ αυτό.

Μία στο μέλλον μας γυρνάει,
μία μας πετάει στο παρελθόν.
Πότε θα φτάσουμε λοιπόν;
Πότε θα φτάσουμε εδώ;

Πότε θα φτάσουμε λοιπόν;
Πότε θα φτάσουμε εδώ;

Πότε θα φτάσουμε εδώ;
Πότε θα φτάσουμε εδώ;

 

ΤΟ ΞΕΡΟΥΝ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ

Το ξέρουν τα ποτάμια, το ξέρουν και τα πέλαγα μα δε μιλούν
Το ξέρουν τα ελάφια, τα δέντρα και τα σύννεφα κι αυτά σιωπούν
Το ξέρουν τα φεγγάρια, τ’ αστέρια και οι πλανήτες κι όλο γυρνούν
Το ξέρουνε οι άγγελοι, το ξέρουν κι οι αλήτες μ’ αυτό μεθούν
Το ξέρουν οι νεράιδες, το ξέρουν και οι σάτυροι κι όλο γελούν
Το ξέρουν οι χαράδρες, το ξέρουν κι οι άνθρωποι μα δεν τολμούν
Το ξέρουνε τα κτίρια, το ξέρουν οι φονιάδες και τα μικρά παιδιά
Το ξέρουνε κι οι φύλακες, το ξέρουν κι οι παπάδες
και κρύβουν τη φωτιά…