Επί πολλά χρόνια η ακριβής ετυμολογική ανάλυση του όρου έχει αποτελέσει πρόβλημα και στο παρελθόν διατυπώθηκαν αρκετές μη επιστημονικές (παρετυμολογικές) εικασίες.

Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, στην οποία συγκλίνουν τα πορίσματα της ιστορικής γλωσσολογίας, η αρχαία λέξη ἄνθρωπος απαντά ήδη με τον μυκηναϊκό τύπο a-to-ro-qo, παρουσιάζοντας παραγωγικό επίθημα το οποίο εμφανίζουν λέξεις που προέρχονται από το αρχ. ὄψ «πρόσωπο».

Η ανάλυση ἄνδρ-ωπος «αυτός που έχει όψη ή πρόσωπο άνδρα» είναι αυτή που τείνει να γίνει περισσότερο αποδεκτή στη σύγχρονη γλωσσολογία. Ας σημειωθεί ότι το αρχαίο ουσιαστικό ἀνήρ, ἀνδρός σήμαινε συγχρόνως «άνδρας, άνθρωπος», πράγμα που αποτελεί κοινό τόπο για πολλές σύγχρονες γλώσσες (λ.χ. αγγλ. man, γαλ. homme, γερμ. Mann «άνδρας» – man «κάποιος (άνθρωπος)», ισπ. hombre, ιταλ. uomo κ.α.), που όλα συνδυάζουν τις σημασίες «άνδρας, άνθρωπος», αντανακλώντας έτσι το γνωσιακό σύστημα των ομιλητών.

Δημοφιλείς παραμένουν ορισμένες εσφαλμένες (παρετυμολογικές) αναγωγές, οι οποίες δεν στηρίζονται σε επιστημονικά κριτήρια. Περισσότερο γνωστή είναι η λανθασμένη αναγωγή σε ἄνω + θρώσκω («αναπηδώ») + ὄπωπα (αρχαϊκός παρακείμενος του ὁρῶ, «βλέπω»), βάσει της οποίας ο άνθρωπος είναι το ον που κοιτάζει και κινείται προς τα εμπρός, άρα είναι γεμάτος αισιοδοξία και στόχους. Η άποψη αυτή προσκρούει στους μορφολογικούς κανόνες τής Ελληνικής, διότι παρουσιάζει τονισμό που δείχνει ότι πρόκειται για παράγωγο και όχι για σύνθετο, το δε ρήμα θρώσκω δεν έχει δώσει παράγωγα επίθετα τέτοιας μορφής.

Η ονομασία Ηomo, που εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα στους επιστημονικούς κύκλους ως επιστημονικός όρος αναφοράς στο γένος Homo, προέρχεται από το λατινικό homō «άνθρωπος».

Aπό τη Βικιπαιδεια