Μετά την Επανάσταση, στα χρόνια του Όθωνα, εμφανίστηκαν πρώτη φορά στοιχεία της δυτικοευρωπαϊκής αποκριάτικης αστικής κουλτούρας, όπως οι χοροί μεταμφιέσεων και οι συναθροίσεις στις μεγάλες αίθουσες του Παλατιού, αλλά για όλη την υπόλοιπη κοινωνία, τους «πληβείους», οι Απόκριες αποτελούσαν την ιδανική ευκαιρία του χρόνου για ξεφάντωμα έξω στους δρόμους και την ύπαιθρο.

Αναπτύσσεται μαζικά η συνήθεια του μασκαρέματος, μέσω του οποίου αισθάνονται όλοι ίσοι και ελεύθεροι, ανάμεσά τους πρώτη φορά και γυναίκες. «Το λαϊκό μασκάρεμα έδινε την έμφαση στην κωμικότητα και στη μίμηση της κινησιολογίας του αναπαριστώμενου», παρατηρεί ο Νίκος Ποταμιάνος, τονίζοντας το στοιχείο της θεατρικότητας που αναπτύσσεται.

Περιφερόμενοι στους δρόμους πάνω σε ξόανα ή πεζή, με συνοδεία μουσικών οργάνων, οι μασκαράδες της εποχής σατιρίζουν τους κυβερνώντες και τα πολιτικά τεκταινόμενα, τους Ευρωπαίους περιηγητές και την «υψηλή κοινωνία», φορώντας φαρδιές φούστες που ονομάζονταν κρινολίνα. Κατά βάση με αυτοσχέδια μέσα και φαντασία, μεταμορφώνονταν σε Φράγκους, Βενετσιάνους, μεσαιωνικούς ιππότες, αρχαίους Έλληνες και πολεμιστές του 1821.

Κυρίως απ’ τα έργα του λαογράφου και αθηναιογράφου Δημήτρη Καμπούρογλου διασώθηκαν τα αποκριάτικα έθιμα της υπό διαμόρφωση πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους. Τα έθιμα αυτά, όπως είναι λογικό και αναμενόμενο, συνδέονται άμεσα με την ταυτότητα της υπαίθρου και τις παγανιστικές απαρχές του εθίμου της μεταμφίεσης, με πρακτικές όπως οι ζωομορφικές μεταμφιέσεις και η αποτροπαϊκή χρήση του θορύβου.

Ταράματα: Ήταν ομάδες από άνδρες μουτζουρωμένοι με κάρβουνο και τυλιγμένοι με τομάρια ζώων, που έτρεχαν στους δρόμους με σκοπό να προκαλέσουν τον τρόμο. Κρεμούσαν επάνω τους κουδούνες και άλλα αντικείμενα, για να μεγιστοποιήσουν τον θόρυβο και την ταραχή στο διάβα τους. Επισκέπτονταν με τη σειρά τα σπίτια της πόλης και ρωτούσαν εάν δέχονται μασκαράδες – στην περίπτωση της καταφατικής απάντησης, εισέβαλαν και άρχιζαν τα πειράγματα μέχρις ότου γίνει αντιληπτή η πραγματική τους ταυτότητα από τους ενοίκους. Μία άποψη τέτοιας αποκριάτικης επίσκεψη δίνει το έργο του Νικόλαου Γύζη με τίτλο Παιδικοί αρραβώνες.

Η αθηναϊκή «καμήλα»: Πριν τα καρναβαλικά άρματα ήταν τα ξόανα και εξέχον παράδειγμα αυτών ήταν η «γκαμήλα» – ένα αποκριάτικο στοιχείο το οποίο εντοπίζεται αποκλειστικά στην Αθήνα του 19ου αιώνα. Η περιφορά της ανακοίνωνε την είσοδο στο Τριώδιο. Ήταν μια ψηλή ιδιοκατασκευή από ξύλα και κουρέλια που τη «ζωντάνευαν» δύο-τρία άτομα, κατά βάση παιδιά. Όπως την περιέφεραν στον δρόμο, τρόμαζαν τον κόσμο που γιόρταζε. Μπροστάρης ήταν ο καμηλιέρης, ο οποίος στο ένα χέρι κρατούσε το χαλινάρι και στο άλλο το ντέφι, ανακοινώνοντας από μακριά την έλευση της γκαμήλας.

Η Χάσκα: Το έθιμο αυτό επιβιώνει μέχρι σήμερα στην ύπαιθρο – ένας μασκαρεμένες κύριος γυρνούσε τις γειτονιές της Αθήνας και είχε μαζί του ένα αδράχτι με κλωστή, στην άκρη της οποίας κρεμόταν ένα βρασμένο και καθαρισμένο αυγό. Η δοκιμασία προϋπέθετε να πιάσεις το αυγό χωρίς χέρια, μόνο με το στόμα, ενώ η κλωστή ανεβοκατέβαινε. Το θέαμα προκαλούσε άφθονο γέλιο, ενώ προοικονομούσε συμβολικά τη νηστεία των επόμενων ημερών

Κούλουμα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός: Το αποκορύφωμα της Αποκριάς για την Αθήνα, ένα μεγάλο πανηγύρι που μάζευε όλη την κοινωνία. «Είναι έθιμο αυτή την ημέρα όλοι να βγαίνουν έξω, να πηγαίνουν στον ναό του Ολυμπίου Διός και να κάθονται στην εξοχή, άλλοι κάτω από τους κίονες και άλλοι στα χωράφια και στους λόφους και να τρώνε νηστίσιμα φαγητά τραγουδώντας και χορεύοντας», αναφέρει σε επιστολή της προς τον πατέρα της η βασίλισσα Αμαλία. Εκεί συναντιούνταν άνδρες και γυναίκες, πολλοί από τους οποίους παρέμεναν μάλιστα μεταμφιεσμένοι παρά το τέλος του Τριωδίου