Δυο μάνες
*
Ποτέ δεν άκουσα,
όσο ήμουνα παιδί ,
σαν όλες τις μανάδες,
να μας λέτε παραμύθια,
-θεριό, μαζί και βασιλιά-,
μέσ’ τις ψυχές σας, είχα δει,
που τις κατάτρωγε σκληρά,
μέχρι τα μύχια.!!
*
Η πιο μεγάλη, της μικρής
μάνας, ήταν αβάντα,
εκείνης, που τα νιάτα της
έγιναν δεξί χέρι,
ενός πατέρα, που , σκληρή
μοίρα έκανε κουμάντα
και όρισέ του, στη ζωή
όλη, να υποφέρει.!!
*
Αγωνιστήκατε σκληρά,
δύο λέαινες μανάδες,
με πάθος και υπομονή,
κουράγιο και αγάπη,
μή σας πειράξουν τα παιδιά,
τυφώνες και χιονιάδες
και σε σκληρής τύχης, βορά,
μη γίνουν, -το κιτάπι -.!!
*
Έτσι σας γνώρισα
κι έτσι θα σας θυμάμαι,
με την πικρή στα χείλη,
“ωχου κι ώχου”, επωδό,
μ’ αν είν’ αλήθεια, οι ψυχές
πώς ζουν, εκεί που πάνε,
θα μας χαμογελάτε
σε άλλο κόσμο , από ‘δω.!!
*
Τώρα., δεν είστε στη ζωή,
μα, δεν σας λησμονούμε,
βαδίζουμε στα χνάρια σας,
χατίρι των παιδιών μας,
φτωχά τα λόγια που ‘γραψα
και λίγα, μα, ας γινούνε,
ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ,
για σας κι από τις δυό μας.!!
*
Μάνες μου, δεν σας έβαλα,
ποτέ μου σε κορνίζες,
αυτή η θέση , ‘ναι’ γι’ αυτούς,
πού ‘χουν , για πάντα φύγει,
ενώ, μέσ’ στην ψυχή μου εσείς,
έχετε βγάλει ρίζες
κι ο ίσκιος της φροντίδας σας,
νιώθω, πως με τυλίγει .!!
Aπό την ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΠΑΡΔΑΝΗ