Τις πρώτες ενδείξεις για την εμφάνιση βιβλιοθηκών στον ευρύτερο ελληνικό χώρο συνάγουμε από πήλινες πινακίδες της Μινωικής και της Μυκηναϊκής εποχής, που βρέθηκαν σε ανασκαφές. Οι πρώτες αναφορές σε βιβλιοθήκες εμφανίστηκαν στη Μεσοποταμία γύρω στο 3.000 π.Χ. Πρώτες αναφορές σε βιβλιοθήκες

Η έννοια της βιβλιοθήκης ήταν αντιληπτή ως συλλογή εγγράφων θρησκευτικού, εμπορικού, ιδιωτικού, κυβερνητικού, διοικητικού περιεχομένου στα ανάκτορα των βασιλέων, σε σφηνοειδή γραφή. Στην αρχαία Elba της Συρίας ανακαλύφθηκε το κύριο αρχείο του βασιλικού παλατιού (2.300-2.250 π.Χ.) με διοικητικά έγγραφα, καταγραφές και καταλόγους ζώων, καρπών, αγροτικής γης, ονόματα επαγγελμάτων και γεωγραφικών περιοχών. Στη Nippur της Νότιας Μεσοποταμίας βρέθηκαν πινακίδες του 2.000 π.Χ. με κατάλογο λογοτεχνικών έργων των Σουμερίων, οι οποίοι εφηύραν τη σφηνοειδή γραφή.

Στην εποχή των Χετταίων (17ος –13ος αι. π.Χ.) ανακαλύφθηκαν πινακίδες που υποδήλωναν την κυβερνητική δραστηριότητα. Οι κατάλογοι αυτών των βιβλιοθηκών / αρχείων ήταν πιο σύνθετοι από την απλή καταγραφή που έκαναν οι Σουμέριοι στη Nippur. Κατά τον 9ο αι. π.Χ. ο βασιλιάς της Ασσυρίας Ασουρμπανιπάλ (Ashurbanipal) στη Νινευί ιδρύει βιβλιοθήκη με την πρώτη συστηματική συλλογή εγγράφων στη Μέση Ανατολή. Εκεί ανακαλύφθηκε το έπος του Gilgamesh και το Έπος της Δημιουργίας σε σφηνοειδή γραφή, από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά έργα της Μέσης Ανατολής. Από την περιοχή αυτή διασώζονται 20.000 πήλινες πινακίδες.

Την ίδια εποχή στην Αίγυπτο δεν έχουμε ιδιαίτερες αναφορές σε βιβλιοθήκες. Μόνον ο Διόδωρος ο Σικελός τον 1ο αι. π.Χ. αναφέρει ότι επί βασιλείας του Ραμσή Β’ (1.279-1.213 π.Χ.) υπήρχε σε κτήριο μια «ιερή βιβλιοθήκη» που είχε την επιγραφή ψυχής ιατρείον, ένδειξη ότι αποτελούσε τμήμα ναού ή θρησκευτικού κέντρου.

 

Από τις πινακίδες της Κνωσού στην κλασική Ελλάδα

 

Στον ελληνικό κόσμο τα πρώτα δείγματα ύπαρξης βιβλιοθηκών ανάγονται στη Μινωική και Μυκηναϊκή περίοδο (1400-1100 π.Χ.). Πήλινες πινακίδες και λίθινες επιγραφές βρέθηκαν στις ανασκαφές της Κνωσού από το 1950, γραμμένες στη γραμμική Β γραφή, την παλαιότερη ελληνική γραφή.

Στις Μυκήνες και στην Πύλο βρέθηκαν πήλινες πινακίδες σωριασμένες σε δωμάτια των ανακτόρων και άλλες μέσα σε πιθάρια τοποθετημένα σε ράφια. Αντίθετα στην Κνωσό βρέθηκαν διάσπαρτες οι πινακίδες, γεγονός που συμπίπτει με τη θεωρία της καταστροφής του Μινωικού πολιτισμού από σεισμό και επακόλουθη πυρκαϊά.

 

Οι βιβλιοθήκες μέχρι την κλασική περίοδο στην Ελλάδα

Γύρω στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. συντελέστηκε στον ελληνικό χώρο ένα σημαντικό γεγονός. Οι Έλληνες δανείστηκαν από τους Φοίνικες το αλφάβητο και το προσάρμοσαν στις ανάγκες τους. Έπρεπε όμως να υπάρξουν σχολεία, δάσκαλοι, βιβλία για την εκμάθηση της γραφής και τη διάδοση της γνώσης. Τα πρώτα δείγματα ύπαρξης συλλογών βιβλίων ήταν οι ιδιωτικές μικρές συλλογές.

 

Οι βιβλιοθήκες στην Αθήνα

 

Ερείπια από κτήρια βιβλιοθηκών δεν έχουμε στην Αθήνα για να αποδείξουμε την ύπαρξή τους. Η εικόνα για τις βιβλιοθήκες βασίζεται στην έρευνα των πηγών από την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία. Έτσι κατά τον 6ο αι. π.Χ. είχε προετοιμαστεί το έδαφος για να υποδεχθεί μια βιβλιοθήκη. Το πιο παλιό ελληνικό βιβλίο βρέθηκε στον τάφο του Αμπουκίρ στην Αίγυπτο, περιείχε τους Πέρσες του Τιμοθέου και χρονολογείται το 2ο μισό του 4ου αι. π.Χ. Ο αρχαιότερος ελληνικός πάπυρος είναι του Δερβενίου έξω από τη Θεσσαλονίκη που βρέθηκε το 1960 (4ος αι).

Σύμφωνα με τον Aulus Gelius, η Αθήνα είχε δημόσια βιβλιοθήκη γύρω στο 560 π.Χ. Ο τύραννος Πεισίστρατος (605-527 π.Χ.) φέρεται ότι είχε συγκεντρώσει μια συλλογή βιβλίων που αργότερα δώρισε στην Αθήνα και λειτούργησε ως δημόσια βιβλιοθήκη. Ο Gelius αναφέρει επίσης ότι η βιβλιοθήκη αυτή λειτουργούσε μέχρι το 480 π.Χ. όταν ο Ξέρξης κατέλαβε την Αθήνα και μετέφερε τη βιβλιοθήκη ως λάφυρο στην Περσία. Η χώρα αυτή κατακτήθηκε αργότερα από τον βασιλιά Σέλευκο, ο οποίος επανέφερε τα βιβλία στην Αθήνα.

Ο Αθηναίος στο έργο του Δειπνοσοφιστές αναφέρει ότι τον 6ο αι. π.Χ. ο τύραννος Πολυκράτης ο Σάμιος φέρεται να ίδρυσε δημόσια βιβλιοθήκη στη Σάμο με έργα ίσως των φιλοσόφων της Ελεατικής Σχολής, που γράφτηκαν σε παπύρινους κυλίνδρους. Ο Αθήναιος αναφέρει τον αρχαιότερο κατάλογο με ιδρυτές ιδιωτικών και βασιλικών βιβλιοθηκών στον ελληνικό κόσμο, όπου περιλαμβάνονται ονόματα όπως ο Πολυκράτης ο Σάμιος, ο Πεισίστρατος ο τύραννος των Αθηνών, ο Ευκλείδης ο Αθηναίος, ο Νικοκράτης ο Κύπριος, οι βασιλείς της Περγάμου, ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης, ο Αριστοτέλης, ο μαθητής του Θεόφραστος και ο Νηλέας. Από τον 5ο αι. π.Χ. εμφανίζονται αρκετές ιδιωτικές βιβλιοθήκες: Πλάτων, Ισοκράτης (436 π.Χ.), αργότερα ο Δημοσθένης (384 π.Χ.), Ζήνων (333 π.Χ.). Κατά τον 5ο αι. π.Χ. οι ενδείξεις για ύπαρξη βιβλιοθηκών εξακολουθούν να είναι ασαφείς.

Ο Πλάτων (427-347 π.Χ.), φιλόσοφος και δάσκαλος του Αριστοτέλη, είχε ιδιωτική βιβλιοθήκη για να τη χρησιμοποιούν οι μαθητές του στην Ακαδημία.

 

Η Βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη

 

Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης ίδρυσε στην άλλη άκρη της Αθήνας το 325 π.Χ. (έμεινε ανοικτή μέχρι το 425 μ.Χ.) τη σχολή του που αρχικά ονομάστηκε Λύκειον και από τα χρόνια του Θεόφραστου, μαθητή και διαδόχου του στη διεύθυνση της σχολής, ονομάστηκε Περίπατος. Το Λύκειον λειτουργούσε παράλληλα με την Ακαδημία. Στις σχολές αυτές διασώζονται πολλά έργα και παραδόσεις των ίδιων των ιδρυτών τους, αλλά και της παλαιότερης ελληνικής γραμματείας. Έτσι ο Αριστοτέλης κατά τον Στράβωνα δημιούργησε τη μεγαλύτερη ιδιωτική βιβλιοθήκη για την υποστήριξη του διδακτικού προγράμματος του Λυκείου. Ο Αριστοτέλης την ταξινόμησε βασιζόμενος στις δικές του στοχαστικές αρχές. Η βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη αποτελούνταν από 400 βιβλία χωρισμένα σε εξωτερικά συγγράμματα, που απευθύνονταν στο ευρύ κοινό, από εσωτερικά ή διδακτικά που περιλάμβαναν τις παραδόσεις του στο Λύκειο (π.χ. Αναλυτικά, Φυσικά, Ηθικά, Όργανον) και από τα ξένα βιβλία που αγόρασε ή απόκτησε από δωρεές για να υποβοηθήσουν το έργο του και της σχολής του.

Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου ο Αριστοτέλης μετακόμισε στη Χαλκίδα, όπου μάλλον θα πήρε κάποια από τα βιβλία της βιβλιοθήκης του. Τα υπόλοιπα κληρονόμησαν οι μαθητές του Θεόφραστος από τη Λέσβο που συνέχισε τη διδασκαλία στον Περίπατο και Εύδημος που πήγε στη Ρόδο. Ο Θεόφραστος με διαθήκη του κληροδοτεί τη βιβλιοθήκη στον Νηλέα, συμμαθητή του Αριστοτέλη στην Ακαδημία, άτομο χωρίς επιστημονική δραστηριότητα και μεγάλο στην ηλικία. Οι απόγονοι του Νηλέα, φοβούμενοι μήπως ο βασιλιάς της Περγάμου Ευμένης Β’ έπαιρνε κάποια χειρόγραφα όταν έκτιζε τη βιβλιοθήκη του, τα έκρυψαν σε σπηλιά όπου καταστράφηκαν από την υγρασία.

Όταν η Πέργαμος έγινε ρωμαϊκή επαρχία, οι απόγονοι του Νηλέα ξέθαψαν όσα βιβλία του Αριστοτέλη είχαν περισωθεί και τα πούλησαν στον Απελλικώνα από την Τέω (πόλη της Ιωνίας) τον 1ο αι. π.Χ. Εκείνος φρόντισε να γίνουν αντίγραφα για να περισωθούν και να καταστούν προσιτά ξανά στους κύκλους της Ακαδημίας και του Περιπάτου. Όταν το 81 π.Χ. ο Σύλλας κατέλαβε την Αθήνα, ο Απελλικών σκοτώθηκε και ο Σύλλας μετέφερε ως λάφυρο τη συλλογή του στη Ρώμη, που είχε τμήμα των αυθεντικών χειρογράφων του Αριστοτέλη. Στη Ρώμη η βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη έπεσε πάλι σε ελληνικά χέρια, στον Τυραννίωνα, μαθητή του Διονυσίου του Θρακός. Ο Φαύστος, γιός του Σύλλα, κληρονόμησε τα βιβλία του Αριστοτέλη και η βιβλιοθήκη του έγινε κέντρο της ρωμαϊκής διανόησης. Ο Φαύστος αργότερα χρεοκόπησε, δημοπρατήθηκαν τα βιβλία και χάθηκαν.

Ο Αθήναιος αναφέρει ότι ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος (309-246 π.Χ.) αγόρασε από τον Νηλέα τα βιβλία του Αριστοτέλη και τα έφερε στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Σε κάθε περίπτωση όμως ο Αριστοτέλης εμφανίζεται στην ιστορία ως δημιουργός και ιδιοκτήτης μιας από τις πιο αξιόλογες ιδιωτικές βιβλιοθήκες της εποχής.