Εκτενέστατη βιβλιογραφία είναι διαθέσιμη. Πολλοί ειδικοί είναι πρόθυμοι να μιλήσουν για τη δημιουργικότητα. Οι περισσότεροι έχουμε μια ιδέα τού τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε σε «δημιουργικούς ανθρώπους», από τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ ως τον Μπομπ Ντίλαν. Ωστόσο, μέσα σε όλα υπάρχει ένα παράδοξο: κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια τι είναι η δημιουργικότητα. Οι ψυχίατροι, οι ψυχολόγοι και οι νευροεπιστήμονες που μελετούν το θέμα δεν έχουν συμφωνήσει ως σήμερα σε κάποιον ορισμό.

«Δεν υπάρχει ορισμός. Η δημιουργικότητα είναι κάτι πολύ διαφορετικό σε κάθε άνθρωπο» σημειώνει η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Φαίη Γαλάνη, ειδικευμένη στην εικαστική θεραπεία, μια μορφή ψυχοθεραπείας που βασίζεται στη δημιουργική διαδικασία και ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα. «Ελάχιστες περιοχές του εγκεφάλου έχουν αποκωδικοποιηθεί, αλλά γνωρίζουμε κάποια πράγματα για τις συνάψεις των νευρικών κυττάρων. Υπάρχει η δυνατότητα, με τη μέθοδο EMDR, η οποία φέρνει τον εγκέφαλο του ασθενούς σε κατάσταση αντίστοιχη με εκείνη που ορίζεται ως βαθύς ύπνος REM, να δούμε τι έχει γίνει λάθος στις συνάψεις που αντανακλούν ανθρώπινα βιώματα και με μια τεχνική που ονομάζεται διεστιακό ερέθισμα αρχίζουμε και καταλαβαίνουμε το πώς μπορεί κάποιος να “ξεμπλοκάρει”. Από το πρώτο τρίμηνο ζωής μας γίνονται διαρκώς συνδέσεις νευρικών κυττάρων στον εγκέφαλο, για τις οποίες δεν έχει αποδειχθεί το πότε σταματούν» καταλήγει.

Ωστόσο, εντός της επιστημονικής κοινότητας επικρατεί μια αντιμετώπιση του θέματος «δημιουργικότητα», την οποία το αμερικανικό περιοδικό «New Yorker» έχει χαρακτηρίσει ως «θα-το-αναγνωρίσω-μόλις-το-δω». «Η δημιουργικότητα είναι η διαδικασία και όχι το προϊόν» δήλωσε προσφάτως στο περιοδικό ο Μαρκ Μπίμαν, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν. «Δεν είναι όλοι οι καλλιτέχνες δημιουργικοί. Αντιθέτως, κάποιοι λογιστές είναι εξαιρετικά δημιουργικοί» κατέληξε.

Επομένως, ελλείψει κοινώς αποδεκτού ορισμού, ως δημιουργικότητα τείνει να χαρακτηρίζεται η ικανότητα κάποιου να παρουσιάζει με σχετική ευκολία νέες ιδέες, απόψεις και λύσεις σε προβλήματα.

 

Οι κύριες μέθοδοι προσέγγισης της δημιουργικότητας από τους επιστήμονες είναι δύο. Είτε μέσω τεστ ανοιχτών ερωτήσεων (τρόπος γνωστός ως «το μικρό c») είτε εξετάζοντας αντίστροφα ανθρώπους που θεωρούνται δημιουργικοί και προσπαθώντας να κατηγοριοποιήσουν τα κοινά τους (αντιστοίχως, «το μεγάλο C»).

Σε μια πρόσφατη μελέτη η οποία εντάσσεται στο «μικρό c», ο Μπίμαν, μαζί με τον συνεργάτη του, Τζέιμς Κούνιος, παρακολούθησαν τα βλέμματα των ανθρώπων που υποβάλλονταν σε τεστ RAT. Πρόκειται για το ψυχολογικό τεστ κατά τα οποίο ο «εξεταστής» δίνει στους υποβαλλόμενους κάρτες με τρεις ή περισσότερες λέξεις και εκείνοι καλούνται να αναζητήσουν μία άλλη λέξη η οποία να συνδέεται με όλες τις κάρτες. Οι δύο επιστήμονες ήθελαν να παρατηρήσουν αν η κατεύθυνση του βλέμματος και η συχνότητα με την οποία ανοιγόκλεινε τα βλέφαρα ο «εξεταζόμενος» μπορούσε να σημαίνει κάτι για την προσέγγιση και για την πιθανότητα επιτυχίας του στο τεστ. Πράγματι, παρατηρώντας τη συγκεκριμένη παράμετρο, φάνηκε ότι όταν το υποκείμενο κοίταζε ευθεία προς μία λέξη και εστίαζε σε αυτή – δηλαδή δεν ανοιγόκλεινε συχνά τα μάτια του, δείχνοντας έτσι υψηλό ποσοστό προσοχής – ήταν πιο πιθανό να σκέφτεται αναλυτικά και συγκεντρωμένα τις πιθανές λογικές απαντήσεις και να απορρίπτει συστηματικά όσες έμοιαζαν παράλογες.

Οταν ο υποβαλλόμενος στο τεστ σταματούσε να κοιτάζει την κάθε λέξη είτε μετατοπίζοντας το βλέμμα είτε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, ήταν πιο πιθανό να σκέφτεται ευρύτερες, πιο αφηρημένες συνδέσεις, που έχουν μεγαλύτερη σχέση με τη διορατικότητα. Με αυτή τη μέθοδο οι Μπίμαν και Κούνιος ισχυρίζονται ότι μπορούν να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο θα λύσει κάποιο πρόβλημα.

 

Ακολουθώντας τον δρόμο του «μεγάλου C», ο ανθρωπολόγος Φράνσις Γκάλτον, εξάδελφος του Δαρβίνου, στο βιβλίο του «Κληρονομική ιδιοφυΐα», το 1869, δημοσίευσε εκτεταμένα στοιχεία προκειμένου να υποστηρίξει ότι η ιδιοφυΐα προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από γενετικούς παράγοντες: πάνω από 20 καλοί μουσικοί αποτελούσαν μέλη της οικογένειας Μπαχ, σημείωνε ο Γκάλτον. Εγραφε ακόμη για τις τρεις συγγραφείς – Εμιλι, Σαρλότ και Αν – της οικογένειας Μπροντέ κ.ά. Ηταν επίσης ο πρώτος ο οποίος μελέτησε σε βάθος τη σχετική συνεισφορά της φύσης και της ανατροφής στην ανάπτυξη της ιδιοφυΐας. Σύμφωνα με την έρευνα του Γκάλτον, περισσότεροι από τους μισούς συγγραφείς πρόζας και πάνω από το 40% των ποιητών ήταν ευθέως συνδεδεμένοι με άλλους μεγάλους της λογοτεχνίας. Το ίδιο και οι μουσικοί και οι ζωγράφοι, με ποσοστά 20% και 50% αντιστοίχως.

Καθώς η επιστήμη έχει εξελιχθεί έκτοτε, έχει γίνει σαφές ότι η θεώρηση του Γκάλτον είναι υπερβολικά απλοϊκή, κυρίως επειδή πλέον η δημιουργικότητα θεωρείται συνισταμένη πολλών παραγόντων, οι οποίοι τελικώς αλληλοσυμπληρώνονται με τον σωστό τρόπο στη σωστή στιγμή: ευφυΐα, συνδυαστική σκέψη, παρεκκλίνουσα σκέψη και κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, όπως η τάση για ρίσκο και τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Οι συγκεκριμένοι παράγοντες είναι σε έναν βαθμό καθορισμένοι γενετικά και σε έναν άλλον επίκτητοι, ως επιρροή του περιβάλλοντος.

Μοιάζει σαφές ότι τουλάχιστον κάποια από τα συστατικά του δημιουργικού ταλέντου περνούν μέσα από την οικογένεια, αλλά σε καμία περίπτωση αυτό δεν αποτελεί «προαπαιτούμενο» της δημιουργικότητας. Ο γιος (Αλέξανδρος) Δουμάς έγινε συγγραφέας, αλλά η μητέρα του ήταν κόρη πανδοχέα και ο πατέρας του στρατιωτικός. Ο συγγραφέας Κίνγκσλεϊ Εϊμις μπορεί να ήταν πατέρας του επίσης συγγραφέα Μάρτιν Εϊμις, αλλά ο δικός του πατέρας ήταν ο κλητήρας ενός παραγωγού μουστάρδας – πριν από τον Κίνγκσλεϊ δεν υπήρχε πατρική ή μητρική «γραμμή» που να οδηγεί προς κάποια λογοτεχνική ή καλλιτεχνική κατεύθυνση. Η κόρη του Αρθουρ Μίλερ, Ρεμπέκα, μπορεί να ακολούθησε τον δρόμο του πατέρα της, ωστόσο οι δικοί του γονείς, πολωνοί μετανάστες, ασχολούνταν με την κλωστοϋφαντουργία.

 

Δεν αποτελεί πρωτοτυπία η δημιουργικότητα να συνδέεται με τις ψυχικές ασθένειες. Πέρα από τα άκομψα κλισέ περί «δημιουργικής τρέλας», η σχέση των δύο παραγόντων έχει απασχολήσει εκτενώς τους επιστήμονες. Η πρώτη σχετική μελέτη, από τον αμερικανό συμπεριφορικό γενετιστή Λέοναρντ Ιστον, το 1966, έδειξε ότι τα τέκνα σχιζοφρενών μητέρων είναι πιο πιθανό σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά να ακολουθήσουν επαγγέλματα τα οποία θεωρούνται δημιουργικά.

Ακόμη και πιάνοντας το νήμα αντίστροφα, τα ευρήματα είναι διόλου αμελητέα. Ο Τζέιμς Τζόις είχε μια κόρη που υπέφερε από σχιζοφρένεια και ο ίδιος παρουσίαζε χαρακτηριστικά τα οποία τον τοποθετούσαν στο φάσμα της σχιζοφρένειας. Ο φιλόσοφος και μαθηματικός Μπέρτραντ Ράσελ είχε επίσης πολλά μέλη της οικογένειάς του που υπέφεραν από σχιζοφρένεια. Ο Αλφρεντ Αϊνστάιν είχε έναν γιο ο οποίος έπασχε από σχιζοφρένεια, ενώ ο ίδιος παρουσίαζε αδυναμίες στην κοινωνική και στη διαπροσωπική συμπεριφορά του. Εχοντας παρατηρήσει τα παραπάνω, η αμερικανίδα νευροεπιστήμονας του Κολεγίου Κάρβερ του Πανεπιστημίου της Αϊόβα, Νάνσι Κ. Αντρεάσεν, επιχείρησε αρχικώς να συνδέσει τη δημιουργικότητα με τη σχιζοφρένεια. Ωστόσο, σύντομα αντιλήφθηκε ότι είχε κάνει λάθος. Οπως εξιστορεί σε πρόσφατο τεύχος του περιοδικού «The Atlantic»: «Αν είχα δώσει περισσότερη προσοχή στους ποιητές Σύλβια Πλαθ και Ρόμπερτ Λόουελ, οι οποίοι έπασχαν από αυτό που σήμερα αποκαλούμε διαταραχή της διάθεσης, και λιγότερο στον Τζόις και στον Αϊνστάιν, μπορεί να το είχα παρατηρήσει. Ο ένας μετά τον άλλον, οι συγγραφείς τους οποίους μελετούσα έρχονταν στο γραφείο μου (σ.σ.: το πανεπιστήμιο γειτνιάζει με το παγκοσμίου φήμης Iowa Writers Workshop και η Αντρεάσεν είχε την ευκαιρία να συζητήσει με δεκάδες διάσημους συγγραφείς από το 1977, ανάμεσά τους ο Κερτ Βόνεγκατ, ο Τζον Τσίβερ και ο Ρίτσαρντ Γέιτς).

 

Περνούσαν από τρεις και πλέον ώρες ο καθένας αραδιάζοντάς μου ιστορίες της μάχης τους με τις διαταραχές της διάθεσης – συνήθως της κατάθλιψης και της διπολικής διαταραχής. Μάλιστα, αρχικώς εξεπλάγην που σχεδόν όλοι οι συγγραφείς τους οποίους προσέγγισα συμφωνούσαν με τέτοια προθυμία να συμμετάσχουν σε μελέτη μιας νεαρής και άγνωστης βοηθού καθηγητή. Σύντομα κατάλαβα γιατί έδειχναν τόσο ενδιαφέρον να μιλήσουν με έναν ψυχίατρο. Περί το 80% εξ αυτών είχε παρουσιάσει σχετική ενόχληση κάποια στιγμή».

Ενδεικτική της σχέσης την οποία διαπίστωσε η Αντρεάσεν είναι η περίπτωση του συγγραφέα του «Σφαγείου νούμερο πέντε», Κερτ Βόνεγκατ. Η μητέρα του υπέφερε από κατάθλιψη και αυτοκτόνησε ανήμερα τη γιορτή της μητέρας, όταν ο Κερτ ήταν 21 ετών και βρισκόταν στο σπίτι με άδεια από τον στρατό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο γιος του Βόνεγκατ, Μαρκ, διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια, αλλά ενδεχομένως να έπασχε από διπολική διαταραχή (αργότερα ο ίδιος έγραψε δύο βιβλία σχετικά με την εμπειρία του). Καθώς οι διανοητικές διαταραχές βρίσκονται εντός της πραγματικότητας της οικογένειας Βόνεγκατ, το ίδιο συμβαίνει και με τη δημιουργικότητα. Ο πατέρας του Κερτ ήταν ένας εξαιρετικός αρχιτέκτονας και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Μπέρναρντ, ήταν ένας ταλαντούχος χημικός και εφευρέτης, κάτοχος 28 πατεντών. Ο Μαρκ είναι συγγραφέας ενώ και οι δύο κόρες του Κερτ είναι εικαστικοί.

 

Ο γνωστός γερμανός νευροβιολόγος Γκέραλντ Χίτερ, καθηγητής στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν και συγγραφέας τριών βιβλίων για το ανθρώπινο μυαλό, συνέδεσε τη δημιουργικότητα με την παιδική ηλικία. «Αν αναρωτηθούμε πότε λειτούργησε πιο δημιουργικά ο εγκέφαλός μας, τότε για τους περισσότερους αυτό δεν ήταν στον προσανατολισμένο στα αποτελέσματα κόσμο των ενηλίκων. Η κατάσταση της κορυφαίας δημιουργικότητας για τους περισσότερους ήταν τότε που ούτε το υποπτευόμασταν: στην πρώιμη παιδική ηλικία». Ο Χίτερ υποστηρίζει ότι ο παιδικός εγκέφαλος σχηματίζεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και προσλαμβάνει τα πάντα ως νέα, χωρίς παλιές – καλές ή κακές – εμπειρίες ως μέτρο ή ως φραγμό. Γι’ αυτό και θεωρεί ότι η δημιουργικότητα εξαρτάται από όσα έζησε κάποιος ως παιδί, όταν υποδεχόταν κάθε εξέλιξη με πρωτόγνωρο, ενστικτώδη και απροσδόκητο τρόπο.

Ωστόσο, η δημιουργικότητα με αναφορές στην παιδική ηλικία επιβεβαιώνεται και από μια απροσδόκητη πηγή. «Πάντοτε με εξέπλησσε ότι το πουλί κατόρθωνε την καλύτερη καλλιτεχνική στιγμή του κελαηδήματός του ακριβώς στην ίδια βιολογική κατάσταση και διάθεση όπως και ο άνθρωπος, σε ενός είδους ψυχική ισορροπία, με κάποια απόσταση από τη σοβαρότητα της ζωής, με έναν αυθεντικά παιχνιδιάρικο τρόπο» έγραφε ο αυστριακός βραβευμένος με Νομπέλ ζωολόγος Κόνραντ Λόρεντς στον πέμπτο τόμο των «Τετραδίων για την ψυχολογία των ζώων». Και συνέχιζε: «Γνωρίζουμε ότι το κελάηδημα έχει σκοπό τον καθορισμό της περιοχής του κάθε πουλιού, την προσέλκυση των θηλυκών, τον εκφοβισμό των εισβολέων κ.ο.κ. Ωστόσο, γνωρίζουμε επίσης ότι όταν το τραγούδι των πουλιών φτάνει στο πιο τέλειο σημείο του και στην πιο πλούσια έκτασή του, αυτοί οι παράγοντες δεν διαδραματίζουν πια ρόλο».

 

Ο αμφιλεγόμενος ρόλος του καφέ

 

Για κάποιον λόγο, η σχέση του καφέ με τη δημιουργικότητα έχει απασχολήσει σε αξιοσημείωτο βαθμό την επιστημονική κοινότητα. Μάλιστα, τα ευρήματα των σχετικών ερευνών παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως λόγω της αναπάντεχης φύσης τους. Θα περίμενε κάποιος ότι η καφεΐνη, η οποία εν πολλοίς θεωρείται διεγερτική ουσία, θα διαδραμάτιζε θετικό ρόλο στη διαδικασία της δημιουργικότητας. Ωστόσο, ο καφές αποδεικνύεται επωφελής μόνο στην πρώιμη φάση της δημιουργικότητας, όπου απαιτείται η συγκέντρωση προκειμένου να υπάρξει μια λογική ανάλυση των παραμέτρων.

 

Η καφεΐνη «μπλοκάρει» τη λειτουργία της αδενοσίνης, μιας ουσίας η οποία περιορίζει την έκκριση διαφόρων χημικών προς τον εγκέφαλο και κατ’ αυτόν τον τρόπο μειώνει τα επίπεδα ενέργειας και προκαλεί το αίσθημα της νύστας. Βραχυπρόθεσμα, ο καφές ενισχύει την ενέργεια και μειώνει την κόπωση, επηρεάζει θετικά τη φυσική, γνωστική και κινητική απόδοση, βοηθώντας έτσι στη μνήμη, στην επίλυση των προβλημάτων, στη λήψη αποφάσεων και στη συγκέντρωση.

 

Ωστόσο η δημιουργικότητα, σύμφωνα με τις έρευνες, προκύπτει όταν το μυαλό σταματά να λειτουργεί προκειμένου να επιλύσει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα και καταπιάνεται με κάτι άσχετο. Η καφεΐνη συμβάλλει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ενας ακόμη τρόπος με τον οποίο η καφεΐνη παρακωλύει τη δημιουργική δραστηριότητα είναι η επίδραση που έχει στην ποιότητα του ύπνου. Εχει φανεί από έρευνες ότι κατά τη διάρκεια της φάσης REM (βαθύς ύπνος) ο εγκέφαλος αφομοιώνει πολλές ασύνδετες πληροφορίες, με αποτέλεσμα, μετά την αφύπνιση, να είναι περισσότερο πιθανή η επίλυση προβλημάτων. Ομως περί τα 200 μιλιγκράμ καφεΐνης (μία με δύο κούπες καφέ) έχει αποδειχθεί ότι αυξάνουν τον χρόνο που χρειάζεται προκειμένου κάποιος να αποκοιμηθεί, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι μειώνουν την ποιότητα του ύπνου και εντείνουν την αίσθηση κούρασης το πρωί. Ετσι, περιορίζεται η πρωινή δημιουργικότητα.

ΤΟ ΛΥΣΑΡΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, τουλάχιστον το 20% της δημιουργικότητας ενός ανθρώπου μπορεί να αποδοθεί στη φύση.Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, τουλάχιστον το 20% της δημιουργικότητας ενός ανθρώπου μπορεί να αποδοθεί στη φύση.

Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, οι πολύ δημιουργικοί συγγραφείς τείνουν να έχουν υψηλότερη επίδοση στα τεστ ψυχοπαθολογικής συμπεριφοράς.

Ερευνες στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα έδειξαν ότι οι υποβαλλόμενοι λύνουν με μεγαλύτερη ευκολία τα δημιουργικά τεστ όταν πληροφορηθούν ότι αυτά έχουν αναπτυχθεί σε έναν πολύ μακρινό τόπο.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι το μπλε χρώμα ευνοεί την πιο χαλαρή σκέψη.

Σύμφωνα με τον αμερικανό ψυχολόγο Ερικ Μάιζελ, «η δημιουργία ως πρώτο πράγμα που κάνει κάποιος το πρωί ευνοεί την πρόοδο, καθώς και την αξιοποίηση της “σκέψης του ύπνου”».

Σύμφωνα με τον αμερικανό μουσικοσυνθέτη και παραγωγό Μπράιαν Ινο, βοηθάει πολύ να ξεκινάει κάποιος από το μηδέν. «Αρχικά, στο στούντιο απλώς πειραματίζομαι με τους ήχους ώσπου να αναπτυχθεί κάτι που να θυμίζει μοτίβο».

ΙQ επιπέδου περίπου 120 βαθμών, το οποίο μαρτυρά ότι κάποιος είναι πολύ αλλά όχι εξαιρετικά έξυπνος, γενικώς θεωρείται αρκετό για τις δημιουργικές ιδιοφυΐες.

AΠΟ ΤΟ BHMAGASINO (ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ)