Στη διάρκεια μιας ώρας,
σκόρπισε, ο κατσιφόρας.
*
Όμως, μου ‘καμε τη χάρη
κι ήφερέ με, στο Φανάρι.
*
Απ’ τη κορφή του Φαναριού
σαν κατηφόριζε,
αγγελιαφόρος, τη βροχή
συνήθως, προμηνούσε,
σκάλες, ρύμνες κι ανθρώπους
καταβρόχθιζε,
αερικό κι άκακος γίγαντας,
τη μάνα Γη, Θέα του, προσκυνούσε.
*
Μέσα απ’ τη θαμπάδα του,
τα πάντα , μυθικά
φάνταζαν, μέσ’ τα παιδικά μας
μάτια,
οι άνθρωποι, φιγούρες,
που κινούνταν μαγικά
και τ’ ασπρισμένα σπίτια μας,
μοιάζανε, με τεράστια παλάτια.
*
Κι έβγαινε ο Αλλαντίν με το λυχνάρι,
μέσ’ απ’ τη πάχνη,
στο χαλί πετώντας
κι εμείς, πόση λαχτάρα νιώθαμε
ρωτώντας
το τζίνι, αν θα ζήσουμε,
“τις χίλιες και μία νύχτες”, με φεγγάρι.
*
Εκεί, αντριεύει το θυμητικό,
στις κορυφές των Φαναριών ,
μέσα στον κατσιφόρα,
πέπλο νυφιάτικο,
των άσπιλων ερώτων, εκεινών,
που, δεν λογάριαζαν ποτέ,
πώς θα ξεσπάσει, μπόρα..
4-7-2024
Από την Παρασκευή Μπαρδάνη