Για μένα η Παξινού δεν είναι η μεγάλη τραγωδός της συλλογικής μνήμης. Ήταν και παραμένει η γιαγιά μου. Γιατί η Παξινού μέσα στο σπίτι της δεν είχε τίποτα από το ύφος της «μεγάλης καλλιτέχνιδας». Ήταν μια μεσογειακή, μητρική γιαγιά, που μαγείρευε, καβγάδιζε με τις υπηρέτριες, μάλωνε με την κόρη της (δηλαδή τη μητέρα μου), με χαρτζιλίκωνε κρυφά από τον Μινωτή. Έτρωγε, επίσης κρυφά από τον Μινωτη, όταν της επέβαλλε να κάνει δίαιτα, μου τραγουδούσε, με παραχάιδευε και γενικά μου έκανε όλα τα χατίρια και δεν με μάλωνε ποτέ. Ό,τι κάνει δηλαδή κάθε κλασική Ελληνίδα γιαγιά. Με κακομάθαινε με όλη την επιπολαιότητα, την ξεροκεφαλιά και την απόλυτη στοργή μιας λαϊκής γιαγιάς που το επίκεντρο της ζωής της ήταν η κουζίνα, οι γλάστρες της, τα ψώνια στον μπακάλη, οι λιχουδιές και τα γλυκά. Μια λαϊκή γιαγιά που ξεκαρδιζόταν με τη Γεωργία Βασιλειάδου και ταυτόχρονα δάκρυζε στο άκουσμα ενός λίντερ του Μάλερ. Γι’ αυτό, όποτε μου ζητούν να μιλήσω για την Παξινού, βρίσκομαι σε αμηχανία. Γιατί για μένα ο θρήνος της Εκάβης και τα σάντουιτς που ετοίμαζε για τον θίασο πριν από την πρόβα, και τα χαρτιά στου Λεωνίδα (στο Λυγουριό) ήταν ίσης σημασίας. Είναι βιώματα πέρα από κάθε αξιολόγηση. Αυτή η μέτρια σε ύψος γυναίκα είχε μέσα της μια δαιμονική δύναμη που γέμιζε την ορχήστρα της Επιδαύρου. Μέναμε μαζί –γιατι με έπαιρνε μαζί της πάντα– σε ένα δωμάτιο πάνω από το Μουσείο… Το πρωί μπάνιο, το μεσημέρι στην ταβέρνα και κατά το απόγευμα ετοιμάζαμε σάντουιτς με τυρί και ζαμπόν για όλους και δυο τρία θερμός με καφέ. Η γιαγιά μου ήταν μια απλή Ελληνίδα. Ή μάλλον όλες οι Ελληνίδες μαζί. Μια αρχετυπική, μεσογειακή, γυναικεία παρουσία. Στοργική, τρομερή, τρυφερή, μαινάδα, γλυκιά, αυταρχική, αριστοκρατική, λαϊκή, γήινη, απόκοσμη, αφελής, αινιγματική και την ίδια στιγμή ουράνια. Και είναι χαρακτηριστικό της αυτό που είπε σε κάποια της συνέντευξη: «Κάτι πρέπει να κάνεις στη ζωή σου. Να πληρώσεις για την ύπαρξή σου. Με την ευχή του Θεού βλέπεις τον ήλιο να ανατέλλει. Όταν πεθαίνουμε, πεθαίνουμε μια και καλή και δεν θα ξαναδούμε τον ήλιο. Κοιτάξτε λοιπόν τον ήλιο όσο είναι εκεί και προσπαθήστε να φέρετε το φως και τη ζεστασιά του στην καρδιά σας. Μπορείτε να δώσετε λίγη από αυτή τη ζεστασιά σε κάποιον άλλον κι αυτός σε κάποιον άλλον; Ε, τότε δεν ήρθατε μάταια σε αυτόν τον κόσμο. Έχετε πετύχει κάτι· είναι τόσο απλό. ― Αλέξανδρος Αντωνόπουλος
Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ