Άρθρα

Μαρία Ανδρεάδου στις 26 Φεβρουαρίου 2017

Μπετόβεν για τις κρίσεις πανικού, Βιβάλντι για το στρες και Μότσαρτ για τα δύσκολα προβλήματα συνιστούν οι επιστήμονες… Η μουσική μπορεί να συμβάλει στη θεραπεία συγκεκριμένων ψυχικών ασθενειών και ψυχοσωματικών διαταραχών, εκτιμούν αμερικανοί και σκωτσέζοι επιστήμονες, οι οποίοι ζητούν από τους ασθενείς τους να ακούνε συγκεκριμένα μουσικά κομμάτια.

Π.χ., ο Μπετόβεν θεωρείται κατάλληλος για την αντιμετώπιση κρίσεων πανικού, οι Ρink Floyd για την κατάθλιψη, ενώ η τζαζ γενικά θεωρείται το πλέον «θεραπευτικό» είδος μουσικής.

Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης χρησιμοποιεί ένα μείγμα ψυχολογίας και ακουστικής μηχανικής προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον η μουσική μπορεί να κρύβει τη λύση πολλών ψυχολογικών παθήσεων. Αναλύουν τους στίχους, τους τόνους, ακόμη και αυτούς που κρύβονται πίσω από διάσημα ροκ και ποπ τραγούδια.

άθε μουσική εξημερώνει και διαφορετικό… ήθος, υποστηρίζουν οι επιστήμονες, αλλά η τζαζ αναδεικνύεται πρωταθλήτρια της ψυχοθεραπείας

«Η επίδραση ενός κομματιού μουσικής σε έναν άνθρωπο ξεπερνάκατά πολύ αυτό που πιστεύουμε,ότι απλώς ένα γρήγοροτέμπο μπορεί να ανεβάσει τη διάθεση, ενώ ένα πιο αργό μπορείνα μας ρίξει» εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης Ντον Νοξ, προσθέτοντας ότι «η μουσική εκφράζεισυναίσθημα μέσα από πολλούς παράγοντες, όπως ο τόνος,η δομή και τα άλλα χαρακτηριστικάενός κομματιού, ενώ και οι στίχοι μπορεί να έχουν μεγάληεπίδραση». Ετσι η μουσική συγκροτημάτων όπως οι Ρink Floyd (και ειδικά τα άλμπουμ τους «Wish Υou Were Ηere» και «Τhe Dark Side Οf Τhe Μoon»), το άλμπουμ «Cold Τurkey» του Τζον Λένονκαι το κομμάτι «What Α Wonderful World» του Λούις Αρμστρονγκ θεωρούνται «ανεβαστικά» της διάθεσης. Αντιθέτως, τα «Αnother Οne Βites Τhe Dust» των Queen, «Εverybody Ηurts» των RΕΜ και «Cigarettes and Αlcohol» των Οasis αποδείχθηκε ότι χάλασαν την διάθεση των εθελοντών.

Στόχος των σκωτσέζων επιστημόνων είναι να αναπτύξουν ένα μαθηματικό μοντέλο που να εξηγεί την ικανότητα της μουσικής να προκαλεί διαφορετικά συναισθήματα. Ετσι μπορούν να φτιάξουν προγράμματα στο κομπιούτερ τα οποία θα αναγνωρίζουν τις μουσικές εκείνες που είναι ικανές να επηρεάσουν τα συναισθήματα.

Στις ΗΠΑ επιστήμονες του Πανεπιστημίου Τεμπλ της Φιλαδέλφειας μελέτησαν τον εγκέφαλο 184 εθελοντών την ώρα που εκείνοι άκουγαν συγκεκριμένα είδη μουσικής. Διαπίστωσαν ότι κάθε μουσικό κομμάτι ή κλασικός συνθέτης είχε και διαφορετική επίδραση στην κυκλοφορία του αίματος, στη διάθεση και στις νευ ρικές λειτουργίες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

πηγή : http://www.o-klooun.com

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 21 Ιανουαρίου 2017

Μου αρέσει να συνδέω τα τραγούδια με τους ανθρώπους. Και κάθε νότα, κάθε ήχος γίνεται εικόνα. Γίνεται πρόσωπο, μορφή, ρυτίδα, χαμόγελο, δάκρυ, χαστούκι.

Κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω με τη δύναμη του ήχου. Το έχεις νιώσει;

Δεν έχει σημασία αν ακούς μπαλάντα ή χαρντ κορ κομμάτι. Δεν έχει σημασία αν είσαι ακίνητος ακούγοντάς το ή αν χορεύεις ασταμάτητα, γρήγορα, αργά, έντονα, παθιασμένα, νωχελικά, ρυθμικά…

Εκείνη την ώρα το σώμα σου μπορεί να βρίσκεται σε οποιαδήποτε θέση ή κατάσταση, αλλά η ψυχή σου είναι γαλήνια. Είναι σαν όλα να σταματάνε. Τα χείλη σου κινούνται μηχανικά στις υποδείξεις της μελωδίας αλλά η σκέψη σου ταξιδεύει, απομακρύνεται από την πεζή αναβίωση ενός χορευτικού ορχηστρικού επεισοδίου.

Συνδέω κάθε νότα, κάθε φράση με συναισθήματα. Συναισθήματα που ταυτίστηκαν με ανθρώπους και στιγμές. Στιγμές που χαράχτηκαν στη μνήμη μου, με καθόρισαν, με άλλαξαν, με στιγμάτισαν ή στιγμές που προσπέρασαν βιαστικά, που χάθηκαν σε κλάσματα δευτερολέπτου αλλά μου χάρισαν μια ανάμνηση.

Νιώθω μια δύναμη στο στήθος μου τόσο έντονη που μου θυμίζει ότι είμαι ζωντανή. Ότι αυτό αρκεί. Μια τέτοια δύναμη, το συναίσθημα που μου χαρίζει… αρκεί αυτό για να συνεχίσω, να θυμηθώ, να αναπολήσω, να αναζητήσω, να χαμογελάσω, να ζήσω!

Μου αρέσει η μουσική γιατί με βοηθά να μην ξεχνάω. Μικρές απλές συζητήσεις, έντονες βραδιές, δυνατούς δεσμούς, ένα συνθηματικό, μια σύνδεση, ένα αστείο, ένα πάρτι γενεθλίων.

Ένα τραγούδι που μου πρότεινες εντάσσοντας με στον κόσμο σου.

Ένα τραγούδι που μου αφιέρωσες, αποκαλύπτοντας λίγο πως νιώθεις και μετατρέποντάς το σε κωδικό εισόδου στο δικό μας μοναδικό κόσμο.

Ένα τραγούδι που τυχαία ακούσαμε, ανακαλύπτοντας, δημιουργώντας μια κοινή διαδρομή.

Ένα τραγούδι που μου έμαθες να αγαπώ, που αγάπησα σαν δικό μου και μέσα από αυτό σου παραδόθηκα απαλλαγμένη από άμυνες.

Ένα τραγούδι που τα λόγια του με ξεγυμνώνουν και δίνουν υπόσταση, έκφραση στο θυμό, την οργή, τη θλίψη, την αγάπη, τον έρωτα που ένιωσα.

Ένα τραγούδι που η μελωδία και το ύφος του μου θυμίζει το πώς ζεις φέρεσαι και κινείσαι.

Ένα τραγούδι που μου τραγούδησες όταν, ως βρέφος, με κρατούσες στην αγκαλιά σου και μετατράπηκε σε παιδική ανάμνηση χτίζοντας την αιώνια σχέση μας.

Ένα τραγούδι που συνέπεσε με ένα γεγονός και αποτελεί μυστική μυθωδία που αναπόφευκτα και ασυνείδητα, συνειρμικά με οδηγεί να το ξαναζήσω, να θυμηθώ.

Ένα τραγούδι που χωρίς σκοπό, γιατί, εξήγηση με έκανε να ανατριχιάσω, με άγγιξε και έγινε ένα με όσα είμαι.

Η μουσική. Ένα τραγούδι. Που ξυπνάει πάθη. Που θυμίζει όνειρο. Που σου ψιθυρίζει όσα νιώθεις, σκέφτεσαι, είσαι, όσα έζησες μοιράστηκες, όσα σε συνδέουν με τον κόσμο γύρω σου κι εντός σου.

You know what music is? God’s little reminder that there’s something else besides us in this universe, a harmonic connection between all living beings, every where, even the stars. – Robin Williams

από  O-klooun

Σταυρούλα Σωτηροπούλου στις 7 Ιανουαρίου 2017

Νόμοι και κανόνες, άγραφοι ή όχι, στο σχολείο, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στη δουλειά, στα καταστήματα, οπουδήποτε υπάρχει κοινωνική συναναστροφή και ανάγκη για οριοθέτηση. Απαραίτητοι για να ορίσουν τι πρέπει και τι δεν πρέπει μεταξύ των ανθρώπων και του χώρου που αυτοί βρίσκονται.

Τι θα γίνονταν στους δρόμους χωρίς το κώδικα οδικής κυκλοφορίας ή στη θάλασσα χωρίς τους αντίστοιχους κανόνες για τη ναυσιπλοΐα; Χάος και αταξία στην προσπάθεια όλων να φτάσουν στον προορισμό τους. Και στην οικογένεια το θεμέλιο λίθο της κοινωνίας τι γίνεται με τους κανόνες;
Οι κανόνες μέσα στην οικογένεια είναι απαραίτητοι πρώτα από όλα για να κάνουν λειτουργική τη συμβίωση των ανθρώπων κάτω από την ίδια στέγη και μετά ιδιαίτερα όταν υπάρχουν παιδιά για να θέσουν τα αναγκαία όρια. Και πραγματικά τα παιδιά έχουν ανάγκη για οριοθέτηση που τους προσφέρει το αίσθημα της ασφάλεια σε αντίθεση με μια ξέφρενη ελευθέρια, που παρόλο που φαίνεται ότι τη ζητούν απελπισμένα, θα τους δημιουργούσε σύγχυση, έντονο άγχος και ανασφάλεια. Η οικογένεια λοιπόν λειτουργώντας σαν ένα σύστημα που σκοπό έχει την ωρίμανση των ατόμων που την απαρτίζουν ορίζει τους δικούς της κανόνες, ανάλογα με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν, που αφορούν τη σχέση των μελών μεταξύ τους και τις σχέσεις που αναπτύσσονται με τον κοινωνικό περίγυρο.

Όμως για να μπορούν οι κανόνες να εξυπηρετούν το σκοπό τους και να είναι λειτουργικοί θα πρέπει να έχουν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Πρώτα από όλα θα πρέπει να είναι ξεκάθαροι για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν παιδιά που εύκολα μπορούν να μπερδευτούν, θα πρέπει να είναι δίκαιοι, κατάλληλοι για την κάθε περίπτωση, εκσυγχρονισμένοι, δηλαδή να είναι σύμφωνα με τις ανάγκες που έχουν παρουσιαστεί τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και όχι με αυτές που μπορεί να υπήρχαν στο παρελθόν και τέλος και για ορισμένες περιπτώσεις δεν θα πρέπει να είναι άκαμπτοι. Όταν λοιπόν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις μπορούν να θεωρηθούν λειτουργικοί και ότι εξυπηρετούν το στόχο τους.

Επομένως η παραβίαση τους θα πρέπει να έχει και τις ανάλογες «συνέπειες». Ιδιαίτερα στα παιδιών, που αρέσκονται να δοκιμάζουν τα όρια μας και το μέχρι που μπορούν να φτάσουν, και αφού εξεταστούν όλα τα παραπάνω είναι αναγκαία η επισήμανση της παραβίασης των κανόνων και η επιβολή της προκαθορισμένης συνέπειας (στέρηση τηλεόρασης, ηλεκτρονικού παιχνιδιού, σύντομη παραμονή στο δωμάτιο). Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε οτιδήποτε περιέχει σωματική, ψυχολογική ή λεκτική βία. Η στέρηση, σε λογικά πλαίσια, των δραστηριοτήτων που αρέσουν στο παιδί είναι αρκετή για τη μη συμμόρφωσης του με τους κανόνες. Η μη επιβολή των προκαθορισμένων κάνει τους γονείς να φαίνονται αναξιόπιστοι και ασυνεπείς σε αυτά που λένε και πράττουν.

Εκτός όμως από αυτούς τους φανερούς κανόνες υπάρχουν και κάποιοι άλλοι βαθύτεροι και κρυφοί που κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Δύσκολα εντοπίζονται και αφορούν την ελευθερία του σχολιασμού. Συνήθως αυτοί οι άγραφοι νόμοι απαγορεύουν στα άτομα της οικογένειας να αναφέρονται σε συγκεκριμένα θέματα. Έτσι μπορεί να είναι η απαγόρευση της έκφρασης κάποιου συναισθήματος, ιδιαίτερα αυτών που χαρακτηρίζονται λανθασμένα σαν αρνητικά, η αναφορά σε δυσάρεστες καταστάσεις, σε κάποιο μυστικό της οικογένειας που αφορά το παρελθόν ή το παρών, σε κάτι που σχετίζεται με το σώμα είτε πρόκειται για κάποια ιδιαιτερότητα ενός μέλους της οικογένειας είτε πρόκειται για ερωτήματα που έχουν περισσότερο οι έφηβοι σχετικά με την ανάπτυξη τους και γενικά σε θέματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ταμπού.
Η μη ελευθερία στο σχολιασμό και οι άγραφοι κανόνες που ισχύουν μπορούν να δημιουργήσουν κυρίως στα παιδιά αποξένωση και μείωση της αυτοεκτίμησης τους. Η απαγόρευση της έκφρασης για αυτά που αισθάνονται, καταλαβαίνουν, βιώνουν και τους προβληματίζουν δηλαδή για τις εμπειρίες της ζωή τους που έχουν ανάγκη να συζητήσουν λειτουργεί ανατρεπτικά για την ωρίμανση και την ανάπτυξη τους. Η συζήτηση με κατανόηση και ο ελεύθερος σχολιασμός με σεβασμό μέσα σε ένα ανθρώπινο οικογενειακό πλαίσιο μπορεί να έχει πολύ μεγαλύτερα οφέλη από την αποσιωπήσει και το κουκούλωμα.
Επομένως σίγουρα οι κανόνες είναι χρήσιμοι, κανόνες σωστοί και λειτουργικοί που διευκολύνουν και δεν δυσκολεύουν, που παρέχουν όρια και ασφάλεια. Στην οικογένεια, το κύτταρο της κοινωνίας, οι απαραίτητες απαγορεύσεις αλλά και η απαραίτητη ελευθερία δίνουν την δυνατότητα για την ωρίμανση και εξέλιξη των μελών της, μεγαλύτερων και μικρότερων και κατ’ επέκταση της ίδιας της κοινωνίας.
Πηγές:
•Σατίρ, Β. (1988),Πλάθοντας ανθρώπους, Στυλιανούδη Λ. (μεταφ.), Νίκας Αγγ. (επιμ.), Εκδόσεις Κέδρος.
•Καππάτου Α. (2013), Μεγαλώστε ευτυχισμένα παιδία, Εκδόσεις Μίνωας.
________
~ maxmag.gr
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 13 Νοεμβρίου 2016

Της Χρύσας Κατσιτοπούλου.

Να προσέχετε τους εαυτούς σας! Να σας αγαπάτε !
Να δίνετε μέχρι εκεί που μπορείτε, να μη νιώθετε τύψεις όταν ξεμένετε από ενέργεια και δεν μπορείτε να βοηθήσετε κάποιον άλλο.
Η ενέργειά σας είναι πολύτιμη. Να έχετε χρόνο για τον εαυτό σας, να μιλάτε μαζί του, να του ασκείτε κριτική, να τον χαϊδεύετε, να τον μαλώνετε,να είστε πάντα σε επαφή με το είναι σας.
Μη χαραμίζετε τη ζωή σας με ενοχές, κόμπλεξ και ανελέητα… ΑΝ…
Μην υποτιμάτε τον εαυτό σας, μην επιτρέπετε σε ΚΑΝΕΝΑΝ να σας υποτιμάει, λογοκρίνει, μειώνει.
Μην έχετε στη ζωή σας ανθρώπους που σας βάζουν σε διαδικασία να απολογηθείτε.
Η ζωή σας είναι δικιά σας! ΟΧΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ! Να κάνετε ότι γουστάρετε ! Να ζείτε όπως γουστάρετε ! Να μη σας στιγματίζει καμία ταμπέλα ! Να είστε ΕΣΕΙΣ και να λέτε : “Χέστηκα σε ποιόν αρέσω, εγώ θα είμαι αυτός που θέλω!”
Να διαφέρετε!
Μην ξοδεύετε δευτερόλεπτο με ανθρώπους που δε σας εκτιμούν.
Μην είστε ζητιάνοι αγάπης, ζητιάνοι ενδιαφέροντος!
Αν σας αγαπάει κάποιος θα είναι στη ζωή σας. Αν θέλει να σας δει, θα σας δει ! Αν θέλει να σας βρει, θα σας βρει.
Μην καταπίνετε αμάσητο ότι σας πουλάνε, ο καλύτερος κριτής είναι το ένστικτό σας!
Μη θεωρείτε λογικό, δεδομένο, αυτονόητο ότι πρέπει να αντέξετε μια ζωή που σας επέβαλαν άλλοι!
Να παλεύετε την αξιοπρέπειά σας, τα δικαιώματά σας για τη ζωή ΣΑΣ ! Μη φοβάστε τα συναισθήματά σας!
Δεν είναι κακό να φοβάσαι, να κλαις, να λυγίζεις.
Αφού είσαι άνθρωπος, ΝΙΩΘΕΙΣ.
Μη φοβάστε να ερωτευτείτε!
Ο έρωτας είναι πηγή ζωής! Μην παραμελείτε την υγεία σας!
Ειδικά αν είστε γονείς είναι εγκληματικό αν το κάνετε. Προδίδουμε τα παιδιά μας αν δεν προστατεύουμε την υγεία μας. Βγάλτε από τη ζωή σας τον εγωισμό.
Είναι καταστροφικός! Τυφλώνει!
Να αγαπάτε με όλη σας την ψυχή και να έχετε δίπλα σας ανθρώπους που σας αγαπάνε για αυτό που είστε! Να αγαπάτε την ευάλωτη πλευρά σας ! Αν υπάρχουν στη ζωή σας άνθρωποι που δε δέχονται-αγαπάνε τη σκοτεινή , ευάλωτη ,παιδική πλευρά σας, να τους πετάτε έξω από τη ζωή σας ! Να αγαπάτε τη ζωή για να σας αγαπάει και αυτή !! Ορμήστε στη ζωή!
Μην περιμένετε την ιδανική στιγμή!
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΙΔΑΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ! ΔΕ ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΠΟΤΕ!
Όσο την περιμένεις έχεις χάσει τη μισή ζωή σου στο περίμενε. Μην έχετε δεδομένη τη ζωή σας, ούτε τους ανθρώπους σας.
Να λέτε ασταμάτητα σ’ αγαπάω, συγνώμη, ευχαριστώ.
Μην κάνετε μακροπρόθεσμα σχέδια. Βάλτε κοντινούς στόχους.
Είναι ανόητο να σχεδιάζουμε τη ζωή μας. Χάνουμε το τώρα. Δε γράφουμε εμείς το σενάριο της ζωής μας.
Η ζωή θα μας δείξει τι ρόλο θα παίξουμε.
Να είστε μαχητές! Να είστε ονειροπόλοι! Να είστε άτακτοι.
Η αταξία του μυαλού σας χτίζει την προσωπικότητά σας, τη μοναδικότητά σας!
ΖΗΣΤΕ! ΤΩΡΑ!
ΣΗΜΕΡΑ…για να έχετε αύριο

 

Από anapnoes.gr

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 5 Νοεμβρίου 2016

Το 1961, ο είκοσι εφτάχρονος Στάνλει Μίλγκραμ, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Γέιλ, αποφάσισε να μελετήσει την υπακοή στην εξουσία. Είχαν περάσει λίγα μόνο χρόνια από τα φρικτά εγκλήματα των Ναζί και γινόταν μια προσπάθεια κατανόησης της συμπεριφοράς των απλών στρατιωτών και αξιωματικών των SS, οι οποίοι είχαν εξολοθρεύσει εκατομμύρια αμάχων. Η ευρέως αποδεκτή εξήγηση –πριν το πείραμα του Μίλγκραμ- ήταν η αυταρχική τευτονική διαπαιδαγώγηση και η καταπιεσμένη –κυρίως σεξουαλικά- παιδική ηλικία των Γερμανών.

Όμως ο Μίλγκραμ ήταν κοινωνικός ψυχολόγος και πίστευε ότι αυτού του είδους η υπακοή –που οδηγεί στο έγκλημα- δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών. Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του.

Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό πείραμα σχετικό με τη μνήμη.

Χώριζε τους φοιτητές σε ζεύγη και –μετά από μια εικονική κλήρωση- ο ένας έπαιρνε το ρόλο του «μαθητευομένου» και ο άλλος του «δασκάλου».

Ο έκπληκτος «μαθητευόμενος» δενόταν χειροπόδαρα σε μια ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα. Έπειτα του έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων.

Ο «δάσκαλος», από την άλλη, καθόταν μπροστά σε μια κονσόλα ηλεκτρικής γεννήτριας. Μπροστά του δέκα κουμπιά με ενδείξεις: «15 βολτ, 30 βολτ, 50 βολτ κλπ.» Το τελευταίο κουμπί έγραφε: «450 βολτ. Προσοχή! Κίνδυνος!»

Πίσω από το «δάσκαλο» στεκόταν ο πειραματιστής, ο υπεύθυνος του πειράματος. (Και περνάμε σε ενεστώτα για να γίνουμε μέτοχοι της στιγμής.)

«Θα λέτε την πρώτη λέξη από τα ζεύγη στο μαθητευόμενο. Αν κάνει λάθος θα σηκώσετε το πρώτο μοχλό και θα υποστεί ένα ηλεκτροσόκ 15 βολτ. Σε κάθε λάθος θα σηκώνετε τον αμέσως επόμενο μοχλό», λέει ο πειραματιστής και ο «δάσκαλος» αισθάνεται ήδη καλά που δεν του έτυχε στην κλήρωση ο άλλος ρόλος.

Το πείραμα ξεκινάει. Ο «δάσκαλος» λέει τις λέξεις από το μικρόφωνο. Ο «μαθητευόμενος», ήδη τρομαγμένος, απαντάει σωστά, αλλά όχι για πολύ. Μόλις κάνει το πρώτο λάθος ο «δάσκαλος» γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος του λέει να προχωρήσει στο πρώτο ηλεκτροσόκ. Ο «δάσκαλος» υπακούει. 15 βολτ δεν είναι πολλά, αλλά ο «μαθητευόμενος» έχει αλλάξει ήδη γνώμη. Παρ’ όλα αυτά απαντάει σωστά σε άλλη μια ερώτηση, αλλά στο επόμενο λάθος δέχεται 30 βολτ. «Αφήστε να φύγω», λέει ο «μαθητευόμενος» που δεν μπορεί να λυθεί. «Δε θέλω να συμμετάσχω σε αυτό το πείραμα.» Ο «δάσκαλος» κοιτάει τον πειραματιστή. Εκείνος του κάνει νόημα να συνεχίσει.

Τα βολτ αυξάνονται και τώρα πια ο πόνος είναι εμφανής στο πρόσωπο του «μαθητευόμενου», που εκλιπαρεί να τον αφήσουν ελεύθερο. Στα 200 βολτ ταρακουνιέται ολόκληρος. Ο «δάσκαλος» πριν κάθε ηλεκτροσόκ γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος, με σταθερή φωνή, του λέει ότι το πείραμα πρέπει να συνεχιστεί. Ο «δάσκαλος» συνεχίζει να βασανίζει έναν άγνωστο, έναν απλό φοιτητή που κλαίει, ζητάει τη βοήθεια του Θεού και παρακαλεί να τον λυπηθούν. Δεν μπορεί πια να απαντήσει στις ερωτήσεις, αλλά ο πειραματιστής λέει στο «δάσκαλο»:

«Τη σιωπή την εκλαμβάνουμε ως αποτυχημένη απάντηση και συνεχίζουμε με την τιμωρία.»

Στα 345 βολτ ο «μαθητευόμενος» τραντάζεται ολόκληρος, ουρλιάζει και χάνει τις αισθήσεις του.

Ο «δάσκαλος», ιδρωμένος και με τα χέρια του να τρέμουν, κοιτάει τον πειραματιστή.

«Μην ανησυχείτε», λέει εκείνος, «το πείραμα είναι απολύτως ελεγχόμενο… Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»

«Μα είναι λιπόθυμος», λέει ο «δάσκαλος».

«Δεν έχει καμιά σημασία. Το πείραμα πρέπει να ολοκληρωθεί. Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»

Πόσοι από τους εθελοντές έφτασαν ως τον τελευταίο μοχλό;

Πριν ξεκινήσει το πείραμα του ο Μίλγκραμ είχε κάνει μια «δημοσκόπηση» ανάμεσα στους ψυχιάτρους και στους ψυχολόγους, ρωτώντας τους τι ποσοστό των εθελοντών θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό.

Σχεδόν όλοι απάντησαν ότι κανείς δε θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό, πέρα ίσως από κάποια άτομα με κρυπτοσαδιστικές τάσεις, καθαρά παθολογικές.

Δυστυχώς έκαναν λάθος.

Μόλις το 5% των «δασκάλων» αρνήθηκαν εξ’ αρχής να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο πείραμα και αποχώρησαν –συνήθως βρίζοντας τον πειραματιστή. Το υπόλοιπο 95% προχώρησε πολύ το πείραμα, πάνω από τα 150 βολτ. Και το 65%… Έφτασε μέχρι τον τελευταίο μοχλό, τα πιθανότατα θανατηφόρα 450 βολτ!

Που έγκειται η φάρσα;

Ο «μαθητευόμενος» δεν ήταν φοιτητής, αλλά ηθοποιός, που είχε προσληφθεί από το Μίλγκραμ για αυτόν ακριβώς το «ρόλο». Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός ούτε ηλεκτροσόκ. Ο ηθοποιός υποκρινόταν. Το μοναδικό πειραματόζωο ήταν ο «δάσκαλος». Όμως τα αποτελέσματα ήταν αληθινά: Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων θα υπακούσει και θα βασανίσει –ίσως και θα σκοτώσει- έναν άγνωστο του, αρκεί να δέχεται εντολές από κάποιον με κύρος (στην προκειμένη περίπτωση επιστημονικό) και ταυτόχρονα να αισθάνεται ότι δεν τον βαρύνει η ευθύνη για ό,τι συμβεί –αφού εκείνος «απλά ακολουθούσε τις διαταγές». Και φυσικά οι περισσότεροι από εμάς θα σκεφτούν όταν μάθουν για αυτό το πείραμα: «Εγώ αποκλείεται να έφτανα ως τον τελευταίο μοχλό.»

Όμως δείτε τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, κάθε μέρα.

Ο υπάλληλος της ΔΕΗ που δέχεται να κόψει το ρεύμα από έναν άνεργο ή άπορο, ξέροντας ότι έτσι τον ταπεινώνει, τον υποβάλει σε ένα διαρκές βασανιστήριο και πιθανότατα θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του, ανήκει στο 65% του τελευταίου μοχλού. Και δεν είναι καθόλου κρυπτοσαδιστής. Απλά ακολουθάει τις εντολές που του έδωσαν.

Ο υπάλληλος του σούπερ-μάρκετ που σου δίνει το χαλασμένο ψάρι και σε διαβεβαιώνει ότι είναι φρέσκο δε σε μισεί, παρότι γνωρίζει ότι μπορεί να πάθεις και δηλητηρίαση. Απλώς ακολουθάει εντολές. Ο αστυνομικός ο οποίος ραντίζει με χημικά τους διαδηλωτές δεν είναι κρυπτοσαδιστής –αν και πολλοί θα διαφωνήσουν στο συγκεκριμένο παράδειγμα. Απλώς κάνει τη δουλειά του. Ο υπάλληλος της εφορίας ή της τράπεζας που υπογράφει την κατάσχεση κάποιου σπιτιού για 1.000 ευρώ χρέος, θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό στο πείραμα. Γιατί υπακούει.

Ο πολιτικός που υπογράφει το μνημόνιο το οποίο οδηγεί ένα ολόκληρο έθνος στην εξαθλίωση του νεοφιλελευθερισμού θα έφτανε μέχρι τον τελευταίο μοχλό. Και αυτός υπακούει, σε εντολές πολύ πιο ισχυρές από εκείνες του πειραματιστή με την άσπρη φόρμα. Αν όμως δούμε το πείραμα του Μίλγκραμ από την ανθρωπιστική-ηθική του πλευρά (από την πλευρά του 5% που αρνήθηκε να υπακούσει) θα καταλάβουμε ότι κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Αν σε διατάζουν να κάνεις κάτι που προκαλεί κακό στον άλλον, στο συμπολίτη σου, σε έναν μετανάστη, σε έναν άνθρωπο (ή σε ένα ζώο, αλλά αυτό περιπλέκει πολύ τα πράγματα, εφόσον συνεχίζουμε να τρώμε κρέας), πρέπει να αρνηθείς να υπακούσεις. Ακόμα κι αν χάσεις το μπόνους παραγωγικότητας, την προαγωγή, την επανεκλογή, τη δουλειά σου.

Μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε να υπακούσουμε στις «μικρές» και καθημερινές εντολές βίας –με τις οποίες οι περισσότεροι ασυνείδητα συμμορφωνόμαστε, μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια γενικευμένη και μέχρι τέλους πολιτική, κοινωνική, καταναλωτική ανυπακοή, μόνο όταν μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ως αυτεξούσιοι άνθρωποι και όχι ως ανεύθυνοι υπάλληλοι, μόνο τότε θα μπορέσουμε να γκρεμίσουμε τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού που μας θέλει υπάνθρωπους, υπάκουους και υπόδουλους.

Και μια τελευταία παρατήρηση:

Τα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ, οι εθελοντές φοιτητές, μάθαιναν από εκείνον ποιος ήταν ο στόχος του πειράματος. Μάθαιναν ότι ο «μαθητευόμενος» ήταν ηθοποιός και ότι δεν είχε ποτέ υποστεί ηλεκτροσόκ. Ο Μίλγκραμ το έκανε αυτό για να τους ανακουφίσει, αλλά πέτυχε το ακριβώς αντίθετο. Αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά το 65% που είχε φτάσει ως τον τελευταίο μοχλό, πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους κυνηγημένοι από τις Ερινύες της πράξης τους. Γιατί συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν τόσο αθώοι και τόσο «καλοί» όσο ήθελαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους.

Aπό altrnativemagasine.net

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 5 Νοεμβρίου 2016

Η ιστορία του ψωμιού ξεκινάει πριν από 30.000 χρόνια στην Ευρώπη. Το πρώτο ψωμί που φτιάχτηκε πιθανόν να ήταν μια εκδοχή πάστας σιτηρών, φτιαγμένης από καβουρδισμένους και αλεσμένους κόκκους δημητριακών και νερό, και μπορεί να προέκυψε τυχαία κατά το μαγείρεμα ή και σκόπιμα μετά από πειραματισμό με αλεύρι ολικής αλέσεως και νερό. Το πιο πιθανό είναι να ήταν άζυμο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τα δημητριακά ήταν μια από τις πολλές πηγές τροφίμων, καθώς η δίαιτα των Ευρωπαίων βασιζόταν κυρίως σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Τα δημητριακά και το ψωμί έγιναν βασική τροφή στη Νεολιθική εποχή, περίπου 10.000 χρόνια πριν, όταν το σιτάρι και το κριθάρι ήταν ανάμεσα στα πρώτα φυτά που καλλιεργήθηκαν. Η καλλιέργειά τους εξαπλώθηκε από τη Νοτιοδυτική Ασία στην Ευρώπη, τη Βόρειο Αφρική και την Ινδική χερσόνησο και έδωσε τη δυνατότητα στους ανθρώπους να γίνουν αγρότες και όχι κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες. Η εμφάνιση του ψωμιού με προζύμι τοποθετείται κατά πάσα πιθανότητα πάλι σε προϊστορικούς χρόνους, όμως οι πρώτες μαρτυρίες εντοπίζονται στην αρχαία Αίγυπτο. Στην αρχαιότητα, η ιδέα ενός αυτοτελούς φούρνου που θα μπορούσε να προθερμανθεί, έχοντας μια πόρτα για πρόσβαση, φαίνεται να ήταν ελληνική. Στην αρχαία Ελλάδα το ψωμί ήταν κριθαρένιο. Ο Σόλων είχε δηλώσει πως το σταρένιο ψωμί θα μπορούσε να ψηθεί μόνο σε μέρες γιορτής. Τον 5ο αι. π.Χ. μπορούσε κανείς να αγοράσει ψωμί στην Αθήνα από αρτοποιείο, ενώ στη Ρώμη, οι Έλληνες αρτοποιοί έκαναν την εμφάνισή τους τον 2ο αι. π.Χ., όταν η Μικρά Ασία πέρασε στη Ρωμαϊκή κυριαρχία. Η σημασία του ψωμιού στη διατροφή αντανακλάται και από το όνομα του υπόλοιπου γεύματος: ὄψον , δηλαδή συνοδεία ψωμιού, όποια κι αν ήταν αυτή. Στο Μεσαίωνα, στην Ευρώπη, το ψωμί αποτελούσε όχι μόνο βασική τροφή, αλλά και μέρους του σερβίτσιου. Πιο συγκεκριμένα, ένα κομάτι μπαγιάτικο ψωμί χρησιμοποιούταν σαν απορροφητικό πιάτο, που κατά την ολοκλήρωση του γεύματος μπορούσε να φαγωθεί, να δοθεί στους φτωχούς ή να ταϊστεί στα σκυλιά. Μόλις τον 15ο αι. άρχισε να αντικαθίσται από ξύλινες πιατέλες. Για πολλές γενιές το άσπρο ψωμί προτιμούνταν από τους πλούσιους, ενώ οι φτωχοί έτρωγαν μαύρο (ολικής αλέσεως) ψωμί. Όμως, στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες τα πράγματα αντιστράφηκαν στα τέλη του 20ου αι., με το ψωμί ολικής αλέσεως να προτιμάται, εξαιτίας της υψηλής διατροφικής του αξίας, σε αντίθεση με το άσπρο που συνδέθηκε με άγνοια για τη διατροφή. Στη σύγχρονη εποχή, η βιομηχανοποίηση του ψησίματος του ψωμιού αποτέλεσε ένα καθοριστικό βήμα για τη δημιουργία του σύγχρονου κόσμου. Ο Otto Frederick Rohwedder θεωρείται ο πατέρας του ψωμιού σε φέτες (1912), ο οποίος κατάφερε το 1928 να εφεύρει μια μηχανή που τεμάχιζε και τύλιγε το ψωμί σε συσκευασία. Μια άλλη σημαντική αλλαγή συνέβη το 1961, με την ανάπτυξη της μεθόδου Chorleywood, που χρησιμοποιούσε την έντονη μηχανική επεξεργασία της ζύμης για να μειώσει δραματικά την περίοδο της ζύμωσης και τον χρόνο που απαιτείται για να παραχθεί μια φραντζόλα, σε βάρος όμως της γεύσης και της θρεπτικής αξίας. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιείται πλέον ευρέως σε μεγάλα εργοστάσια παγκοσμίως. Στην Ελλάδα Οι Έλληνες ναυτικοί και έμποροι έφεραν το αιγυπτιακό αλεύρι στην Ελλάδα, όπου άρχισε και το ψήσιμο του ψωμιού. Περισσότερο δημοφιλές ήταν το λευκό ψωμί και μεταξύ των πόλεων υπήρχε πολύ έντονος ανταγωνισμός για το καλύτερο ψωμί. Η Αθήνα «καμάρωνε» για τον Θεάριο, τον καλύτερο αρτοποιό της, το όνομα του οποίου βρισκόταν στα γραπτά πολλών συγγραφέων. Αρτοποιεία εμφανίστηκαν κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. Ανάμεσα στις πολλές ποιότητες ψωμιού που παρασκευάζονταν στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο ζυμίτης, από αλεύρι, νερό και προζύμι, ο άζυμος, από αλεύρι και νερό, ο σιμιγδαλίτης, από λεπτότατο αλεύρι προερχόμενο από καλής ποιότητας σιτάρι κλπ. Από αρχαία κείμενα προκύπτει ότι οι Έλληνες προσέφεραν άρτους στους θεούς, στους οποίους ονόμαζαν θειαγόνους άρτους. Στο ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα, κατά την εορτή των θεσμοφορίων, προσφερόταν στη θεά μεγάλος άρτος από τον οποίο η συγκεκριμένη γιορτή ονομαζόταν μεγαλάρτια. Στο γερμανικό Μουσείο Ψωμιού που λειτουργεί στην πόλη Ουλμ, τα ωραιότερα εκθέματα είναι τέσσερα ελληνικά ειδώλια του 5ου αιώνα π.Χ., προερχόμενα από τη Βοιωτία, με γυναικείες μορφές. Στα ειδώλια εικονίζεται το άλεσμα του σταριού σε γουδί, το πλάσιμο της ζύμης, το ψήσιμο του ψωμιού και οι άρτοι έτοιμοι προς πώληση και βρώση. Να σημειωθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν θαλασσινό αλάτι στο ψωμί για νοστιμιά. Στη θρησκεία Στην Καινή Διαθήκη περιγράφεται το θαύμα που έκανε ο Ιησούς Χριστός, που με πέντε άρτους και δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ανθρώπους. Επίσης ο Χριστός παρομοίαζε τον εαυτό του στους μαθητές του σαν άρτο τον οποίον όποιος τρώει θα έχει ζωή αιώνια. Στο Μυστικό δείπνο ο Ιησούς ευλόγησε ένα ψωμί, το έκοψε σε κομμάτια και είπε: «Λάβετε, φάγετε, αυτό είναι το σώμα μου». Μετά ευλόγησε το κρασί και έδωσε το ποτήρι του σε όλους και είπε: «Πιείτε από αυτό όλοι, αυτό είναι το αίμα μου». Στην προσευχή που έδωσε ο ίδιος ο Χριστός, υπάρχει αίτημα για τον άρτον τον επιούσιον. Στην εκκλησία, χωρίς άρτο, δεν είναι δυνατόν να τελεσθεί θεία λειτουργία. Ο άρτος πρέπει να είναι καλά ζυμωμένος και να έχει την σφραγίδα του σταυρού και την επιγραφή ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.

Από tilestwra.gr

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 1 Νοεμβρίου 2016

Της Άννας Ιωαννίδου

Σκέφτηκες ποτέ τι μπορεί να κρύβεται πίσω από τους «τίτλους ειδήσεων» στο εξώφυλλο της δικής σου Ζωής; Πόση ενέργεια, πόσα χαμόγελα, πόσα δάκρυα, πόσα ταξίδια; Φρόντισες να’ χεις τα μάτια της Ψυχής ανοικτά, έτσι για να βρίσκει έδαφος και νόημα η κάθε μία κουκίδα ξεχωριστά, και να πηγαίνει να κάθεται αβίαστα εκεί που «πρέπει», όποτε «πρέπει»;

Δε θα’ ταν στ’ αλήθεια, κρίμα κι άδικο να ξύπναγες μια μέρα, συνειδητοποιώντας πως το δικό σου παζλ, βγήκε λίγο μικρότερο απ’ ότι το ονειρεύτηκες; Πως οι κουκίδες της ζωής σου, στο τελικό μέτρημα, βγήκαν κάπως κουτσουρεμένες; Με δίχως αμφιβολία θα αναρωτήθηκες πολλάκις, τι θα γινόταν αν επέλεγες άλλο δρόμο, άλλη κατεύθυνση, στη διαδρομή που έκανες στην μέχρι τώρα επίγεια σου περαντζάδα. Αν έστριβες αριστερά αντί δεξιά; Αν πήγαινες με χίλια αντί με εκατό;

Τι πορεία θα έπαιρνε το ταξίδι προς την περιβόητη Ιθάκη; Κι ίσως πολλές φορές να μετάνιωσες για κάποιες από τις στροφές που έστριψες, για κάποιες από τις ταχύτητες που φοβήθηκες. Λάθος. Μεγάλο λάθος.  Μην αμφιβάλλεις ποτέ και μη μετανιώνεις για τίποτα. Η ζωή ξέρει καλύτερα από σένα. Εσύ μονάχα έχε το νου και την καρδιά σου ανοικτά. Εσύ μονάχα φρόντισε να περπατάς. Και μην αφήνεις καμιά κουκίδα να πάει χαμένη, κανένα τίτλο ειδήσεων να γραφτεί στα παραλειπόμενα.

Και κάτι τελευταίο. Μη μιλάς άλλο για Ιθάκη. Για ταξίδια να μιλάς. Να θυμάσαι πως σημασία έχει ότι έπεσες, σηκώθηκες, έμαθες, γέλασες, έκλαψες, αναθεώρησες, έζησες το Ταξίδι. Όσοι στ’ αλήθεια ταξίδεψαν, δε ζηλεύουν την Ιθάκη. Κι ας λέει ο Μίλτος το αντίθετο. Την Ιθάκη σου, μη γυρεύεις να τη βρεις. Να κοιτάς να την φτιάξεις. Να κοιτάς να γουστάρεις τη διαδρομή και να περπατάς. Αδιάκοπα και με δίχως εκπτώσεις. Να περπατάς…

 

Της Αννας Ιωαννιδου enallaktikidrasi.gr

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 29 Οκτωβρίου 2016

Κάποτε κρατούσαμε βιβλία και διαβάζαμε. Τώρα κρατάμε tablets και κινητά. Αυτό τι σημαίνει για τις αγαπημένες μας βιβλιοθήκες;

Με την τεχνολογία να κατακτά όλες τις πλευρές της καθημερινότητάς μας, είναι λογικό οι βιβλιοθήκες να πέσουν και αυτές «θύματα» της επέλασης. Τα παραδοσιακά βιβλία πλέον περιορίζονται σε εκείνους που είναι λάτρεις του είδους και είναι αφοσιωμένοι σε αυτό. Ακόμα και οι μαθητές ή οι φοιτητές που έμπαιναν στη διαδικασία να πάνε σε μια βιβλιοθήκη να κάνουν έρευνα για το σχολείο ή το πανεπιστήμιο πλέον έχουν το google και όλα είναι ένα κλικ μακριά.

Ποιο είναι το μέλλον λοιπόν για τις βιβλιοθήκες, που για πολλούς ήταν ένα δεύτερο σπίτι; Σίγουρα βρίσκονται σε ένα μεταβατικό στάδιο που θα πρέπει να «αποφασίσουν» αν θα αλλάξουν και θα προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα ή θα αφεθούν και θα σβήσουν. Τρόποι, κατά τους ειδικούς, υπάρχουν για να επιζήσουν οι βιβλιοθήκες. Ίσως όχι ακριβώς όπως τις ξέραμε αλλά σίγουρα διατηρώντας την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που έχουν.

Σίγουρα οι βιβλιοθήκες με τα βιβλία τους, παλιά και καινούρια, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως χώροι εκπαίδευσης και ανακάλυψης για μικρούς και μεγάλους. Ο χρήστης της βιβλιοθήκης μπαίνει στη διαδικασία να ψάξει και να ανακαλύψει τον τρόπο που λειτουργεί ο χώρος και αυτό από μόνο του μπορεί να είναι ένα ιδιαίτερο μάθημα. Αυτό μπορεί να πάει ένα βήμα παρακάτω και να εξειδικευτεί ακόμα περισσότερο αν για παράδειγμα χρησιμοποιηθούν σαν χώρος εκπαίδευσης νέων δημοσιογράφων και πώς μπορούν να κάνουν έρευνα για τη δουλειά τους.

Ένα σημαντικό όμως βήμα προς τον εκσυγχρονισμό τους είναι η ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών και σε τομείς πέρα από την αναζήτηση και την αρχειοθέτηση του υλικού τους. Αν μπορέσουν να ακολουθήσουν την εξέλιξη της τεχνολογίας θα παραμένουν επίκαιρες όσα χρόνια και αν περάσουν. Μπορούν να γίνουν ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες και να λειτουργούν όπως και παλιά αλλά για ηλεκτρονικά βιβλία. Μπορούν να ενσωματώσουν καφετέριες, χώρους για τέχνη αλλά και για συναντήσεις-επαγγελματικές και μη-παρέχοντας και όλα τα τεχνολογικά εργαλεία που είναι απαραίτητα.

Υπάρχουν και τεχνολογικά εργαλεία που είναι λίγο πιο προχωρημένα και θα μπορούσαν να παρέχονται. Όπως για παράδειγμα ειδικά στυλό που μεταφράζουν εκείνη τη στιγμή αυτό που διαβάζουμε. Ή μηχανήματα που εκτυπώνουν ό,τι θέλουμε, όπως το θέλουμε, ακόμα και ολόκληρο το βιβλίο μας. Εφαρμογές που μας επιτρέπουν την περιήγησή μας στη βιβλιοθήκη μέσω του υπολογιστή μας από το σαλόνι του σπιτιού μας και για ηλεκτρονική κράτηση βιβλίων-ηλεκτρονικών και μη. Ακόμα και παράδοση βιβλίων στο σπίτι μας με drones ώστε το βιβλίο να μην το ψάξεις αλλά να σε ψάξει εκείνο!

Λύσεις υπάρχουν όπως φαίνεται και ευτυχώς. Γιατί οι βιβλιοθήκες είναι μέρος των κοινωνιών μας για σχεδόν 5000 χρόνια και μας έχουν προσφέρει γνώσεις και στιγμές ανεκτίμητες και είναι κρίμα να χαθούν στη δίνη της επικαιρότητας.

Aπό as-milisoume.gr

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 28 Οκτωβρίου 2016

Αγκαλιά. Κάτι τόσο απλό, τόσο καθημερινό, αλλά ταυτόχρονα τόσο πηγαίο, τόσο ρομαντικό μέσα στην λιτότητά του. Δυο χέρια μπορούν να κάνουν πολλά και ίσως το να αγκαλιάσουν είναι από τα πιο σημαντικά και σπουδαία, τα πιο ουσιαστικά.

Υπάρχουν στιγμές που η κίνηση αυτή είναι απαραίτητη για να συμπληρώσει ένα αληθινό συναίσθημα. Μέσα σ’ αυτήn, ανακαλύπτεις έναν κόσμο αλλιώτικο, για δευτερόλεπτα απομονώνεσαι από την πολύβουη καθημερινότητα, είσαι απλά εκεί με την ανθρώπινη υπόστασή σου να λειτουργεί στο έπακρο, μόνο και μόνο γιατί κάνεις αυτό για το οποίο είσαι εκ φύσεως προορισμένος. Νιώθεις. Με όλα σου το είναι, την καρδιά, την ψυχή.

Πόσες φόρες μια αγκαλιά δεν εξέφρασε όσα εμείς δεν μπορέσαμε; Είναι αλήθεια, μπορεί να μιλήσει πιο πολύ από εμάς, να εκφράσει όλα εκείνα τα οποία εμείς κωλώσαμε να ομολογήσουμε όταν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Όταν εμείς, σαν κλειστοί τύποι, εγωιστές, φοβητσιάριδες απέναντι στο συναίσθημά μας, σιωπήσαμε, η αγκαλιά μας μπόρεσε να πει το «σ’αγαπάω», το «σε θέλω», το «μου έλειψες», το «μη φύγεις», το «σ΄ευχαριστώ», το «συγγνώμη».

Οι αγκαλιές επικοινωνούν με το δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο. Τα σώματα πλησιάζουν σαν δυο αντίθετοι πόλοι, τα χέρια ανοίγουν, η ψυχή αφήνεται, χαλαρώνει.

Και τότε είναι που ξεκινάει ο διάλογος των δύο σωμάτων. Το ένα αφηγείται και το άλλο ακούει προσεκτικά. Και όσο πιο δυνατά μιλάει μια αγκαλιά, τόσο πιο δυνατά και γρήγορα χτυπάει και η καρδιά του ακροατή. Είναι περίεργο πώς κάτι τόσο μικρό είναι ταυτόχρονα και τόσο μεγάλο,τόσο σημαντικό.

Και δε μιλάω για εκείνες τις άδειες αγκαλιές, τις ανούσιες που περνάνε αδιάφορες. Μιλάω για εκείνες που κάνουν την καρδιά να βλέπει καθαρά. Ξέρεις, αυτές που γίνονται σε σταθμούς τραίνων, σε λιμάνια, σε αεροδρόμια, εκείνες που έγιναν μετά από καβγάδες, που έγιναν όταν αυτά που ήθελες να πεις ήταν τόσα που δεν μπορούσες διαφορετικά να τα εκφράσεις.

Όπως και να το πεις αλλιώς, η αγκαλιά είναι πράξη, γι’ αυτό μένει. Ακόμη και όταν τα σώματα φύγουν, εκείνη θα είναι ακόμη πίσω, στο ίδιο σημείο καλοφτιαγμένη και σφιχτή. Έχει κλείσει μέσα της όλα όσα ειπώθηκαν, τις μυρωδιές των δυο ατόμων, τα βλέμματά τους, τα συναισθήματά τους. Και αυτό συμβαίνει γιατί η διαδικασία της είναι πολύπλοκη. Ενεργοποιεί όλες τις αισθήσεις, αφήνει αναμνήσεις οι οποίες δεν έχουν να κάνουν μόνο με την αφή, την επαφή. Είναι η επικοινωνία του ψυχισμού, που για να γίνει σωστά και ολοκληρωμένα χρειάζεται την συσπείρωση όλων των υπολοίπων αισθήσεων.

Η επικοινωνία τελικά, δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την ομιλία. Δυο σώματα, μπορούν να επικοινωνήσουν, να συζητήσουν με μια δική τους και μόνο διάλεκτο, με τη σαρκική επαφή, με ό,τι μια αγκαλιά προσφέρει. Η αγκαλιά έχει τη δική της γλώσσα, μια γλώσσα που δε χρειάζεται πτυχία και διδασκαλία για να τη μάθεις. Είναι τόσο απλή, η ικανότητα να την εκφράσεις κρύβεται μέσα σου. Απλά χρειάζεται ένα ιδιαίτερο ερέθισμα, το οποίο συνήθως είναι εσωτερικό και καθαρά προσωπικό.

Είναι γεγονός πως συνηθίζουμε πια να είμαστε πιο εσωστρεφείς και να μην ανοιγόμαστε γι’ αυτά που νιώθουμε. Έλα όμως που τελικά υπάρχει κάτι που μπορεί να μαρτυρήσει ό,τι κρύβεις ή αποφεύγεις να πεις. Η αγκαλιά είναι έκφραση με ένα τεράστιο λεξιλόγιο και χιλιάδες αποχρώσεις από συναισθήματα. Καταφέρνει να προφέρει αγάπη, ειλικρίνεια, φόβο, έρωτα, πάθος μέχρι και αγωνία, ειρωνεία, στεναχώρια. Είναι φάρμακο και λύτρωση, ανακούφιση, συναίνεση, επιβεβαίωση. Είναι τα κρυφά πάθη και τα μυστικά σου, οι ανησυχίες σου και οι φόβοι σου που θωρακίζονται μέσα σ’ ένα ζευγάρι χέρια.

Είναι λόγια ανείπωτα οι αγκαλιές, γι’ αυτό μην τις σπαταλάς, ούτε να τις περιφρονείς. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής, που συνήθως βλέπουν καλύτερα από τα κανονικά, σε φέρνουν σε κοινή πορεία με έναν πολύπλοκο ψυχισμό παρόμοιο με το δικό σου. Στην τελική, σε κάνουν περισσότερο άνθρωπο στο χάος που ζεις, σ’ εξευγενίζουν, σε ηρεμούν.

 

 Σοφία Καλπαζίδου pillowfights.gr

Μαρία Ανδρεάδου στις 8 Σεπτεμβρίου 2016

Ενσωμάτωση ή/και ακύρωση του βιώματος. 2 στιγμές, η προϊστορία και προοπτικές για το μέσο της φωτογραφίας  [http://www.toperiodiko.gr]

el-kolaz11-1050x700

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γράφει: Γιώργος Καλογήρου – Ιδέες + Φιλοσοφία – 01/12/2015
                                                                                                                                                                                                                                                            Όπως κι εμείς, τα Παρόντα χαροπαλεύουν απ’ τη στιγμή που

                                                        νέες στιγμές πολλαπλασιάζονται στο REWIND, PAUSE, PLAY,

                                                   FAST FORWARD και στο ΚΑΝΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΙΣΤΕΥΤΟΣ.

 

            Ενώ οι μέρες έμαθαν να’ ναι ηθοποιοί μιας προ πολλού ξεθυ-

                                                      μασμένης γλώσσας.

 

                       (Ευγένιος Αρανίτσης, από το Καλοκαίρι στον σκληρό δίσκο)

 

Γράφει: Γιώργος Καλογήρου

Για όποια έχει περάσει συνειδητά τα 25 (τουλάχιστον) και έχει επομένως μια, έστω θολή, ανάμνηση της ζωής της νεολαίας πριν την ολοκληρωτική επικράτηση των ψηφιακών μηχανών, θα παρουσιάζει ίσως ενδιαφέρον μία προσπάθεια ερμηνείας της σημερινής κατάστασης με κάπως πιο θεωρητικούς όρους. Όσα ακολουθούν δεν διεκδικούν δάφνες απόλυτης αλήθειας ή επιστημονικής εγκυρότητας. Στόχος τους είναι μια πιο αναλυτική οπτική σε κοινωνικά φαινόμενα και συμπεριφορές που μέσα σε λίγα χρόνια εδραιώθηκαν ως «φυσιολογικά». Ο μεγαλεπήβολος τίτλος του κειμένου προδίδει υπερβολικές φιλοδοξίες, ενισχύει όμως την αναγκαιότητα της πολεμικής θέσης κάθε ανάλογης προσπάθειας και αφήνει ανοιχτό το πεδίο για περαιτέρω συνεισφορές.


Στιγμή 1. Μήλος. 2012


Στον Παπαφράγκα. Ιδιαίτερη περίπτωση παραλίας όπου η εκρηκτική γεωλογική ζωή του νησιού έχει δημιουργήσει με τη βοήθεια των αιώνων μία στενή πλαζ 10 περίπου μέτρων πλαισιούμενη αριστερά και δεξιά από τεράστια συμπαγή βράχια τα οποία σχηματίζουν ένα μεγάλο «φράχτη» 50 και πλέον μέτρων μέχρι μία βραχώδη πύλη που αν την περάσεις βγαίνεις στο ανοικτό Αιγαίο. Πραγματικά εντυπωσιακό μέρος, από εκείνα που η ομορφιά τους καθοδηγεί νομοτελειακά τον παραθεριστή προς την παλιά ρομαντική αναζήτηση αναλογιών ανάμεσα στη φύση και τον ανθρώπινο ψυχισμό. Μικροσκοπικός, κρυφός ορμίσκος απ’ αυτούς που στα κολάζ του ο Ελύτης τοποθετούσε αιωρούμενες παναγίες και καλοκαιρινά κορίτσια. Σημειωτέον ότι για να φτάσεις πρέπει να κάνεις μια αρκετά επικίνδυνη κατάβαση της  ψηλής πλαγιάς από κάθετο ορειβατικό «μονοπάτι».

Εκεί παρατηρούσα αποσβολωμένος πριν τρία χρόνια μια γυναίκα να μην αφήνει από τα χέρια -και τα μάτια- της μία ορθογώνια ψηφιακή μηχανή. Δεν ξέρω αν έβγαζε φωτογραφίες ή τραβούσε βίντεο, πάντως δεν την άφησε από τα χέρια της ούτε στιγμή. Στην αμμουδιά καθισμένη, στη θάλασσα μέσα όπου είχε μπει ως τις γάμπες, βολτάροντας από δω κι από κει, η μηχανή είχε γίνει προέκταση των χεριών και του βλέμματός της. Πέρα από τα πολλά που θα μπορούσε να πει κανείς εδώ για την μετεξέλιξη του ανθρώπινου σώματος, το οποίο πλέον δεν υφίσταται καθεαυτό και μέσω της αλληλεπίδρασης με το φυσικό περιβάλλον αλλά απλώς ως υποδοχέας μηχανών, το μείζoν θέμα που προκύπτει είναι η νέα σχέση που φαίνεται να δημιουργείται ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κόσμο.

Όταν το ανθρώπινο βλέμμα διαμεσολαβείται εξολοκλήρου από τη φωτογραφική μηχανή τα περιθώρια στενεύουν απελπιστικά για εκείνο που παλιά ονομάζονταν «βίωμα». Η θέα της ηφαιστιακής μηλιακής παραλίας δεν αποτελεί για την ηρωίδα μας το πρώτο σκαλοπάτι για μια πιθανή διαλεκτική ή ονειρική συσχέτιση του «έξω» και του «μέσα». Η ομορφιά αλλά και η ανοικειωτική διάσταση του τοπίου δεν έχει εδώ καμιά ελπίδα συνάντησης με την ατομική, την «εσωτερική» πραγματικότητα. Η τελευταία αυτή, σύμφωνα με έναν παλιό μας γνώριμο, «έγινε κοινωνική, άμεσα εξαρτημένη από την κοινωνική δύναμη, διαμορφωμένη από αυτήν. Και μόνο εφόσον δ ε ν  ε ί ν α ι της επιτρέπεται να φαίνεται.»[1] Η βιωμένη εμπειρία έφτασε στο σημείο να ελέγχεται πλέον κυριαρχικά από την εξέλιξη της τεχνολογίας των εικόνων, η οποία, ήδη γεννημένη από τον κόσμο του εμπορεύματος -αυτήν την αόρατη «κοινωνική δύναμη»- και οργανικά συνδεδεμένη με αυτόν, αντιστρέφει αναγκαστικά την αλήθεια του βιώματος στην «πραγματική τεχνικά» πλαστότητα των pixels. Με τον ίδιο τρόπο που το εμπόρευμα δημιουργεί γύρω του μια ψευδαισθησιακή αχλή και υποβιβάζει την πραγματική αξία χρήσης του πράγματος προς όφελος της ανταλλακτικής του αξίας, η ψηφιακή μηχανή λήψης εικόνων χρησιμοποιεί την τεχνική για να αποκόψει τη σύνδεση του εντυπωσιακού φυσικού τοπίου με την ατομική πραγματικότητα -το «εδώ και τώρα» του ψυχισμού-, με αποτέλεσμα τον υποβιβασμό ως και την κατάργηση και των δύο προς όφελος της αποθήκευσης και της ανταλλαγής της εικόνας ως ουδέτερου τεχνικού αναπαραστατικού σημείου στα διάφορα «μέσα επικοινωνίας». Σε μια κοινωνία ολοκληρωτικά κυριαρχούμενη από εικόνες έχει αρθεί ο διαχωρισμός πραγματικότητας και διαμεσολάβησης. Ο αρχέγονος συμπαραστάτης του ανθρώπινου πνεύματος, η αναπαράσταση, η μίμηση, δεν αποτελεί πλέον ένα «παράθυρο στον κόσμο», αλλά έχει μάλλον «παραθυροποιηθεί» η ίδια μέσα σε έναν ατέρμονο φαύλο κύκλο διαδοχικών αυτοαναφορικών ανα-αναπαραστάσεων με τη βοήθεια της τεχνικής και των κοινωνικών δικτύων.[2]

Βρισκόμαστε λοιπόν στο σημείο όπου η ηρωίδα μας, ως θεατής της φυσικής ομορφιάς, δεν μπορεί παρά να την αρνηθεί ως πραγματικό ατομικό βίωμα έτσι ώστε να την αποθηκεύσει ως τεχνικό σημείο μέσα σε μια μηχανή λήψης εικόνων. Ένα μέλος του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης έγραψε σε ανύποπτο χρόνο πως, μέσα στα πλαίσια της μαζικής κουλτούρας, «από την περιοχή της ομορφιάς ο άνθρωπος πάει στην περιοχή της διασκέδασης που εντάσσεται στις αναγκαιότητες της κοινωνίας και αρνείται το δικαίωμα πλήρωσης του ατόμου.»[3] Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα υποκείμενο στο οποίο η σύγχρονη κοινωνική και τεχνική οργάνωση αρνείται το βίωμα της ομορφιάς ως τέτοιο ενώ του αρνείται και την ίδια τη φυσική όραση ως δυνατότητα –και εδώ δεν πρόκειται για σχήμα καθ’ υπερβολήν∙ η ηρωίδα μας την είχε αρνηθεί ουσιαστικά κρατώντας συνέχεια τη ψηφιακή μηχανή μπροστά απ’ τα μάτια της. Η άρνηση αυτή όμως δεν υπάρχει εν κενώ. Είναι το αποτέλεσμα μιας καθαρής θετικότητας. Εκείνης που θα μπορούσε να οριστεί ως ολοκληρωτική κυριαρχία της εμπορευματικής μορφής στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και των ανθρώπινων λειτουργιών. Αυτής που ουσιαστικά αποτελεί «την εξάλειψη των ορίων του εγώ και του κόσμου, διαμέσου της συντριβής του εγώ που πολιορκείται από την παρουσία-απουσία του κόσμου» και αποτελεί επίσης την «εξάλειψη των ορίων του αληθινού και του ψεύτικου, διαμέσου της απώθησης κάθε βιωμένης αλήθειας απ’ την π ρ α γ μ α τ ι κ ή   π α ρ ο υ σ ί α της πλαστότητας, που την εγγυάται η οργάνωση της φαινομενικότητας.»[4] Ο αισθητός κόσμος καταργείται και αντικαθίσταται από μια υπερσυσσώρευση εικόνων, οι οποίες πλέον διεκδικούν για λογαριασμό τους το κατεξοχήν αισθητό. – Ας το πούμε καθαρά. Τα εκατοντάδες φυσικά τοπία που βλέπουμε να γυρνάνε στα διάφορα μέσα κοινωνικής και φωτογραφικής δικτύωσης, οσονδήποτε μαγευτικά, δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που αντίκριζαν οι μεγάλοι ολλανδοί τοπιογράφοι του 17ου αιώνα ή οι έλληνες ψαράδες ή ποιητές μέχρι και τα μέσα του περασμένου αιώνα. Δεν υπήρξαν ποτέ «εκεί». Το βλέμμα που πάτησε το κλικ δεν τα είδε ποτέ, παρά με τη βοήθεια της τεχνολογίας τα συσκεύασε σε πίξελ για να τα μεταφέρει στην κοντινότερη αγορά εφήμερων αναπαραστάσεων.

Στιγμή 2. Πήλιο. 2015


Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο όταν οι ψηφιακές μηχανές αναλαμβάνουν τον ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα στο άτομο και μια συλλογική ανθρώπινη δράση όπως ένα μουσικό γλέντι ή ακόμα και μια εξέγερση. Όσον αφορά το τελευταίο, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει η εμπειρία του Δεκέμβρη του 2008. Πρώτη φορά, σε σχέση με παλαιότερα γεγονότα τέτοιου είδους, εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας σε μαζική κλίμακα η φιγούρα του «τουρίστα του κοινωνικού αρχιπελάγους» ο οποίος παράπλευρα στις φωτιές και την ένταση των οδομαχιών φωτογραφίζει ή καταγράφει με κινητό-κάμερα τα μπάχαλα. Άμεση αυτοανάλωση της στιγμής στο σημείο μηδέν της εμπειρίας. Η ψηφιακή τεχνική μεσολάβηση οδηγεί στην κατανάλωση των γεγονότων επί τόπου και στην απώλεια των κοινωνικών σχέσεων ακόμα και σε στιγμές άμεσης-υλικής έντασης του κοινωνικού ανταγωνισμού.[5]

Τι συμβαίνει όμως όταν σε ένα λαϊκό γλέντι στο Πήλιο εξαιρετικοί νέοι οργανοπαίχτες τραγουδάνε μαζί με την παρέα μουσικά διαμάντια ενός λαϊκού πολιτισμού που πέρασε -ανεπιστρεπτί(?); Πολλά μπορεί να συμβούν. Τα πλατάνια φρεσκάρουν τη νύχτα, μυρωδιές και άστρα πλαισιώνουν διακριτικά το χώρο και τα νυκτά έγχορδα γλυκαίνουν το μυαλό και τη ψυχή. Ο «διανοούμενος» της παρέας στοχάζεται συνδέσεις με τα πρώτα εκείνα «θυμελικά παίγνια» στα λαϊκά σπίτια του Βυζαντίου με κιθάρες, ταμπουράδες και κανονάκια. Ο «φυσιολάτρης» απολαμβάνει την όλη κατάσταση, ο ανήσυχος αριστερός ξεκουράζεται για λίγο στην αγκαλιά του μελίρρυτου Τσιτσάνη. Ερωτικά ειδύλλια προετοιμάζονται με το πάσο τους και, γενικά, κυριαρχεί μια «μέθεξη». Ώσπου κάποιος διακόπτει όλες αυτές τις αλληλοδιαπλεκόμενες διαδικασίες με ένα κλικ, ένα φλας, ένα play. Η πραγματικότητα πρέπει υποχρεωτικά να «επιβεβαιωθεί» και η εμπειρία να «ενισχυθεί» μέσα από έναν «αισθητικό καταναλωτισμό»[6] ο οποίος επηρεάζει σήμερα τους πάντες.

H εμφάνιση της ψηφιακής μηχανής στο προσκήνιο ενσωματώνει τα πάντα και την ίδια στιγμή τα ακυρώνει. Η παρουσία της κυριαρχεί επί τη εμφανίσει∙ τα βλέμματα στρέφονται όλα ξαφνικά προς αυτήν. Αυτήν την ακύρωση θα πρέπει να τη συνδέσουμε με εκείνο που, σύμφωνα με τον Μπαρτ, υπάρχει σε κάθε φωτογραφία: την «επιστροφή του νεκρού»[7]. Το υποκείμενο –αλλά, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, και οι καταστάσεις, οι διαδικασίες της συλλογικής δραστηριότητας- που φωτογραφίζεται δεν είναι, σύμφωνα με τον Γάλλο θεωρητικό, ούτε υποκείμενο ούτε αντικείμενο, αλλά μάλλον ένα υποκείμενο που νιώθει να γίνεται αντικείμενο και κατά συνέπεια βιώνει μια μικρο-εμπειρία θανάτου.[8] Ο Ευγένιος Αρανίτσης είχε θέσει παλιότερα το πρόβλημα με όρους τυπικής λογικής: εφ’ όσον η φωτογραφία στοχεύει στο να απαθανατίσει το αντικείμενό της, το αντικείμενο θα πρέπει να είναι ήδη νεκρό.[9]

Επιστρέφοντας στην περίπτωση μας, θα μπορούσε να πει κανείς πως εκείνοι που επέλεξαν να αναπαραστήσουν τεχνικά και να αποθηκεύσουν ψηφιακά τη μουσική και τις εικόνες του γλεντιού κινήθηκαν για να αποτρέψουν έναν «θάνατο», να αποφύγουν τη λήθη. Η ενθύμηση όμως προϋποθέτει την εσωτερίκευση ενός βιώματος είτε με συνειδητό είτε με ασυνείδητο τρόπο. Η ψηφιακή αποθήκευση παρεμβάλλεται στην διαδικασία της εσωτερίκευσης υποσχόμενη την ενθύμηση με εξωτερικά τεχνικά μέσα και κατά συνέπεια την ακυρώνει. Η φωτογράφηση της στιγμής υποτίθεται πως μας δίνει τη δυνατότητα να τη θυμόμαστε για πάντα. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. «Φωτογραφίζουμε πράγματα για να τα διώξουμε απ’ το μυαλό μας», έλεγε ο Κάφκα.[10] Όταν η ψηφιακή φωτογραφία εισβάλλει απρόσκλητη στη μουσική τελετουργία του λαϊκού γλεντιού συμβάλλει ακριβώς στη λήθη του παρόντος προς όφελος ενός αφηρημένου χρόνου. Είναι βέβαια αυτός ο γνωστός μας χρόνος της αφηρημένης εργασίας, της παραγωγής και της κατανάλωσης.  Η λογική της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής προσπαθεί να μας πείσει πως όλες οι στιγμές είναι ίδιες και ως εκ τούτου μπορούν να κατατμηθούν, να αποθηκευτούν και να πολλαπλασιαστούν κατά το δοκούν. Για τον καπιταλισμό, το μοναδικό θα πρέπει να γίνει ανταλλάξιμο και ως εκ τούτου να ακυρωθεί ως τέτοιο. Εναπόκειται όμως πάντα στην ελεύθερη ατομική και συλλογική δραστηριότητα να αποδείξει πως κάθε στιγμή της ζωής, κάθε ιδέα και κάθε χειρονομία, βρίσκει το νόημά της όχι κάπου έξω από την ίδια,[11] στον κόσμο της αφαίρεσης και του διαχωρισμού, αλλά ακριβώς στο hic et nunc του πραγματικού φυσικού κόσμου και της κοινωνικής πράξης.

 

Προϊστορία


Η φωτογραφία βέβαια έχει υπάρξει, και μπορεί να υπάρξει και σήμερα, ως τέχνη. Σύμφωνα με τον Μπωντριγιάρ «φωτογραφικό είναι μόνο το παραβιασμένο, το αιφνιδιασμένο, το ξεσκεπασμένο, το φανερωμένο παρά τη θέλησή του, αυτό που δεν θα παριστανόταν ποτέ, επειδή δεν έχει εικόνα ούτε συνείδηση του εαυτού του.»[12] Για να επιτευχθεί όμως ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα πρέπει να δράσει ένα ειδικό βλέμμα, ένα βλέμμα που δεν θα αποσκοπεί στην κατανάλωση του πραγματικού αλλά θα πηγαίνει πέρα από τον ρεαλισμό και θα αναζητά την αισθητική. Η απλοποίηση της φωτογραφικής τεχνικής και η συνακόλουθη μετατροπή της σε μια μορφή «μαζική τέχνης» τις τελευταίες δύο δεκαετίες και ειδικότερα μετά την εμφάνιση των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών μοιάζει να προωθεί όλο και περισσότερο την επί τούτου αποτύπωση της πραγματικότητας ως έχει -κορυφαίο παράδειγμα οι εξολοκλήρου εκτός νοήματος ταυτοτικές selfies-, παρά τον αιφνιδιασμό και την «εμφάνιση αυτού που δεν θέλει να φανερωθεί».

Όμως η τάση προς την πιστή και ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας στις αναπαραστατικές τέχνες έχει μακρά ιστορία στον δυτικό πολιτισμό. Ξεκινά στην Αναγέννηση όταν ο ρεαλισμός και η αυστηρή, με κάθε λεπτομέρεια, απεικόνιση της φύσης και του ανθρώπινου σώματος γίνεται κανόνας για τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Αυτή η εξέλιξη δεν είναι αυτόνομη. Συνδέεται με την ανάδυση στις πόλεις-κράτη της Ιταλίας του 15ου αιώνα της δυναμικής νέας τάξης των εμπόρων και τραπεζιτών οι οποίοι αναλαμβάνουν πλέον τα ηνία και στην καλλιτεχνική παραγωγή χρηματοδοτώντας έργα και πατρονάροντας μεγάλους δημιουργούς. Αυτή η νέα τάξη έχει πλουτίσει και ανέλθει κοινωνικά μέσω της ορθολογικής οργάνωσης της εργασίας και της ευρείας ποσοτικοποίησης των αξιών που επιφέρει το γενικευμένο εμπόριο και η αγορά χρήματος. Τα μαθηματικά και η γενικότερη ορθολογικοποίηση του κόσμου είναι η ιδεολογική πανοπλία των νέων ισχυρών στρωμάτων και περνώντας μέσα από τα φίλτρα των μεγάλων αναγεννησιακών ζωγράφων καθίστανται κανόνας. Η δυναμική αυτού του αναπαραστατικού κανόνα φτάνει στο ζενίθ της στην όψιμη Αναγέννηση όταν και εμφανίζονται περιστατικά μάλλον παρακμιακά, που μας θυμίζουν σημερινά φαινόμενα. Ο Gombrich αναφέρει πως τα ρωμαϊκά τοπία του Κλωντ Λοραίν ήταν τόσο τέλεια και πιστά ζωγραφισμένα, ώστε για πολλά χρόνια αργότερα οι περιηγητές αξιολογούσαν το πραγματικό τοπίο με βάση τα κριτήρια του Γάλλου ζωγράφου (!).[13]

Η φωτογραφία εμφανίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο όπου πλέον οι εμπορευματικές σχέσεις κυριαρχούν δίχως κανένα εμπόδιο. Αποτελεί στοιχείο του καινούργιου και ομογενοποιημένου πεδίου κατανάλωσης και κυκλοφορίας με το οποίο ο Ευρωπαίος πολίτης βρίσκεται καθημερινά συνδεδεμένος. Ορισμένοι μάλιστα θεωρούν πως η ανάδυση του «φωτογραφικού φαινομένου» θα πρέπει να ιδωθεί ως συστατικό στοιχείο της καινούργιας πολιτιστικής οικονομίας της αξίας και της ανταλλαγής και όχι ως μέρος και συνέχεια μιας «ιστορίας της οπτικής αναπαράστασης».[14] Με αυτήν την έννοια θα μπορούσε να μορφοποιηθεί μια ιδιαίτερη αναλογία ανάμεσα στη φωτογραφία και το χρήμα όπως αυτό παρουσιάζεται στη μαρξική ανάλυση. Και τα δύο είναι «μαγικές μορφές», οι οποίες εγκαθιδρύουν ένα καινούργιο πλέγμα αφηρημένων σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και τα αντικείμενα και την ίδια στιγμή επιβάλλουν αυτές τις σχέσεις ως «πραγματικές».[15] Έτσι, ολόκληρος ο πλούτος και η ποικιλία του κοινωνικού κόσμου περιορίζεται, συγκροτείται και αναπαρίσταται αποκλειστικά από σημεία.

Αυτή η ιδιαίτερη ομογενοποίηση του κόσμου και η αύξηση του αισθήματος του «ομοειδούς» για κάθε τι που αποτελεί τον κόσμο είναι σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν βασικό στοιχείο της αισθητηριακής αντίληψης των σύγχρονων μαζών. Ο άνθρωπος προσπαθεί να εξουσιάσει τα αντικείμενα με την εικόνα, ή μάλλον με το αντίγραφο της εικόνας. Η τεχνική αναπαραγωγή έχει καταστήσει εφικτή την απόσπαση αυτού του στοιχείου του «ομοειδούς» ακόμη και από το ανεπανάληπτο.[16] Συνεχίζοντας αυτήν τη λογική στις σημερινές συνθήκες, θα μπορούσαμε να δούμε πως οι σύγχρονες ψηφιακές μηχανές, ενσωματώνοντας μια δυνατότητα τεχνικής αναπαραγωγής η οποία υψώνεται στον κύβο συγκρινόμενη με την εποχή που έγραφε ο Μπένγιαμιν, αναστέλλουν ή αποτρέπουν από τα πριν τη δυνατότητα του ανεπανάληπτου συμβάντος. Μέσα από μια τέτοια θεώρηση, και παρ’ όλη την αίσθηση απόγνωσης που προκαλούν, περιστατικά όπως αυτά(https://en.wikipedia.org/wiki/List_of_selfie-related_injuries_and_deaths) θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως ασυνείδητες ανακλαστικές άμυνες των σύγχρονων υποκειμένων απέναντι στον αποκλεισμό του ανεπανάληπτου -ταυτόχρονα βέβαια και ως ιδιαίτερες πραγματικές εμφανίσεις της τραγικής αποτυχίας της κριτικής θεωρίας.

Προοπτικές


Σε αντίθεση με όσα εκτέθηκαν παραπάνω θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί πως το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι οι ίδιες οι ψηφιακές μηχανές αναπαράστασης της πραγματικότητας αλλά οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις χρησιμοποίησής τους. Δεν φταίει με άλλα λόγια το μέσο αλλά οι προϋπάρχουσες δομές στις οποίες αυτό εμφανίζεται. Ο σοβιετικός φιλόσοφος Έβαλντ Ιλιένκοφ μέσα από μια παρόμοια οπτική επισημαίνει πως το πρόβλημα «άνθρωπος-μηχανή», αν εξεταστεί λίγο βαθύτερα, μετατρέπεται στο πρόβλημα «άνθρωπος-μηχανή-άνθρωπος».[17] Η ανάπτυξη των μηχανών και της τεχνολογίας επιβάλλει την αλλοτρίωση του υποκειμένου μόνο στο βαθμό που αυτή χρησιμοποιείται από –και επανατροφοδοτεί- τον συγκεκριμένο καταμερισμό εργασίας που ορίζεται από την ατομική ιδιοκτησία και αναζητά συνεχώς την υπεραξία. Η τεχνική ανάπτυξη εξεταζόμενη μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα φαίνεται να διατηρεί μια σχετική αυτονομία και οι καρποί της μπορούν να σταματήσουν να είναι δηλητηριώδεις αν αλλάξουν οι κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους στα πλαίσια του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού ολόκληρης της κοινωνίας.

Τον καιρό που έγραφε ο Ιλιένκοφ βέβαια -στις αρχές του ’70- υπήρχε όντως εν εξελίξει μια τέτοια προσπάθεια κοινωνικού μετασχηματισμού σε ένα μεγάλο τμήμα του πλανήτη και ταυτόχρονα ένας πολύμορφος αγώνας ενάντια στις καπιταλιστικές σχέσεις στο υπόλοιπο μέρος του. Τί γίνεται όμως σήμερα που οι ανθρώπινες σχέσεις σε όλες τους τις διαστάσεις μεσολαβούνται πιο πολύ από ποτέ από την εμπορευματική μορφή; Σε έναν κόσμο όπου, για να θυμηθούμε και πάλι τον παλιό μας γνώριμο, η συσσώρευση του κεφαλαίου είναι τέτοια «που το εξαπλώνει σε ακραία όρια» και η «κοινωνία σε όλη της την έκταση γίνεται το πορτραίτο του»;[18] Πόσο μάλλον όταν η απουσία του ανταγωνιστικού κινήματος τις τελευταίες δεκαετίες έχει αφήσει τους πολύτιμους χώρους της καθημερινότητας και της ατομικής προσωπικής ανάπτυξης ολοκληρωτικά έκθετους στην καπιταλιστική επεκτατικότητα;

Οι προοπτικές είναι και θα παραμένουν δυσοίωνες όσο δεν αναγνωρίζεται ότι τα σύγχρονα τεχνικά μέσα απεμπολούν όλο και περισσότερο την «ουδετερότητα» που μπορεί να είχαν στον 19ο ή τον 20ο αιώνα. Περιπτώσεις όπως η σχέση των ψηφιακών μηχανών με την αισθητηριακή αντίληψη και τη σχέση που αναπτύσσει το άτομο με την πραγματικότητα γύρω του κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και θα πρέπει να προσανατολίσουν προς μια αποστασιοποίηση από τη λογική της ουδέτερης τεχνολογικής ανάπτυξης. O Aντόρνο σε ένα από τα πολύ σημαντικά κείμενά του έχει προειδοποιήσει από πολλά χρόνια πριν πως, μετά τον πόλεμο, οι παραγωγικές δυνάμεις είναι περισσότερο από ποτέ διαμεσολαβημένες από τις παραγωγικές σχέσεις: “ίσως τόσο απόλυτα, ώστε οι τελευταίες φαίνεται να είναι η ουσία.»[19] Υπάρχει κατά συνέπεια μια «ψευδής ταυτότητα» ανάμεσα στην οργάνωση του κόσμου και τους κατοίκους του. Η ταυτότητα αυτή είναι το αναγκαστικό αποτέλεσμα της ανάπτυξης της τεχνολογίας και της αποδοχής της από τις μάζες, η οποία αποδοχή όμως είναι, την ίδια στιγμή και αναγκαστικά, αποδοχή και επιβεβαίωση των παραγωγικών σχέσεων του ύστερου καπιταλισμού.[20]

 

Η δυνατότητα προσομοίωσης από τις ψηφιακές μηχανές οποιασδήποτε διανοητικής ή αισθητικής εμπειρίας εφόσον αυτή έχει εμπορικό ενδιαφέρον σημαίνει τη ριζική μεταμόρφωση του κοινωνικού πεδίου[21] εξολοκλήρου προς την κατεύθυνση του νέου καπιταλιστικού παραδείγματος, το οποίο για πρώτη φορά παίζει χωρίς ορατό αντίπαλο. Ο ολοκληρωτικός εκσυγχρονισμός του ύστερου καπιταλισμού έχει καταφέρει να παραγάγει τεχνικά μέσα τα οποία έχουν απεμπολίσει την ουδετερότητά τους. Και αυτό γιατί, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και ύστερα κατάφερε να ενσωματώσει και να επηρεάσει, καταστρεπτικά όπως πάντα, περιοχές που μέχρι τότε είχαν ξεφύγει από την εποπτεία του όπως το ασυνείδητο.[22] Όταν η τεχνολογική ανάπτυξη δημιουργεί μηχανές που καταφέρνουν να αναδιαμορφώνουν άμεσα το πεδίο της σκέψης, της συμπεριφοράς, της «αισθητικής της καθημερινότητας» προς την κατεύθυνση της ολοκληρωτικής κυριαρχίας της εμπορευματικής λογικής, θα πρέπει να είναι φανερό πως ένα πολύ σημαντικό όριο έχει ξεπεραστεί αποκλείοντας εναλλακτικές προοπτικές χρησιμοποίησης των συγκεκριμένων μέσων και οι απελευθερωτικές δυνατότητες δεν μπορούν πλέον να ενεργοποιηθούν παρά μόνο με μια κίνηση προς τα πίσω από το δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης. Η «ψευδής ταυτότητα» τεχνικής και ζωής, παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων πρέπει να σπάσει.

Ή τουλάχιστον, ας είναι η άρνηση το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό και το σώμα όταν αντιμετωπίζουμε την εμφάνιση της τεχνικής μεσολάβησης στις κοινωνικές μας αλληλεπιδράσεις. Έτσι ώστε να ακολουθήσει η επίθεση, η οποία αναγκαστικά θα στρέφεται στο σύνολο του υπάρχοντος.    –Και αφού αναγκαστήκαμε να υποπέσουμε στη γοητεία του πρωτογονισμού και της οπισθοδρόμησης, ας βάλει σε αυτό το κείμενο την τελεία ένας συντηρητικός του νεοελληνικού μοντερνισμού:

 

Ξέρω λίγα δέντρα κι ένα πρόσωπο

που κοιτάζουνε το πλήρωμα της δημιουργίας

όσο μακραίνει απ’ το χάος τόσο να χάνει θεούς

όταν οι άνθρωποι δε θα βλέπουνε πια καθόλου

 

Ξέρω ένα κοχύλι που περιμένει τους νέους πολέμους

που θα σημάνουν το γυρισμό της δημιουργίας

στα στοιχεία και τις αρχές

όταν οι άνθρωποι δεν θα φαντάζονται πια τίποτα

 

Ξέρω μια γενιά ταμένη στη μεγάλη ανταρσία

Που θέλει να τελειώνει με τα πνευματικά τερτίπια

Και τις αντινομίες του κόσμου

Για να ξαναπιάσει τη Μεγάλη Ενότητα

(Ζήσιμος Λορεντζάτος, από το ποίημα Μικρά Σύρτις)

 


[1] Γκυ ντε Μπορ, Η κοινωνία του θεάματος (μτφρ. Πάνος Τσαχαγέας-Νίκος Β. Αλεξίου), Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 5η Έκδοση, χχ, σ. 28 (§ 17)

[2] Βλ. και Bernadette Wegenstein, Getting under the skin. The body and media theory, MIT Press, 2006,  σ. 68

[3] Λέο Λόβενταλ, «Ιστορικές προοπτικές της προοριζόμενης για το πλατύ κοινό κουλτούρας» [1950], στο Aντόρνο, Λόβενταλ, Μαρκούζε, Χορκχάιμερ, Τέχνη και μαζική κουλτούρα (επιλογή, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Αθήνα, Ύψιλον, 1984, σ. 148

[4] Γκυ ντε Μπορ, ό. π., σ. 115 (§219), πλαγιογράφηση δική μας

[5] Sarajevo, τχ. 25, Γενάρης 2009

[6] Suzan Sontag, On Photography [1976], New York, Rosetta Books, 2005, σ. 18

[7] Ρολάν Μπαρτ, Ο φωτεινός θάλαμος. Σημειώσεις για τη φωτογραφία (μτφρ. Γιάννης Κρητικός), Αθήνα, Κέδρος, 1983, σ. 20

[8] Ρολάν Μπαρτ, ό. π., σ. 26

[9] Ευγένιος Αρανίτσης, «Φωτογραφία ενός παιδιού που πρόκειται να πεθάνει», στο Σε ποιόν ανήκει η Κέρκυρα, Αθήνα, Νεφέλη, 1999, σ. 166

[10] Ρολάν Μπάρτ, ό. π., σ. 78

[11] Ντεμπόρ-Κανζυέρ, Προκαταρκτικές σημειώσεις για έναν ορισμό της ενότητας του επαναστατικού προγράμματος, Παρίσι, 1960. Παρατίθεται στο Anselm Jappe, Γκυ Ντεμπόρ (μτφρ. Νίκος Κούρκουλος), Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1998, σ. 21

[12] Jean Baudrillard, Η διαφάνεια του κακού. Δοκίμιο πάνω στα ακραία φαινόμενα (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), Αθήνα, Εξάντας, 1996, σ.  166

[13] Ε. Η. Gombrich, Το χρονικό της τέχνης (μτφρ. Λ. Κάσδαγλη), Αθήνα, ΜΙΕΤ, 21998, σ. 397

[14] Jonathan Crary, Techniques of the Observer. On vision and modernity in the nineteenth century, MIT Press, 1992, σ. 13

[15] Jonathan Crary, ό. π.

[16] Walter Benjamin, «Συνοπτική ιστορία της φωτογραφίας» [1931], στο Δοκίμια για την τέχνη (μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ), Αθήνα, Κάλβος, 1978, σ. 60

[17] Έβαλντ Ιλένκοφ, Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη στο σοσιαλισμό (μτφρ. Αποστόλης Τσέλιος), Αθήνα, Οδυσσέας, 1976, σ. 27

[18] Γκυ Ντεμπόρ, ό. π., σ. 45 (§ 50)

[19] T. W. Adorno, «Ύστερος καπιταλισμός ή βιομηχανική κοινωνία» (μτφρ. Χάρης Λ.), διαθέσιμο στοhttps://grassrootreuter.wordpress.com/2014/09/11/t-w-adorno/

[20] T. W. Adorno, ό. π.

[21] Sarajevo, τχ. 97, Ιούλης 2015

[22] Fredric Jameson, «Periodizing the 60s», Social Text 9/10 (Spring-Summer 1984), σ. 207

Μαρία Ανδρεάδου στις 8 Σεπτεμβρίου 2016
«Δεν φταίνε οι άνθρωποι σήμερα όταν δεν μπορούν να ερωτευθούν, όταν ταυτίζουν τον έρωτα μόνο με τη χρήση του άλλου»
«ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ἔχουμε δύο λέξεις γιὰ νὰ σημάνουμε τὰ ἀντι-κείμενα τῆς ἐμπειρικῆς μας πιστοποίησης: τὴ λέξη «πράγματα» καὶ τὴ λέξη «χρήματα». «Πράγματα» εἶναι τὰ παράγωγα τοῦ πράττειν, τὰ ἀποτελέσματα μιᾶς ποιητικῆς ἐνέργειας, τὰ πεπραγμένα ἑνὸς δημιουργοῦ προσώπου. «Χρήματα» εἶναι ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ καθορίζονται κυρίως ἀπὸ τὴ χρήση τους, ἐξυπηρετοῦν χρηστικὲς ἀνάγκες, εἶναι χρήσιμα στὴν πρακτικὴ τοῦ βίου. Τὰ πράγματα ἐνδέχεται νὰ διασώζουν τὴν ἑτερότητα (μοναδικότητα καὶ ἀνομοιότητα) ἑνὸς προσωπικοῦ δημιουργικοῦ λόγου, νὰ παραπέμπουν στὸ πρόσωπο τοῦ δημιουργοῦ τους (ὅπως ἡ ζωγραφιὰ στὸν ζωγράφο καὶ τὸ ποίημα στὸν ποιητή). Τὰ χρήματα ταυτίζονται ἁπλῶς μὲ τὴ χρηστική τους σκοπιμότητα, παραπέμπουν στὴν ἴδια γιὰ ὅλους ὠφέλιμη διευκόλυνση.
EΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΡΙΤΗ ΛΕΞΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: τὴ λέξη «νομίσματα». Εἶναι ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ τὴ χρήση τους τὴν καθορίζουμε ἐμεῖς (κάθε ἀνθρώπινη κοινωνία) μὲ κοινὴ συμφωνία-σύμβαση. Ἀντιπροσωπεύουν τὴ σύμβαση (τὸν δικό μας «νόμο»), δὲν ἔχουν δική τους «φύση-οὐσία», γι’ αὐτὸ καὶ τὰ λέμε «νομίσματα»: εἶναι τὰ νομιζόμενα, «ὅτι οὐ φύσει, ἀλλὰ νόμῳ κεῖνται», καθὼς ὅρισε ὁ Ἀριστοτέλης. Μὲ τὰ νομίσματα κατορθώνουμε οἱ ἄνθρωποι νὰ «ἰσάζωμεν» τὶς ἀνταλλακτικές μας σχέσεις, νὰ κοινωνοῦμε τὶς ἀνάγκες μας «κατὰ λόγον», μὲ τρόπο λογικό: τὸν τρόπο τῆς συμπαντικῆς ἁρμονίας καὶ κοσμιότητας. Στόχος εἶναι οἱ ἁρμονικές, κόσμιες σχέσεις μας (στόχος ὑπαρκτικῆς ἀλήθειας καὶ γνησιότητας τόσο γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ὅσο —ὡς ἐλευθερία ἀγάπης— καὶ γιὰ τοὺς Χριστιανούς).
ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΤΟ ΜΕΣΟ, τὸ ἐργαλεῖο ποὺ ὑπηρετεῖ τὴ λογικότητα τῶν σχέσεών μας. Γι’ αὐτὸ καὶ μοιάζει ἀδιανόητο (τουλάχιστον γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη) νὰ αὐτονομεῖται τὸ νόμισμα, νὰ λειτουργεῖ ἄσχετα ἀπὸ τὶς σχέσεις, γιὰ παράδειγμα νὰ αὐτοπολλαπλασιάζεται μὲ τὸν «τόκο»: ὁ τόκος, τὸ νὰ «τίκτει» τὸ νόμισμα, «παρὰ φύσιν τῶν χρηματισμῶν ἐστι». Τὰ «πράγματα» προσφέρονται στὴ σχέση, τὰ «χρήματα» καὶ τὰ «νομίσματα» στὴ χρήση ποὺ ὑπηρετεῖ τὴ σχέση (ὅταν ἀποβλέπει ἡ χρήση στὴν «κοινωνία τῆς χρείας»).
ΟΜΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΚΟΙΝΟ ΤΡΟΠΟ ΒΙΟΥ (δηλαδὴ πολιτισμό) ποὺ μειώνει συνεχῶς τὸ πεδίο τῶν σχέσεων, τὸ ἐνδιαφέρον ἢ τὴν ἀνάγκη τῆς σχέσης, γιὰ χάρη τῆς προτεραιότητας τῶν χρήσεων. Στὸν πολιτισμό μας ἡ χρήση αὐτονομεῖται ἀπὸ τὴ σχέση, τείνει νὰ ὑποκαταστήσει τὴν κοινωνία τῆς χρείας μὲ παράλληλες ἄπληστες χρήσεις. Διαμορφώνει ἀνεπαίσθητα τὸν ψυχισμό μας αὐτὸς ὁ πολιτισμός, μᾶς μπολιάζει μὲ ἀντανακλαστικὰ κυρίως χρησιμοθηρικά, μὲ προϊούσα ἀνικανότητα σχέσης, ἀνέραστη συμπεριφορά.
ΔΕΝ ΦΤΑΙΝΕ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΗΜΕΡΑ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΡΩΤΕΥΘΟΥΝ, ὅταν ταυτίζουν τὸν ἔρωτα μόνο μὲ τὴ χρήση τοῦ ἄλλου. Δὲν φταῖνε, γιατὶ δὲν ἀσκήθηκαν ποτὲ στὴ σχέση, δὲν ξέρουν νὰ σχετίζονται, κάθε ἐπιθυμία τους ἐκπληρώνεται πατώντας ἕνα κουμπί. Δὲν ἔμαθαν νὰ μοιράζονται τὸ θέλημά τους, νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ ἐγώ τους. Ξέρουν μόνο τὴ χρήση, ὄχι τὴ σχέση, μόνο τὰ χρήματα, ὄχι τὰ πράγματα.
Ο Χρήστος Γιανναράς (10 Απριλίου 1935) είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στη Βόννη και στο Παρίσι (Σορβόνη). Το συγγραφικό του έργο σχετίζεται πολύ με την έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 10 γλώσσες.
[Πηγή: www.doctv.gr]
Μαρία Ανδρεάδου στις 8 Σεπτεμβρίου 2016

Η τέχνη της μουσικής θεωρήθηκε ιδιαιτέρως θεία, επειδή είναι το ακριβές αντίγραφο του νόμου που λειτουργεί στο σύμπαν. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η μουσική είναι η γλώσσα της ομορφιάς του Ενός, το οποίον κάθε ψυχή αγαπάει.

Πολλοί την θεωρούν πηγή διασκέδασης, χόμπι ή μια τέχνη όμως για εκείνους που ακολουθούν την εσωτερική ατραπό, η μουσική υπερβαίνει όλες τις τέχνες γιατί μπορεί να εξυψώσει την ψυχή πάνω από τη μορφή. Η αληθινή χρήση της είναι να γίνει κανείς μουσικός στις σκέψεις, στα λόγια και στις πράξεις του.

Θα πρέπει να είμαστε ικανοί να προσφέρουμε την αρμονία την οποία ποθεί η ψυχή και την οποία επιθυμεί κάθε στιγμή…

Πολλούς αιώνες πριν η ΝΑΣΑ αποδείξει την ύπαρξη μουσικής στο Σύμπαν ο Πλάτωνας την ονόμαζε ως «ομορφιά του Σύμπαντος» κι έλεγε ότι «Η Μουσική είναι ένας ηθικός κανόνας. Δίνει ψυχή στο Σύμπαν, φτερά στη σκέψη, απογειώνει τη φαντασία, χαρίζει χαρά στη λύπη και ζωή στα πάντα».

Η μουσική για τους Πυθαγόρειους ήταν η εικόνα της ουράνιας αρμονίας. Η μουσική ήταν πάνω από όλα μαθηματικά γιατί οι αρμονικές σχέσεις των αριθμών μεταφέρονταν στους πλανήτες. Ο μεγάλος φιλόσοφος δίδασκε ότι οι πλανήτες καθώς περιστρέφονται  παράγουν διάφορους μουσικούς ήχους τους οποίους δεν ακούμε. Επίσης πίστευαν ότι όλη η ύλη προήλθε από μουσικές αποχρώσεις, ωστόσο ήταν σε ένα επίπεδο όπου κανείς δεν μπορούσε να ακούσει παρά μόνο ο πραγματικός Θεουργός.

Αν σταθούμε για λίγο στη γεωμετρική και μαθηματική πλευρά του θέματος θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν πέντε συμμετρικά πολύεδρα. Ο Πλάτων έλεγε ότι αυτά τα πολύεδρα είναι οι βασικοί δομικοί κρίκοι, τα πλέον σημαντικά δομικά στοιχεία στην δημιουργία του σύμπαντος.

Ο Κέπλερ που μελέτησε τα έργα των αρχαίων Ελλήνων και ιδιαίτερα του Πλάτωνα παρατήρησε με τις έρευνές του ότι οι τροχιές των πλανητών, και φυσικά της Γης, σχηματίζουν την περιφέρεια συγκεκριμένων πολύεδρων.

Για παράδειγμα η τροχιά του Αρη σχηματίζει την περιφέρεια ενός τετράεδρου  που συμβολίζει το Πυρ. Η τροχιά του Διός σχηματίζει την περιφέρεια ενός κύβου που συμβολίζει τη γη. Η τροχιά της Αφροδίτης σχηματίζει την περιφέρεια ενός οκτάεδρου που συμβολίζει τον Αέρα, ενώ η τροχιά της Γης σχηματίζει την περιφέρεια ενός εικοσάεδρου που συμβολίζει το Νερό.

Και οι αποκαλύψεις δεν σταματούν εδώ.

Οι Πυθαγόρειοι ταύτιζαν τους πλανήτες με τις νότες της μουσικής ΝΤΟ, ΡΕ ΜΙ, ΦΑ, ΣΟΛ, ΛΑ, ΣΙ, ΝΤΟ, δηλαδή με τους νόμους της μουσικής. Κάτι που έχει επαληθευτεί και από σύγχρονους επιστήμονες, δηλαδή ότι οι συγκεκριμένες νότες αποδίδουν συγκεκριμένα γεωμετρικά σχήματα – στερεά.

Επίσης η φιλοσοφία της Τετρακτύος πρέσβευε ότι οι ήχοι των ουρανίων σωμάτων συνθέτουν μια κοσμική μουσική, γιατί οι αποστάσεις και οι ταχύτητες των πλανητών και των απλανών αστέρων διέπονται από αριθμητικούς λόγους που παράγουν και τη συμφωνία των ήχων. Οι συμφωνίες των ήχων παράγουν αρμονικό αποτέλεσμα και έχουν μορφή απλών αριθμητικών σχέσεων όπως μας διδάσκουν: 2/1 (οκτάβα), 3/2 (Πέμπτη), 4/3 (τέταρτη).

Επομένως για τους Πυθαγόρειους το μυστικό της μουσικής και της κοσμικής Αρμονίας κρύβεται στις σχέσεις των τεσσάρων πρώτων φυσικών αριθμών (1, 2, 3, 4).

Με τη θεωρία της αρμονίας των σφαιρών, που συνδυάζει την κοσμική αρμονία με τη μουσική αρμονία, ο μεγάλος φιλόσοφος επιχείρησε να εξηγήσει τη θέση και την κίνηση των πλανητών στον ουράνιο θόλο. Χρησιμοποιώντας μουσικούς όρους, δηλαδή τα μουσικά διαστήματα που ανέφερα πιο πάνω, καθόρισε υπό μορφή κλίμακας τις μεσοπλανητικές αποστάσεις.

Για τους Πυθαγόρειους η μουσική κλίμακα είναι ένα κοσμολογικό πρόβλημα και η αστρονομία η θεωρία της ουράνιας μουσικής.

Ο Βοήθιος (σημαντικός Ρωμαίος φιλόσοφος, θεολόγος και πολιτικός που έζησε στα τέλη του 5ου αιώνα) αντιστοιχούσε συγκεκριμένη μουσική νότα σε κάθε έναν από τους επτά πλανήτες καθώς και με τις ηλικίες του ανθρώπου όπως και με συγκεκριμένα φωνήεντα.

Ετσι:

Η Σελήνη αντιστοιχεί στην παιδική ηλικία, το φωνήεν Α και τη νότα ΛΑ

Ο Ερμής αντιστοιχεί στην παιδική ηλικία, το φωνήεν Ε και τη νότα ΣΟΛ

Η Αφροδίτη αντιστοιχεί στην νεότητα, στο φωνήεν Η και στη νότα ΦΑ

Ο Ηλιος αντιστοιχεί στην ενηλικίωση, στο φωνήεν Ι και στη νότα ΜΙ

Ο Αρης αντιστοιχεί στην Πλήρη Ισχύ, στο φωνήεν Ο και στη νότα ΡΕ

Ο Δίας αντιστοιχεί στην Ωριμότητα, στο φωνήεν Υ και στη νότα ΝΤΟ, ενώ

Ο Κρόνος αντιστοιχεί στα γηρατεία, στο φωνήεν Ω και στη νότα ΣΙ.

Δικαιολογημένα λοιπόν η τέχνη της Μουσικής δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά μια ανώτερη εσωτερική έκφραση. Γίνεται λοιπόν ένα είδος καθολικής γλώσσας, η οποία έχει τη δυνατότητα να εξωτερικεύσει όλα όσα συντελούνται στον εσωτερικό κόσμο κάθε έλλογου όντος. Οι αρχαίοι θεωρούσαν ότι ήταν η μόνη τέχνη η οποία μπορούσε να επηρεάσει θνητούς και Θεούς. Η συμβολική αναφορά του μύθου του Ορφέα, ο οποίος με τη μουσική κατόρθωσε να περάσει τα σύνορα του Αδη, δείχνει τη δύναμη της Τέχνης των Ήχων αλλά και τη φύση της στην τέρψη των αισθήσεων, στην εσωτερική μεταμόρφωση του ατόμου.

Ο γερμανός φιλόσοφος, θεολόγος και ποιητής Γιόχαν Χέρντερέλεγε πως «η μουσική αποκαλύπτει σχέσεις προς τα σύμπαντα, τον κύκλο του Όντος, μας κάνει να αισθανόμαστε τις κινήσεις και τις δονήσεις του παγκόσμιου πνεύματος, του Σύμπαντος».

Πράγματι, όταν  δημιουργούμε ή ακούμε μουσική γινόμαστε εν δυνάμει μάρτυρες της δημιουργίας του κόσμου. Γιατί ο ήχος έχει γεννηθεί από το άπειρο δυναμικό του κενού.Και ξαφνικά τι γίνεται; Εξαφανίζεται! Πού πάει; Επιστρέφειπίσω στο κενό της σιωπής, στο μη-Ον. Μπορεί να διαρκεί γιαμια στιγμή στη μνήμη όπως η φευγαλέα παρουσία του αγγίζειτη φευγαλέα παρουσία των ήχων που ακολουθούν, αλλάπάντα η σιωπή είναι αυτή που προηγείται και πάντα σε σιωπήθα τελειώνει.

Κάθε κίνηση που ξεπηδά από αυτή την Απόλυτη σιωπηλή Ζωή είναι μια δόνηση και ένας δημιουργός δονήσεων. Όπως η κίνηση προκαλεί κίνηση έτσι και η σιωπηλή ζωή γίνεται ενεργός σε ένα ορισμένο μέρος και δημιουργεί κάθε στιγμή όλο και περισσότερες δονήσεις που ευθύνονται για τα διάφορα πεδία ύπαρξης. Αυτά τα πεδία φανταζόμαστε ότι διαφέρουν μεταξύ τους αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι χωριστά το ένα από το άλλο.

Το ορυκτό, το φυτικό το ζωικό και το ανθρώπινο βασίλειο είναι βαθμιαίες αλλαγές δονήσεων, που διαφέρουν μεταξύ τους σε βαρύτητα, πλάτος, μήκος, χρώμα, επίδραση, ήχο και ρυθμό.

Ο άνθρωπος όχι μόνο σχηματίζεται από δονήσεις αλλά ζει και κινείται μέσα σε αυτές. Οι διάφορες διαθέσεις του, οι τάσεις, οι ασχολίες, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες του καθώς και όλες οι συνθήκες της ζωής του εξαρτώνται από ορισμένη δράση δονήσεων, είτε αυτές είναι σκέψεις, συναισθήματα ή αισθήματα.

Υπάρχουν δύο όψεις της δόνησης: λεπτή και χονδροειδής.

Μερικές γίνονται αντιληπτές από την ψυχή, άλλες από το νου, και μερικές από τα μάτια. Εκείνα που αντιλαμβάνεται η ψυχή είναι οι δονήσεις των αισθημάτων, εκείνα που αντιλαμβάνεται ο νους είναι οι δονήσεις των σκέψεων, ενώ εκείνα που βλέπει το μάτι  είναι οι δονήσεις που έχουν στερεοποιηθεί από την αιθερική τους κατάσταση και αποτελούν τα στοιχεία αιθέρα, αέρα, πυρ, νερό και γη, ενώ οι πιο λεπτές δονήσεις είναι ασύλληπτες ακόμη και από την ψυχή.

Αν δεν υπήρχε δόνηση οι πολύτιμοι λίθοι δεν θα μας έδειχναν το χρώμα και τη λάμψη τους, τα δέντρα δεν θα αναπτύσσονταν δεν θα υπήρχαν λουλούδια και καρποί.  Οι δονήσεις μπορούν να κατανοηθούν σαν αιτία και αποτέλεσμα. Το αν ένα πράγμα είναι ορατό ή ακουστό, αντιληπτό ή ασύλληπτο, εξαρτάται από την ταχύτητα των δονήσεων. Το καθετί έχει τον ήχο και τη μορφή του.

Ακόμη και τα πράγματα που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε. Αυτό που ονομάζουμε ζωή και θάνατο είναι στην ουσία διαφορετικοί ρυθμοί δονήσεων. Για παράδειγμα όταν ένας καρπός σαπίσει, όταν ένα λουλούδι μαραθεί υφίσταται μια αλλαγή στις δονήσεις του. Αν προσπαθήσουμε να δούμε τη ζωή μέσα από αυτή τη σκοπιά, ίσως συνειδητοποιήσουμε ότι η γέννηση και ο θάνατος είναι μόνο δικές μας ιδέες για τη ζωή, ότι δεν υπάρχει θάνατος και ότι τα πάντα είναι ζώντα γιατί η διαφορά στις δονήσεις νεκρών και ζώντων σωμάτων είναι η διαφορά του ρυθμού των δονήσεων.

Ο νόμος του ρυθμού κρύβεται πίσω από τη φύση. Η ανατολή και η δύση του Ήλιου, η αύξηση και η μείωση της σελήνης, η ρυθμική αλλαγή της πλημμύριδας στη θάλασσα και οι αλλαγές των εποχών δείχνουν έναν ρυθμό. Για ποιο λόγο άραγε η μουσική που τονίζει το ρυθμό μας δημιουργεί  την επιθυμία για χορό;

Το μωρό ηρεμεί όταν η μητέρα του το κτυπά  απαλά στην πλάτη, γιατί ενστικτωδώς δίνει ένα ρυθμό στο σώμα του.

Ένα άτομο είναι ρυθμικό και η επιρροή του είναι ηρεμιστική, άλλο είναι άρρυθμο και μας αναστατώνει. Γιατί ο ρυθμός να έχει τέτοια επίδραση πάνω μας; Γιατί οι ίδιοι είμαστε ρυθμός. Ο κτύπος της καρδιάς, ο σφυγμός, η κυκλοφορία του αίματος είναι ρυθμική. Όταν ο ρυθμός αυτός παρεμποδίζεται προκύπτει αταξία, ασθένεια, ενόχληση, απελπισία.

Ο νόμος του ρυθμού μπορεί να θεωρηθεί ότι κυβερνά τέσσερις τομείς στον άνθρωπο:

Α) τον ορθό ή λαθεμένο ρυθμό στο αίσθημα,

Β) τον ορθό ή λαθεμένο ρυθμό στη σκέψη,

Γ) τον ορθό ή λαθεμένο ρυθμό στην ομιλία, και

Δ) τον ορθό ή λαθεμένο ρυθμό στη δράση.

Για παράδειγμα, αν το σώμα χάσει το ρυθμό του, κάτι πάει στραβά στο νου, αν ο νους χάσει το ρυθμό του το σώμα μπερδεύεται, αν η καρδιά χάσει το ρυθμό της ο νους ταράζεται, και αν ο ρυθμός της ψυχής χαθεί τότε όλα πηγαίνουν στραβά.

Επιστημονικές έρευνες που έγιναν πρόσφατα στο νοσοκομείο Piedmont στην  Ατλάντα, απέδειξαν ότι νεογέννητα – κυρίως πρόωρα – που εκτίθενται σε μουσική ακρόαση ειδικά επεξεργασμένων ενδομήτριων ήχων και σε νανουρίσματα με την φωνή της μητέρας, κερδίζουν πολύ γρηγορότερα βάρος και εξέρχονται από τη μονάδα εντατικής θεραπείας νεογνών ταχύτερα σε σχέση με νεογνά που δεν έχουν εκτεθεί σε μουσική.

Ακόμη, έδειξαν ότι η ακρόαση της Κ.448 σονάτας για πιάνο του W.A. Mozart μπορεί να βελτιώνει την ικανότητα επίλυσης περίπλοκων μαθηματικών προβλημάτων. Η ίδια σονάτα επίσης χρησιμοποιήθηκε σαν φάρμακο για την καταστολή κρίσεων σε επιληπτικούς ασθενείς.

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα επιστημονικά δεδομένα η μουσική επηρεάζει:

τον καρδιακό ρυθμό και το σφυγμό, το ρυθμό της αναπνοής, την αρτηριακή πίεση, τον όγκο του αίματος, τη θερμοκρασία του δέρματος, τη γαστρική κίνηση, τα ανακλαστικά της κόρης του ματιού, την οξυγόνωση του αίματος, τις ορμόνες, την αντιμετώπιση του στρες, του άγχους, του πόνου, των συνεπειών των εγκεφαλικών επεισοδίων, του καρκίνου και της κατάθλιψης.

Μετά από σύγχρονες έρευνες νευροεπιστημόνων γνωρίζουμε ότι:

1) υπάρχει ένας ξεχωριστός μηχανισμός στον εγκέφαλο ο οποίος διαχωρίζει τη μουσική από άλλους ήχους συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας.

2) ότι παρόλο που το δεξί είναι το κυρίαρχο ημισφαίριο της μουσικής η επεξεργασία των διαφόρων μουσικών στοιχείων πραγματοποιούνται ξεχωριστά στον εγκέφαλο.

3) ότι ο άνθρωπος διατηρεί την ικανότητά του να αισθάνεται και να απολαμβάνει τη μουσική πέρα από τις όποιες εγκεφαλικές βλάβες και

4) ότι η μουσική, εκτός από τέχνη των ήχων, αποτελεί πολύπλοκη εκδήλωση της συμπεριφοράς όχι μόνο του ανθρώπου.

Για παράδειγμα, ο Χανς Τζένυ (Ελβετός) πειραματίστηκε με διάφορους ήχους και μουσικές και μελέτησε την επίδρασή τους σε ρινίσματα σιδήρου και σε υδράργυρο. Το πλήθος σχημάτων έδειξε, ότι ο ήχος είναι ο κρυμμένος δημιουργικός παράγων πίσω από τον κόσμο των ορατών μορφών. Οι δονήσεις, οι συχνότητες, η περιοδικότητα και τα ρυθμικά μοτίβα ίσως είναι η γενεσιουργός αιτία της ύλης, αποτελώντας ταυτόχρονα μια γιγάντια μουσική ορχήστρα ηχοχρωμάτων, που αέναα εκτελεί ένα μουσικό έργο εν αγνοία μας.

Ετσι λοιπόν όταν η φιλοσοφία, η επιστήμη, ο μυστικισμός αγγίζουν την κορυφή της γνώσης τους όλα συμφωνούν σε ένα σημείο και αυτό είναι η κίνηση, είναι ο κραδασμός, είναι η δόνηση.

Αυτή η κίνηση έχει δύο όψεις γιατί έχουμε αναπτύξει δύο βασικές ιδιότητες: την όραση και την ακοή. Η όψη που απευθύνεται στην ακοή μας είναι αυτή που ονομάζουμε ήχο, ενώ η άλλη που απευθύνεται στην όραση την αποκαλούμε φως ή χρώμα. Το αποτέλεσμα της σχέσης των ήχων, της σχέσης των χρωμάτων και της σχέσης ήχου και χρώματος είναι η αρμονία.

Καθώς αναπτύσσεται κανείς πνευματικά μέσα στη ζωή αλλάζουν οι προτιμήσεις του για τα χρώματα. Σε κάποιους αρέσουν τα έντονα χρώματα ενώ σε άλλους τα απαλά. Ο λόγος είναι ότι τα έντονα χρώματα έχουν έντονες δονήσεις ενώ τα απαλά έχουν απαλές αρμονικές δονήσεις. Οπότε ανάλογα με τη συναισθηματική κατάσταση προτιμά διαφορετικά χρώματα.

Ετσι:

Το κόκκινο αντιστοιχεί στη νότα ΝΤΟ

Το πορτοκαλί στη νότα ΡΕ

Το κίτρινο στη νότα ΜΙ

Το πράσινο στη νότα ΦΑ

Το μπλε στη νότα ΣΟΛ

Το ίντιγκο στη νότα ΛΑ

Το βιολετί στη νότα ΣΙ και

Το σκούρο κόκκινο πάλι στη νότα ΝΤΟ

Το ίδιο ισχύει και για τον ήχο. Κάθε άτομο έχει τη δική του νότα και έναν ήχο που συγγενεύει με την δική του ιδιαίτερη εξέλιξη. Για άλλη μια φορά έρχεται η φιλοσοφία των Πυθαγόρειων να μας πει πως «Όλα τα όντα τραγουδούν τον Δημιουργό. Ο άνθρωπος όμως αδυνατεί να ακούσει αυτές τις θείες μελωδίες επειδή η ψυχή του είναι εγκλωβισμένη στην ψευδαίσθηση της ύλης. Οταν λοιπόν η ανθρώπινη ψυχή ξανακερδίσει την πραγματική της υπόσταση τότε όχι μόνο θα ακούει την ουράνια χορωδία αλλά θα συμμετέχει και η ίδια στην δοξολογία του Αιώνιου Θεού γιατί η Αρμονία αναγνωρίζει την Αρμονία».

Αντίστοιχα σε χιλιάδες χρόνια αργότερα ένας Σούφι ποιητής και φιλόσοφος (Ιναγιάτ Χαν) αναφέρει σε βιβλίο του:«Η καρδιά ενός ανθρώπου από τη στιγμή που θα διευρυνθεί γίνεται πιο μεγάλη από όλους τους ουρανούς. Δεν είναι πόσο γνωστό πόσο μακρινό είναι το τέρμα, αλλά μια μουσική από μακριά φθάνει στα αυτιά μου. Η μουσική των σφαιρών μοιάζει με τον φάρο στο λιμάνι που φαίνεται από τη θάλασσα και ο οποίος μου δείχνει ότι πλησιάζω στον προορισμό μου.

Τι είδους μουσική θα μπορούσε να ήταν αυτή; Αν δεν υπήρχε αρμονία στην ουσία της ζωής, η ζωή δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει αρμονία σε αυτό τον κόσμο της ποικιλίας. Επομένως η μουσική των σφαιρών είναι η μουσική που αποτελεί την πηγή της δημιουργίας, η μουσική που γίνεται ακουστή όταν ταξιδεύουμε προς το σκοπό όλης της δημιουργίας. Και αυτή την ακούν και την απολαμβάνουν εκείνοι που αγγίζουν τα ίδια τα βάθη της ζωής τους. Γιατί εκείνο που υπήρχε πριν από την δημιουργία ήταν η Τέλεια Ύπαρξη.

Το πνεύμα της έννοιας της τελειότητας που βρίσκεται πέρα από λόγια. Είναι η τελειότητα του κάλλους, της σοφίας, της δύναμης, η τελειότητας της αγάπης και της γαλήνης. Αλλά εκεί που υπάρχουν μάτια πρέπει να υπάρχει και ένα αντικείμενο να το δουν, να το θαυμάσουν, έτσι εκπληρώνεται ο σκοπός των ματιών.

Εκεί όπου υπάρχουν αυτιά, πρέπει να υπάρχει ένας ήχος για να ακουστεί προκειμένου να απολαύσουν την ομορφιά, εκεί βρίσκεται η τελείωση των αυτιών. Έτσι η Τέλεια Ύπαρξη ήταν αναγκαία προκειμένου να αντιληφθεί την ίδια της την τελειότητα, να δημιουργήσει μια περιορισμένη τελειότητα της δικής της Ύπαρξης και έτσι χωρίστηκε σε τρεις όψεις. Αυτή η ιδέα κρύβεται πίσω από την Τριάδα. Ο θεατής, η θέαση και το θέαμα».

Ο ίδιος φιλόσοφος συνεχίζει: «Η μουσική μας βοηθά να εκπαιδευθούμε στην αρμονία. Όταν ακούμε τη μουσική που μας αρέσει, μας συντονίζει σε αρμονία με τη ζωή. Εκείνο που στερεί τον άνθρωπο από όλη την ομορφιά γύρω του είναι η βαρύτητα του σώματος ή η βαρύτητα της καρδιάς. Έλκεται προς τη γη και καθετί γίνεται περιορισμένο.

Μόνο όταν διώξει αυτή τη βαρύτητα γίνεται ανάλαφρος και αποκτά όλες τις καλές τάσεις όπως ευγένεια, ανεκτικότητα, μεγαλοψυχία, αγάπη και εκτίμηση. Η ζωή είναι όπως ο ωκεανός. Όταν δεν υπάρχει εκτίμηση, δεν υπάρχει δεκτικότητα, ο άνθρωπος βυθίζεται σαν ένα κομμάτι σίδερο ή μια πέτρα στο βυθό της θάλασσας.

Δεν μπορεί να επιπλεύσει όπως η βάρκα, που είναι κοίλη και δεκτική.  Τα δύσκολα στην πνευματική ατραπό είναι πάντα εκείνα που έρχονται από τον εαυτό μας. Αυτός που μαθαίνει να βαδίζει την πνευματική ατραπό, πρέπει να γίνει σαν ένα άδειο κύπελλο, προκειμένου ο οίνος της μουσικής και της αρμονίας να χυθεί μέσα στην καρδιά του».

Εργασία Σίσης Γαλανοπούλου

Βιβλιογραφία

  1. Ο Μυστικισμός του Ήχου,
  2. Η εσωτερική διάσταση της Μουσικής,
  3. Η θεραπευτική δύναμη του ήχου,
  4. Το μικρό βιβλίο της θεωρίας των χορδών,
  5. Ο Πυθαγόρας και η μυστική διδασκαλία του Πυθαγορισμό

theosophy-ult.blogspot.gr / http://www.awakengr.com

Μαρία Ανδρεάδου στις 24 Αυγούστου 2016

Της Αγγελικής Μπολουδάκη

«Για να καταλάβεις την καρδιά και το μυαλό ενός ανθρώπου, δες τι σε εμπνέει να κάνεις» – Χαλίλ Γκιμπράν

Η σχέση ανθίζει στην αμοιβαιότητα των συναισθημάτων, στην αποδοχή και στην επιθυμία και χάρη σε αυτά ριζώνει, γίνεται ένα πλατύφυλλο δέντρο, όπου εμείς στην σκιά του χαιρόμαστε την δροσιά του και τη μοιραζόμαστε γενναιόδωρα μεταξύ μας. Για να μπορούμε όμως να χαρούμε με την μέθεξη που δημιουργεί η σχέση, χρειάζεται ο ψυχισμός μας να διακρίνεται από συναισθηματική επάρκεια, ώστε να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε και να εκτιμήσουμε αυτό που μας προσφέρεται, για να αποδεχτούμε την προσφορά.

Ο ψυχικός μας ιστός χρειάζεται να διακρίνεται από πυκνότητα και συνοχή, ώστε οποιοδήποτε συναισθηματικό ερέθισμα νιώθουμε, να το καλοδεχόμαστε ακουμπώντας το στη σχέση αν είναι ωφέλιμο, ενώ, αν αντηχεί δυσάρεστα συναισθήματα, να το φιλτράρουμε προσεκτικά. Αν η ψυχική δυσκολία προέρχεται από δικά μας δύσκολα κομμάτια, που εμποδίζουν την χαρά, να το επεξεργαζόμαστε, ενώ, αν προέρχεται από νοσηρές συμπεριφορές άλλων, να αποσυρόμαστε από εκείνους, ώστε να διαφυλάξουμε την ψυχική μας υγεία.

Εάν είμαστε ώριμοι συναισθηματικά, είναι εύκολο να διακρίνουμε την επιβεβαίωση από την εκτίμηση. Η εκτίμηση σχετίζεται με την ικανότητά μας να αγαπάμε, ενώ η επιβεβαίωση αφορά στην ανάγκη μας να αισθανθούμε αξία. Την επιβεβαίωση την εισπράττουμε στις κοινωνικές σχέσεις μας μέσα από την εργασία μας, τη δημιουργικότητά μας, τα ιδιαίτερά μας χαρίσματα τα οποία τα μοιραζόμαστε με τους άλλους και εκείνοι τα θαυμάζουν. Την εκτιμάμε όταν μας προσφέρεται, αλλά είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι εστιάζεται στα σημεία μας, τα οποία με κάποιο τρόπο εξελίσσουν τους άλλους, αλλά και εμάς γιατί τα αποδεχόμαστε περισσότερο.

Η εκτίμηση αφορά στις προσωπικές μας σχέσεις, όπου αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη για τη συναισθηματική ανταπόκριση των ανθρώπων μας και θαυμάζουμε ο ένας τον άλλον για την προσωπικότητά του και τα επιτεύγματά του. Νοιαζόμαστε για τον άνθρωπο που εκτιμάμε και έχουμε επίγνωση της αξίας που έχει ο καθένας στη ζωή μας, αλλά και στην επιθυμία μας για ζωή. Στην εκτίμηση υπάρχει η ελευθερία να καλλιεργεί ο καθένας τον εαυτό του, ενώ κάθε φορά που εξελισσόμαστε εμπεριέχουμε και τον άνθρωπό μας, επειδή υπάρχει σεβασμός μεταξύ μας.

Η επιβεβαίωση στοχεύει στο σημείο, που θαυμάζει κάποιος, όσο διαρκεί, όπου ωφελείται από αυτό, χωρίς όμως απαραίτητα να γίνεται καλύτερος ο εαυτός του, γιατί για αυτό χρειάζεται δέσμευση. Η εκτίμηση εστιάζει στην προσωπικότητα των ανθρώπων που ενδιαφέρονται ο ένας για τον άλλον και ο θαυμασμός που νιώθουν παραμένει ανεπηρέαστος από επιτυχίες ή αποτυχίες, γιατί αισθάνονται πιο όμορφα με τον εαυτό τους αλλά και με τον άλλο άνθρωπο που μοιράζονται συναισθηματικά δώρα αγάπης.

Εάν εκτιμάμε κάθε πτυχή του εαυτού μας, είναι πιο εύκολο να αναζητήσουμε στην πηγή της αγάπης τους ανθρώπους μας και να μην παρασυρθούμε από καθρεφτίσματα που αντανακλούν τα ελλείμματα μας. Όσο πιο ολοκληρωμένη μορφή έχει η εικόνα μας στο νοητό μας καθρέφτη, τα αιτήματα που απευθύνουμε στους ανθρώπους μας είναι αιτήματα αγάπης, που πηγάζουν από την επιθυμία μας να τους συναντήσουμε μέσα από μια αμοιβαιότητα εκτίμησης.

Εάν όμως η απουσία καθρεφτίσματος σκίασε την ύπαρξη μας, χρειάζεται να διαφοροποιηθούμε από μια εικόνα, θαμπή στο σύνολό της ή σε μέρη της, την οποία δανειστήκαμε, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ύπαρξή μας και να αποκτήσει ομοίωμα ο εαυτός μας. Χρειάζεται να προσπαθήσουμε να θωρακίσουμε την αξία μας, αγαπώντας τον εαυτό μας. Ξεφυλλίζοντας τις μνήμες μας, κατανοούμε το παιδί μέσα μας που έκανε λάθη από άγνοια.

Προστατεύουμε τα συναισθήματά του με μητρικό και πατρικό τρόπο νουθετώντας το, ώστε να συνειδητοποιήσει πως το κάθε μάθημα ζωής που έλαβε από τα βιώματά του ήταν πολύτιμο στάλαγμα στην ύπαρξή του. Οι όμορφες εμπειρίες ανθίζουν τη ζωή μας, οι δυσάρεστες, όταν επιβεβαιώσουμε τον εαυτό μας πως άξιζε να τις ζήσουμε, μας μαθαίνουν να δίνουμε αξία και να δεσμευόμαστε με ό,τι ηχεί μελωδικά στην καρδιά μας.

Αν όμως δεν επιβεβαιώσουμε εμείς τον εαυτό μας με καθησυχαστικά λόγια που θα μας κάνουν να αισθανθούμε περήφανοι για μας, η κάθε κίνησή μας θα στρέφεται απεγνωσμένα στους άλλους, ώστε να θαμπωθούμε από την αντανάκλαση που θα δούμε στο βλέμμα τους, ελπίζοντας στην εκτίμησή τους. Θα επιζητάμε μια όαση, όχι για να μοιραστούμε συναισθήματα, αλλά γιατί φανταζόμαστε πως στον αντικατοπτρισμό της θα αποκατασταθεί η εικόνα μας και θα αναστυλωθεί η αξία μας. Θα εξαρτιόμαστε από εκείνους και θα γινόμαστε πιόνια στις διαθέσεις τους γιατί ως τρεμάμενα σχήματα θα προσμένουμε την κίνηση τους, για να σταθεροποιήσουμε τη μορφή μας και να μη μείνουμε μόνο περιγράμματα.

Θα ξοδεύουμε αλόγιστα την ψυχή μας, προσπαθώντας να εξαγοράσουμε τα συναισθήματά τους, έχοντας την ψευδαίσθηση πως όσο προσφερόμαστε στο βωμό ως θυσία, τόσο οι άλλοι θα διακρίνουν το μέγεθος της αξίας μας, για να το χωρέσουμε και εμείς. Θα τρέφουμε την αυταπάτη πως χάρη στο επιβεβαιωτικό τους βλέμμα κάθε αρνητικό θα το μετατρέψουμε σε πηγή θετικής ακτινοβολίας, οπότε η δική μας ανάγκη θα μετουσιωθεί σε επιθυμία για ζωή και ο έρωτας θα αναγεννηθεί μέσα μας.

Προσαρμοσμένοι σε αιτήματα άλλων, χάνουμε τον αληθινό μας καθρέφτη. Υποταγμένοι ενός ψευδούς εαυτού, για να ικανοποιήσουμε αυτό που επιθυμούν οι άλλοι για μας, χάνουμε την αλήθεια μας και πορευόμαστε με ένα εαυτό που δεν είναι δικός μας. Εάν προσαρμοστούμε σε προσδοκίες άλλων, σε ανεκπλήρωτες ανάγκες, προκειμένου να βρούμε τον δρόμο μας στη ζωή, η πορεία μας γίνεται μονόδρομος όπου δεν υπάρχει χώρος για προσωπικές αναζητήσεις, ελευθερία, ψυχική ανάταση, εμπιστοσύνη στη ζωή και αγάπη για αυτήν και φυσικά χάνουμε την εκτίμησή μας προς εμάς.

Ακολουθούμε τυφλά μονοπάτια άλλων που υπόσχονται αντανακλάσεις, προσπαθώντας να επιβεβαιώσουμε τις δικές μας πορείες, γιατί δεν αποδεχόμαστε αυτό που είμαστε, λες και έχουμε απεγνωσμένα την ανάγκη να γίνουμε κάτι άλλο μακρινό, σχεδόν εξόριστο που δεν μπορούμε να το φτάσουμε. Η τέλεια σιλουέτα, το ιδανικό πρόσωπο, η αψεγάδιαστη συμπεριφορά, η αλάνθαστη τελειότητα, η άφθαρτη νεότητα. Πίσω από αυτήν την ατέρμονη αναζήτηση κρύβεται το αίτημά μας για αγάπη. Ένα αίτημα σιωπηλό, αθόρυβο, που πνίγεται κάθε φορά που ξεπροβάλλει, για να μας απευθυνθεί να το αποδεχτούμε, για να μπορέσουμε να το προφέρουμε.

Έχουμε ανάγκη να μας αγαπήσουμε με τις μικρές αλλά και τις μεγάλες μας αδυναμίες, με τις δυνατότητές μας που αγωνίζονται να πάρουν μια θέση για να τις αναγνωρίσουμε, με τα σημαντικά αλλά και με εκείνα που θεωρούμε ασήμαντα κομμάτια του εαυτού μας, που ζητούν δειλά- δειλά να πάρουν μια θέση στην καρδιά μας, για να εκτιμηθούν από μας.

——

Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι

πηγή : http://enallaktikidrasi.com

Μαρία Ανδρεάδου στις 24 Αυγούστου 2016

Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής

πηγή : http://enallaktikidrasi.com

Η συνεχής ανάγκη επιβεβαίωσης και συμπάθειας από τους άλλους είναι, στην ουσία, σαν να λέμε στον εαυτό μας πως η γνώμη των άλλων για εμάς είναι σημαντικότερη και εγκυρότερη από αυτήν που εμείς οι ίδιοι έχουμε για τον εαυτό μας. Η κατασπατάληση χρόνου και ενέργειας, στην περίπτωση αυτή, είναι τεράστια, τα δε αποτελέσματα σχεδόν πάντα ανεπαρκή καθώς μόνο προσωρινή ανακούφιση παρέχουν.

Το πρώτο σημαντικό βήμα, για όσους νιώθουν έτσι, είναι η συνειδητοποίηση πως η αναζήτηση της συμπάθειας των άλλων δεν είναι μία ανάγκη αλλά μία επιθυμία. Όλοι μας νιώθουμε ικανοποίηση όταν εισπράττουμε το θαυμασμό, το χειροκρότημα ή τα θετικά σχόλια των άλλων, και αυτό είναι κάτι το απόλυτα φυσιολογικό. Σε πρόβλημα μετατρέπεται όταν ανάγεται σε αυτοσκοπό, όταν, δηλαδή, μετατρέπεται σε ανάγκη που, αν δεν ικανοποιηθεί, μπορεί να οδηγήσει κάποιον σε απόγνωση, θλίψη και αυτοαμφισβήτηση.

Οι αποχρώσεις μιας τέτοιας ανάγκης είναι πολλές, αγγίζοντας τα όρια του τραγικού, όταν κάποιος αναζητά απεγνωσμένα τη συμπάθεια και επιβράβευση ΟΛΩΝ για οτιδήποτε κάνει. Στην περίπτωση αυτή, μιλάμε για μια πραγματική θυσία του εαυτού στο βωμό της γνώμης και των προτιμήσεων των άλλων. Πιστεύω πως, στην ομάδα αυτή, ανήκει ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών, γενικώς. Η ανάγκη τους για αποδοχή και συμπάθεια είναι απύθμενη και, χωρίς αυτά, θα ήσαν, στην κυριολεξία, άνεργοι. Για το λόγο αυτό, δεν μιλούν, συνηθέστατα, τη γλώσσα της αλήθειας αλλά λένε και υπόσχονται πράγματα, πέραν των πεποιθήσεών τους, με μοναδικό σκοπό την απόκτηση της συμπάθειας και εύνοιας αυτών στους οποίους απευθύνονται, δηλαδή, των μελλοντικών τους ψηφοφόρων.

Αυτού του είδους η συμπεριφορά είναι πολύ εύκολα αναγνωρίσιμη στους πολιτικούς από τους περισσότερούς μας. Πόσο εύκολο είναι, όμως, να την εντοπίσουμε στους εαυτούς μας, ιδίως εάν έχει γίνει στοιχείο του χαρακτήρα μας, δυσχεραίνοντας κατά πολύ τη δυνατότητα αυτοπαρατήρησής μας; Δεν υπάρχει άλλος τρόπος απαλλαγής από αυτήν τη μέγγενη, πέραν της αυτογνωσίας και του εντοπισμού των αιτιών της, εντός μας.

Πρώιμα μηνύματα που οδηγούν το παιδί να αναζητά την επιβεβαίωση των άλλων

Πριν από λίγα χρόνια, περίμενα τη σειρά μου για να πληρώσω στο ταμείο ενός σούπερ-μάρκετ. Εμπρός μου, βρίσκονταν μία μητέρα με το πεντάχρονο, περίπου, και πολύ συμπαθητικό, φυσιογνωμικά, αγοράκι της. Η ταμίας του χαμογέλασε, λέγοντάς του πόσο γλυκό αγόρι είναι και ρωτώντας το εάν θέλει να του δώσει μία καραμέλα. Το αγοράκι στράφηκε τότε προς τη μητέρα του, ρωτώντας την: «Θέλω μια καραμέλα;» Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά, παρόλο που έχω ξανασυναντήσει πολλές φορές ανάλογες συμπεριφορές, δηλαδή, παιδιά -ακόμα και ενήλικες- που ρωτούν τους γονείς τους -ή κάποιον άλλον ενήλικα- για το τι θα φάνε, με τι να παίξουν, με ποιους θα παίξουν, αν θα κοιμηθούν, τι θα φορέσουν κ.ά.

Υπάρχουν γονείς που βλέπουν τα παιδιά τους ως κτήμα τους, θέλοντας να τα διαμορφώσουν κατά πως οι ίδιοι επιθυμούν, ως να επρόκειτο για τους εαυτούς τους. Γίνονται αδυσώπητοι κριτές τους και μπορεί να φθάνουν ακόμα και μέχρι του σημείου να απειλούν με απόσυρση της αγάπης τους («Η μαμά δεν σ΄αγαπάει αν δεν είσαι καλό παιδάκι» ή «Αν κάνεις έτσι, η μαμά θα πάρει άλλο παιδάκι» κ.τ.λ.) -όταν το παιδί προσπαθεί, ως δικαιούται, να υπερασπιστεί τα θέλω του- και υμνητές του, όταν «συμμορφώνεται προς τας υποδείξεις»…

Ένα παιδί, με ανάλογες εμπειρίες, δεν πρόκειται να εμπιστευτεί τον εαυτό του, σε βαθμό που να νιώθει ασφάλεια και αυτοπεποίθηση. Η σπίθα αυτονομίας που διεκδικούσε με τόση λαχτάρα ο αναδυόμενός του εαυτός σβήστηκε βίαια με πυροσβεστήρες αποδοκιμασιών, μομφών και αμφισβητήσεων.

Παράδειγμα:

Το παιδί ρωτά τη μητέρα του τι ρούχα να φορέσει

Μητέρα: «Φόρεσε ότι θέλεις»

Παιδί: «Πως σου φαίνεται αυτό, μαμά;»

Μητέρα: «Όχι, παιδί μου! Θα βγεις έτσι έξω; Δεν ταιριάζει αυτή η μπλούζα με αυτό το παντελόνι. Πήγαινε και άλλαξε γρήγορα!».

Λίγες ημέρες αργότερα…

– «Τι να φορέσω μαμά;»

– «Μα σου είπα, φόρεσε ότι θέλεις! Γιατί συνέχεια πρέπει να με ρωτάς!»…

Κάπως έτσι αντιμετώπιζε την Κ. η μητέρα της. Καταξιωμένο άτομο, σήμερα, πολύ ευφυής και με μεγάλη επιστημονική και κοινωνική αναγνώριση. Ότι και αν κάνει, όσο πολύ και αν προσπαθεί, πάντα πιστεύει πως δεν είναι αρκετό, πως «δεν θα αρέσει», πως θα επικριθεί. Σχεδόν όλα της τα Σαββατοκύριακα τα αφιέρωνε στις διάφορες εργασίες της για να είναι «τέλειες» ώστε να μην μπορεί κάποιος να της προσάψει το παραμικρό, νιώθοντας ταυτόχρονα τεράστιες ενοχές για το χρόνο που σχεδόν ποτέ δεν περίσσευε για τα παιδιά της που, συνήθως, τα επέπληττε ουρλιάζοντας όταν τη διέκοπταν από τη μελέτη της, θέλοντας να ζητήσουν ή να ρωτήσουν κάτι.

Στη θεραπεία της, κάθε φορά που πρόφερε τη λέξη «μητέρα», αναφερόμενη στη μητέρα της, βούρκωνε ή έκλαιγε γοερά. Μόλις την περασμένη βδομάδα, ψέλλισε μέσα στο ασταμάτητο κλάμα της:

– «Ποτέ της δεν αναγνώρισε στο ελάχιστο ό,τι και αν έκανα, όσο σπουδαίο και αν ήταν αυτό. Ποτέ δεν ήταν αρκετό, νόμιζα πως δεν με αγαπά για αυτό που είμαι»…

Πολλοί είναι οι γονείς που λειτουργούν ως τροχονόμοι και κριτές των επιλογών και της ζωής του παιδιού τους, θεωρώντας πως οι ίδιοι γνωρίζουν πάντα καλύτερα, ακόμα και τις ανάγκες του, και στερώντας του τη δυνατότητα να δοκιμάσει, να γνωρίσει και να αρχίσει να εμπιστεύεται τον εαυτό και τις δυνάμεις του. Το να γνωρίζει ο γονιός καλύτερα δεν σημαίνει πως πρέπει να υποκαθιστά και να ακυρώνει το παιδί. Ο ρόλος του είναι να φροντίζει για το «ευ ζην» του παιδιού του, δίνοντάς του σταδιακά, από την αρχή της ζωής, ολοένα και περισσότερο χώρο ώστε να εξελίξει τον αληθινό εαυτό και τις ιδιαίτερες δυνατότητές του. Να βρίσκεται, συνήθως, ένα βήμα πίσω από το παιδί και όχι ένα ή περισσότερα μπροστά, ανοίγοντάς του το δρόμο ως μπουλντόζα…

Πολλά είναι τα παιδιά εκείνα που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο «εκπαιδεύονται» στο να γίνουν άτομα εξαρτημένα, τουλάχιστον, από τη γνώμη, την αποδοχή, την επιβεβαίωση και το θαυμασμό των άλλων, και, αργότερα στη ζωή, ως ζωντανοί ετερόφωτοι αστέρες, να μοιάζει σαν να μην υπάρχουν αν δεν «φωτιστούν» από κάποιους άλλους…

Τα παιδιά, σχεδόν πάντα, αντιστέκονται

Τα περισσότερα παιδιά, όμως, αντιστέκονται, με το δικό τους τρόπο και τα μέσα που διαθέτουν, μπροστά σε αυτού του είδους την καλοπροαίρετη άσκηση βίας. Πόσοι είναι οι γονείς που συναινούν, για παράδειγμα, στην επιθυμία του τρίχρονου παιδιού τους να δοκιμάσει τον εαυτό του και λέει: «Μόνος», θέλοντας να βάλει χωρίς βοήθεια το μπουφάν του, το πρωί πριν την αναχώρηση για τον παιδικό σταθμό και όταν ο χρόνος πιέζει; Τα παιδιά δεν μπορούν, φυσικά, να τα βγάλουν πέρα με έναν ενήλικα που τόσο ανάγκη έχουν για τη φυσική και συναισθηματική τους επιβίωση, αντιδρούν, όμως, με τα δικά τους «όπλα» ώστε να διατηρήσουν ή να περισώσουν έστω και μια ψευδαίσθηση αυτονομίας. Έτσι, λοιπόν, μπορεί να αρνούνται να φάνε το φαγητό τους, να καθίσουν στο γιο-γιο τους για την ανάγκη τους, να μην κοιμούνται κ. ά.

Με τι εφόδια θα αντιμετωπίσει ένα τέτοιο παιδί, εκτός σπιτιού, το αναπόφευκτο κάποια στιγμή ενδεχόμενο να χρειασθεί να αντιπαρατεθεί ή να συγκρουσθεί με άλλα παιδιά, υπερασπιζόμενο τον εαυτό και την αξιοπρέπειά του; Πως θα μπορέσει να διαχειρισθεί μια σοβαρή συναισθηματική ματαίωση, φιλικής ή ερωτικής μορφής και τόσες άλλες καταστάσεις όπου ο γονιός δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι παρών;

Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν είναι η ανάγκη του παιδιού για επιβεβαίωση, συμπάθεια, εκτίμηση και αποδοχή αλλά το να παρέχονται όλα αυτά από το γονιό ως επιβράβευση αποδεκτών σε αυτόν συμπεριφορών του παιδιού του. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει η αυτοεκτίμηση του παιδιού να εξαρτάται από την επιδοκιμασία των άλλων αλλά από τη θετική εικόνα που το ίδιο έχει αποκτήσει για τον εαυτό του, έχοντας ενθαρρυνθεί -και όχι υποκατασταθεί- προς την κατεύθυνση αυτή από το άμεσό του περιβάλλον.

Ο ρόλος του σχολείου

Όλη η φιλοσοφία του σημερινού εκπαιδευτικού μας συστήματος δεν ευνοεί μια πιο ελεύθερη σκέψη και διάθεση αυτονομίας, την κριτική ικανότητα και εμπιστοσύνη στις ίδιες δυνάμεις του παιδιού. Παπαγαλία, φροντιστήρια ή ιδιαίτερα, «προσαρμογή» στους κανόνες και τις απαιτήσεις της αγοράς κ.τ.λ. Μαθητές που δείχνουν τάσεις πιο αυτόνομης λειτουργίας και ελεύθερης σκέψης, που δεν λειτουργούν ενοχικά, που δεν έχουν μάθει να επιβεβαιώνονται μόνο όντας αρεστοί στους άλλους και που δεν «προσαρμόζονται» στις απαιτήσεις του σχολείου ή/και των εκπαιδευτικών, εύκολα μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δύσκολα» «προβληματικά» ή «απροσάρμοστα» παιδιά.

Το σχολείο, ως οργανισμός, δεν αποδέχεται και δεν μπορεί να διαχειρισθεί αποτελεσματικά παιδιά που σκέφτονται πιο ελεύθερα και ανεξάρτητα. Συχνά, σε πολλά σχολεία, ο δρόμος προς την «επιτυχία» περνά μέσα από την προσπάθεια απόκτησης της συμπάθειας του εκπαιδευτικού προσωπικού. Αυτό ήταν ακόμα πιο κραυγαλέο παλαιότερα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει συχνά και στα πανεπιστήμια…

Επίλογος

Η ανάγκη επιβεβαίωσης αποτελεί πανανθρώπινη ανάγκη και παράγοντα που μπορεί να κάνει τη διαφορά στη ζωή του καθενός μας, αρκεί να μην δίνεται με ανταλλάγματα και προϋποθέσεις ξένες προς εμάς.

Η σημασία επιβεβαίωσης διαφαίνεται πολύ ανάγλυφα από αυτό που ισχύει σε μια φυλή της Αφρικής. Στη φυλή αυτή, η χειρότερη ποινή την οποία κάποιος μπορεί να εισπράξει δεν είναι φυλάκιση, εκτέλεση ή κάτι παρόμοιο. Το άτομο που υπέπεσε σε κάποιο βαρύ παράπτωμα μπορεί να συνεχίσει να ζει στο χωριό αλλά κανένας δεν το κοιτά, δεν του μιλά ή δεν κάνει κάτι που να υποδηλοί πως το άτομο αυτό υπάρχει. Τα άτομα που καταδικάστηκαν σε αυτού του είδους την ποινή πολύ συχνά αρρώσταιναν βαριά μετά από κάποιο χρονικό διάστημα και ορισμένα πέθαιναν εξαιτίας αυτής της παντελούς έλλειψης ανθρώπινης επιβεβαίωσης.

Ο σουηδός συγγραφέας Hjalmar Söderberg λέει χαρακτηριστικά (ελεύθερη μετάφραση): «Θέλουμε να αγαπηθούμε, αλλά ελλείψει αυτού να μας φοβούνται, ελλείψει αυτού να μας απεχθάνονται και να μας περιφρονούν. Έχουμε ανάγκη να προκαλούμε κάποιου είδους συναίσθημα στους ανθρώπους. Η ψυχή παγώνει στο κενό και αναζητά την επαφή με κάθε αντίτιμο».

Γιάννα Ανδρεαδάκη στις 14 Αυγούστου 2016

Η Οδύσσεια είναι έπος μετατρωικό, επομένως μεταπολεμικό. Από την άποψη αυτή μπορεί να θεωρηθεί έργο μεταηρωικό και, κατά κάποιον τρόπο, ειρωνικό. Υπενθυμίζεται ότι ο κεντρικός ήρωας, ο Οδυσσέας, προβάλλεται στον πρώτο στίχο του έπους ως πολύτροπος. Τούτο σημαίνει ότι εμφορείται λιγότερο από την πολεμική αρετή, η οποία χαρακτηρίζει τους κορυφαίους ιλιαδικούς ήρωες, και περισσότερο από την ευελιξία και την πολυμέρεια του μυαλού του. Η πρωτεϊκή φύση και συμπεριφορά του εκδηλώνεται άλλοτε με την απόκρυψη της πραγματικής του ταυτότητας, άλλοτε με την επικάλυψή της μέσω της σωματικής και ρητορικής μεταμόρφωσης. Γενικότερα στην περίπτωση του Οδυσσέα, και όχι μόνον, συγχέονται τα όρια προσωπείου και προσώπου, υπόκρισης και ανυπόκριτης ομολογίας, αληθοφανούς ψεύδους και αλήθειας. Με τη μέθοδο αυτή η Οδύσσεια διευρύνει και περιπλέκει τη θεολογική, ανθρωπολογική, πολιτική και ηθολογική διάσταση της Ιλιάδας όπου οι αντίθετοι όροι και στα τρία αυτά επίπεδα παραμένουν κατά κανόνα διακεκριμένοι και άμεικτοι. Στην Οδύσσεια αντίθετα συμβάλλονται συχνά παραπληρωματικές αντιθέσεις δημιουργώντας αλλεπάλληλα μείγματα, στο εσωτερικό των οποίων μπορεί να διακριθούν ακόμη και αντιφάσεις.

 

Τούτο ισχύει καταρχήν για τον μύθο του έπους, ο οποίος συντίθεται από παραμυθικά, νοβελιστικά και επικά στοιχεία, ενώ συγχρόνως φιλοξενεί φανταστικές αλλά και άκρως ρεαλιστικές μορφές και συμπεριφορές. Αναλόγως περιπλέκεται στο έπος αυτό και το κυρίαρχο μεγάθεμα του νόστου, που διχοτομείται εξαρχής στη θετική και αρνητική εκδοχή του, στο ενδιάμεσο των οποίων αναπτύσσονται τα θέματα της αναζήτησης του ήρωα και των διαδοχικών αναγνωρισμών του. Έτσι ο οδυσσειακός νόστος δοκιμάζεται απαρχής μέχρι τέλους του έπους: ο διπλός στόχος του (η επανάκτηση της βασιλικής εξουσίας και της νόμιμης συζύγου) ταλαντεύεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όχι μόνον πριν αλλά και μετά τη Μνηστηροφονία· απαιτείται η παρέμβαση της Αθηνάς στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, για να αποτραπεί εμφύλια σύρραξη στην Ιθάκη. Τούτο σημαίνει ότι το happy end του έπους είναι μάλλον διφορούμενο, αν μάλιστα συνυπολογιστεί η προβλεπόμενη δεύτερη αποδημία του ήρωα, που την έχει προετοιμάσει ήδη εντός της Οδύσσειας η προφητεία του Τειρεσία.

 

Περίπλοκη ελέγχεται και η σχέση του Οδυσσέα με την Πηνελόπη. Στον κύκλο του εξωτερικού νόστου (προτού δηλαδή ο Οδυσσέας πατήσει το πόδι του στην Ιθάκη) ο ήρωας εμπλέκεται ερωτικά ή συναισθηματικά με τρεις γυναικείες μορφές: σε χρονογραφική σειρά, με την Κίρκη, την Καλυψώ και τη Ναυσικά· σε αφηγηματική διαδοχή, με την Καλυψώ, τη Ναυσικά και την Κίρκη. Και οι τρεις αυτές γυναικείες μορφές (δαιμονικές θεές οι δύο, βασιλική κόρη η άλλη) μετατρέπονται καθ’ οδόν από ανασταλτικούς σε προωθητικούς συντελεστές του νόστου, σχηματίζοντας έτσι μια τρίβαθμη κλίμακα, η οποία οδηγεί τελικώς τον Οδυσσέα στην Πηνελόπη.

 

Εξέχουσες οι τρεις γυναίκες μέσα στην Οδύσσεια, εμφανίζονται και αποσύρονται στο πρώτο μισό του έπους. Η Κίρκη ανήκει στο εγκιβωτισμένο αφηγηματικό παρελθόν· η Ναυσικά στο αφηγηματικό παρόν· η Καλυψώ μετέχει άνισα και στους δύο χρόνους. Η απομόνωση του ήρωα στο νησί της Κίρκης δεν ξεπερνά τελικώς τον ένα χρόνο· η καθήλωσή του στο νησί της Καλυψώς υπερβαίνει τα οκτώ χρόνια· η φιλοξενία του στο νησί της Ναυσικάς είναι μόλις τριήμερη. Στο νησί της Κίρκης ο Οδυσσέας φτάνει μαζί με τους εταίρους του. Στα άλλα δύο ύστερα από προηγούμενο συντριπτικό ναυάγιο: μεταξύ Θρινακίας και Ωγυγίας το ένα· μεταξύ Ωγυγίας και Σχερίας το άλλο.

Η ξωθιά Καλυψώ, η φαρμακός Κίρκη, η αδάμαστη παρθένα Ναυσικά, που ευχήθηκε στο μεταξύ να είχε ταίρι της τον Οδυσσέα, συστήνουν το τρίγωνο των παρασυζυγικών σχέσεων του ήρωα. Αν συγκριθούν οι σχέσεις αυτές με τις αντίστοιχες της Ιλιάδας (τη μακροσκοπική της Ελένης με τον Πάρη, τη μικροσκοπική του Αγαμέμνονα με τη Βρισηίδα, που η πρώτη προκαλεί τον τρωικό και η δεύτερη τον ιλιαδικό πόλεμο), αποδεικνύονται τελικώς αποδεκτές και ευάγωγες. Ο ποιητής της Οδύσσειας φαίνεται να ξεπερνά και σε τούτο το κεφάλαιο παραδοσιακού τύπου απαγορευτικές εντολές· αφήνει τον ήρωά του να πέσει στο κρεβάτι μιας νύμφης και μιας μάγισσας, να ομολογήσει το θάμβος του μπροστά στην ομορφιά μιας παρθένας, προτού φτάσει στην Ιθάκη και πλαγιάσει στην κλίνη της πιστής γυναίκας του. Η ερωτική ωστόσο αυτή ελευθεριότητα του Οδυσσέα πραγματοποιείται κάθε φορά σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης· θα έλεγε κάποιος πως είναι υποχρεωτική και, ως ένα σημείο, αναλογεί στους ελιγμούς της Πηνελόπης απέναντι στους μνηστήρες.

 

Στην επιφάνεια του έπους η Πηνελόπη παραμένει, είκοσι χρόνια ολόκληρα, αμετακίνητα πιστή· φαντάζει αντίβαρο της άπιστης Ελένης και της ανδροφονικής Κλυταιμνήστρας. Στο υπέδαφος όμως της Οδύσσειας η Πηνελόπη γίνεται κατά κάποιον τρόπο και ερωτικά διφορούμενη: ανέχεται την παρουσία των μνηστήρων στο παλάτι, γεγονός που προκαλεί και τη μομφή του Τηλεμάχου· έστω μέσα στη μαύρη απελπισία της για τον οριστικό, όπως πιστεύει, χαμό του Οδυσσέα, δεν αποκλείει δεύτερο γάμο με κάποιον από τους μνηστήρες της. Τον αναβάλλει όσο μπορεί· στο τέλος όμως, με τη συναίνεση και του αδιάγνωστου ακόμη νόμιμου άντρα της, τον προκαλεί, επινοώντας το άθλημα της τοξοθεσίας, κυριολεκτικώς στο παρά πέντε. Αυτό το άθλημα βεβαίως θα οδηγήσει στην αποκάλυψη του Οδυσσέα, στην πράξη της μνηστηροφονίας, εφεξής στον αναγνωρισμό του ήρωα από τη γυναίκα του και στην ερωτική τους συγκοίμηση.

 

Υπάρχουν και άλλα παρόμοια στοιχεία μέσα στην Οδύσσεια τα οποία καθιστούν την Πηνελόπη, αναλογικώς προς τον Οδυσσέα, πολύτροπη· και είναι πιθανό, αν όχι βέβαιο, πως το λογοτυπικό επίθετο περίφρων, που συνοδεύει σταθερά το όνομά της, παραπέμπει όχι τόσο στην αδέκαστη φρόνησή της όσο στο ευέλικτο μυαλό της.

 

Τούτο σημαίνει ότι το ζεύγος «Οδυσσέας-Πηνελόπη» δεν είναι, όπως φαίνεται σε πρώτη ματιά, τόσο ετεροβαρές: ενεργητικός και ελευθέριος ερωτικά ο άντρας· παθητική και απόλυτα έμπιστη η γυναίκα. Πρόκειται για ισόρροπη μάλλον συζυγία και σε τούτο το κεφάλαιο. Η διαφορά ανάμεσα στην Πηνελόπη και στην Ελένη, ή και στην Κλυταιμνήστρα, βρίσκεται αλλού· αυτή τιθασεύει τα διαθέσιμα πάθη της, ενώ εκείνες τα άφησαν ατιθάσευτα. Σε τούτο το σημείο λίγο πολύ συμφωνεί η Πηνελόπη με τον Οδυσσέα· ο οποίος αισθάνεται πως πρέπει να περάσει μέσα από τις ερωτικές συμπληγάδες της Κίρκης, της Καλυψώς και της Ναυσικάς για να βρεθεί στην αγκάλη της νόμιμης γυναίκας του.

 

Αν η Οδύσσεια μοιάζει με ενάρετο παραμύθι στην επιφάνειά της, στο βάθος όμως μελετά με τόλμη την ερωτική παθολογία· συμφιλιώνοντας τις παρασυζυγικές εκτροπές με τη συζυγική τροπή. Ζητούμενο είναι να βρεθεί τρόπος ευάγωγος που ευνοεί το πέρασμα από τις πρώτες στη δεύτερη. Τέλος καλό, όλα καλά.

 

Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

Ομότιμος καθηγητής Α.Π.Θ