“ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ” ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας

πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών

στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε

χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα

ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.

Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων

δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα

μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.

 

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας

πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα

από λιμάνι σε λιμάνι;

 

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας

τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα,

κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας

κι εκείνης της θάλασσας,

χωρίς αφή

χωρίς ανθρώπους

μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας

ούτε δική σας.

 

Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά

κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε

λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά

ένα ελάχιστο διάστημα.

 

“ΗΜΟΝΑΞΙΑ” ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

Η μοναξιά…

δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια

της συννεφένιας γκόμενας.

Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα

κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών

και στα παγωμένα μουσεία.

Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών «καλών» καιρών

και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς

μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.

Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια

βοϊδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς

κι ασορτί εσώρουχα.

Η μοναξιά.

Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά

και μετριέται πιάτο-πιάτο

μαζί με τα κομμάτια τους

στον πάτο του φωταγωγού.

Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά

Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά

Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά

Κάτω από όλους τους καιρούς

με ιδρωμένο κεφάλι.

Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ’ αλυσίδες τα τζάμια

κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής

βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία

είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές

ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες

πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα

στα σκλαβοπάζαρα της γης – εδώ κοντά είναι η Κοτζιά

ξυπνήστε πρωί.

Ξυπνήστε να τη δείτε.

Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα

το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους

και τα τελευταία

ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ

στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.

Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο

που ξεπουλάν τη φάρα της

χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο

κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της

ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.

Η μοναξιά

η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω

είναι τσεκούρι στα χέρια μας

που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει.

 

 

“ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ” ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ

 

Είμαι φτηνός, πολύ φτηνός, είμαι φτηνός για λίγα ψίχουλα μπορώ να γίνω δούλος καθενός.

Είμαι φριχτός, πολύ φριχτός, είμαι φριχτός την καταδίκη σας αξίζω να υπομένω διαρκώς.

Είμαι φτωχός, πολύ φτωχός, είμαι φτωχός για την αρρώστια μου αυτή δε θα βρεθεί ποτέ γιατρός

. Θεέ μου που μας ορίζεις κι όλους μας βλέπεις ένα δεν είναι όπως νομίζεις δεν είναι όλα όπως νομίζεις εδώ κάτω μοιρασμένα δεν είναι όλα, δεν είναι όλα, δεν είναι όλα μοιρασμένα.

Μα εσύ που μας φροντίζεις σαν πρόβατα σφαγμένα στείλε μου αν θέλεις λίγη, μόνο λίγη, τόση δα, δικαιοσύνη και για μένα.

Είμαι μικρός, πολύ μικρός, είμαι μικρός και μες στα μάτια σου φαντάζω κάθε μέρα πιο μικρός.

Είμαι νεκρός, σχεδόν νεκρός, είμαι νεκρός τη θεραπεία σας αντέχω να υπομένω διαρκώς.

Είμαι ζεστός, πολύ ζεστός, είμαι ζεστός μέσα απ’ τα στήθια μου φυσάει ένας άνεμος καυτός.

Θεέ μου που μας ορίζεις κι όλους μας βλέπεις ένα δεν είναι όπως νομίζεις, δεν είναι όλα όπως νομίζεις εδώ κάτω μοιρασμένα δεν είναι όλα, δεν είναι όλα, δεν είναι όλα μοιρασμένα.

Μα εσύ που μας φροντίζεις σαν πρόβατα σφαγμένα στείλε μου αν θέλεις λίγη μόνο λίγη, τόση δα, δικαιοσύνη και για μένα..

 

 

“ΔΙΝΩ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ” ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ’ έπλασες γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές ανάμεσ’ από των γιαλών τα καλωσόρισες φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο.

Άπλωσε μια πρασιά στοργής για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του.

Ν’ ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες, τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος.

Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.

Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου, την αχτίδα, που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά.

Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα.

Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.

Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη, διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή.

Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος. Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα.

Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα