…” Η πιο ανήθικη πράξη είναι η έλλειψη αυτογνωσίας”….

 

” ΙΘΑΚΕΣ”

Δεν αναγκάστηκα να αλλαξοπιστήσω, ούτε χρειάστηκε να προσκυνήσω κατακτητή, δεσπότη ή βασιλιά..

Όμως στον κόσμο λέω τώρα ότι, μόνη κατάφερε η δική μας νιότη, αυτά που ο Οδυσσέας δεν τόλμησε να κάνει….

Γυρνώντας δηλαδή από λιμάνι σε λιμάνι, νες Ιθάκες ιδρύσαμε παντού. Σε Καναδά και Αμερική ως το Περού, σε Αυστραλία,  σ’ Αφρική και σε Ευρώπη, βέβαια πάντα μαζί με κάποια Πηνελόπη.

Όμως αφήσαμε Πόντο και Μικρασία στην φλύαρη του Μεγαλέξανδρου γοργόνα, στις θάλασσες να διαλαλεί την ασυναρτησία, πως τάχα, η σάρισσα, όπλο του Μακεδόνα, ( του Αλεξάνδρου εννοεί το μακρύ δόρυ), δεν έπαψε, ούτε θα πάψει ν’  απειλεί, αυτούς που πάτησαν την Σμύρνη και την Πόλη, και ξερρίζωσαν τις Ιθάκες απ’ την Ανατολή.

“ΟΠΤΑΣΙΕΣ”

Όρμο με όρμο, γύρισα όλο το νησί,μήπως και βρω με ποιό δελφίνι καβάλα πας εσύ, εκεί που θέλαμε μία ημέρα να φτάσουμε μαζί.

Είδα σειρήνες  και γοργόνες ως και αυτήν που είχε πει πως πάντα ο Μεγαλέξανδρος θα βασιλεύει και θα ζεί, φτάνει αυτό να πιστεύει, έστω και μόνο ένα παιδί.

Κουράστηκα να λάμνω ώρες επάνω στο κουπί, χωρίς πια να ελπίζω το μαγικό να βρω ραβδί, έρημο καράβι ξύλο μέσ’ των κυμάτων τη σπατάλη, πήρα του γυρισμού τον δρόμο, όρμο με όρμο πάλι, όταν σε είδα να καλπάζεις μέσα στου ήλιου την χλιδή.

“Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ”

Ἀναρωτιόταν τ᾿ ἄλογο τοῦ βασιλιᾶ μὲ πόνο,
ποιὰ τάχα θὰ ῾χε τύχη ἂν δὲν ἐζοῦσε ἐκεῖ,
σ᾿ ἐκείνη τὴν ὑγρὴ τοῦ στάβλου φυλακή,
ἀλλ᾿ ἔτρεχε ὁλημερίς, ἐλεύθερο καὶ μόνο,
στοῦ κάμπου τοῦ θεσσαλικοῦ τὴν τρυφερὴ βοσκή,
κι ὕστερα, κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο τοῦ δροσεροῦ Πηλίου,
ἀγνάντευε τὰ χρώματα στὴ δύση τοῦ ἡλίου…

Αὐτὰ σκεφτόταν τ᾿ ἄλογο, χωρὶς νὰ ξέρει ὅμως,
πὼς πλάι του, ἕνας κένταυρος, ὁ νέος ἱπποκόμος,
τὸν θάνατο σχεδίαζε κάποιου νέου Λαπίθη,
τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ Μέθυσος ἀναίτια ἐκλήθη.

Εἶναι λοιπὸν βασιλοκτόνος ἡ ἀρχὴ τοῦ Βασιλείου!
Ὅμως τὸ ἔγκλημα μὲ τὸν καιρὸ τὸ σκέπασε ἡ λήθη·
ποτὲ δὲν τὸ μνημόνευσε βιβλίο τοῦ σχολείου·
(ἡ ἱστορία στὰ παιδιά, χρηστὰ διδάσκει ἤθη).
Κι ἔτσι, ἀρχίζει ἡρωικὰ τὸ ἔνδοξο παραμύθι,
ἀπὸ τοὺς φερομένους ὡς Μακεδόνες βασιλεῖς,
(ἐνῶ στ᾿ ἀλήθεια ἦταν ἀρμενικῆς καταγωγῆς).
Βουλγάρους κατετρόπωσαν καὶ Παυλικιανούς,
τοὺς Πετσενέγους νίκησαν καὶ τοὺς Σαρακηνούς.
Χάρη στὸ ἔργο τὸ δικό τους ἡ αὐτοκρατορία
εἶδε τὰ σύνορά της, σὲ Δύση καὶ σ᾿ Ἀνατολή,
νὰ φτάνουν στὸν Εὐφράτη, στὸν Ἴστρο, στὴν Συρία,
ὡς καὶ στὴν Κάτω Ἰταλία, πέρα ἀπ᾿ τὴν Καλαβρία.

Τότε κι ὁ Πατριάρχης βρῆκε τὴν εὐκαιρία
θέμα νὰ θέσει στὸν Ποντίφηκα γιὰ τὴ διαδοχὴ
(ἤθελε ν᾿ ἀποκτήσει πιὰ τὴν πρωτοκαθεδρία).
Κι ἔγινε στὴν Χριστιανοσύνη κλυδωνισμὸς καὶ σάλος,
γιὰ τὸ ποιὸς ἀπ᾿ τοὺς δύο θὰ εἶναι ὁ μεγάλος,
ὁ ἕνας οἰκουμενικός, πρωτόθρονος ὁ ἄλλος.

Ὑπὲρ τοῦ Πάπα ἔληξαν οἱ στεῖροι αὐτοὶ ἀγῶνες
μ᾿ ἐκείνη τὴν τετάρτη λατινικὴ σταυροφορία.
Τότε ὅμως ἀπ᾿ τὴν Πόλη εἶχαν ἐκλείψει οἱ Μακεδόνες
κι ἦταν τὸ μεγαλεῖο τους μία ξεχασμένη ἱστορία.